Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Άτιτλο


Περίεργη που είναι η ζωή.
Πληκτρολογείς  μηνύματα στου εφιάλτες σου,  
για μια αντίσταση που δεν έκαμες και
η επανάσταση δεν ήρθε ποτέ στην ώρα της .
Είχες αγοράσει – γελοιότητα βάφτισαν οι σύντροφοι την ενέργεια-
περικεφαλαίες, ασπίδες, κρόταλα, σπαθιά, περικνημίδες και
το βιβλίο « η τέχνη του πολέμου»
Όλα όπλα των σοφών, όπως διδάχτηκες.
Μα για δες -καθώς πληκτρολογείς-πεταμένα κείτονται στη γωνιά του δωματίου.

Τις συναθροίσεις πάντα τις απέφευγες.
Είχες αποκτήσει τις κακές συνήθειες της αριστεράς.
Να κλείνεις τις πόρτες και τ΄ αυτιά σου.
Τις πόρτες για το σπίτι σου
Τ΄ αυτιά για το σώμα σου.

Όταν ξεπάγιαζες πάντα υπήρχε η ζεστασιά της δικαιολογίας.
Και τώρα ακόμα, τα σταυρωτά χέρια σου φράζουν το άλαλο στόμα. 

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Νοσταλγώ

το μαύρο χρώμα της εφημερίδας που απλώνεται στα χέρια μου κατά την διάρκεια της ανάγνωσή της. Νοσταλγώ το άνοιγμα των βιβλίων, των οποιονδήποτε βιβλίων. Γι αυτό και όταν έχω την ευκαιρία ανοίγω κάθε τι που βρίσκω μπροστά μου. Έτσι για να μην υπάρξει χρόνος να εισέλθω στον ψεύτικο κόσμο του internet, στον κόσμο του Fb. Μόλις χθες διάβασα ότι στη 13η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης ο Φίλιπ Κερ ( η αλήθεια είναι ότι δεν γνώριζα αυτόν τον συγγραφέα. Έγραψε την «Τριλογία του Βερολίνου» και πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα με τεράστια επιτυχία)  απηύθυνε έκκληση για «επιστροφή» στην... κανονική ανάγνωση, από αυτήν των κοινωνικών δικτύων. Σιγά - σιγά άρχισα να αποτραβιέμαι, να περιορίζω τη παρουσία μου στα λεγόμενα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά δεν γνωρίζω τις αντοχές μου, πόσο θα αντέξω; Όλοι οι φίλοι, εικονικοί και μη, οι συγγενείς μου, πρώτου και τελευταίου βαθμού είναι εκεί μέσα. Κυκλοφορούν πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Μπαίνουν με την ελπίδα ότι θα με συναντήσουν και θα με καλησπερίσουν, θα με καληνυχτίσουν, θα μπούνε στον τοίχο μου και από μία ανάρτηση, θα με καταλάβουν. Τρελαίνομαι που καταλαβαίνουν τον ψυχικό μου κόσμο από ένα like  και δεν με καταλαβαίνουν από τους στίχους που γράφω, που αναρτώ στο προσωπικό μου ιστολόγιο, από τα ποιήματα που έχω εκδώσει συμμετέχοντας σε δυο τρεις πετυχημένες ή όχι ποιητικές συλλογές. Προτιμούν να μου κάνουν like  σε ανύποπτους χρόνους στις διάφορες αναρτήσεις, παρά να μου ζητήσουν να βγούμε για ένα καφέ, να ανταλλάξουμε απόψεις για ασήμαντα και σημαντικά που μας βασανίζουν. 

Νοσταλγώ, το κίτρινο των παλιών βιβλίων και εκείνη την μυρωδιά που αναδύεται μέσα από τις σκονισμένες σελίδες. Πριν από λίγες ημέρες, κάποιοι γνωστοί μου έφεραν (μετά από ντροπαλό αίτημά μου) βιβλία του Λυκείου και του Γυμνασίου της ιστορίας της Κύπρου. Βιβλία που γλύτωσαν από το κάψιμο και το σκίσιμο των μαθητών  κατά τις εθιμοτυπικές "εορταστικές εκδηλώσεις" της αποφοίτησης και του πέρατος των εξετάσεων. Πόση χαρά και πόση ικανοποίηση ένιωσα,  που πράγματι κράτησα αυτή την όποια σοφία κρύβουν αυτά τα βιβλία. Σοφία και γνώση που μάλλον μπορώ να την διαβάσω αλλά δεν θα μπορέσω να την μυριστώ, να τη γευτώ με τόση δύναμη και πάθος. 

Συμφωνώ με τον συγγραφέα που μας καλεί να γυρίσουμε, να επιστρέψουμε στην κλασσική ανάγνωση. Αλλά πως; που οι σειρήνες μας καλούν να πατήσουμε το enter:

ΠΑΡΑΔΟΧΗ


Εκείνος μιλούσε συνεχώς για τους νέους φόρους
τις μυστικές αόρατες συνευρέσεις των ισχυρών
κοίταζε τις σάπιες σιδεροκατασκευές που του πλήγωναν τη καρδιά 
απέναντι από το διακριτό σπίτι 
η αφρικάνικη σκόνη που μύριζε μπαρούτι έκρυβε τα φώτα της μέρας 
ζωγράφιζε τις τελευταίες βρόχινες νύχτες 
οι ξένοι μετανάστες γαύγιζαν σαν αδέσποτοι σκύλοι στα πεζοδρόμια 
με μια μπύρα στο γεμάτα άθλια τατουάζ χέρια
αγνώστου εμφιαλώσεως μάρκας,
καιροφυλακτεί και το κενότατο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο 
Εκείνη σεμνά στην αρχή, απλώνει τα άπλυτα χέρια της 
τα ντύνει με την γυναικεία προστυχιά της Εύας
χώνει τα δάκτυλα στο στόμα, η μαρμελάδα πέφτει ακόμα 
θέλει να το βουλώσουν οι πολιτικοί, πόσο θ΄ ανέβει η πίεση
το θέλει πολύ μα δεν το βλέπει. Κλειστή η τηλεόραση. 
Και πάλι εσύ ως ο τελευταίος νικητής, ο κυρίαρχος 
Ξέρεις πως έρχεται ακόμα μια νύχτα με το σιδηρόδρομο 
Ή με την άμαξα στη λεωφόρο των Φοινικούδων
Με τη σκόνη να σβήνει τα χρώματά της. 
Και τις σιδεροκατασκευές μια φυλακή για μετανάστες βιαστές 
Και αδέσποτους σκύλους.

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ -ΒΕΛΛΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ " Είμαι εδώ……

21 Μαρτίου 2016 Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης: Ένα βίντεο της κας Ελένης Ζαχαριάδου


Μια όμορφη προσπάθεια από την κα Ελένη Ζαχαριάδου. Στο 5ντάλεπτο βίντεό της συμπεριέλαβε υπέροχα ποιήματα.  Την ευχαριστούμε καθ΄ όσον συμπεριέλαβε και την ταπεινότητά μας :

Όσο διαρκούσε η ξενιτειά....  ( στο χρόνο1, 26 του βίντεο)


Την έσυραν χιλιόμετρα μακριά
αιχμάλωτη της ξεινιτιάς
και μιας Άνοιξης που την περίμενε χρόνια
Από το γκρίζο πέτρινο σπίτι
το μάτι του παιδιού έβλεπε τα χελιδόνια
δεν ήθελε να ξανάρθουν καμία Άνοιξη
Την βάλανε γυμνή μπροστά στους δικαστές
με τις άσπρες ρόμπες
θόλωσε για μια στιγμή
(τόσες δεκάδες παιδάκια σαν δικαστές)
Της κοίταξαν τα δόντια
τα πόδια
και (αλοίμονο) τα χέρια
ποιος θα έπαιρνε εργάτη χωρίς χέρια.
Το μόνο που δεν ζήτησαν ήταν να μιλήσει
την φωνή της δεν την άκουσε κανείς
την έκλεισε μέσα στα γράμματα της Άνοιξης
κι απλώθηκε στους χρόνους της ένα χειμώνας
σαν σημαία στο πέτρινο σπίτι.
τα χελιδόνια δεν ήρθαν όσο διαρκούσε η ξενιτιά
η Άνοιξη φευγαλέα
μια ηλιακτίδα κι ύστερα ανάσα μέσα στην ανάσα
λίγο νερό, λίγο χώμα
αυτό ήταν το τραπέζι της
λίγο νερό και λίγο χώμα.
Το χέρι του παιδιού που ζητούσε
με ένα σπαθί το έκοψαν
ήταν βλακώδες αυτό που πίστευε είπαν.
Ζητιάνευε την Άνοιξη.
Κι οι δικαστές;
αχ αυτοί οι δικαστές
άλλαξαν τις ρόμπες τους
και χρόνια τώρα φορούν τα μαύρα
και κρατούν τα γρανάζια των εποχών.
Δεν το έμαθε ποτέ της
ψέλισε.

Συνέντευξη :Δημήτριος Γκόγκας ~Σε προσωπικό επίπεδο~

Μικρές Εκδοτικές Προσπάθειες σε μορφή e-book

Φόβος:

Πληγές που θρέψαμε της Ποιήτριας Ρούλας Τριανταφύλλου

Είχα την τιμή να μου εμπιστευτεί την επιμέλεια της Ποιητικής της Συλλογής μα και την συγγραφή ενός μικρό σημειώματος η κα Ρούλα Τριανταφύλλου. 
Την ευχαριστώ Θερμά

Δημήτριος Γκόγκας














Η Ποιητική Συλλογή

"Λίγο πριν κοιμηθεί ένας καλός άνθρωπος", Δημήτριος Γκόγκας

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ - ΒΕΛΛΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ " ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ "

όσο διαρκούσε η ξενιτιά

Απογοήτευση κι ελπίδα

Ποιήματα για την Ποίηση : Μία εξαιρετική ανάρτηση της Κύπριας Ποιήτριας- Φιλολόγου Εύας Νεοκλέους , στην οποία είχα την τιμή να συμμετάσχω με ένα ποίημα

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ένα είναι το ποίημα


Μόνο ευχαριστώ μπορώ να πω στον Ποιητή Δημήτριο Κρανιώτη για την ανάρτηση του Ποιήματός μου στο Ιστολόγιό του. 

Καημένη Λάρνακα


Μέσα στα πορώδη τείχη των μεσαιωνικών κάστρων 

που λοιάζονται γυμνόστηθα
τατουάζ στα μπράτσα ωραιοπαθών ανδρών
ημιπρόστυχων αλλοδαπών και εγχώριων κοπελούδων
η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί καημένη Λάρνακα.

Είναι....
Ήρθαν οι χρόνοι που περίμενες δήθεν
όπου η πλάνη θα σώσει τη διαρκή φαυλότητα
κάτω απ΄το βάρος των Φοινικούδων
και οι Μέγαιρες
έντιμοι θιασάρχες θα λαμπρύνουν
ένα μέλλον που τυχάρπαστα έχτισες και τοκίζεις με θράσσος.

Η ζωή σου Λάρνακα
ένας κακός σχοινοβάτης
που ακροβατεί σε μια λαθραία στιγμή αυνανισμού της μιζέριας.
Μη κοιτάς με το βλέμμα του Νάρκισσου.
Οι σκουρόχρωμοι υπηρέτες σου
τινάζουν στους κήπους και στα μπαλκόνια
τα χαλιά της  διαρκούς μωρίας

ΦΟΒΟΣ



Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;


Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία :
(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014"

Ιστοχώρος ανάρτησης σε μορφή e-book των ποιητικών μου συλλογών

του Δημητρίου Α. Γκόγκα

...για αρκετά χρόνια ήταν καταχωνιασμένες στα συρτάρια γραφείων ανάμεσα σε φακέλλους και βιβλία. Δεν υπήρχε η τόλμη να δείξω τη γραφή μου... Κάποιες καταστάσεις μου δημιουργούσαν φοβίες, άλλοτε δικαιολογημένες και άλλοτε όχι......Μετά την αφυπηρέτησή από το Σώμα του Ελληνικού Στρατού, πίστεψα ότι είχε έρθει ο καιρός ότι είχε γραφεί να δει το φως...Ήταν εξάλλου μια υπόσχεση προς τους δικούς μου ανθρώπους ........ Ελπίζω κάποια στιγμή να έχω όλες εκείνες τις δυνατότητες και για μια ...έντυπη έκδοση. 

Σήμερα μπορεί κάποιος από εσάς φίλοι μου να αναγνώσει μικρό δείγμα της δουλειάς μου, αυτής που εγώ ονομάζω πειραματισμό Ποίησης στις παρακάτω σελίδες:

α. ΕΝΔΕΙΚΤΕΣ 



β. ΚΑΜΠΟΣ ΜΙΑΣ ΝΙΟΤΗΣ 


γ. ΑΝΑΣΕΣ 


δ, ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΔΩΣΕΣ ΕΝΩ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ


ε. ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΕ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ


στ. ΑΧΝΗ


ζ. ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ

Ημέρα πληρωμής

Στη σκοτεινή γωνιά των ήχων
αγκάλιασε τα πλήκτρα
κι αισθάνθηκε την ανία της ύπαρξής της. 
Κάτω η κούραση στις ραγισμένες φτέρνες
πεζοδρομούσε τις πικρίες της.
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε
μπουμπούκια στα γυάλινα βάζα των ανθρώπων
η πληρωμή αργούσε
κι άλλοτε της φαίνονταν μικρότερη.
Έτσι πορεύθηκε κι έτσι περπατούσε.
Γωνιά, γωνιά.
Το νερό στο βάζο μέρες τώρα
έπαιρνε ένα σκούρο χρώμα
της σήψης.
Το καντήλι έσβηνε
κάνοντας τη νύχτα μικρά διαλείμματα
και τη μέρα ώρες μεγάλες άκαυτες
βασάνιζε.
Κι επέμενε, επέμενε
ν΄ αγκαλιάζει τη κούραση
σύντροφο ζωής, μαγκούρα κι αποκούμπι.
Στον επόμενο ήχο η ανία δίπλωσε τη κούραση
σε χρυσόχαρτο
κι έσκασε -του κάκου- ακόμα ένα χαμόγελο.
Ο επόμενος στο ταμείο δεν ήτανε πελάτης.
Κρατούσε το τέλος καλυμμένο με σάλιο.
Ημέρα πληρωμής.

Σκέψεις επί μιας σκηνής


Χυτά τα μαλλιά της στους ώμους κυλάνε
τυλίγουν τους κόμπους στο καθάριο λαιμό της. 
Το χιόνι απ΄ τα μάτια με δρεπάνι τρυγάνε
εραστές που΄ ναι στάλες μες στο λυγμό της.

Μαργαρίτες και γιούλια στεφανώνουν το πόνο
και τις λέξεις αγκάθια τις στολίζουν με χάρη.
Σαν τρυπάνε, ματώνουν της καρδιάς της τον κλώνο
και ρωτά αν παγίδα ειν΄ της γης το φεγγάρι.

Κάποτε δένει τα μαλλιά της κοτσίδες
και χαιδεύει απαλά των χειλιών τις καμπύλες.
Αφαιρούν οι ληστές με ανέμων τσιμπίδες
το φως απ΄ τα μάτια και σφαλίζουν τις πύλες. 

Και τι μένει; Ρωτάω. Τι θυσίες να κάνει;
Όμορφη, γλυκιά, τα μαλλιά της πετάνε.
Στων ερώτων τη σπάθη να κραυγάξω το φτάνει;
μ΄άλλοι τόσοι τις νύχτες τις ρωγμές μας φυλάνε.

ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ



3ο βραβείο 
του 4ου 
Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ
(Μάιος 2015)

του Δημητρίου Γκόγκα



Χιόνι

Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ’ τις ρωγμές του σώματός της,
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού.
Καίει ό,τι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.

Βροχή

Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.

Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.

Ιδρώτας

Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες: Με το παραπάνω
Και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι σαν να ‘θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούρια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.

Γάλα

Πίσω απ’ αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια,
Καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι γάλα.

Αίμα

Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δέντρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,
το αίμα μας να πιούνε.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Έκλεισα το τίποτα
Δεν το βλέπω
Δεν το συναντώ
Έκοψα εισιτήριο
Ότι έζησα
Έζησα
Ήμουν πουλί σε δένδρο
Ήμουν κλαδί στην φωλιά του
Μπορεί κάποιος να σταματήσει την άμαξα;
Σαν αναστηθώ,
να κάμω μια μεγάλη στάση
στο τίποτα
που δεν είδα;

ΜΟΝΑΞΙΑ

Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα, για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες  πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες,  να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:

«Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»

ΤΡΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ


Κάποτε θυμάμαι 
υποφέραμε από ανομβρία 
γιατρικό δεν υπήρχε
στάλα στάλα μαζεύαμε 
το δάκρυ μας σε μεγάλα ντεπόζιτα
Τώρα που βρέχει 
δουλειά δεν έχουμε 
τρυπάμε τα ντεπόζιτα. 


2. 

Κάποτε θυμάμαι 
οι γονείς μας δικάστηκαν 
ερήμην 
γίνανε αριθμοί. 
Το παιδί
έβαλε στόχο 
να γίνει μαθηματικός. 
Δεν το πέτυχε. 
Μπλέχτηκε στις πράξεις. 

3. 

Κάποτε θυμάμαι 
κέρδισε η ελπίδα 
στις κάλπες. 
Η ελπίδα εκείνη 
δεν ήταν παρά 
μέλανας ζωμός 
συνοδεία λωτού. 
Η Κίρκη έβγαινε στο τέλος. 




ΕΡΙΝΥΑ

Έψαχνες να βρεις και κάτι ακόμα
δεν ήξερες τι,
κοιτούσες πάντα στο χώμα τα σημάδια από τα βήματά σου 
μα πάντα το χέρι βαθιά εκεί
εκεί στην άδεια σου τσέπη.
Πότε- πότε μια σφαίρα στη χούφτα.
Ήθελες να την φυτέψεις μέσα στην αυλή σου
ή σε κάποιο κεφάλι,

Είπες πολλές φορές σκάστε,
σκάστε μιλάτε πολύ
μα κανείς δεν άκουγε.
Στο Αφγανιστάν σου πούλησαν παιδί για έρωτα
και συ τους έδειξες τη σφαίρα
Αυτό δεν ήταν παιδί
ήταν μια ερινύα.
Ευτυχώς Παναγιά μου φορούσε μπλε μπούρκα.
Δεν θα έπαιρνες αρνί σε τσουβάλι.
Αν το αγόραζες
ίσως δεν θα μάθαινες ότι σκοτώθηκε χθες.
Δεν μπορείς να τα σώσεις όλα.
Μα συ δεν έσωσες κανένα.
Τώρα βολεύτηκες πίσω από τη σύνταξη
βλέπεις ειδήσεις
έχεις για φίλο τον σκύλο του γείτονα
δεν έχεις δικό σου.
Που καιρός για έξοδα.
Όταν βρέχει
-εδώ δεν βρέχει συχνά -
η σφαίρα στη τσέπη μουλιάζει.
Δεν σκοτώνει παρά μόνο τον σκύλο του γείτονα.
Αλλάζεις χρόνο, λες: ήτανε φίλος μου, πιστός.
Το λουράκι το δίνεις για ανακύκλωση.
Κάνεις τη μπούρκα σφουγγαρόπανο.

ΔΕΝ...

Δεν ανασαίνω,
εκεί που
το χώμα γίνεται λάσπη.
Δεν βαδίζω
την ασέληνη νύχτα.
Ντύνομαι λάβα.
Δεν σπάει το ρόδι
στην αυλή.
Παγώνει το δάκρυ.
Δεν θα πεθάνω την αυγή.
Έμαθα πως είσαι
φάλτσο αηδόνι.
Δεν το ξεχνώ αγάπη μου.
Κολυμπώ στον Αχέροντα
και γίνομαι στάλα.

Μια ιστορία του Στρυμονικού (η όμορφη κοπελιά)



Σ΄ ένα χωριό του κάμπου, κει στο Στρυμονικό* 
Ύφαναν ιστορίες, σιμά στον αργαλειό. 

Τούτη η ιστορία, που θα διηγηθώ
την έμαθα απ΄ πάππου, την λέω και εγώ. 

Σ΄ ένα σπιτάκι ζούσε, άσχημη κοπελιά 
τα δειλινά γυρνούσε, σε λόγγους και βουνά. 

Παρέα με τους λύκους και τα λυκάκια της.
Τα ερπετά, τα φίδια, με τα φιδάκια της.

Για προσκεφάλι είχε, κοτρόνα* (μασαλά!) *
Βολτάριζε τα νύχτες στον πάνω μαχαλά.

Τ΄ αγόρια της σφυρίζαν στα μονοπάτια της
κι ανάβαν τα φιτίλια και τα γινάτια της.

Εκείνη μες στη τρέλα, αρπάζει δυο παιδιά.
Τα βρήκανε σφαγμένα κάπου στη ρεματιά,

Του Αι Χαραλάμπη*, σ΄ ένα κρυφό γκρεμό.
Ανάψανε κεράκια από βαθύ καημό.  

Οι χωρικοί καρτέρι, μέρα της στήνουνε.
Τη Κοπελιά να πιάσουν, να ανακρίνουνε.

Μα η κοπελιά συνήθως, γινόταν ζωτικό
και στοίχειωνε τα βράδια, στο έρημο χωριό.

Τρία σημάδια βάλαν, μες στα περάσματα,
Στο Πέγκο*, στη Μαγκίλα* και στα χαλάσματα.*

Και μια και δυό και πέντε και δεκατρείς φορές
τη φέραν στη πλατεία, μπροστά στους δικαστές.

Η άσχημη γυναίκα με δάκρυα και λυγμούς,
το έλεος ζητάει από τους χωριανούς.

Αν δεν με κοροιδεύαν, αν δεν με σφύριζαν.
Αν δεν πετροβολούσαν, αν δεν με πείραζαν

Εγώ θα΄ μουν στο δάσος με τα φιδάκια μου
Κι οι νιοι, τα παλικάρια, τα παιχνιδάκια μου.

Μα οι δικαστές πεισθήκαν για μέγα φονικό
Κι ορθώς όπως μου είπαν βαρύ κατηγορώ.

Τη σύρανε δεμένη και με θηλιά πλεκτή
στη γέφυρα κρεμάσαν, που έχει γκρεμιστεί.

Κι αφού τη ρίξαν χάμω, λυγάει ο δοκός
Κι όλοι αναφωνήσαν «μεγάλος ο θεός»

Η άσχημη γυναίκα, με  ξωτική πνοή
Βγάζει απ΄το λαιμό της, κειν΄ το τραχύ σχοινί.

Τα μάτια της σηκώνει, ψηλά στον ουρανό
και πέφτει μια αντάρα στο ξεροπόταμο*.

Οι χωριανοί τραπήκαν σε άτακτο φυγή
«Αθώωση» ζητούσαν από το Δικαστή.

Για να τελειώνω τώρα, να μη πολυλογώ
η άσχημη γυναίκα, γίνηκε ξωτικό.

Αν πάτε στη πατρίδα μου, κει στο Στρυμονικό
αν ψάξετε τις νύχτες στο μαύρο ουρανό.

Θα δείτε ένα λαμπιόνι, η Πούλια να κρατά
έν΄ άσπρο χελιδόνι μονάχο να πετά.

Είναι η κοπελιά μας, το μόνο ξωτικό
που ζει μες στη καρδιά μας, σαν τρέμουλο καλό.

Και τώρα αν απορείτε, η γέφυρα γιατί
χρόνια που γκρεμισμένη, όλους μας, μας θωρεί.

Να πάτε να ρωτήσετε ποιοί είδαν ξωτικό
και χώρισε στα δύο, το έρημο χωριό.


Επεξηγήσεις:

*Στρυμονικό: Χωριό του Ν. Σερρών
*Κοτρόνα: Μεγάλη πέτρα
*Μασαλά: (αφερίμ) μπράβο!
*Αι Χαράλαμπος: Ξωκλήσι στη περιοχή
*Χαλάσματα: Αναφέρομαι σε ευρήματα αρχαίου οικισμού στη περιοχή
*Πέγκο: Δασώδη περιοχή του Στρυμονικού
* Ξεροπόταμος: Το ρέμα της Κοινότητας
* Μαγκίλα: Λόφος

Ο Εφιάλτης της Εβδομάδας


Τη πρώτη μέρα που την είπαν Κυριακή
χωρίσανε οι άνθρωποι στα δύο.
Από τη μια οι λύπες σκοτεινοί
διάδρομοι κι οι χαρές ένα πικρό αντίο.
Τη δεύτερη αντάλλαξαν τους όρκους
μα ο παράδεισος μια στάση μακριά.
Τους εαυτούς βάφτισαν επιόρκους
και συνηγόρους με τους λόγους μαχαιριά.
Η Τρίτη μέρα δεν ξημέρωσε μονάχη.
Με παντρειά θανατικού απ΄ την αυγή.
Θεοί με τύψεις καβαλήσανε τη ράχη
και απλωθήκανε πληγές πάνω στη γη.
Τετάρτη μέρα κι ο Ιούδας συντροφεύει
ευαίσθητες καρδιές – δε λες με οργή-
Όνειρα, στόχους, έρωτα που λεν κωφεύει
σαν με αργύρια δεν έχει σφαλιστεί.
Πόλεμο Πέμπτη μας κηρύξανε στη πόλη.
Στα πεζοδρόμια συντρόφους κυνηγούν.
Ζωής δραπέτες οδηγήσαν στην αγχόνη.
Κάποιους αθώους με ψευτιές κατηγορούν.
Παρασκευή σ΄ επιταφίους τα λουλούδια.
Κρίνα γαρούφαλλα κι ωραίες πασχαλιές.
Άριες, ύμνοι , τσιφτετέλια κλπ….τραγούδια
από πλανόδιους σικέ τραγουδιστές.
Ήρθε το Σάββατο απόλυτη ηρεμία.
Ήρθες με φως και φεύγεις με βροχή.
Γαλήνια η θάλασσα μετά την τρικυμία.
Ήταν εφιάλτης και μας έχει πιστωθεί.
Βασισμένο στο ποίημα ΠΑΡΑΜΥΘΙ της κας Τάτης Κ. Καλπακτσόγλου.

τα δάκρυα των ανδρών





Έχουν μια αγγελοκάμωτη ειλικρίνεια

πηγή αιώνιας παλικαριάς και ζήσης

τα δάκρυα των ανδρών.



Δεν είναι μοναχά της σιωπηλής Εύας στο παράδεισο

που με βουβά τα χείλη από τη μέγα τύψη του αμαρτήματος

δεν οσμίζεται τα παιδιά της.

Κι αυτό είναι μια περίεργη τρέλα.



Δεν είναι μόνο οι πρωτοφανέρωτοι ήχοι των κυμάτων

που ταξιδεύουν στα κύματα με τα κύματα

κραυγάζουν και χειρονομούν στους πειρατές

κι ύστερα τσακίζονται πάνω στις σπαθιές θεοτήτων των βράχων



Δεν είναι οι λιαστές σπίθες της ανθρώπινης φωτιάς,

που σιγοκαίει την αγάπη,

οι πληγές και τα εγκλήματα, οι οδύνες και οι παράφρονες πόνοι.

Τόσες ανίατες πληγές  ανοιγοκλείνουν στο δέρμα της φτωχής μας γης.

Μια σπασμένη σιωπή που ξεφλουδίζει το δέρμα της.



Δεν είναι μονάχα, το διάφανο νερό

σαν  χτυπάει στα κρουστά και τα έγχορδα των λαγκαδιών  και των πεδιάδων,

που ακουμπά στις ευχές των μονόφθαλμων παπάδων.



Δεν είναι στις γδυτές ευτυχίες που κρατάνε τα κλειδιά των αυριανών ημερών.





Τα δάκρυα των ανδρών

είναι ένα ήλιος μέσα στα θαμπά μάτια π΄ ανατέλλουν τον διαυγή πόνο.

Είναι το κόκκινο φεγγάρι του όψιμου Φθινοπώρου

που κρατά μοναχική συντροφιά τη βρόχινη μέρα

Είναι το πρωινό του κόσμου που πεθαίνει στη πρώτη τους μάχη.

Είναι η πικρή αγκαλιά της μάνας,

πόρτα της κτίσης που ανοίγει και κλείνει στο άκουσμά της φωνής τους.



Αλήθεια; Ρωτά ο αναγνώστης.

Ίσως!  απαντά σεμνά ο ποιητής.  Και κλείνει βιαστικά τη γραφή του

Έντεκα Χαικου για το Στρυμονικό

1. Στρυμονικό 
Αθόρυβα σου ήρθα κι 
ήσυχα σου έγινα ο ξένος. 

2. Σιβρί, Κορφοβούνι.
οι ρίζες των βουνών προσπερνούν 
και θρέφουνε τους χρόνους. 

3. Πέγκο. 
Ένα γεράκι θεάθηκε. Ταπεινά 
με κοιτούν οι βδέλλες που βασιλεύουν. 

4. Μαγκίλα.
Πράσινο στήθος στο 
κάμπος βασιλεύει. 

5. Με τα κρινάκια 
κοιμάται ο άερας 
στους σκονισμένους κάμπους. 

6. Άγιος Αντώνιος. 
Φωνή βοώντος μες σε αιώνες. 
Τα κυπαρίσσια προσκυνούνε το τάμα. 

7. Καπνός σηκώνεται το δείλι.
Εικόνα ότι απόμεινε,
Ένα κομμένο χέρι δείχνει το μύρο. 

8. Άγιος Χαράλαμπος. 
Σβησμένο κερί φωτίζει 
τη κοιλάδα με τις σκιές. 

9. Ξεροπόταμος.
Θηρίο ζωντανό
ποτέ δεν ξαποσταίνει!

10. Κρίστο. Ανεμώνες 
ανθίζουν. Αναμνήσεις σαν κύμα. 
Περιμένω αντάμωση. 

11. Μισή αλήθεια και ψέμα
Μια ζωή μοιρασμένη
στα δύο. Στρυμονικό.