Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Έντεκα μικρά (σαν χαϊκού ) για το Στρυμονικό


του Δημητρίου Γκόγκα

1. Στρυμονικό
Αθόρυβα σου ήρθα και
ήσυχα σου έγινα ο ξένος.

2. Σιβρί, Κορφοβούνι.
οι ρίζες των βουνών προσπερνούν
και θρέφουνε τους χρόνους.

3. Πέγκο.
Ένα γεράκι θεάθηκε. Ταπεινά
με κοιτούν οι βδέλλες που βασιλεύουν.

4. Μαγκίλα.
Πράσινο στήθος στο
κάμπος βασιλεύει.

5. Με τα κρινάκια
κοιμάται ο άερας
στους σκονισμένους κάμπους.

6. Άγιος Αντώνιος.
Φωνή βοώντος μες σε αιώνες.
Τα κυπαρίσσια προσκυνούνε το τάμα.

7. Καπνός σηκώνεται το δείλι.
Εικόνα ότι απόμεινε,
Ένα κομμένο χέρι δείχνει το μύρο.

8. Άγιος Χαράλαμπος.
Σβησμένο κερί φωτίζει
τη κοιλάδα με τις σκιές.

9. Ξεροπόταμος.
Θηρίο ζωντανό
ποτέ δεν ξαποσταίνει!

10. Κρίστο. Ανεμώνες
ανθίζουν. Αναμνήσεις σαν κύμα.
Περιμένω αντάμωση.

11. Μισή αλήθεια και ψέμα
Μια ζωή μοιρασμένη
στα δύο. Στρυμονικό.

Η μικρή γοργόνα μας


Κάποια μέρα, κάποια ώρα, κάποιο δειλινό
ένας άνθρωπος μονάχος ήταν στο γιαλό
έκλαιγε για την ζωή του κι είχε ένα σκοπό,
με βουτιά να συναντήσει ψάρια στο βυθό.

Τον κατάλαβαν οι γλάροι και τα ξωτικά,
και τον δέσαν σ΄αρμυρίκια, πήραν τα κλειδιά.
Μα η καλή του η γοργόνα, η τριανταφυλλιά,
μ΄ένα φύσημα τ΄ανέμου έλυσε τα δεσμά.

και τον πήγε σε παλάτι, σε βαθειά νερά
κει που ζουν μονάχα ανθρώποι κι έχουνε καρδιά.
Γιατί ξέρεις μορφονιά μου η Τριανταφυλλιά,
είμαι μια μικρή γοργόνα πούχουμε σιμά.

Τήν κρατάμε, την πονάμε, την αφήνουμε..
κι όταν δεν την συμπονάμε την δανείζουμε..
με εκείνη η γοργόνα δεν μας συγχωρεί,
μόνο αυτούς που την κρατάνε πάντα συμπονεί.

Στα βαθειά νερά που είναι, κάπου μέσα μας,
είναι η μικρή κυρία, η πριγκιπέσσα μας.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Άτιτλο...

Τώρα δηλαδή τι καταλάβατε με αυτή τη συκοφαντία;
Πως τάχα η ποίηση είναι τοίχος και όχι σεβασμός.
Εκτός και αν ο τοίχος που στήσατε είναι ο σεβασμός του βαθύτερου εγώ.
Έχετε τη δυνατότητα θα πει ο δικαστής: Να σταυρώσετε πριν εσείς να σταυρωθείτε.
Και η επιλογή πάντα διαυγής τόσο για το ύψος του σταυρού και την ποιότητα του ξύλου.

Δεν θέλω ονόματα, δεν θέλω διευθύνσεις να αποστείλω την ποίησή μου.
Γυμνούς ανθρώπους θέλω να τους ενδύσω με στίχους και κάθε λογής λέξεις.
Με σκούρα και άσπρα σύννεφα, με βροντές και αστραπές, με πτώσεις βροχών…
Κυρίως με ειλικρίνεια και σοφία.
Εκεί στα αδελφικά σύνορα,
εκεί με το όπλο στον ώμο και την ευχή να κρέμεται στο στήθος. Την ευχή της μάνας.

Μην απορείτε αν ισχυριστώ:
Πως στις φλέβες μου δεν τρέχει αίμα ποιητικό,
πως ο κύρης μου ήταν αγρότης, χαμάλης, μετανάστης. Δεν προέρχομαι από γαλάζια γενιά. Σκουρόχρωμα ήταν.
Να συνοφρυωθείτε αν σας πω πως μεγάλωσα κρεμάμενος στις πικρές πομπές, 
κρατούντων χαρτοφυλακίων εθνών και κρατών. Τότε ανακράξτε: Έλεος, σταματήστε τον…

Μην σταματάτε τους ποιητικούς ανέμους,
μην λησμονάτε πως άνεμοι είμαστε, στάχτες χώματα και νερά.
Μην πίνετε μονάχα το κρασί που σας μεθά
μα σηκώστε το ποτήρι στο κρασί που μας ενώνει.
Ο ήχος των ποτηριών δεν είναι πολέμου, πλην γάμου.
Ο άνθρωπος  και η ποίηση.


Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Της Αγάπης/ Δημήτριος Γκόγκας


και της Στρατούλας 

Ψάχνω να βρω πόσο σ΄ αγαπώ.
 Πως και πότε σ΄ αγαπώ
και χάνομαι 
Βλέπω την ψυχή μου να ψάχνει την γαλήνη
κι ο πόνος του κορμιού σου
συρματόπλεγμα.
Τόσο μα τόσο ματώνει το φεγγάρι.
Τόσο μάταιο να σου το χαρίσω ακόμα μια φορά.
 Τι να σου πω;
Πως σ΄ αγαπώ ;
Πότε να σου το πω;
Πως ;
Τερμάτισαν οι χρόνοι.
 Τελείωσαν οι τρόποι
Άλλες λέξεις δεν βαφτίζω.
Έχει φθηνύνει το αλφάβητο
κι η πίστη έχει φθηνύνει.
Άσε με ν΄ απλώσω πάνω σου τα σύννεφα για χάδι
Την ανάσα μου για βάλσαμο.
Να φιλήσω τις πληγές που ανθίζουνε.
 Θυμάσαι; Παπαρούνες και κρινάκια:
Να ζεστάνω το μέτωπο με τα δάκτυλα.
Να σβήσει ο πόνος,
 σαν λάθος λέξη σε μαυροπίνακα.
Χωρίς ανταμοιβή, η ζωή μου στα χέρια σου.