Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΓΚΑ


γράφει ο Αντώνης Περδικούλης


              1.   « Περιγραφή για ένα θάνατο.»

 Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.

 Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;

 Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.

Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.

Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.

Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.

Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;


Το παραπάνω ποίημα έλαβε τον  Α' 'Επαινο 
στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης
 της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού (2014)

    Δεν είναι εύκολη η ποίηση του Δημήτρη Γκόγκα. Με διάθεση φιλοσοφημένη, στοχαστική, με καταβολές που φαίνεται να έρχονται από συγγένεια με ποιητές του εσωτερικού μονολόγου (  Καρέλλη , Τζόϋς).
Εδώ  ένα τοπίο θανάτου προσωποποιείται με το φως που λιγοστεύει ή και με το σκοτάδι που πολλαπλασιάζεται. Η μοίρα του θανάτου είναι προδιαγεγραμμένη και προδηλώνεται με τον μικρό λεμονανθό που σβήνει. Ο θάνατος είναι το όριο της αυταπάτης, πού ακόμη και ο ποιητής δεν θα μπορέσει να το δρασκελίσει. Ακόμα και ο ποιητής μέσα απ’ τα εργαλεία της ύψιστης Τέχνης του  θα ηττηθεί.  Είναι το πεπρωμένο που θα τον συνεφέρει από το κλίμα της ψευδαίσθησης στην σκληρή πραγματικότητα του σάπιου χρυσόκοσμου.
      Ο Δ. Γκόγκας δεν περιγράφει απλά τον θάνατο εδώ, ή τέλος πάντων έναν θάνατο. Ζωντανεύει μέσα απ’ την ψυχή της γραφίδας του το δημιουργικό άγχος του μετά θάνατον, του επέκεινα του χειμώνα που προσδοκά το αναστάσιμο φως.
    Πολλές οι εικονοποιήσεις και τα σύμβολα, αντίκτυπος της ψυχικής διάθεσης και του προβληματισμού. Αν και οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι απηχούν φαινομενικά την αναγνώριση μιας ήττας, εντούτοις δεν πρόκειται για γραφή πεισιθανασίας, ούτε για ποίηση ήττας. Πίσω από τα  σύμβολα «χειμώνας», ¨στάχτη» και «κίτρινα φύλλα», ελλοχεύει μια άλλη φωνή, αυτή της συνεσταλμένης προσδοκίας, κι ένας άλλος μικρόκοσμος, αυτός του διάφανου μέλλοντος, όπου κάθε υπόσταση   στον απροσδιόριστο  χρόνο θα πορεύεται στην κατεύθυνση της Άνοιξης:
                        « Ναυαγός στην γραμμή του θανάτου.
                           Μ’ ένα μολύβι κουπί ως πού να φτάσεις..?»


2.  « Αναζήτηση»

Περπατάμε στους δρόμους
Μαζί και οι ματιές μας θερίζουν τον αέρα
Πότε σου πιάνω το χέρι
Και πότε  το αφήνω (ιδρώτας)
Ψάχνουμε να βρούμε μάρτυρες
Για τις δολοφονίες μας
Και δολοφόνους για ενόρκους.

Έξοχη πυκνόφυλλη Ποίηση. Ο συμπυκνωμένος λόγος είναι η αρετή που κατασφραγίζει την γραφή.Στο ποίημα αυτό είναι και ο λυρισμός που κάνει την πρόσβαση στα μυστικά της ψυχής του ποιητή ωραία συγκινησιακή. Με δυό έξοχες εικονοποιήσεις και δυό ρήματα που διατρέχουν το σώμα του ποιήματος σαν καθαρή φωτιά, το ποίημα πρωτοθρονίζεται και καθαγιάζεται.
  Τα τεχνικά μέσα του ποιητή είναι απλά και η αφαιρετική του γραφή αποθεώνει το ποίημα σε λυρικό φωταγώγημα:
  « Περπατάμε στους δρόμους…..
     Πότε σου πιάνω το χέρι και πότε στο αφήνω..»


3.  «Φόβος»

Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;


Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία :
(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014"

        Ποίημα δοσμένο ωραία με ρεαλισμό , αλλά κα με στοιχεία –σύμβολα που το εμποτίζουν. Ο αγώνας ο ατελεύτητος της κάθε μέρας αποδίδεται με τρόπο απλό, όσο και εύληπτο. Το στοιχείο της υπαρξιακής αγωνίας κυρίαρχο. Η σκέψη για το ποιος είμαι, πού τραβάω και για ποιον σκοπό υπάρχω είναι τα τρία εξακολουθητικά ερωτήματα που αναζητούν μια απάντηση. Όμως μια τέτοια απάντηση φαντάζει ασύλληπτη.
      Ο Δημήτρης Γκόγκας είναι ποιητής χαμηλών τόνων, ποιητής εσωτερικού μονολόγου και γνωρίζει αριστοτεχνικά να αυτοσαρκάζεται. Η μικρή ανοιχτή πληγή του είναι αυτή που τον θρέφει  και τον κινεί. Δεν θέλει να την κλείσει. Μια τέτοια γιατρειά θα σήμαινε ίσως την απουσία της Ποίησης. Η ανοιχτή πληγή του είναι η ευλογία του. Μέσα στον χρόνο τον απροσδιόριστο και μέσα στον χώρο τον περιορισμένο,  ο φόβος του μετουσιώνεται σε αγώνα εύψυχο για πνευματική ανάταση και όμορφη γραφή.
                      «…δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο…
                       κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
                       κι ένας Προκρούστης…»



4.   « Σκηνή από Άσκηση»

 Ήρθε απ΄ τον πόλεμο,
αιμάτινος.
Νικήσαμε.
Δεν πρόλαβε να ψελλίσει κάτι πιο ποιητικό.
Στα ανοιξιάτικα πράσινα της φύσης,
έπεσε τραχιά βαρύς.
Πίσω από το φεγγάρι είπαν οι περισσότεροι,
τον περίμενε ο θάνατος.

Σε ένδειξη ύψιστης τιμής
 – που πιθανόν- να μην προσδοκούσε
εμείς τον ονομάσαμε ήρωα.
Οι βάρβαροι μιλήσανε για δειλία.
Δεν στάθηκε στη μάχη να πεθάνει υπέρ πίστεως.
Που να ξέρουν οι άπληστοι βάρβαροι,
άλλος ήταν!
Κρυφός ο ρόλος του!

Το μνημείο εκείνο,
δυστυχία της μάνας
έγινε στάση και παζάρι Κυριακής.
Τώρα περνούν διαφημίσεις
σε σύγχρονα λεωφορεία.
Σήμερα εκεί
βάφουν στα παγκάκια τους ανθρώπους
πλένονται οι προοδεμένες ζωές.

Οι ρυτιδωμένες παλάμες ματώσανε στο  χειροκρότημα.
Που βρέθηκε τόσο αίμα στα στέρφα ποτάμια των φλεβών
 κανείς δεν το κατάλαβε.

        Ένα ποίημα που θα  μπορούσα να το κατατάξω στα πεζοτράγουδα. Εδώ μπορεί να ιδωθεί πιο διάφανα το μοτίβο του εσωτερικού μονολόγου. Η αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών κι εντυπώσεων αιματώνουν την ψυχή του δημιουργού και διατυπώνονται πλαγίως αφηγηματικά, με ένα ιδιόμορφο ποιητικό σχήμα…
       Από τεχνικής και γλωσσικής απόψεως παρατηρώ μια ελλειπτική ,ασυνεχή γραφή, έναν ροίκό κατά τα άλλα ποιητικό λόγο, που έχει συγγένεια μακρινή με την πεζογραφία, αλλά επικυρίαρχος είναι ο συμβολισμός.
Θα διακινδυνεύσω να πώ επίσης ότι ο λόγος του Γκόγκα τραβά από πολύ μακριά και από πολύ βαθιά, από το πνευματικό εργαστήρι μεγάλων φυσιογνωμιών, όπως ο Μαρσέλ  Προύστ, ο Γαβριήλ- Νικόλαος Πεντζίκης και ο Γιώργος Δέλιος.-
    « Τώρα περνούν διαφημίσεις σε σύγχρονα λεωφορεία. Σήμερα εκεί βάφουν τα παγκάκια, τους ανθρώπους, πλένονται οι προοδεμένες ζωές, οι ρυτιδωμένες παλάμες, ματώνουνε στο χειροκρότημα..»


5.  ΤΡΕΙΣ  ΣΠΟΝΔΕΣ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ__ ΗΜΕΡΑ  ΠΕΜΠΤΗ


Σοφή η στερνή γλώσσα.
Πάλευε με το χρόνο και
μύρωνε την εκλεκτική αλαλία του.
Επέλεξε μια σιγανή φωτιά
να ρίξει στο ποτάμι.

Ύστερα, μια περίεργη χορδή του ανέμου
κόπηκε. Το αίμα απ΄ το δοξάρι
κύλησε στους ώμους της μέρας .
Φόρεσε σκουφί τη σιγαλιά
και βγήκε αγκαζέ με τους απάνεμους.

Κατεβαίνοντας ο πνιγηρός κόμπος
στο κουρασμένο σώμα του
ύφαινε τους ήχους της λησμονιάς.
Πέρασαν κιόλας δώδεκα φεγγάρια.
Το μνήμα έγινε κίτρινος Σεπτέμβρης!

      Ποίηση βιωματική, φιλτραρισμένη στον καημό του έρωτα και τη φλόγα του πόνου . Λαγάρια και στρωτή γραφή, ο πρώτος λόγος ανήκει  στη Λέξη που κυλά σαν το ήσυχο ποτάμι, ανήκει στη Μνήμη που επιστρέφει σαν αστραπή.
      Η λέξη στην ποιητική κατάθεση του Γκόγκα σφυρηλατείται στο συναίσθημα  ώστε να βγεί δυνατή κι επιδέξια.
     «Πέρασαν κιόλας δώδεκα φεγγάρια..» Ο χρόνος που φεύγει ανελέητα. Η ζωή που περνά.
      Οι σπονδές για τη σιωπή είναι προσευχές για την ψυχή, είναι χοές για να εξευμενίσει ο ποιητής το κακό.
     « Το αίμα απ’ το δοξάρι κύλησε στους ώμους της μέρας…»
Με τέτοιους δυνατούς κι εύψυχους στίχους, ο Δ. Γκόγκας  απέκτησε την δική του φωνή στο Νεοελληνικό Ιερό της Ποίησης. Με τέτοια τεχνική δεξιοτεχνία της Λέξης και ροπή προς την αισθητική τελειότητα, ο Δ. Γκόγκας  δικαιωματικά εισέρχεται στο ιερατείο της καθαρής Ποίησης και αμετάκλητα ανηφορίζει τον ένδοξο Παρνασσό..-

                                  
Αντώνης   Περδικούλης (Κριτικός, Δοκιμιογράφος)

Αγυιά Λάρισας, 22 Δεκέμβρη 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου