Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Μην αφήσετε το όνειρο να γίνει εφιάλτης.

Και τώρα τι; Τι απομένει ; Η ελπίδα ότι μόλις συμφωνήσουμε θα έχουμε την ίδια ώρα; Και οι χάρτες; Οι νέοι κόκκινοι χάρτες; Κυκλοφορούν λέει ήδη στο διαδίκτυο και πιάνουν, θεέ μου πόσες χώρες αγκαλιάζουν κάτω από το ζεστό κόκκινο φεγγάρι, ημισέλινο θαρρώ το έχουνε βαφτίσει, οι σφαγείς της ιστορίας κι είναι σαν να ρέει το αίμα από την Μεσόγειο μέχρι τον Ευφράτη ποταμό. Κι όμως εμείς, τόσο μα τόσο πια ιδεαλιστές, που αντί να γίνουμε οι γλύπτες της ιστορίας, μακαρίζουμε τις μέρες και τις ώρες, που ο καλός κοινός θεός (γιατί βρε παιδιά ένας είναι να το ξέρετε) μας έκανε γειτόνους και όσο και εάν τινάζουν τα χαλιά από πάνω μας και πετάνε τα σκουπίδια τους, εμείς εκεί να τους τρατάρουμε το γλυκό της Κυριακής.

Δεν αρκεί να διαβάζουμε τα ποιήματά τους, δεν αρκεί να ακούμε τη μουσική της, δεν αρκεί ν΄ αγκαλιάζουμε τους δικούς μας εγκλωβισμένους τόπους και ανθρώπους, δεν αρκεί να παρακαλούμε …..δεν καταλαβαίνετε δεν αρκεί….

Πόσες ακόμα ενδείξεις θα πρέπει να υπάρξουν σε τούτα τα χρόνια, πόσες φορές θα πρέπει να μας φτύσουν για να πιστέψουμε πως η ντροπή δεν είναι δική μας, πόσο καιρό έχουμε να διαβάσουμε τη λέξη περηφάνεια και αξιοπρέπεια, τους ορισμούς της. Ω! μην αφήνετε τους εαυτούς σας, μην αφεθούμε όλοι μας να γίνουμε επαίτες της ήδη χαλκευμένης ιστορίας και μην παρασύρεστε από ηλίθιες συζητήσεις που αναμασούν τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια χρόνια ολάκερα.

Μας λένε ότι τα δεδομένα άλλαξαν. Τα δεδομένα είναι ίδια (εισβολή, κατοχή, αγνοούμενοι) εμείς αλλάζουμε. Αλλάζουμε και όσο περνάει ο καιρός οι ίδιοι τρομάζουμε τους εαυτούς μας. Μην αφήσετε το όνειρο να γίνει εφιάλτης. Το βουνό με τα πέντε δάκτυλα ήδη μας μουντζώνει. 

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Μνηστήρες επί του εδαφικού κι η Πηνελόπη συνεχίζει να υφαίνει

Γιατί θα πρέπει να ξενιτευτώ για να μοιράσω τα περιβόλια μου, τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές, τις ελιές, κάτω από τον ίσκιο της Γενεύης; Τι αθέατο θα συμβεί εκεί που εδώ δεν θα μπορούσαμε να το δούμε; Γιατί θα πρέπει να κουβαληθούν τόσες ομάδες ανθρώπων μακριά από την Πατρίδα, με χάρτες, πυξίδες, μπλοκ ζωγραφικής και χάρακες; Τι θα σχεδιάσουν επί αμμοδόχων και χαρτών; Δεν είχαμε στην μεγαλόνησο αίθουσες και ταχυ φαγεία. Και τι περίεργη προθυμία από χώρες της Σκανδιναβικής Χερσονήσου να φιλοξενήσουν διάσκεψη για την επίλυση του εδαφικού της Κύπρου; Τόσοι μνηστήρες κι η Πηνελόπη να επιμένει τη γη του Κολόμβου ως εγγύηση. Καλά εκείνη ύφαινε 10 χρόνια το ίδιο υφαντό ενώ εμείς (και πάλι πρώτοι και μοναδικοί εν τω μάταιο τούτο κόσμο) 40 χρόνια και ευτυχώς βρήκαμε πετρέλαιο και αέριο και τα βασιλόπουλα της γης μας έρχονται κρατώντας μύρια δώρα. Απλώς, επειδή την φιλαργυρία μας την ξέρουμε, ας σφίξουμε την καρδιά μας, ας κοιτάξουμε τον καθρέφτη και ας κρατήσουμε μικρό καλάθι. Η βαλίτσα της επιστροφής ας μείνει λίγο ακόμα σκονισμένη, αν είναι για το καλό μας. Διότι όπως ακούτε τον άνεμο, ο Σουλτάνος, παίζει τον ίδιο σκοπό και πάλι. Τα ίδια παντελάκη μου τα ίδια παντελή μου. Μην υποτιμάμε τις ορέξεις του εχθρού. Ο Λύκος κι αν εγέρασε.......Όσο είσαι Κοκκινοσκουφίτσα καλό είναι να προσέχεις τα μονοπάτια του δάσους και καλού κακού πριν περάσεις από το ΑΤΜ για ανάληψη, δες αν καταβλήθηκαν οι εισφορές για τα ενοίκια των βάσεων, Η Ιστορία επαναλαμβάνεται και το παιχνίδι του θρόνου στη περιοχή βάζει πλώρη και για τα φετινά βραβεία Οσκαρ και Γκράμυ. Οι ηθοποιοί ήδη παρήγγειλαν τα καινούργια τους κουστούμια.......

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Το Περιοδικό Cadences που επιμελείται ο ∆ρ. Σταύρος Σταύρου Καραγιάννη, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Ανθρωπιστικών Σπουδών Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου

στην τελευταία έκδοσή του κάνει αφιέρωμα στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Έτσι μαζί και με άλλους σημαντικότατους ποιητές της Κύπρου, αποδεχόμενος σχετική πρόταση, συμμετείχα με δύο ποιήματά μου εμπνευσμένα από την ποίηση του μεγάλου Έλληνα βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας ποιητή. Τα ποιήματα που συμπεριλήφθησαν στο αφιέρωμα είναι τα παρακάτω: 

Κάποια στιγμή 

Κάποια στιγμή, 
της αγάπης μου ήταν να σβήσει 
κείνη η ρωγμή, 
που δειλά 
σ΄ ένα τοίχο είχα αφήσει. 
Mα εσύ μυστικά, 
σε χαρτί που ρωτά, 
είχες απλά ζωγραφίσει 
την ζωή. 

Ποιητή, 
του Σεφέρη μια αρχή 
«η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει»
 Λέω: η ζωή είναι δείλι, 
που στον ήλιο μας τάζει, 
-κάθε μέρα σαν ωριμάζει - 
πως θα έρθει, θα φύγει.
 Κι άμα χαράζει γίνεται φόβος, κυνήγι. 

Εμπνευσμένο από το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ρίμα» 
που συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή Ποιήματα 
από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 

***

Με το χνώτο σβηστό 

παράγωγο έμπνευσης 
από την “Άρνηση” του Γιώργου Σεφέρη 

Με το χνώτο σβηστό, 
σε πελάγη, τρελό το καράβι μου. 
Να σαλπάρει απ΄ το χθες, 
όταν συ θα μου λες, 
στ΄ ακρογιάλι μου, 

σ΄ αγαπάω πολύ, 
μα σαν να σαι πουλί, 
τον χειμώνα, 
με αφήνεις γιατί, 
Καλοκαίρι ανθεί, 
ανεμώνα.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή με έργα των : Σκουλίκα- Βέλλου Σοφίας, Βλαχιώτη Αλέξανδρου, Γκόγκα Δημητρίου και Δράτσελου Ευριπίδη (Απόσπασμα από τη Συμμετοχή του Δημητρίου Γκόγκα / τρία ποιήματα)

ΑΤΙΤΛΟ


Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
 
Τον ενοχλούσε
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
 
Τη ξερίζωσε.
 
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.

ΑΚΟΥΩ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΑΣ

Ακούω τους στίχους σας.

Μα πιότερο ακούω
Τις φωνές των αστέγων
 
Τις φωνές των αγνοουμένων
Τις φωνές των προσφύγων

Τι να δώσω 

Ψάχνω στην υποταγή μου
 
Ψάχνω στη σκλαβιά των στίχων μου
Ένα άρμα για σπίτι 
Ένα όνομα σε μάρμαρο
 
Μια πατρίδα, μια σημαία

Ψάχνω ένα καθρέφτη.


ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
 
Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
 
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
 
Γέννησε μυριάδες.

"Φόβος" του Δημητρίου Γκόγκα : Σχολιάζει ο Κώστας Τσιαχρής

Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι; 


Λένε πως τα πιο φοβερά πράγματα φορούν πάντοτε τις πιο αθώες λέξεις. Αγγίξτε προσεκτικά το παραπάνω ποίημα, για να νιώσετε την ένταση μέσα από τον ήρεμο παφλασμό στις φλέβες του. Δεν υπάρχει τίποτε το επικίνδυνο στις λέξεις του, ίσως μόνο τα τέρατα που εμφανίζονται ως απωθήσεις σε έναν χώρο εσκεμμένα ανεξερεύνητο, κι όμως η απειλή είναι αδιόρατα παρούσα, το σκηνικό έχει ήδη στηθεί, χωρίς να υπάρχουν καν τα πρόδηλα υλικά, ας πούμε απεικονίσεις, προβολείς, αντικείμενα. Ο φόβος βγάζει το κεφάλι του από κάθε στίχο, εισχωρεί μέσα στο σώμα του αφηγητή και του αναγνώστη σαν άρωμα, κολυμπάει στις σκέψεις του χωρίς να υπάρχει έτοιμο ποτάμι. Από την συγκαταβατική αποδοχή της ανάγκης να εξακολουθεί κανείς να ζει [«Λέω πως ζω» ], από τον εγκλωβισμό στο χιαστό σχήμα μιας αδιάκοπης πλήξης ["σπίτι – δουλειά /δουλειά-σπίτι"], φτάνουμε κάποτε στις συγκαλυμμένες εκδηλώσεις αυτού του φόβου : φόβος να μη διαταραχθεί η τελετουργία των πιο κοινότυπων δραστηριοτήτων ["Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια  με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες"], φόβος να μην εκτεθεί το καλά θωρακισμένο εγώ στην ανεπιθύμητη επαφή με το άλλο ον, είτε αυτό λαμβάνει τη μορφή του ανθρώπου [«Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα»] είτε τη μορφή του ζώου [«αποφεύγω τον σκύλο που μισώ»] , φόβος για τα θηρία που τρυπώνουν μέσα στην καθημερινή αλληλογραφία κι αναστατώνουν την τόσο βολική ησυχία που ξαμολάει κανείς μέσα στο φρούριο της σάρκας του [«δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο /κατοικούν μέσα του Κέρβεροι /κι ένας Προκρούστης /που θέλει δουλειά»]. Κι είναι κι αυτός ο Προκρούστης, ένα τερατώδες απείκασμα του υποσυνείδητου, που ζητάει αναπροσαρμογές στα μεγέθη, κόψιμο -τέντωμα, και που καιρός και διάθεση για τέτοιες ανατροπές ! Κι αν όπως λέει ο αφηγητής, δώσει δουλειά σ’ αυτό το τρομερό θεριό, τι θ’ απομείνει σ’ εκείνον; Τι θ’απομείνει παρά μόνο ένας νεκρός χώρος, μέσα τον οποίο απλώς θα κρύβει τα τρωτά του ;


Αναδημοσίευση από τον Σύνδεσμο: http://filologikesmaties.blogspot.com.cy/

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Ο λαθεμένος ποιητής


Αυτός που λειτούργησε ως ιερέας της λήθης
βγάζοντας λάβα από τα στήθη του
στήνοντας τα δένδρα πάνω στα όρη 
άτακτα χωρίς συνταγματική τάξη
Αυτός που δεν στάθηκε με αυστηρή κρίση ενώπιον του θεού πολέμου
και της άνομης ειρήνης,
μα κράτησε με αυταπάρνηση τα όπλα σκοτώνοντας αθώους
και προπηλάκισε την ειρήνη στο όνομα της.
Αυτός που καμουφλάρισε τη ζωή του
και είπε:
Έγινα Κυπαρίσσι,
μυρίζω σαν Πασχαλιά,
χτυπώ ως έχιδνα,
μα έπλεξα με στόμφο τους στίχους μου
και ξέπλυνα αργύρια σε ρυπαρούς υπαίθριους πάγκους, 
σκουπίζοντας τα δάκρυα με αρωματικά κεντήματα.
Αυτός που εκτέλεσε τις επάρατες λέξεις
λερώνοντας με αίμα τα στιβαρά του χέρια,
τα πρωινά οργώνοντας χωράφια,
χτίζοντας σπίτια για τίμιες πόρνες,
ιερουργώντας σε εκκλησίες με παγκάρια
όπου ο ήχος των χρημάτων ηχεί ως έναρξη θαυμάτων,
τέλος ως αμήν,
αυτός που δίδαξε την ημιμάθεια ως λαϊκή τέχνη
είμαι εγώ, ο άνθρωπος,
είπε ο λαθεμένος ποιητής.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Ρημαγμένα καφενεία

Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
Γκόγκας Δημήτριος

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Τέσσερα θέλω ενός απλοϊκού ποιητή


Είναι στιγμές που το μυαλό θέλει να ξεκουραστεί και 
«Πλέκω στιχάκια με κάποιο χιούμορ/ μ’ αρχή και τέλος σαν τον Αίσωπο/ Νιώθω σαν κάτι γκομενούλες του σαράντα/που πλέκαν κάλτσες για το μέτωπο» που είπε και ο Πανούσης.


Από κάτι τέτοιες στιγμές προέκυψε και το παρακάτω στιχούργημα
(και όχι τερατούργημα ! ελπίζω)

Θέλει τον ήλιο μοίρα στη ζωή του
σαν ποιητής που καίει την φυγή του.
Σαν το πουλί που τρέμει στη βροχή
και τη φωλιά του ψάχνει να κρυφτεί.

Θέλει να βρει Πατρίδα ν΄ αποκάμει
στο στήθος του τον Ιούδα να ξεκάνει.
Ν΄ ανθίσει ένα λιβάδι, κει στη γη του.
Μόνο αυτός να έχει το κλειδί του.

Θέλει να είναι στίχος σε αλάνα.
Φωνήεντα όταν φωνάζει μάνα.
Να ναι το ποίημα, που δεν μπορεί
από το μίσος να ξεκλειδωθεί.

Κι αν δραπετεύσει στίχος με μαχαίρι.
Καταραμένος θα ΄ναι, πιάσε βουλοκέρι.

Θέλει εσύ να υπάρχεις, και να ελπίζεις
Κι αν στη φωτιά σε σπρώχνουν, μη λυγίζεις.
Οι στίχοι του αγγέλοι που πετούνε
του άλλου κόσμου κάποιους καρτερούνε.

Του ποιητή μας είν΄ αυτά τα θέλω
Μαστιγωτές πουτάνες σε μπορντέλο.
Με το μολύβι σβήνει τη ζωή
μα πριν πεθάνει έχει αναστηθεί.

Παρακάτω ακολουθεί η στροφή που κόπηκε από τους εγκάθετους της Κυβέρνησης. Η λογοκρισία επανήλθε. Η ανάγνωση της στροφής επιτρέπεται σε άτομα 18+

Κι οι πόρνες που συχνάζουν στα σαλόνια
Γραβάτες βάλανε και παντελόνια
Ο σάκος του λαού δεν έχει απίδια
Κι αυτούς τους αφαιρέσαν τα ,,,καρύδια

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Σιγά, η Αφροδίτη κοιμάται κι ο καλός της επίσης


Σηκώθηκε με ένα τσούξιμο στην πλάτη
«θα ήταν σκέφτηκε το καινούργιο τατουάζ»
Έβαλε περίτεχνα τη μάσκα του Έλληνα και κίνησε να αδράξει
(όχι ότι ήξερε με ακρίβεια την ετυμολογία της λέξης, μα του άρεσε)
τη μέρα παρέα , με πολιτικάντηδες και
άλλα συναφή βοηθήματα της πολύπλοκης ζωής του.
Ήξερε πως η μισή σελήνη είναι απείρως δυνατότερη
μα βαυκαλιζότανε ακόμα με το φραπόγαλο παρτιτούρα μέρα νύχτα
και τη μαγκιά ως πελάρα για να περάσει απέναντι.
Το πρόχειρο και η πώληση στιγμών (έτσι του μάθανε )
έγινε μάθημα στα γύφτικα πανεπιστήμια.
Τώρα του εξίσωναν την χαμένη λεβεντιά και του ξερίζωναν την πεθαμένη ελπίδα, κι ούτε λέξη για τους αγνοούμενους αετούς.
Πετάξανε είπανε οι ποιητές για την αιωνιότητα.
Τι το ψάχνεις!
Στη μετάφραση πάντα νικά αυτός που διαιρεί και βασιλεύει!
Οι δίκες που θα ακολουθούσαν στα καφενεία με τους άβουλους,
γύναια ιδεών και ισοπεδωτές της ιστορίας,
θα τον έβρισκαν δεμένο στο συρματόπλεγμα μιας πόλης αόρατης.
Η ειρωνεία του χρόνου τον καλούσε να αποτινάζει τη πρόσκαιρη μάσκα

και με την ελληνόφωνη λαλιά να αναζητά αγωνιώντας μια Ελλάδα.