Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Η μικρή ιστορία του / Δημήτριος Γκόγκας



Είχε μάθει να ζει χωρίς πατέρα από μικρός, μέχρι που τον έχασε ξαφνικά στα είκοσι δύο του χρόνια. Και τότε έκλαψε διπλά. Όχι γιατί ήταν ένας άυλος πατέρας. Πριν πατήσει τα επτά του χρόνια, τον άφησε για την ξενιτειά. Εκεί όπου η πληρωμή του βασάνου και της πίκρας θα έδινε ψωμί στο τραπέζι της οικογένειας. Τον είδε δίπλα  του γύρω στα δεκαπέντε. Χαμογελούσαν μαζί. Κόπιαζε ματώνοντας τα χέρια στη βασανισμένη γη, μπήγοντας τα δάκτυλα στο κατράμι. Πάντα ένα άσπρο μαντήλι σκούπιζε τα δάκρυ από τα μάτια του. Κι ύστερα πάλι χτύπησε την πόρτα της ξενιτιάς. Μέχρι που η επιστροφή στην πατρίδα, του δώρισε το εισιτήριο του θανάτου. Εκείνος τηρώντας την παράδοση έγινε μετανάστης στην ίδια του την πατρίδα, αποχαιρετώντας τον πατέρα.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η Λίζα του κ. Απόστολου



     H Λίζα καθότανε κουλουριασμένη στην άκρη του μπαλκονιού με ακίνητη τη μικρή της ουρά καθώς το μοιρολόι από τα χείλη των μαυροντυμένων γυναικών πίκραναν την καρδιά της. Ο κύριός της είχε πεθάνει και δεν πρόκαμε ούτε τα χέρια του να φιλήσει. Ακολούθησε με το δικό της βήμα την πομπή και σκάλισε κάποια κιτρινόχρωμα με τα ποδαράκια της. Έσκυψε με σεβασμό και φίλησε το ελαφρύ χώμα που σκέπασε τον Απόστολο. Κατάλαβε πως δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.
      Γύρισε στο σπίτι κουρασμένη και μόνη. Η ψυχούλα της ραγισμένη κυλίστηκε μέσα στις αναμνήσεις και αναρίγησε. Κλωθογύρισε γύρω από τον εαυτό της, πουθενά ηρεμία. Πόνος. Κάτω από το μπαλκόνι βρήκε ένα πουκάμισό του. Ξάπλωσε πάνω του κι άφησε το πνεύμα της ελεύθερο στον ουρανό.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Ο Ποιητής και το κάδρο / Δημήτριος Γκόγκας






Τις μέρες περνούσε στο πρόχειρο ραφείο της μάνας, στη χωμάτινη αυλή του πατρικού του. Έραβε, ξήλωνε  τον κόσμο του στο πολύχρωμο πουλόβερ. Κόκκινοι κεραυνοί σ΄ ένα απέραντο πράσινο με κίτρινες ανταύγειες. Τα μοναχικά βράδια, πετούσε μια κλωστή, δεμένη σ΄ ένα γάντζο και σκαρφάλωνε στο παμπάλαιο κάδρο του τοίχου. Μια σχισμάδα ήταν η μυστική πόρτα για να φυγαδεύσει την καταδικασμένη ονειροπόληση του.

Κάποιες φορές σκούπιζε μ΄ ένα ιδρωμένο στίχο το αίμα που έσταζε, ως μια ακίδα, μολυσμένη βελόνα, τρύπαγε τα άκρα του. Στο κάδρο βημάτιζε στους λόφους και τα πέτρινα γιοφύρια, κολυμπούσε στους καταρράκτες, έκαμε παρέα τα πουλιά στα δένδρα κι έβλεπε την μάνα του αιώνια να μπαλώνει τα ρούχα του. Κάθε πρωί, ένα διάφανο δάκρυ τον ξέβραζε στο πάτωμα του ραφείου. 

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Η καρατόμηση της υπαλλήλου




Είχανε χαθεί μέσα στο βαθύτατο πόνο της απώλειας μιας δραχμής. Τα διοικητικά στελέχη, εμφανώς ανάστατα. Συνεχείς έλεγχοι επί ελέγχων κατέδειξαν ότι η δραχμή κλάπηκε και  έπρεπε να αποκατασταθεί το έλλειμμα και να βρεθεί ο ένοχος της καταδικαστέας πράξης.

Το πόρισμα δεν έδειξε κανέναν ένοχο, τουλάχιστον στο σκαλί των υψηλόβαθμων υπαλλήλων. Η απόφαση κόλαφος. Θα έπρεπε παραμονές των εορτών να πράξουν το σωστό. Να απολύσουν για παραδειγματισμό μια ταμία. Το Νούμερο  25 φάνταζε ιδανική περίπτωση. Πενήντα χρονών, προβλήματα υγείας, τρία παιδιά. Κανένα οίκτος!

Την κάλεσε στο γραφείο ο εκπαιδευόμενος νεαρός διευθυντής. Την κατηγόρησε για ολιγωρία και ανεπάρκεια. Κάτι πήγε να ψελλίσει… Της κούνησε το δάκτυλο. Από το βάθος ακούστηκαν τα χειροκροτήματα των υπολοίπων στελεχών. Αποκαταστάθηκε η τιμή της εταιρείας! Τηρήθηκε η τάξη.

5 ποιήματα στο περιοδικό: Ποιείν

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Η Θυσία / Δημήτριος Γκόγκας




Μέρα του Δεκέμβρη. Ο μικρός θεός γεννήθηκε, οι τρεις μάγοι δώσανε τα δώρα και επέστρεψαν στις πατρίδες τους, το αστέρι της Βηθλεέμ χαμήλωσε τα φώτα και οι ποιμένες συνέχισαν τη ζωή τους.

Όμως, σε κάποιο πλινθόκτιστο σπιτάκι μια νεαρή μητέρα προσπαθεί ανάσταση να κρύψει το νεογέννητο της. Οι στρατιώτες του Ηρώδη πλησίαζαν στο χωριό. Ήδη, θρήνος είχε απλωθεί στη χώρα, από την άδικη σφαγή αθώων παιδιών από το σπαθί του Βασιλέα.

Σήκωσε ψηλά τα χέρια, ικέτιδα, έσκισε το κορμί και πέταξε τα σπλάχνα της. Έκρυψε στα σωθικά το βρέφος της. Οι στρατιώτες ήρθαν και έφυγαν. Η αιματοβαμμένη γυναίκα στο πάτωμα, μόνο χλευασμό του προκάλεσε. Δεν κατάλαβαν τη θυσία. Τότε ο Χριστός γεννήθηκε ξανά και το αστέρι φώτισε και πάλι τη γη.

Ο άσωτος σκύλος



Κοίταξε από το παράθυρο και ένας βαθύς αναστεναγμός ξεπήδησε από το στήθος του. Σήκωσε τη μουσούδα, τέντωσε τα αυτάκια του και τίναξε τη φουντωτή ουρά, από θλίψη, οργή και αγανάκτηση. Απέναντι, στη γωνιά του δρόμου, κάτω από το θολό φως της κολόνας, έστεκε μέσα στο δυνατό κρύο ο άσωτος αδελφός του. Το ξύλινο παγκάκι, κάπως τον προστάτευε από το πυκνό χιόνι του Δεκέμβρη.
Ταράχτηκε. Ένιωσε το άδικο της ζωής μέσα του. Είχε περάσει τόσος καιρός! Δεν ξέχασε, πόνεσε, συγχώρησε. Γάβγισε τρεις φορές και φώτισε ο δρόμος της επιστροφής. Τον οδήγησε με ευγένεια στη ζεστασιά. Η θαλπωρή έσπασε τον πάγο της σιωπής. Αποκοιμηθήκανε. Μακριά γεννιόταν το θείο βρέφος. Το πρωί ξυπνήσανε από τις φωνές μικρών παιδιών που τραγουδούσανε τα κάλαντα των Χριστουγέννων.



σημείωση: Τη φωτογραφία είναι από τον ιστοχώρο: https://iselida.gr/index.php/zwa/item/1447-ki-omos-ta-skylia-kryonoun-ton-xeimona-symvoules-ton-eidikon

Η απαγωγή ενός στίχου / Δημήτριος Γκόγκας




Είχε σχεδιαστεί με απόλυτη ακρίβεια. Και πέτυχε. Τον κλείσανε μέσα σε παράταιρο ποίημα και αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή ότι ανήκε αλλού. Τον φίμωσαν, απείλησαν ότι θα κάνουν κακό σε άλλους συγγενικούς στίχους. Στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του, κούρνιασε και κλείδωσε το νόημα και τη μουσικότητά του. Βουβάθηκε. Στο νέο ποίημα, με απλότητα γέμισε κάποιο χώρο.
Οι μέρες πέρασαν, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του. Μυστικό δεν ήταν. Ο κτήτορας είχε αποβιώσει πριν χρόνια και οι κοντινοί του άνθρωποι, χαρακτηρίζοντάς του τρελό, δεν είχαν ενδιαφερθεί για τα παιδιά του. Τι παιδιά είναι τούτα έλεγαν, στίχοι;
Ξαφνικά μια χαμένη άνοιξη ένιωσε και πάλι, πέννα να τον ανασταίνει σε άλλο ποίημα. Απήχθη, αιχμαλωτίστηκε εκ νέου. Στο τμήμα μίλησαν για οργανωμένο έγκλημα.

Ο ξεραμένος πλάτανος



Μέσα σε ένα σκεβρωμένο βιβλίο δημόσιας βιβλιοθήκης, ταλαιπωρημένος καθότανε ένας ξεραμένος πλάτανος. Στη μέση μιας πλατείας. Εκεί κατέληγαν πετρόχτιστα σοκάκια. Στα πόδια του, μια βρύση, χτιστή με πέτρα και αυτή.
Το δέντρο ασφυκτιούσε μέσα στην εικόνα και οι ρίζες του αδύναμες. Η μπογιά ξεράθηκε και πουθενά δεν υπήρχε νερό για να δροσιστεί. Ακόμα και η βρύση είχε στερέψει.
Κάποια στιγμή ο βιβλιοθηκονόμος προσπαθώντας να ταξινομήσει τα βιβλία, έριξε από λάθος το βιβλίο στο σφουγγαρισμένο πάτωμα. Η μυρωδιά του νερού ξύπνησε το δένδρο και με όσες δυνάμεις του απέμειναν, άπλωσε ακόμα περισσότερο την μακρύτερη ρίζα του, ρούφηξε αχόρταγα λίγες όξινες σταγόνες από το δάπεδο και φωτίστηκε το χαμένο χρώμα του.
Το βιβλίο δανείστηκε. Ο πλάτανος ποτέ ξανά μόνος του.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Νάρκες στο μυαλό του





Το τελευταίο διάστημα είχε πονοκεφάλους. Παυσίπονα έπαιρνε αλλά ανώφελο. Στη δουλειά τον ταλαιπωρούσε ένας άξεστος επιστάτης, τα είχε βάλει με γειτόνους που πετούσαν σκουπίδια στον δρόμο, τον εκνεύριζε η τηλεόραση, έβρισκε άνευρα τα νέα λογοτεχνικά βιβλία σε σημείο υπανάπτυξης του λόγου. Οι πολιτικοί, του ήταν αδιάφοροι, «όλα προσχεδιασμένα» έλεγε και το μόνο που του έμεινε σιμά ήταν η οικογένειά του. Αν και μακριά στον ορίζοντα ήθελε χρόνο δικό τους. Τους αγαπούσε όμως και ο σιωπηλός χρόνος μαζί τους ήταν ολάκερος ο χρόνος του.

Τήρησε τη συμβουλή της γυναίκας του. Επισκέφτηκε παθολόγο, πήρε και πάλι παυσίπονα.  Ακολούθησε η διάγνωση χειρούργου. «Αγαπητέ μου, δεν έχετε τίποτα πλην τριών ναρκών στον εγκέφαλό σας. Θα εκραγείτε εντός του επόμενου έτους» Καθώς φεύγετε πληρώστε στην υποδοχή.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Η άρρωστη ταμίας



Είχε αποφασίσει να μην αλλάξει την καθημερινότητά ακόμα κι όταν θα το μάθαινε η οικογένειά της. Της είχαν απομείνει ελάχιστοι μήνες ζωής, «σε προχωρημένο στάδιο» είπε κοφτά ο θεραπευτής. Δεν προλάβαινε ούτε την επιθυμία της να εκπληρώσει. Να σκοτώσει τον ιδιότροπο πελάτη, του πολυκαταστήματος που δούλευε.
Χτυπούσε την ταμειακή μηχανή γρήγορα, σαν να εξαρτιόταν από την ταχύτητα η ανάρρωσή της. Οι ήχοι σταματούσαν κάθε που το βλέμμα του, την έκοβε καθέτως. Στεκόταν απέναντί της, με κείνη την αδιάκριτη, ειρωνική και υποτιμητική στάση.
Σήμερα θα πέθαινε. Δεν γνώριζε αν θα ήταν πρωί, μεσημέρι. Προτιμούσε δείλι. Συγύρισε επιμελώς τον εαυτό της, πήγε κανονικά στη δουλειά, καλημέρισε αόριστα και πάτησε απαλά τα πλήκτρα της ταμειακής. Ο πελάτης βρέθηκε νεκρός στο διάδρομο με τις βαλίτσες!

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Το παράπονο ενός … ποιητή / Δημήτριος Γκόγκας





Παρουσίαζε για δεύτερη φορά μία ποιητική συλλογή. Σπουδαίος ποιητής, του πρότεινε ξανά την ανάλυση της συλλογής του. Του είχε εμπιστοσύνη και την έδειχνε. Εξάλλου, είχε πάει πολύ καλά η πρώτη παρουσίαση. Το κοινό αποδέχτηκε τον λόγο του.
Από μέρες προετοιμάστηκε κατάλληλα. Άδειαζε και γέμιζε σελίδες.  Ήθελε και πάλι, η παρουσίαση να χτυπά στους παλμούς του. Ψυχή και Σώμα. Έστειλε την πρόσκληση για την εκδήλωση σε όλους όσους γνώριζε. Συγγενείς, φίλους, γνωστούς, συναδέλφους στην δουλειά. Κανείς δεν ήρθε. Όλοι βρήκανε μία δικαιολογία.
Ο λόγος τώρα ήταν άνευρος. Έβγαινε από στεγνά χείλη . Άχρωμες οι λέξεις παιχνίδιζαν στην αίθουσα, σαν να προσπαθούσαν να βρούνε φιλικό έδαφος Μάταια. Δεν σήκωσε τα μάτια του από τις σελίδες. Σαν μαχαιριά η απουσία όλων, μετά το χειροκρότημα!

Τα γουρούνια του Δημητρίου Γκόγκα




Δεν θυμάται από πότε κυβερνούσαν τα γουρούνια. Από τότε που γεννήθηκε σίγουρα. Καρεκλοκένταυροι. Αποφασισμένοι το στυγνό καθεστώς που είχαν εγκαθιδρύσει, την «Δημογουρονοκρατία» να υπάρξει αιωνίως στη χρεωκοπημένη χώρα. Και το είχαν κατορθώσει.
Τσαλαβουτώντας μέσα στη λάσπη των βούρκων, λερωμένα, λιγδιασμένα, με άσεμνη συμπεριφορά τόσο ανάμεσά τους, όσο και προς την υπνωτισμένη κοινωνία, γραμμένη επιμελώς στις παλαιότερες των οπλών του, κυριαρχούσαν, αποφάσισαν, επέβαλαν, δίκαζαν, εξόντωναν κάθε αντίσταση. Σε αυτή τους την προσπάθεια είχαν βρει ανεπάντεχους συμμάχους, τους γαϊδάρους, τις αλεπούδες, τις οχιές, τις ύαινες και τα ποντίκια. Λαίμαργα, άπληστα, βρωμερά ελεεινά και τρισάθλια, παχύδερμα με άκρατο εγωισμό, όρισαν την 25η Δεκεμβρίου παγκόσμια ημέρα σφαγής των προβάτων ως ένδειξη πλήρους περιφρόνησης του ανθρωπίνου γένους.
Χαιρέκακα, με την ίδια μούρη, αλληλοσπαράζονταν στον θρόνο τους.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Ο πνιγμός της





Δεν άντεχε. Έχρισε πέτρα τη καρδιά της. Έκανε δυο βήματα φοβισμένη στα λασπωμένα νερά του ξεροπόταμου. Άρχισε να βυθίζεται Το άρωμα του θανάτου κλωθογύριζε στα σωθικά της και η ματιά της ορθάνοικτη κοιτούσε τις πνιγμένες στιγμές του βίου της.



Κατρακύλησε με άλλες πέτρες, παρασέρνοντας στο διάβα της τον κόσμο της. Τι κόστιζε η ζωή της; Τι άξιζε; Μια διαδρομή υδάτινη προς του καινού την πύλη.

Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια. Τρομοκρατημένη. Δεν ήταν όνειρο. Τράβηξε κουπί. Μα την κατάπινε ο Ποσειδώνας. Λειχήνες και αγριόχορτα μπλέχτηκαν στο κορμί της. Ένα δάκτυλο της έλεγε να σιωπήσει.

Λίγο πριν ανοίξει η γης σταμάτησε στη γούρνα που αγιαζόταν τα νερά και ο σταυρός των Θεοφανίων. Ένιωσε ένα απόκοσμο ρίγος να την κυριεύει. Επέστρεφε δυνατή ως αναστάσιμη.

Η προέκταση




Είχε γίνει η προέκταση του χεριού του. Με εκείνο ζούσε. Έτρωγε, έπινε, δούλευε, οδηγούσε. Η μητέρα του, φώναζε κάθε μέρα. Να το αφήνει που και που, να ξεκολλήσει. Να ασχοληθεί με τα μαθήματά του, να φροντίσει τον εαυτό του. Είχε πάρει κιλά, το καταλάβαινε, αλλά οι φίλοι του δεν το έβλεπαν τούτο. Όλοι από τη μέση και πάνω ζούσανε μέσα από αυτό σε ένα τεράστιο γήπεδο, σε μια παιδική αλάνα. Τα κάτω άκρα ακίνητα. Τρέχανε οι ήρωες για εκείνους.

Μια μέρα, πριν το δουλειά, εξαφανίστηκε από το δωμάτιό του. Το κινητό τηλέφωνο στο γραφείο. Η μητέρα του ανήσυχη έτρεξε να τηλεφωνήσει… μα που; Την σταμάτησε μια φωνή από τα βάθη του κινητού τηλεφώνου. «Μάνα μου εδώ» κι αυτή αγκάλιασε το τηλέφωνο.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Το αστέρι της Βηθλεέμ




Μικρό και κατατρεγμένο γύριζε στους δρόμους και τις πλατείες του σύμπαντος το μικρό αστέρι. Είχε γεννηθεί άσχημο, του έλειπε το φως του και όλοι το απέφευγαν καθώς το μόνο που δημιουργούσε ήταν ζημιές και οχληρία.  Κανένας πλανήτης δεν του έδινε σημασία και οι ήλιοι κρατούσαν σκοτεινές τις γωνιές που σύχναζε.

Ο καλός θεός το βρήκε να περιμένει σε μια στάση, αφυδατωμένο και νηστικό από ζωή. Δεν ήθελε να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο αστεριών. Δεν είχε και πολύ χρόνο. Σε λίγες ημέρες θα γεννιόταν ο υιός του ο μονογενής και θα έπρεπε να δείξει τον δρόμο στους τρεις μάγους. Και τότε έδωσε φως υπέρλαμπρο στο μικρό αστέρι. Του έδειξε την ομορφιά του κόσμου και το όρισε να γίνει το αιώνιο αστέρι της Βηθλεέμ.


Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Η βαλσαμωμένη κυρία / Δημήτριος Γκόγκας




 Αποφάσισε να ακολουθήσει την ευτυχία με τον ορισμό που αυτή της έδωσε. Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει μέχρι αύριο. Ο κόσμος της μια ουτοπική διαδρομή στην αλόγιστη σπατάλη συναισθημάτων  και την άνευ όρων παράδοσή, στην πλευρά των περιθωρίων της ζωής. Ανείπωτη η ευδαιμονία καθώς περιδιαβαίνει τους διαδρόμους με περιττά,  που φέρουν την σφραγίδα του πρόσκαιρου αγαθού. Δικαίωμά της. Σε κανέναν δεν έχει άλλη υποχρέωση.


Η καρδιά ραγισμένη, χτυπά ρυθμικά και αναστάσιμα, παρελαύνοντας ανάμεσα σε πολύχρωμα ρούχα, συσκευασίες παιχνιδιών, ζαχαρωτά, πολυτελή και φτηνά σκεπάσματα, εργαλεία, μουσικά είδη, πράγματα πρώτης και δεύτερης ανάγκης, κωδικούς που γοητεύουν, αριθμούς που λατρεύει.

Η ευχή της, μια ολάκερη ζωή σ΄ ένα σύμπλεγμα πολυκαταστημάτων.

Την επομένη μέρα, με το ξύπνημα της αυγής, τη βρήκανε βαλσαμωμένη πίσω από μια βιτρίνα. 

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Η μάνα και το αδέσποτο ...του Δημητρίου Γκόγκα



 Είχε χάσει το μονάκριβό της τόσο ανεπάντεχα κι απρόσμενα. Η μοναξιά φώλιασε μέσα στις γωνιές του κορμιού της κι έγινε η αγαπημένη των εποχών της. Έσφιγγε που και που τη γροθιά λες και να ήθελε να τσακίσει το όνειρο. Άρπαζε το σύννεφο και στράγγιζε τη βροχή. Ένα σώμα δάκρυα.

Από το πρωί χιόνιζε ασταμάτητα. Σουρούπωσε. Ένα μικρό φεγγαράκι χτύπησε τη τζάμι της εξώπορτας. Καθώς άνοιξε, τα μάτια του μικρόσωμου αδέσποτου έπεσαν σαϊτιές στη ψυχούλα της. Όμορφο θα ήταν και το δικό της παιδί. Το πιο όμορφο! Μα τώρα στη πόρτα της, τρεμάμενη της ζητούσε την αγκαλιά της μια αδύναμη ζωή. Το ζέστανε με τα χέρια, το τύλιξε με την ζακέτα της, κι άνοιξε το στήθος της να βυζάξει το μονάκριβό της.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Τα προβατάκια της Φάτνης




Η προβατίνα ήταν ανάστατη. Χθες το δείλι, ένας ολόλαμπρος άγγελος την προσκάλεσε στη γέννηση του θεανθρώπου. Έπρεπε να τρέξει στην αγορά και να προετοιμαστεί, αυτή και τα μικρά της προβατάκια. Θα ζέσταιναν το σπήλαιο με την ανάσα τους για το θείο βρέφος.

Την άλλη μέρα το πρωί, έλουσε τα προβατάκια, τα έντυσε με ολόλευκο φόρεμα, χτένισε τα μαλλάκια γύρω από το πρόσωπό τους, αρωμάτισε με λεβάντα και δυόσμο το χνώτο τους και κίνησαν για το σπήλαιο.

Μπροστά τους ένα υπέρλαμπρο άστρο, τρεις μάγοι με δώρα και φίλοι τους από άλλες κοντινές στάνες που είχαν κληθεί στο μεγάλο γεγονός. Όταν έφτασαν στο σπήλαιο, άγγελος τους παρακάλεσε να κάνουν ησυχία για να ακούσουν το «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ουρανού και γης ο κτίστης»

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Η συκοφάντισσα του Δημητρίου Γκόγκα




Μυρμήγκιαζε το κεφάλι της από φθόνο και μίσος για τους υπόλοιπους. Χωμένη μέσα στις ραδιουργίες και τις μικροαπάτες, ως κηφήνας ζούσε μέσα από τους άλλους και από τους άλλους. Η ίδια συκοφάντης και διαιρέτης. Με απλωμένες παρωπίδες, έχτισε τοίχους μπροστά της, να μην την βλέπει ούτε ο ήλιος. Παντού σκιές, εκτός από τη δική της. Δεν άντεχε να βλέπει τη σκιά της. Μην την πατήσει κατά λάθος.

Στη δεξιά της τσέπη είχε πάντα το ευαγγέλιο. Την Κυριακή μετά την καθιερωμένη συγχώρεση – τι τα θες τούτα έλεγε ο ιερέας- έσχιζε και μια σελίδα παραβολής. Δεν ξέρει και κείνη τι της θύμιζαν. Ανακάτευε με τα δάκτυλά της τα μαύρα της μαλλιά, αχτένιστα και άπλυτα να δείχνουν τη μιζέρια και την ψυχική της δυστυχία.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Η Ελπίδα, η Απογοήτευση και ο Στρατιώτης




Τον είχαν επιλέξει ανάμεσα από άλλους στρατιώτες. Ήταν από τους καλύτερους σκοπευτές. Η αποστολή απλή. Να επιλέξει ποια από τις δυο θα πεθάνει. Η Ελπίδα ή η Απογοήτευση; Τις στήσανε στον τοίχο δεμένες πισθάγκωνα, πριν ο ήλιος ανατείλει. Να αποτρέψουν και την αντίδραση του κόσμου. Το κατηγορητήριο απλό. Η Ελπίδα εξέπεσε του ρόλου της. Πέθαινε πάντα τελευταία και η Απογοήτευση γεννούσε πάντα Ελπίδα. Όλα έπρεπε να αλλάξουν. Η Ελπίδα να γεννά Ελπίδα και η Απογοήτευση μόνο Απογοήτευση.

Στόχευσε σωστά. Μα στόχευσε στην απόγνωση του. Δεν μπορούσε να συνηγορήσει σε τούτο. Έστρεψε το όπλο πάνω του. Ύστερα από τον πρώτο πυροβολισμό, απογοήτευση απλώθηκε ανάμεσα στο διάκενο των ανωτάτων και των λοιπών. Ευτυχώς υπήρχε αντικαταστάτης. Μπορούσαν ακόμα να ελπίζουν στην εκτέλεση της μιας.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Το δεξί χέρι



Του έλειπε το δεξί χέρι. Το είχε χάσει σε μια ειρηνευτική αποστολή. Είχε δεχτεί με την ομάδα του,  επίθεση παραστρατιωτικής οργάνωσης και τώρα για να πλυθεί θέλει νοσοκόμα. Τα καταφέρνει στον υπολογιστή, να πάει για ψώνια χρειάζεται οδηγό κι ιπποκόμο. Για να ντυθεί το ίδιο. Δυσκολεύεται να απλώσει τα βράδια την κουβέρτα στο κορμί του. Κρυώνει και βρίζει το χέρι που λείπει.

Προσπάθησε να το αντικαταστήσει. Ότι και να έβαζε στη θέση του, το πέταγε ευθύς. Ένα κλαδί του θύμιζε σκιάχτρο. Μια σκούπα, χιονάνθρωπο. Ένα δρεπάνι, αχυράνθρωπο. Έκαμε δάνειο για τεχνικό μέλος. Δεν μπορούσε να το ξεπληρώσει.
 Το πήρανε με συνοπτικές διαδικασίες το σιδερένιο χέρι. Απογοητεύτηκε. Έξοδα, έξοδα…

Τέλος αποφάσισε και αγόρασε δούλο. Λιγότερο του κόστισε. Αισθάνθηκε αφέντης. Τουλάχιστον των άλλων.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα


Δημήτριος Α. Γκόγκας

Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό


Ποίηση
Λάρνακα 2018
-----------------------------------------------------------------------------

Απόσπασμα

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ


Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.  
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.

Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν.   
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).

Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.

Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.

Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;

Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.

Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.

Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.


***



ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης. 
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.

Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε. 
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας. 
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.

Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν. 
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι,  νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει, 
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.

Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.

Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την άβυσσο.




Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Ο Χρόνος και ο Λόγος



Ο Χρόνος και ο Λόγος



Ποιήματα, Κείμενα, Διηγήματα, Σκέψεις, αποφθέγματα
και ένα Δοκίμιο για τον χρόνο




ISBN 978-9925-7392-3-3


Πατώντας επί του συνδέσμου: