Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

4 Ποιήματα του Δημητρίου Γκόγκα στο περιοδικό ΑΝΕΥ (Τεύχος 79)


ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

 

Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε

Στα δύο κόπηκε ο αέρας

Καταβυθίζεται άδοξα πικρός

Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν

Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας

Ουτοπία εκτός

Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας

Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο, είναι παιδιά μας

Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.

Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες

Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές

κι είναι όρθιες γυναίκες

Οι γυναίκες μας

Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή

Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα

Τσακίζεται στα λιθάρια και στ’  αμπέλια της νήσου αλλόφρονα

Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει

μέσα από τα καταπράσινα φύλλα

της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς, 

της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας

Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος

 

   Γ’ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ»                                         

 ΣΤΟΝ  8ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ 

 

**

Κάτω στη Πατρίδα που σίγησε

 

Χθες η Πατρίδα σίγησε

Όπως το όπλο αχνίζει πάνω στο νεκρό σώμα του αδελφού.

Σήμερα η Πατρίδα σιωπά

Παντρεύει όπως-  όπως τον ήλιο του μεσημεριού με τη σιωπή της νύχτας.

Πλάθει τον κόσμο γύρω της

Κι ο κόσμος αυτός αύριο θα είναι πιότερο θλιμμένος.

 

Δεν πέρασε ούτε μισός αιώνας

Κι η μάνα ακόμα είναι εκεί με το ποτήρι στο πάγκο της Κουζίνας,

Το πιάτο στο τραπέζι

Και τις σπαρακτικές φωνές που στέγνωναν στα σύρματα της αυλής.

Έξω από τον σώμα της Ειρήνης, μέσα στην ανάσταση του πολέμου.

 

Κοντεύει πια μισός ο αιώνας

Με τις καμινάδες στον τόπο μου

Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπυθο

Να αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς και της έρμης Πορτοκαλιάς.

Τ΄ ατσάλινα πόδια τους

Δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας. 

 

Χρόνια τώρα

Τα πρόσωπα τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες

Κι είναι μια δόλια σκλαβιά μέσα στη σκλαβιά όλου του κόσμου.

 

Μάνες δεν είστε έτοιμες;

Πάρτε τα γαρύφαλλα από τους τάφους των παιδιών σας

Στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες

Να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκλήσια της Πατρίδας

 

Εκεί στις ασημοκέντητες στεριές που ασπάζονται τη θάλασσα

Εκεί που πετροκάραβα σηκώνουνε γαλανόλευκες σημαίες

Εκεί, όπου  ένα μικρό χρυσοπράσινο φύλλο πλέει ελεύθερο. 

 

 

 Βραβευμένο ποίημα στον  6ο Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού εις μνήμην Βίκυς Ζαχαρίου – Δημήτρη Μανιού  του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ) (β΄βραβείο στην ενότητα με Θέμα: Κάτω στην Κύπρο, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά-Λάπηθο... )

 

***

Στον 7ου Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων) τα παρακάτω ποιήματα αξιολογήθηκαν και έλαβαν:

Η Προσφυγιά και ο Πόνος του Αγνοούμενου Ποιητή Α΄ και Β΄ Βραβείο αντίστοιχα.

 

Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

 

Η Προσφυγιά δεν έχει γκρίζο χρώμα.
 Έχει το χρώμα των λαών όλης της γης.
Πίνακας γίνεται σ΄ αναστημένο σώμα.
Λιβανιστήρι σε ανάταση ψυχής.

 

Αγνάντια κάθεται στης Κύπρου τα πελάγη.
Στης Αφροδίτης δίνει φόρο, υποτελώς.
Μες στη καρδούλα της φωλιάζουνε τρεις μάγοι.
Και η φωνή της, η φωνή του καθενός.

 

Σε χρυσοπράσινη γραμμή τα σύνορα φυλάει.
 Κουράγιο μάνα, κάμε το νόστο προσμονή.
Περνούν τα χρόνια. Μα νια και δεν γερνάει.
Κάθε που άγγελος της δίνει ένα φιλί.

 

Απλώνει τα φτερά της μαδημένα.
Κι ο αγνοούμενος δεμένος καταγής.
Ρόγχος θανάτου. Τα παιδιά σημαδεμένα.
Αλφαβητάρια μιας παγκόσμιας σιωπής.

 

***
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 

Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι είχε μια έφεση στα γράμματα.
Κι όμως, δεν έγραψε ούτε ένα στίχο, κρατώντας το τουφέκι του.
Ήταν στίχος και κείνο, μονάχα πιο πικρός.
Τραγούδι μέσα στους άλλους ήχους του υμνημένου Ιούλη.
Χαμένο στο ρίγος του πολέμου, Χαμένος και αυτός.
Όχι περισσότερο από ένα κίτρινο φύλλο θλιμμένου Φθινοπώρου.

Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι όπως φάνηκε αμνός στον Γολγοθά,
έτσι και χάθηκε. Σαν αμνός που φάνηκε στο Γολγοθά,
με τη καρδιά του πλημμύρα των ανθρώπων.
Άσπρος σαν σύννεφο πάνω στον αγέρα. Τον πήρανε, κάπου βαθειά στης Ανατολής,
Κει που το χώμα ρουφάει το χώμα. Το στραγγίζει.
Διαδόθηκε ότι ζούσε. Μονάχα αυτός γνώριζε, πως πέθανε.
Το αίμα του βάφει κόκκινα τα κυπαρίσσια στα ξένα χώματα.
 Μέσα στον τρόμο, καβάλα στη ανδρική ανατριχίλα.
Ο ήλιος του καρφώθηκε στο πρωινό. Ακίνητος για χρόνια.
Τα χρόνια με τι βαραίνουν; Με πόνο, με δάκρυ, μ΄ ελπίδα;

Σ΄ ένα πελώριο κλουβί. Εκεί χάθηκε. Δεν ήταν ποιητής ψέλλιζε.
Μουσκεμένος έσβηνε σιγά, σιγά, όπως η θράκα της Άνοιξης.
 Μασώντας τους στίχους του, ίσα στον Πενταδάκτυλο, ίσα στον Όλυμπο.
Τόσο ψηλός που ήταν. Και την ανάσα του που ΄γινε καπνός και μύριζε λιβάνι .
Ποιος θα τη μοσχομύριζε; Η αδελφή, η μάνα, η πικρή αγαπημένη.
Απογοήτευση στα έγκατα. Οι ρίζες αναταράσσονται.

Ήτανε δεκαοχτώ χρονών. Ήτανε ποιητής.
«Δεν είμαι ποιητής. Δεν είμαι ποιητής» Επαναλάμβανε ως το μαστίγιο καψάλιζε το δέρμα
Εγώ όμως ήξερα : «Ποιήματα δεν έγραψε πλην αυτά της αγάπης και της Ειρήνης»
Είναι αγνοούμενος Ποιητής. Αρνείται, γιατί φοβάται.

Θέλω τη μάνα μου. Να βλέπω ένα λυχνάρι στα μάτια της.
Θέλω ένα μνήμα. Τη σιγουριά του θανάτου. Να έχω μια σκέπη χώμα.
Να ξέρει η μάνα μου, να γνωρίζουν τ΄ αδέλφια μου οι ποιητές.
Το δάκρυ τους στη γη μας τι ποτίζει; Οράματα και στίχους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου