Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βραβευμένα Διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βραβευμένα Διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Το βόλι που μίλησε * του Δημητρίου Γκόγκα



    


Ένας μήνας έμενε, ένας ολόκληρος μήνας συλλογίστηκε και ρούφηξε με μανία το τσιγάρο. Σχεδόν το έκοψε στην άκρη των χειλιών του. Σηκώθηκε νυσταγμένος από το κρεβάτι και πήγε κατ΄ ευθείαν στην τουαλέτα. Πρόσεξε πως ήθελε ξύρισμα, δεν βαριέσαι μουρμούρισε, εδώ στα σύνορα ποιος θα με δει. Φόρεσε το στρατιωτικό του παντελόνι, οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν, μύριζε ιδρώτα και απλυσιά. Ήταν ώρες-ώρες που σιχαινότανε τον εαυτό του. Πέταξε το χιτώνιο στη ράχη του, κρέμασε όπως- όπως το τουφέκι στον ώμο και πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε στην υπερυψωμένη σκοπιά της νότιας πύλης του φυλακίου. Δεν ήταν μακριά, περίπου διακόσια μέτρα απόσταση, δίπλα από ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην μέση μιας αλάνας. Σπαρτά καμένα από τον ξερό ήλιο από την μια πλευρά, ατελείωτα συρματοπλέγματα, νεκρή ζώνη και στο βάθος το εγκαταλελειμμένο χωριό του, από την άλλη, απ΄ την αντίπερα, έτσι πάντα έλεγε, έτσι του έμαθαν να μονολογεί.  Έτσι θα ήταν τα πράγματα από δω και πέρα. Όπως όλα και η δική του χώρα, δύο πλευρές, δύο απόψεις, δύο άνθρωποι να την φυλάνε. Ένας από εδώ και ο άλλος στην βαμμένη κόκκινη σκοπιά, στα όρια της νεκρής ζώνης.  Οι δικοί του μιλούσαν για το δίκαιό τους, οι άλλοι για το δίκαιο που χάσανε. Ποιος έχει δίκαιο τελικά; Ο κατακτημένος ή ο κατακτητής; Δεν χρειάστηκε να δώσει τώρα απάντηση. Του την είχαν δώσει οι αγνοούμενοι δικοί του άνθρωποι. Η δική του γνώμη είχε για μελάνι τον πόνο, τη θλίψη, τη προσφυγιά, τον ξεριζωμό.

     Οι απέναντι δεν είχαν ακουμπήσει τα σπίτια. Δεν είχαν φέρει εποίκους στο χωριό. Διεθνείς συνθήκες, είπαν, το προστάτευαν. Το ίδιο και η μητέρα φύση. Τα δέντρα μεγάλωσαν, έγιναν δάσος, τα αγριόχορτα, έπνιξαν τις πλατύφυλλες  τριανταφυλλιές και τις κρεμαστές πολύχρωμες βεγόνιες στις άδειες αυλές των σπιτιών. Τα γιασεμιά στις πόρτες των αυλών, μύριζαν ακόμα μα έγερναν λυπημένα προς το ματωμένο χώμα. Στους δρόμους φύτρωσαν πουρνάρια και γέμισε ο τόπος από φωλιές άγριων ζώων και ερπετών. Φίδια σέρνονταν στους χωματόδρομους και φιλούσαν τις αμαρτίες στα πόδια. Τα κεραμίδα έχασαν το χρώμα τους, σκούρυναν και πιάσανε στις άκρες βρύα και ζωντανή μούχλα. Ασπρόμαυρα όλα.

    Το μικρό νεκροταφείο του χωριού, είχε χαθεί από την εικόνα, πίσω από το ψήλωμα των θάμνων. Θυμόταν απλά την τοποθεσία του, κάπου εκεί στην άκρη, πίσω από τα κυπαρίσσια στα δεξιά της εκκλησίας, με του ερημωμένους τάφους των παππούδων του. Το καντηλάκι δεν είχε ανάψει από τη δεύτερη εισβολή.

     Η υπηρεσία αυτή του κάρφωνε την καρδιά και το σταυρουδάκι κρεμασμένο στον λαιμό έκαιγε. Όσες φορές και αν παρακάλεσε τον επιλοχία να τον βάζει υπηρεσία στην άλλη πλευρά που έβλεπε την θάλασσα, εκείνος κρατώντας  ινάτι από μια παλιά αντιλογία, όταν πρωτοήρθε στην Μονάδα, του πήγαινε κόντρα. Πάντα φύλαγε εκεί, απέναντι από την κόκκινη σημαία να ματώνει στο στήθος, με το σταυρουδάκι χωμένο στις κατάμαυρες τρίχες  και την στρατιωτική τσίγκινη κονκάρδα. Τον στρατιωτικό αριθμό και την ομάδα αίματος.

     Πλησίαζε στην σκοπιά.  Φώναξε τον σκοπό να κατέβει. Τον είδε να τον χαιρετά με ένα ασαφές μειδίαμα. Ο Ανδρέας τελείωνε τη στρατιωτική του θητεία και επέλεγε την υπηρεσία στο φυλάκιο για να περάσει ανώδυνα ο τελευταίος μήνας. Τα πήγαινε καλά μαζί του. Ήταν παλιός, αυτός ήταν νέος! «Καλό ύπνο ψάρακα» του ευχήθηκε, καθώς του εξηγούσε που άφησε τα συνθηματικά και τα πυρομαχικά. «Εντάξει» του είπε «σιγά μην χρειαστούνε». Μήνες τώρα η ίδια ανιαρή καθημερινότητα του στρατού.  

     Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, δύο δεκάδες σκαλιά και έφτασε στην κορυφή. Παντού ακαθαρσίες, αποτσίγαρα, περιοδικά με γυμνόστηθες γυναίκες και φωτογραφίας έρωτα, χαρτιά από φαγώσιμα. Κλώτσησε το καλάθι με τα σκουπίδια, έσυρε με τα πόδια του ότι υπήρχε στο πάτωμα και έκατσε πάνω στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι από τις μαύρες κούτες των πυρομαχικών. Από εκεί μπορούσε να βλέπει τον κάμπο του κατακτημένου χωριού του. Μήνες τώρα με την ίδια εικόνα μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια και τα άνοιξε όταν έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Να μην βλέπει όλα εκείνα που του τρυπούν το κεφάλι, σαν καρφιά εσταυρωμένου. Δεν είναι δίκαιος ο θεός σκέφτηκε. Αν ήταν έστω και λίγο δίκαιος δεν θα άφηνε να γίνει το κακό. Όλα εκείνα που του έλεγαν, πως αφήνει τον άνθρωπο να διαχειριστεί την τύχη του και να καθορίσει την μοίρα του, κουραφέξαλα. Θεός είναι,  δεν είδε πως ο άνθρωπος είναι ανίκανος να το κάνει αυτό. Τι του τσαμπουνάνε οι ειδικοί. Αλλά τους ήξερε όλους αυτούς, μιλούσαν από θέση ισχύος ή… όχι; Δεν φύλαξαν ποτέ σκοπιά, δεν στάθηκαν ποτέ απέναντι από τον εχθρό, ποτέ δεν είδαν τα μάτια του απέναντι και κυρίως δεν είχαν αγνοούμενο και σκοτωμένο. Ή είχαν; Ειρήνη σου λένε. Αν κλείσεις τα μάτια, ας σε πάρει η ειρήνη. Εδώ όμως γίνεται ένας πόλεμος. Μπορεί να μην ακούγονται τουφέκια, μπορεί να μην χτυπάμε τύμπανα, αλλά η καρδιά, η ζωή δίνει μάχες κάθε ημέρα. Άχρηστοι άνθρωποι. Εμείς ανθρωπάκια, ρε ανθρωπάκια!

      Βολεύτηκε καλύτερα στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι. Έβαλε παραδίπλα το τουφέκι, στα πόδια του μια τελαμώνα, στην τσέπη τα συνθηματικά. Γέλασε, μια ζωή γελούσε με τα ονόματα που έβρισκαν οι υπεύθυνοι. Ξενέρωνε με τα ονόματα στο χαρτάκι των συνθηματικών. Αν ήταν αυτός θα έβαζε κάτι που να τον τσίτωνε. Η καρδιά και η ψυχή του νέου θέλουν τσίτα. Ας πούμε μπούτια, βυζιά, μουνί, σεξ, πουτάνα. Να έρθει λέει η έφοδος και να του πει, βυζί, επανέλαβε το αληθές και να απαντήσει πουτάνα. Ε ρε πλάκες.

     «Ρε μαλάκα μου» φώναξε τι κάνει αυτός. Σηκώθηκε τρομαγμένος. Έπιασε το όπλο με μιας, σχεδόν το αγκάλιασε. Σημάδεψε. Από την απέναντι μεριά προχωρούσε προς το μέρος του ένας κόκκινος εχθρός. Πέρασε στην νεκρή ζώνη και φαινότανε να ψάχνει κάτι. Του φώναξε να απομακρυνθεί. Δεν άκουγε. Ρώτησε αν θέλει κάτι, του φάνηκε πως δεν άκουγε. Μοναχά προχωρούσε. Πήρε τηλέφωνο τον αρχιφύλακα. «Άσε την πλάκα» του απάντησε. «Ρε μαλάκα, έρχεται προς το μέρος μου» « Άσε την πλάκα, παράτα μας,  πυροβόλησε τον πούστη και αν δεν σταματήσει πυροβόλησε, σκότωσέ τον » και ακούστηκε ένα τρανταχτό γέλιο από την άλλη άκρη του ασυρμάτου.

     Σήκωσε το όπλο, στερέωσε την κάνη στο ανοικτό παράθυρο της σκοπιάς  και φώναξε με την δύναμη της ψυχής του:  «αλτ εις συ» Σήκωσε τα μάτια ο απέναντι. Επιτέλους άκουσε! Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Πέταξε το όπλο χάμω στα χόρτα και ύψωσε τα χέρια. «Τι θέλεις εδώ;» ρώτησε. «Γύρνα πίσω θα σου την ανάψω».

    Κοιτάχτηκαν μάλλον σαν εχθροί, μα η ματιά δεν είχε χρώμα. Ήταν ασπρόμαυρη, όπως το έρημο χωριό του. Δεν έλεγε τίποτα, σαν τα πουλιά που δεν τα άκουσε ποτέ να κελαηδάνε στο χωριό του. Δεν απάντησε, όπως δεν του απαντάνε οι παππούδες και οι γονείς του που χάθηκαν. Δεν μίλησε, γιατί δεν είχε τίποτα να πει. Τι να πει άλλωστε. Εξάλλου δεν ήθελε να τον ακούσει.

    Χωρίς όπλο προχωρούσε προς το μέρος του. «Ρε συ δεν καταλαβαίνεις μην προχωράς άλλο. Θα πυροβολήσω το εννοώ». «Φίλε ένα τσιγάρο, μοναχά ένα τσιγάρο. Οι δικοί μου στο φυλάκιο δεν έχουν, δεν δίνουν». Ζύγιασε την κατάσταση, χωρίς όπλο ο άλλος ήτανε ακίνδυνος. Εξάλλου τι ζήτησε, ένα τσιγάρο μόνο. «Καλά κατεβαίνω» Μην κουνηθείς. Κατέβηκε τα σιδερένια σκαλοπάτια της σκοπιάς με μεγάλες δρασκελιές. Πόνεσαν τα πόδια του. Απείχε μόλις λίγα μέτρα από τον συνομήλικο του. «Κάμε παραπέρα, θα σου δώσω». Δεν πρόλαβε να βάλει το χέρι στην τσέπη του χιτωνίου και το σιδερένιο πόδι της σκοπιάς τραντάχτηκε από χτύπημα σφαίρας. Ο διαπεραστικός ήχος της, σήκωσε τα πετούμενα της νεκρής ζώνης. Γέμισε ο ουρανός από μαύρα κοράκια. Ασυναίσθητα κυλίστηκε στο έδαφος, πήρε την θέση μάχης που έμαθε στην εκπαίδευση και βλέποντας τον αντίπερα να τρέχει,  πυροβόλησε και έσκυψε ξανά κάτω. Ο ήχος της δικής του σφαίρας έσπασε την σιωπή της νεκρικής ζώνης. Καθώς άκουσε την νεανική κραυγή, να πετά προς τον ουρανό του φάνηκε πως ο αγέρας της πατρίδας του μίλησε. Πως πήραν την σωστή τους θέση στην ζωή του οι αλύτρωτες μνήμες και το δικό του πρωινό. Οι αγνοούμενοι και ο μεγάλος θεός. Είχε σκοτώσει. Ήταν πολύ εύκολο.

    Ανέβηκε βιαστικά στη σκοπιά σα μαγεμένος άνεμος. Κουλουριάστηκε στη γωνία, μέσα στις ακαθαρσίες, τα αποτσίγαρα, στα περιοδικά με τις γυμνόστηθες γυναίκες. Έβγαλε από τη τσέπη του το τσιγάρο και το άναψε αργά. Ο καπνός του ζάλισε το μεδούλι. Ο ασύρματος χτυπούσε ανελέητα. Σήκωσε το ακουστικό και άκουσε τον Αρχιφύλακα να τον ζαλίζει με τις ερωτήσεις και να γελά από ικανοποίηση. Όταν τελείωσε την αναφορά, βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στη γωνιά σκεπάζοντας το τρομαγμένο πρόσωπό του με το χιτώνιο.  Κοιμήθηκε με μια πρωτόγνωρη ανησυχία. Ίσως αναλογίστηκε να είναι τούτη η ηρεμία του νικητή!



* Έπαινος στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος έτους 2021 του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής (Κύπρου) 

* Η φωτογραφία είναι από την ταινία : Η ιστορία της Πράσινης Γραμμής και έχει ληφθεί από την σελίδα: https://www.filmy.gr/movies-database/the-story-of-the-green-line/

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Η γιαγιά μου η Πανικάβα* του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

        Το μικρό σπιτικό ήταν χρισμένο στην άκρη μιας αυλής, στην κοινότητα της Γαλάνης στη Ξάνθη. Τι σπίτι δηλαδή, μια αποθήκη φορτωμένη με χίλια δυο πράγματα. Ένα κρεβάτι, μια ξυλόσομπα, ένα ντουλάπι για  τα ποτήρια και τα πιάτα, κι ένα μικρό κομοδίνο για τις πετσέτες του προσώπου. Ο καναπές στην άλλη άκρη, με τρυπημένα τα καθίσματά του. Αμέσως μετά η τουαλέτα και το στενό μπάνιο. Ακαταστασία. Πώς να μπορέσει αναρωτήθηκα γριά γυναίκα να καθαρίσει. Δεν την παίρνανε και πολύ τα πόδια της. Μόλις περνούσαν λίγα λεπτά της ώρας ένας πόνος ανέβαινε ίσα με τη πλάτη και δεν την άφηνε όλη τη μέρα. Το μεγάλο σπίτι, αυτό που έχτισε ο άνδρας της ο Πανίκος στη μέση της αυλής. Ένα από τα παιδιά τη, ο Χρήστος έμενε εκεί, με την οικογένειά του.

        Η γιαγιά Σοφία, με την μαύρη ποδιά στη μέση της, σήκωσε το ποτηράκι με τη μέντα και το ήπιε μονορούφι, καθώς ήταν ξαπλωμένη. «Θες και συ λίγο; Πιες μωρό μου καλό κάνει.»

Εγώ ήμουν αόρατος. Παρ΄ όλα αυτά μου έβαλε και έβρεξα τα χείλη μου.

 

       «Έλα εδώ έξω, δίπλα από την τριανταφυλλιά. Έλα να κάτσουμε να σου πω μια ιστορία μα θες.» Συνήθιζε να μου λέει ιστορίες από τον ξεριζωμό της. Ήμουν ο αγαπημένος της γαμπρός στο σόι και μια και κανένας άλλος δεν έδινε σημασία να χρόνο να ακούει τις ιστορίες της, η αγάπη  της έπεσε πάνω μου, σαν βαρύ φορτίο. Ασήκωτο!

 

     «Μας έφεραν στο Κρωμνικό. Πριν από μας το κατοικούσαν οι Τούρκοι, αναθεματισμένος, δυστυχισμένος όμως κόσμος, το λέγανε Σαρνίτς. Έρημα σπίτια από ανθρώπους που έφυγαν, σαν και μας. Δεν τα υπολόγισαν σωστά οι μεγάλοι, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις  και τα σπίτια δεν έφταναν για όλους. Μέχρι να δουν τι να κάνουν μένανε και δυο οικογένειες μαζί. Αργότερα βρήκαν για όλους σπίτια, αφού έσιαξαν κάτι καλύβες και στάβλους.  Εμάς μας έδωσαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και μερικά μικρά χωραφάκια. Ίσα- ίσα να βάζουμε λίγο καπνό και να φτιάχνουμε μπαξέδες. Ο Παναγιώτης, καλά το σκέφτηκες ο παππούς ο Πανίκος,  το έκανε παλάτι, «για σένα» μου έλεγε. Έπιαναν τα χέρια του. Δουλευταράς σε όλα. Με λίγα χρήματα που είχε στη τσέπη του, αγόρασε ένα άλογο, αργότερα γελάδα, κότες, βρήκαμε κι ένα σκύλο. Δεν μας έλειψε τίποτα. Φτωχοί στην αρχή, τα πρώτα χρόνια μα είχαμε τα πάντα. Στον πρώτο χρόνο έμεινα και έγκυος. Γεννήθηκε το δεύτερο παιδί. Μην απορείς το δεύτερο σου λέω. Γιατί το πρώτο…»

 

     Έβγαλε ένα άσπρο μαντήλι και σκούπισε το δάκρυ της. Είχε ακόμα κουράγιο να σκουπίζει τα λίγα δάκρυα που πήγαζαν από τα μάτια της.

 

      «Για στάσου λοιπόν, να σου πω για το πρώτο. Από πού να ξεκινήσω. Αχ, τόσα τα βάσανα μωρέ, από πού να ξεκινήσω; Έφταναν ειδήσεις από παντού. Οι τούρκοι είχαν οργανώσει ομάδες πάνω σε άλογα και μουλάρια  και φοβέριζαν τον κόσμο στου κάμπου τα χωριά.  Τον λήστευαν, τον χτυπούσαν, τον έκλεβαν. Κάποιους τους φυλάκιζαν και όσοι αντιστέκονταν τους σκότωναν. Σπαρμένα σώματα στα χωράφια. Έπαιρναν τα παιδιά και τα στρατολογούσαν σαν τουρκόπουλα. Οι μάνες έκλαιγαν, ούρλιαζαν, οι φωνές τους έφταναν μέχρι τα ψηλά βουνά, έφταναν στα αυτιά μου. Στο χωριό μας άργησαν να έρθουν. Βλέπεις ήταν χτισμένο, μη νομίζεις λίγα σπιτάκια φτωχικά και πλούσια μαζί, στο βουνό. Δεν υπήρχαν δρόμοι σωστοί, μονοπάτια, άγρια ακόμα και για τα άλογα. Για άμαξες και κάρα δύσκολα. Έφταναν ίσα που άρχιζε το βουνό, σε μια αλάνα δέναμε τα άλογα και τα κάρα κι ύστερα το χωριό με τα σπιτάκια του. Μένανε ανάμεσά μας και δυο τρεις οικογένειες μουσουλμάνων. Γείτονες χρόνια. Μας ένωνε το τραπέζι, το καλό φαγητό, το μόνο που θέλαμε ήταν να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε, να ερωτευτούμε και να κάνουμε παιδιά. Μας εκτιμούσαν και μείς το ίδιο.  Άσε που κάνανε και τον σταυρό του. «Ο δικό σας θεός μου φαίνεται λιγάκι καλύτερος» μου είχε πει μια μέρα η Αισέ. Ο Πανίκος ο δικός μου άνδρας ήταν γειτονόπουλο. Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί πήγαμε σχολείο, μαζί τρώγαμε. Πώς να μην αγαπηθούμε! Το έβλεπαν οι δικοί μας, το νιώθαμε και εμείς».

 

   «Στην πρώτη τους επιδρομή, ήμουν δεν ήμουν δεκαεπτά χρονών. Βολτάραμε με τον Πανίκο σας  αγριοκάτσικα στο βουνό, ανάμεσα στα πεύκα όταν είδαμε τους χωριανούς να τρέχουν σαν τρελοί κατά πάνω μας. «Πίσω- πίσω» μας είπε ο πατέρας που τραβούσε βιαστικά τη μάνα από τα χέρια. Πιο πίσω οι γονείς του Πανίκου, τα αδέλφια μου, όλοι τρέχανε. Πανικός, τρόμος, φόβος. Οι σφαίρες βούιζαν σαν άγριες μέλισσες. Μα δεν μας έφταναν λες και άγγελοι τις σταματούσαν. Φτάσαμε στη κορφή του βουνού, τριακόσιοι και πλέον άνθρωποι σε μια σπηλιά. Τη φράξανε θυμάμαι οι άνδρες με βατσινιές και κλαδιά από δένδρα. Γίναμε ένα με το βουνό. Γλυτώσαμε. Σε μια δυο μέρες κατέβηκε ο πρόεδρος με μια ομάδα και γυρίσανε ύστερα από … δεν θυμάμαι. Γυρίσανε όμως, όλοι τους και καλά στην υγεία. «Θα κατέβουμε» μας είπαν. «Θα γυρίσουμε στα σπίτια μας. Τα πράγματα είναι καλύτερα» Πως γίνανε καλύτερα σε ούτε μια βδομάδα δεν κατάλαβα ποτέ. Αυτοί όμως ξέρανε. Ήταν οι μεγαλύτεροι, ο πρόεδρος. Γυρίσαμε. Ο Πανίκος βλέποντας αυτά τα πράγματα και νομίζοντας ότι θα με χάσει σε καμιά έφοδο των Τουρκαλάδων, ήρθε και με ζήτησε. Με τιμές και δόξες. Οι γονείς του μπροστά και αυτός ξωπίσω. Ένα βράδυ. Έτσι απλά. Μόλις είχε αρχίσει να ξυρίζεται. Δουλευταράς όμως. Οι γονείς μου καμιά αντίρρηση. Το περίμεναν εξάλλου. Το μόνο που δεν γνώριζαν ήταν το πότε. Μας έδωσαν όλοι την ευχή τους μετά χαράς. Γιορτή στο σπίτι. Και επειδή όλα έγιναν γρήγορα, είπαμε να κάνουμε γλέντι την επαύριον. Στην αυλή του σπιτιού του Πανίκου. Ήρθε όλο το χωριό. Και τι δεν στρώσανε στα τραπέζια. Χοιρινό, πισία, βαρένικα, μουχούλια, πιλάφι. Τι να σου πω μωρό μου. Όλα του Θεού και της Παναγίας».

 

     «Αρραβωνιασμένοι με τον Πανίκο, μέναμε πότε στο σπίτι του και πότε σε μένα, στο πατρικό μου. Η ζωή μου κυλούσε ήρεμα τους επόμενους μήνες, έμεινα έγκυος και σκεφτόμασταν τον γάμο. Ο παπάς δάγκωσε τα χείλια του σαν το έμαθε, αλλά ο πατέρας του το έκοψε. «Έρωτας παπά μου» είπε, «έρωτας. Άντε να δώσει ο θεός την ευχή του, να τελειώνουμε!» Γρήγορα- γρήγορα και ο γάμος. Γλέντι τρικούβερτο. Τι να σου πρωτοπώ. Αλλά αυτό άλλη φορά. Τι γλέντι! Τώρα πρέπει να σου πω για το πρώτο παιδί.»

 

      Μύρισε την τριανταφυλλιά. Χάιδεψε τα τριαντάφυλλα, τα φίλησε ένα, ένα κι ύστερα με κοίταξε στα μάτια και ξεκίνησε πάλι η γλώσσα να σπέρνει λέξεις.

 

      «Όταν φύγαμε από το χωριό στον Πόντο, γιατί έγινε και δεύτερη επιδρομή,  κυνηγημένοι στο βουνό, είχαμε ήδη ένα παιδί, αβάπτιστο. Από την ώρα που γεννήθηκε ήταν άρρωστο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρούνε τι είχε. Παρ΄ όλα αυτά το προσέχαμε όσο μπορούσαμε. Του δίναμε σιρόπια, έλεγαν θα γιάνει, αλλά αυτό κάθε μέρα ήταν όπως και τα χθες. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό, κακό χρόνο να έχουν και εμείς βιαστικά φύγαμε χωρίς τίποτα στα χέρια να κρατούμε, δώσαμε το παιδί στους γείτονες. Που να το πάρεις στο βουνό, θα πέθαινε με μιας, ασθενικό ως ήταν. Μουσουλμάνοι, καλοί άνθρωποι, χωρίς παιδιά, τουλάχιστον να σωθεί το παιδί. Τους είπαμε να το κρατήσουν, όσο θα λείπουμε και μόλις ηρεμήσουν και πάλι τα πράγματα, θα γυρίσουμε να το πάρουμε. Η Αισέ έκλαιγε συνεχώς, με φίλησε, ο Οσμάν έδωσε τα χέρια στον Πανίκο «Μην ανησυχείς» του είπε «Θα το προσέχουμε σαν να είναι δικό μας παιδί» Σε κείνη την επιδρομή των άπιστων, χάσαμε και τους γονείς μας. Όταν μαζευτήκαμε στη σπηλιά και μετρηθήκαμε έλλειπαν. Κανείς δεν τους είδε. Άλλοι είπανε ότι έστριψαν από το μονοπάτι για την θάλασσα πίσω από το βουνό, άλλοι έλεγαν ότι τους είδαν να τρέχουν στην Εκκλησιά και άλλοι σώπαιναν. Ότι και να έγινε εμείς δεν τους είδαμε ξανά.  Κι ούτε μάθαμε ποτέ κάτι για τους γονείς μας. Έκλαψα, κλάψαμε πολύ με τον Πανίκο, μέρες κλαίγαμε. Ώσπου σώθηκαν και τα δάκρυα. Ξανακατέβηκαν οι προεστοί χάμω με λευκές σημαίες και μαντήλια. Ένας γύρισε μόνο. Τους δείρανε μέχρι θανάτου. «Να φύγουμε» μας είπε «Να φύγουμε. Δεν είναι πλέον τόπος για μας» Το χωριό τουρκοκρατήθηκε, μπήκαν στα σπίτια μας, τα ρημάξανε, ότι σπαρτά είχαμε τα κάψανε, καμιά δεκαριά γέροντες που μείνανε πίσω τους κρέμασαν στην πλατεία, σώθηκαν μόνο οι οικογένειες των Μουσουλμάνων. Άρα και το παιδί μου σκέφτηκα. Την άλλη μέρα  όλοι άρχισαν να κατηφορίζουν το μονοπάτι για την θάλασσα πίσω από το βουνό. Ανάμεσα στα πουρνάρια και τους αγκαθωτούς θάμνους. Θα περίμεναν έλεγαν πλοία και βάρκες να τους πάνε στο Βόσπορο κι από κει στην Ελλάδα. Πλοία των συμμάχων. Δεν καταλάβαινα και πολλά, αλλά αφού είναι δικοί μας για το καλό μας θα είναι».

 

    «Κοιταχτήκαμε στα μάτια με τον Πανίκο. Θα φεύγαμε και εμείς. Όχι όμως χωρίς το παιδί μας. Πάτε εσείς είπαμε στους άλλους και θα σας προλάβουμε. Δεν άκουγα τίποτα. Θα κατέβαινα κάτω, θα έπαιρνα το παιδί μου, θα μας βοηθούσε και ο Οσμάν με την Αισέ και θα φεύγαμε για την Ελλάδα. Μπροστά εγώ, πετούσα, ήθελα να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. «Στάσου» μου φώναξε ο Πανίκος «μια στιγμή. Έτσι θα μας καταλάβουν. Άσε να βρούμε τούρκικα ρούχα και βλέπουμε» Περιμέναμε μέσα στη νύχτα, κινιόμασταν σαν φαντάσματα στο χωριό, βρήκαμε στο πρώτο σπίτι απλωμένα ρούχα, τα φορέσαμε και κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι του Οσμάν και της Αισέ. Φώτα παντού, κλάματα, φωνές, θρήνοι. Έτρεξα από την πίσω πόρτα, είχε προλάβει ο Πανίκος, μιλούσε με τον Οσμάν, με κοίταξε, κατάλαβα, έπεσα κάτω, έχανα την ανάσα μου, θόλωσα. Έλεγα που είναι ο Θεός, γιατί, έλεγα που είναι ο καλύτερος Θεός μου, χτυπούσα το στήθος μου. Με σήκωσε ο Πανίκος και μας έβαλαν στην κουζίνα. Ήρθε η Αισέ, έκανε καφέ, μου έβρεξε το πρόσωπο, καλά να είναι και μου είπε. «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Ήταν τόσο βιαστικό. Σαν όνειρο» Με αγκάλιασε, την αγκάλισα, τη φίλησα. Δεν μας χωράει όλους ο τόπος αυτός μας είπε. Άντε να πάτε στο καλό. Να σωθείτε. Κι έτσι έχασα και τη φίλη μου. Την Αισέ.

 

    «Ήταν το παιδί μας, το πρώτο μου παιδί. Δεν άντεξε στον κόσμο τούτο. Μας άφησε όπως το αφήσαμε και μεις. Και έφυγε χωρίς όνομα. Σαν να μην ήρθε ποτέ στον κόσμο. Έκλαψα, έκλαψα, ποια μάνα δεν θα έκλαιγε για το πρώτο της παιδί. Ξεκόλλησε ένα κομμάτι από μέσα μου. Έσπασε η καρδιά μου. Όμως ο Παναγιώτης εκεί δίπλα μου. «Μην βαλαντώνεις κορίτσι μου» θα κάνουμε άλλα! Και κάναμε άλλα επτά παιδιά. Γέμισε η αυλή από παιδάκια. Γέμισε η αγκαλιά μου. Πήραμε το αβάπτιστο νεκρό παιδί μας και μας έδωσε ένα μουλάρι ο Οσμάν. Ανεβήκαμε στο βουνό, χωθήκαμε στη σπηλιά. Δεν μιλιόμασταν για μια μέρα ολάκερη. Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι και το νεκρό παιδί δίπλα. Μέσα σε ένα τελάρο. Μέσα σε μια κουρελού. Όταν ξύπνησε ο Πανίκος με είδε να ανάβω φωτιά στην είσοδο της σπηλιάς. «Τι κάνεις. Θα μας πάρουνε χαμπάρι» Θα κάψω το παιδί μου του είπα, θα πάρω τις στάχτες του μαζί μου. Δεν μπορώ να το κουβαλώ. Θα το πάρω μαζί μου σε ένα μποξά.

Ούτε που μου έφερε αντίρρηση. Είχα χάσει τα λογικά μου. Άρχισε να μυρίζει ο τόπος γύρος ανθρώπινη σάρκα, να μαυρίζει ο ουρανός, να θολώνει το μάτι μου. Ότι απόμεινε, περίμενα υπομονετικά να κρυώσει. Ο Πανίκος έστριψε αλλού το κεφάλι. Έβαλα τη στάχτη σε ένα μποξά, τον τύλιξα με ακόμα ένα κι ύστερα μέσα σε ένα ασκί έβαλα το παιδί μου. Εγώ το γέννησα, εγώ το έκαψα, εγώ θα το κουβαλώ τον μπόγο του είπα.»

 

   «Μην στα πολυλογώ, ήρθαμε στην Ελλάδα και κάποια στιγμή μας έφεραν στο Κρωμνικό. Από την πρώτη στιγμή ανακάτεψα τη στάχτη και …»

 

Κόμπιασε για μια στιγμή, με κοίταξε όπως κοιτάζουν τον Θεό, με φόβο κι ελπίδα και συνέχισε

 

   «Ανακάτεψα τη στάχτη με κοπριά και έσπειρα μια τριανταφυλλιά. Αυτή εδώ που βλέπεις. Και χρόνια τώρα μου κάνει τα ομορφότερα και τα πιο ευωδιαστά τριαντάφυλλα. Ποτέ δεν τα κόβω, μόνο τα μυρίζω. Τα αφήνω να μαραθούν μόνο τους. Κι όταν μαραθούν τα αφήνω να πέσουν στη γη, τα μαζεύω και κάνω λίπασμα. Κι ύστερα φυτεύω κι άλλες γλάστρες. Όλη μου η ζωή η στάχτη στη Τριανταφυλλιά, αγόρι μου. Αγγελούδι μου που χάθηκες, χωρίς να χαρείς τη μάνα σου, τον πατέρα σου. Πως σε αφήσαμε, πως μας άφησες. »

 

Δάκρυα πικρά από τα μάτια της. Δάκρυα βαριά.

 

   «Στο χρόνο πάνω γέννησα το δεύτερό μου  παιδί τον Κώστα. Το πρώτο στην Ελλάδα. Μεγάλωνε μια χαρά. Αρρώστησε άσχημα όμως και αυτός. Είπα αυτό δεν θα το έχανα. Ο Παναγιώτης από πολύ πρωί, έλειπε στα χωράφια με το άλογο. Ήμουνα νηστική εκείνη τη μέρα, δεν είχα φάει τίποτα. Φόρτωσα το παιδί τυλιγμένο με μια κουβέρτα στον ώμο και κατηφόρισα προς τη Γαλάνη. Από εκεί θα πήγαινα στους Τοξότες και μετά στη δημοσιά για τη Ξάνθη. Έπρεπε να το δει γιατρός. Υπολόγισα ότι σε 4 με 5 ώρες θα έφτανα. Τέτοια θέληση είχα και τέτοια πίστη. Αν έβρισκα και κανένα κάρο στο δρόμο ακόμα καλύτερα. Όμως εξαντλήθηκα. Όταν έφτασα στο μονοπάτι δίπλα από το ποτάμι, τον Νέστο ντε, δεν είχα άλλες δυνάμεις. Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω, τα μούτρα μου γέμισαν χώμα. Το φόρεμα γέμισε λάσπη. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Σαν να με ακολουθούσε ο θάνατος. Έχανα το φως μου, νόμιζα πως θα πεθάνω. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σε κείνη τη στάση. Μπορεί και να με πήρα ο ύπνος. Δεν θυμάμαι καλά. Ξύπνησα από το κλάμα του Κωστάκη. Είπα: Παναγία μου σώσε εμένα και το παιδί μου. Μην αφήσεις να πεθάνει και τούτο.  Άρχισα να κόβω χόρτα, να σκάβω με τα χέρια μου και να βγάζω ρίζες από μικρά δένδρα, θάμνους και να τα μασάω. Άλλα έφτυνα άλλα έτρωγα. Πόνεσε το στομάχι μου. Έψαξα τις τσέπες μου και βρήκα δυο μαραμένα τριαντάφυλλα.  Τα όμορφα τριαντάφυλλα του πρώτου μου παιδιού.  Στυλώθηκα. Κατέβηκα πιο κάτω στο ποτάμι, έπλυνα το πρόσωπο του παιδιού, το δικό μου, ήπιαμε νερό, ξεδιψάσαμε, φούσκωσε η κοιλιά μας και φτάσαμε στους Τοξότες. Η Παναγιά έκανε το θαύμα της. Βρήκαμε έναν χωρικό που πήγαινε Ξάνθη, μας κατέβασε στο νοσοκομείο. Ιλαρά, βαριάς μορφή Ιλαρά, είχε το παιδί, υψηλό πυρετό. Το κάμανε καλά. Δεν είχε την τύχη του πρώτου. Μα είχε κακή τύχη αργότερα. Θα σου πω άλλη φορά.

 

    Γράψε τώρα ότι γέννησα συνολικά οκτώ παιδιά. Ένα που άφησα πίσω στο Πόντο και πέθανε, χωρίς όνομα, τον Κώστα, τη Σοφία, τον Χρήστο, τον Αχιλλέα, τον Γιώργο, τη Μαρία και τη Βασιλική. Και για όλους έχω να σου πω και μια ιστορία, όχι όμως σήμερα, μα όταν ξανάρθεις, έτσι μωρό μου;»

 

Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρα το μπλοκάκι και το στυλό, της φίλησα το χέρι και το μέτωπο. Σήκωσε το ποτηράκι με την μέντα και ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο.  

«Καλό απόγευμα γιαγιά Σοφία. Θα ξανάρθω αύριο»

 

 Σημείωση: β΄βραβείο στον 13ο λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος του ΕΠΟΚ (2023)

 

 

·    Πανικάβα: Η γυναίκα του Πανίκου


Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ * / Δημήτριος Γκόγκας



Ξύπνησε πολύ πρωί, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και η πόλη προσπαθούσε να  βρει τους ξέφρενους ρυθμούς της. Έφαγε βιαστικά, ντύθηκε με το γκρι κουστούμι και κίνησε για το γραφείο της και το στούντιο του τηλεοπτικού σταθμού που δούλευε. Με τους δρόμους γεμάτους από αυτοκίνητα, υπολόγισε πως χρειαζόταν μία ώρα να φτάσει στην εργασία της. Τακτοποιούσε τις σκέψεις και το πρόγραμμα της ημέρας στο μυαλό της. Μεταξύ άλλων, θα έπαιρνε συνέντευξη με μια καινούργια μέθοδο ολογράμματος,από τον ήρωα της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ενσωματωμένη με τεχνολογία μικρο-μηχανικής ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι ο φιλοξενούμενος στο στούντιο θα είναι όχι απλώς ζωντανός αλλά θα μπορεί και να απαντά. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά θετικό για την τηλεοπτική καριέρα της, ειδικά φέτος που υπήρχε η αίσθηση ότι είχαν εξαντληθεί όλες οι πρωτοτυπίες και δεν υπήρχαν καινούργιες ιδέες  στην παρουσίαση των προγραμμάτων. Με το μυαλό της κινητή βιβλιοθήκη, αποθήκευσε όλες τις γνώσεις για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα.
Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι ο επίσημα «καλεσμένος» ήδη είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή του. Της φάνηκε αρκετά υπερβολικό το σκηνικό που προσπαθούσαν να στήσουν οι τεχνικοί, δίνοντας στο ολόγραμμα τη μορφή του Κολοκοτρώνη πάνω σε άλογο από πίνακα και πιο συγκεκριμένα από ελαιογραφία του Νέστορα Βαρβέρη. Την απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας πως δεν θα κάνουν το πλατό, στάβλο. Αν΄αυτού, προτίμησε τη μορφή του Κολοκοτρώνη από πίνακα του PetervonHess όπου ο ήρωας κάθεται σε μια πέτρα και παρακολουθεί τα παλικάρια του να διασκεδάζουν.
Δέκα λεπτά πριν την καθοριζόμενη έναρξη της εκπομπής όλα ήταν έτοιμα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στεκόταν απέναντί της, με την μακριά κατάλευκη φουστανέλα, το χρυσοκέντητο γιλέκο, τα κόκκινα τσαρούχια και την περικεφαλαία δίπλα του. Καλημέρισε τους θεατές της εκπομπής, δηλώνοντας ότι ήταν βαθύτατα συγκινημένη για τον σημερινό της καλεσμένο. Ξεκίνησε αναφέροντας την καταγωγή του, με πληροφορίες για τον τόπο που γεννήθηκε, το Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, την μητέρα του Ζαμπία Κωστάκη και τον πατέρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Από τον πρόλογό της δεν παραλήφθηκε αναφορά στην αλλαγή του επιθέτου από τον παππού του, από Τσεργίνης σε Κολοκοτρώνης ως απόδοση στα ελληνικά του αρβανίτικου παρωνυμίου «Πιθεγκούρας».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κοίταζε με απορία πότε την ίδια και πότε την κάμερα, προσέχοντας ιδιαίτερα τις απαντήσεις. Εξάλλου ο ίδιος γνώριζε πως αυτά που θα έλεγε, θα είχαν πολύ μεγαλύτερη απήχηση στην εποχή του και όχι στο σύγχρονο κόσμο,  καθώς η ελευθερία θεωρείται δεδομένο αγαθό. Επισήμανε την ανάγκη του αγώνα, τόνισε την σημασία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ενώ στάθηκε δακρύζοντας στη μάχη στα Δερβενάκια. Στον πρώτο και στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο δεν ήθελε να επεκταθεί καθώς πετάρισε η καρδιά του και χρειάστηκε η επέμβαση της ομάδας των τεχνικών να σταθεροποιήσουν την λειτουργία του ολογράμματος. «Κύριε Κολοκοτρώνη» τον ρώτησε «φοβηθήκατε ποτέ για την ζωή σας; Το 1833 οι Έλληνες σας καταδίκασαν σε θάνατο για εσχάτη προδοσία» Η απάντηση έφερε ένα κόμπο στο λαιμό. Ο σκηνοθέτης, χρόνια στη δουλειά, έμπειρος, συνέλαβε τη στιγμή στο χρόνο και την επανέλαβε σε αργή κίνηση. «Αντίκρυσα τόσες φορές τον θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τότε» Δεν γνώριζε που θα οδηγούσε η συνέντευξη αυτή. Το κλίμα είχε φορτιστεί και οι συγκινητικές στιγμές διαδέχονταν η μία την άλλη. Ζήτησε και πήρε διάλλειμα. Ο σκηνοθέτης την πλησίασε και της χτύπησε την πλάτη. «Καλά τα πας» είπε. Οι τεχνικοί βρήκαν την ευκαιρία και επανεξέτασαν τις λειτουργίες του ολογράμματος, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έδειχνε να το απολαμβάνει λέγοντας «Θα αντέξω βρε παιδιά. Εδώ έντεκα ολόκληρους μήνες με είχανε έγκλειστο στο Παλαμήδι. Μια συνέντευξη είναι!»
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά άρχισαν και πάλι. Τα φώτα ξύπνησαν τον γέρο του Μοριά τη στιγμή που στο πίσω του στούντιο, σε μια τεράστια οθόνη αναγράφονταν τα λόγια «Ο θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του». Ξύπνησε ο γέρος, ξύπνησε και η εθνική μνήμη. Η Μακιγιέρ έτρεξε και σκούπισε το δάκρυ μ΄ ένα άσπρο μαντήλι. Κύριε Κολοκοτρώνη είναι καταγεγραμμένο ότι είπατε: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση….» Το πιστεύετε ακόμα και σήμερα; «Κοπέλα μου, το τι πιστεύω εγώ πλέον δεν έχει καμία σημασία, αλλά έχει περισσότερο το τι πιστεύετε εσείς. Εμείς πολεμήσαμε, διώξαμε τους εχθρούς για να μπορείτε εσείς, να ζείτε ελεύθεροι. Αυτή την ελευθερία πρέπει να κρατήσετε ζωντανή εις τους αιώνες. Θα αρκεστώ να επαναλάβω κάποια από τα λόγια της ομιλίας μου στην Πνύκα «…Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε…Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.»
Του έπιασε το ρυτιδωμένο χέρι, υπακούοντας στην εντολή του σκηνοθέτη. Δεν ήξερε αν  έπρεπε να υποβάλλει την τελευταία της ερώτηση για τον θάνατό του. 4 Φεβ 1843 μετά από χορό στα ανάκτορα. Τον ρώτησε εάν γεννιόταν ξανά θα έκαμε και πάλι την επανάστασή του; Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τράβηξε με βία τα καλώδια. Το ολόγραμμα χάθηκε δια παντός.



* Το διήγημα συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλα 40 (μετά από διαγωνισμό με θέμα: 1Φραση +821 λέξεις για το 1821) στην ειδική έκδοση και παρουσιάστηκε σε τελετή στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο την 9 Νοεμβρίου 2019

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Η Γη Μέσα Tου: Διήγημα του Δημητρίου Γκόγκα που συμμετείχε στον διαγωνισμό διηγήματος 2021 : Αναζητώντας μια άλλη γη των εκδόσεων ΠΗΓΗ. Το διήγημα επιλέχθηκε και εντάχθηκε, στην έκδοση.

 



 «Ανάθεμα την πόρνη γρίπη» μονολόγησε με φόβο. Ρούφηξε με λαχτάρα μια γουλιά από το τσάι χαμομήλι που του ετοίμασε η σπιτονοικοκυρά του και τυλίχτηκε με την κουβέρτα καλύτερα. Μια δυνατή γρίπη δεν τον άφηνε να ξεμυτίσει μέρες τώρα και η απουσία από το πανεπιστήμιο μόνο χαρά δεν τον γέμιζε. Οι καθημερινές επισκέψεις από τους φίλους και συμφοιτητές αραίωσαν από τον φόβο της μετάδοσης. Το μικρό δωμάτιο επί της οδού Ποτιδαίας 6, μικρό και ανήλιαγο γεμάτο από αφόρητη υγρασία δεν ήταν και η καλύτερη λύση που έπρεπε να μένει αλλά με την κρίση στην εύρεση κατοικίας, αλλά δεδομένων των συνθηκών που βίωνε με την ταχεία αναχώρηση των δικών του για το εξωτερικό ελέω εργασίας, συμβιβάστηκε.  Δεν παραπονιόταν σχεδόν ποτέ. Οι γονείς του είχαν φροντίσει να το επιπλώσουν όσο καλύτερα μπορούσαν, ενώ δεν του έλειπε τίποτα από ηλεκτρικές συσκευές. Ως φοιτητής ζούσε καλά, πολύ καλύτερα από πολλούς συμμαθητές του αν και ο πατέρας του πάντα του υπενθύμιζε με εύσχημο τρόπο ότι ανήκανε στη μεσαία τάξη! Γι αυτό και δεν περνούσε μέρα που να μην ευχαριστήσει τον θεό, αν και κάποιες αριστερίζουσες ιδέες τον κρατούσαν μακριά από την εκκλησία. «Θεέ μου βοήθα» ήταν η φράση που πρώτη ξεστόμιζε στις ακραίες καταστάσεις.  

   Η γρίπη δεν υποχωρούσε. Τα λιγοστά παυσίπονα που βρήκε στα συρτάρια του, είχαν πάρει μόνιμη θέση στο κομοδίνο όπως και τα χαρτομάντιλα. Η σπιτονοικοκυρά, μέρα παρά μέρα τον επισκεπτότανε και του άφηνε ένα ζεστό πιάτο φαγητό. «Καλά να είναι» σκέφτηκε, σαν παιδί της τον είχε. Η μητέρα του τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε μέρα και αυτός την καθησύχαζε ότι όλα βαίνουν καλώς. Πώς να την κουβαλούσε από το εξωτερικό στην Αθήνα και που να την φιλοξενούσε. Το δωμάτιο μετά βίας χωρούσε αυτόν. Οι μέρες περνούσαν, ο πυρετός τον έφερνε ζάλη, αφόρητη ζέστη, ιδρώτας έλουζε όλο του το κορμί και τα σκεπάσματα μούλιαζαν. Ήταν στιγμές που παραμιλούσε, θόλωνε το μυαλό και τα μάτια του έβλεπαν έναν άλλο στον καθρέφτη. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ζούσε μια παρωδία τραγωδίας, λίγη ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, η αϋπνία του προκαλούσε αφόρητη ναυτία και έπεφτε ουσιαστικά νεκρός στο κρεβάτι του. «Ψυχραιμία- ψυχραιμία» έλεγε. «Θα περάσει και τούτο»

   Σαπούνισε και έπλυνε με επιμέλεια το πρόσωπό του. Απ΄ έξω ακούγονταν φωνές, βρισιές και συνθήματα. Πάλι κάποιοι διαμαρτύρονταν και τα έβαζαν με τις δυνάμεις ασφαλείας. Πάλι οι κάδοι θα έπαιρναν φωτιά, ξανά θα έσπαγαν βιτρίνες, κάποιος θα έχανε τη ζωή του, οι πολιτικοί θα συμπονούσαν τους οικείους, θα υπόσχονταν τη λήψη μέτρων και πάλι όλα αυτά θα τον έκαναν να γελάσει και να αισθανθεί απογοήτευση. Συνηθισμένα πράγματα σε μια χώρα που μόνο θαύματα δεν περίμενε κανείς να συμβεί. Μα τι θαύματα να περιμένει κανείς ότι η δυσωδία από τη σήψη κάλυπτε όλη τη μέρα την ατμόσφαιρα; Δεν ήταν αυτός ο κόσμος του, δεν ήταν η όμορφη ζωή στη δική του πατρίδα που ονειρευόταν, δεν ήταν η γη του. Ήταν η γη που κάποιοι άλλοι όρισαν και δεν τους το συγχωρούσε ποτέ.

   Ήθελε ξύρισμα. Θυμάται  ακόμα τον πατέρα του να παραπονιέται για αυτό. Με το κεφάλι γεμάτο σκέψεις στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου και διέκρινε στο βάθος τα βλέφαρα να πάλλονται και τα χείλη του ακίνητα να του μιλούν. Την ώρα που έπεφτε χάμω, κατάλαβε πως η ψυχή του περιδιάβαινε το δωμάτιο και συνέλεγε αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, βιβλίων και ιστοσελίδων, με διάφορα είδη ζώων, φυτών, δένδρων. «Είσαι ο μοναδικός επιζών, θα είσαι ο μοναδικός επιζών» του φώναξε. «Είσαι αυτός που επέλεξα να βρίσκεται στη ζωή εις τους αιώνας των αιώνων, ως πιστό αντίγραφο μου. Γι αυτό και η ψυχή σου αποστέλλεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του διαδικτύου να συγκεντρώσει όλα εκείνα που θα  σου υποδειχθούν και όλα όσα εσύ θα πιστέψεις ότι αρκούν για ένα καλύτερο κόσμο, για μια ιδανικότερη μελλοντική γη και πατρίδα». Κάθε μέρα η τρομαγμένη ψυχή του εκτελούσε με στρατιωτική πειθαρχία το σχέδιο της φωνής. Κάθε φορά που κοίταζε τον καθρέφτη έπεφτε άψυχος στο πάτωμα, έβγαινε από το ίδιο του το αδύναμο σώμα και γύριζε τον κόσμο για να συγκεντρώσει όλα όσα του ανατέθηκαν στην αποστολή. Τα συλλεχθέντα στοιχεία αποθηκεύονταν με τάξη και επιμέλεια εντός του σε μια νοητή κιβωτό που κατασκεύαζε δίπλα από την καρδιά, δίπλα από τους πνεύμονες και πίσω από τον θώρακα. Βρήκαν αποκούμπι εκεί όλα τα ευγενή ζώα του κόσμου, τα πετούμενα, τα βότανα και τα καλλωπιστικά φυτά.  Οι αγνές θεωρίες των επιστημόνων τοποθετήθηκαν σε μια σκαλιστή βιβλιοθήκη, εξοστρακίστηκαν οι αιμοδιψείς ηγέτες και δυνάστες, οι τακτικές των πολέμων και των μαχών, οι ανθρώπινες δουλείες  και ανισότητες και πήραν τη θέση που τους αξίζει οι λέξεις: αγάπη, θυσία, μάνα, αξιοσύνη, αξιοπρέπεια, ευθύνη, αλτρουισμός, συμπαράσταση και όλες οι συναφείς λέξεις και τα ρήματα και λάμβανε χρίσμα να ηγεμονεύσει ο άνθρωπος ως άνθρωπος.

     Με τον καιρό η νοητή κιβωτός έπαιρνε σχήμα, γινόταν στέρεα κοκάλινη κατασκευή και κατόπιν στέρεα γη, οι λέξεις και τα ρήματα σάρκα και οστά κι όλα αυτά εντός του. Τα ζώα ζωντάνευσαν κατά ένα περίεργο τρόπο. Άμωμος Πανάγια γέννηση για όλους και για όλα. Τα φυτά και τα δένδρα ανδρώνονταν μέσα του και η κιβωτός μοσχομύριζε μέντα και ρίγανη.

    Ο πυρετός είχε αρχίσει να υποχωρεί το ίδιο και ο πονοκέφαλος. Η σπιτονοικοκυρά συνέχιζε να τον προσέχει σαν το παιδί της και αυτός έδειχνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την πορεία της ασθένειά του. Πίστευε ότι ζούσε μέσα σε ένα όνειρο όπου όλα θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και κυρίως να αλλάξει η ζωή του καθώς πάντα πίστευε ότι φοιτούσε σε κάποια άλλη εποχή ή τουλάχιστον ότι προσπαθούσε να ζήσει σε κάποια άλλη εποχή. Κάθε φορά που η ψυχή του έμπαινε ξανά μέσα στο σώμα η μνήμη του τρανταζόταν από δεκάδες νευρικές σεισμικές δονήσεις και προσπαθούσε μάταια να καταλάβει τι του συνέβαινε. Όταν όμως έβγαινε από το όνειρο και έπιανε το στήθος τα χέρια του ψηλάφιζαν το ανάγλυφο μιας κιβωτού.

      Ξημέρωνε πρώτη του Δεκέμβρη. Ο πυρετός είχε υποχωρήσει τελείως και αγόρασε εισιτήρια για να ταξιδέψει στους δικούς του. Θα περνούσε τις γιορτές των Χριστουγέννων μαζί τους. Πάντα τον γοήτευαν οι γιορτές του χειμώνα, καθώς έντυνε το σύμπαν του με παιδικά όνειρα και νιφάδες. Αγουροξυπνημένος κατευθύνθηκε προς το μπάνιο και η φωνή επανήλθε πολύ πιο σίγουρη και πολύ πιο επιτακτική. «Πλησιάζει η μέρα που θα μείνεις μόνος στον κόσμο. Έφτασε η μέρα που ο κόσμος θα πληρώσει βαρύ τίμημα για όλες τις συμφορές που προκάλεσε, προξένησε στη γη που δανείστηκε για να ζήσει. Κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα. Θα είναι μια χειμέρια νάρκη που απλώς θα διαρκέσει μέσα σε έναν αιώνιο χειμώνα. Μόνο εσύ ως εκλεκτός μου θα εκπληρώσεις την θέλησή μου, την επιθυμία μου να μεταβείς σε άλλη γη και να δημιουργήσεις ένα νέο πολιτισμό βασισμένο στις πραγματικά ανθρώπινες αξίες και ιδανικά. Σου δίνω το δικαίωμα να βάλεις μέσα σου συγκεκριμένα πράγματα από τη ζωή σου και να τα αρχειοθετήσεις στη βιβλιοθήκη της κιβωτού ως μνήμες. Αυτό θα σε βοηθήσει να κατανοήσεις εκεί που θα φτάσεις ποιος είναι ο προορισμός και ποιοι οι στόχοι σου. Θα μηδενιστείς και θα πολλαπλασιαστείς. Έχεις στη διάθεσή σου άλλες έντεκα ημέρες. Προετοιμάσου» Έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Η ψυχή του έβλεπε το κουλουριασμένο σώμα και αγνοούσε το εγώ της. Έπρεπε να υπακούσει στην εντολή. Κάποια συλλογή γραμματοσήμων, τα παιχνίδια του στον υπολογιστή, οι φωτογραφίες των γονιών του, τα εισιτήρια των αγώνων της αγαπημένης του ομάδας, τα βιβλία με τους παιδικούς του ήρωες, κάτι κάρτες με αγαπημένα σχέδια, ότι σκεφτότανε αυθόρμητα μάζευε, μάζευε και δεν κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον αριθμό των αγαπημένων του πραγμάτων που θα έπρεπε να πάρει μαζί του. Η χαραυγή πλησίαζε και μπήκε άρον- άρον στο κορμί του. Ξύπνησε έκανε μπάνιο  και βγήκε μια βόλτα να ξεσκάσει. Ο κόσμος του δεν είχε αλλάξει.

   Οι άνθρωποι αγχώδεις έτρεχαν να προλάβουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις δουλειές τους, τις συνεχείς υποχρεώσεις τους, κουρέλια και πτώματα πεταμένα μαζί στις λεωφόρους, τρακαρισμένα αυτοκίνητα, επιβολή προστίμων, αυστηρές προειδοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, αστυνομικές ανεξέλεγκτες σκληρές συμπεριφορές, κάλπικα λόγια από παρωδίες πολιτικές, όλα στο δρόμο του και όλα μέσα του. Θα τα άλλαζε κάποια στιγμή η φωνή; Αυτό ήλπιζε. Οι λιγοστές μέρες μέχρι και την 12η Δεκεμβρίου – ύστερα έκανε τον συνειρμό – 12 μέρες του 12ου μήνα, όχι – όχι μάλλον θα έκανε και πάλι λάθος, άνθρωπος ήταν, πέρασαν πολύ γρήγορα. Όπως του είχε υποσχεθεί σήμερα δεν θα έπρεπε να βγει από το σώμα του, δεν θα το εγκατέλειπε κάπου στο μπάνιο. Θα έπρεπε να  πάει στην πλησιέστερη παραλία. Να ορίσει τις συντεταγμένες και τις παράλληλους του. Να επισημάνει το ακριβές σημείο. Ύστερα θα έκανε αυτό που θα κινούσε τη μηχανή του μυαλού του μια αόρατη δύναμη. Η φωνή.

   Πήρε τηλέφωνο τους δικούς του, του είπε πόσο πολύ τους αγαπά, η μαμά του τον κορόιδεψε « Βρε, σε λίγες μέρες εδώ θα είσαι και εγώ σε αγαπώ μωρό μου» Έπιασε το βρεγμένο πρόσωπό του, χαιρέτησε την σπιτονοικοκυρά – καλά να είναι- τον φρόντιζε σαν πραγματικό γιό της, έδωσε τα φιλιά του στην γειτόνισσα, γριούλα έτοιμη και εκείνη να μεταναστεύσει στην άλλη γη που η ιεροσύνη υπόσχονταν έναν απατηλό πιθανόν παράδεισο ή μια εξοργισμένη κόλαση, έστειλε αποχαιρετιστήρια μηνύματα αγάπης στους φίλους του. «Δεν θα είχαν σε λίγο σκέφτηκε καμιά απολύτως αξία» μα συνέχισε ίσως με την ελπίδα ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Δεν κατάλαβε πότε έφτασε στην προκυμαία. «Μα πέρασαν κιόλας οι έντεκα μέρες;»  Περπάτησε ακόμα λίγο και αντιλήφθηκε ότι παράλληλα με αυτόν περπατούσαν και άλλοι έντεκα άνθρωποι. Μαζί με αυτόν δώδεκα. Λίγο πιο πίσω κάποιοι σαν να δέχονταν την υπεροχή του. Χαμογέλασε. Είχε αρχίσει και ήταν εκτός προγράμματος.

    Παρατάχθηκαν σε αποστάσεις ακανόνιστες. Η θάλασσα μπροστά τους πιο ήρεμη και πιο γαλήνια από ποτέ. Μια ζάλη και μια εσωτερική ένταση άρχισε να κυριεύει το κορμί και το μυαλό του. Με την άκρη των ματιών του είδε την ένταση και στους  διπλανούς του κι ύστερα αυτό που θα κρατούσε, ήλπιζε ότι θα κρατούσε,  η έξοδος της ψυχής τους και η είσοδός τους στη θάλασσα. Μετά οι εικόνες τους χάθηκαν. Υπήρχε μόνο αυτός.

 

   Το κορμί του είχε αρχίσει να παραμορφώνεται και να παίρνει τη μορφή μιας κιβωτού. Το δέρμα του έβγαινε και η  ξύλινη κιβωτός ένα ολοκληρωμένο καράβι διάσωσης, είχε αρχίσει να πλέει κάτω από την επιφάνεια του νερού  και η ψυχή του είχε γίνει ο καπετάνιος του. Το μόνο που σταδιακά απόμεινε από το δύσμοιρο κορμί, ήταν η καρδιά του. Φώτιζε μέσα στην κιβωτό σαν ένα ανέσπερο φως και ταξίδευε με όλα τα ζώα, τα φυτά, τα δένδρα, τα βιβλία και τα αποκόμματα της ζωής του, της ανθρώπινης ζωής, βαθύτερα μέσα στη θάλασσα. Ο κόσμος πάνω κατέρρεε, κάθε τι παλιό μέχρι και χθες, έως και πριν από λίγο, γκρεμιζόταν.

    Στο πάτο της θάλασσας συναντήθηκαν όλες οι κιβωτοί, όλες οι δώδεκα καρδιές. Απομακρύνθηκε δια μαγείας το θαλασσινό νερό σε μια τεράστια έκταση και φάνηκε πεντακάθαρος ο βυθός. Η φωνή ήρθε και πάλι μπροστά του, μπροστά τους και τους κάλεσε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. «Φίλοι μου είστε οι μοναδικοί επιζώντες του νέου κατακλυσμού, της ολικής καταστροφής που συντελείτε αυτή τη στιγμή στην επιφάνεια της γης και σε λιγότερο από δύο ημέρες θα ολοκληρωθεί με την παντελή καταστροφή της. Έχετε επιλεγεί για την νέα εποχή του ανθρώπου δώδεκα. Έξι αγόρια και έξι κορίτσια, όλοι λόγο μετά την ενηλικίωσή σας. Έχετε χωριστεί ήδη σε ζευγάρια με μέριμνα των συμβούλων μου και με την βοήθεια των αγγέλων θα μεταφερθείτε στο βάρος του σύμπαντος σε έξι πλανήτες που έχουν επιλεγεί. Οι πλανήτες θα είναι ήδη στην ώριμη κατάστασή τους και δεν θα χρειαστούν παρεμβάσεις από εσάς. Τα ζώα, τα φυτά θα αφεθούν και θα φυτευτούν σε ειδικά πάρκα με μνεία στον πλανήτη προέλευσής τους. Στη γη σας. Σε σας έχω φροντίσει με ειδικές διαδικασίες που δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζετε να αποκτήσετε ένα νέο σώμα, άφθαρτο. Θα καταστείτε απέθαντοι. Το ίδιο και τα παιδιά σας, οι απόγονοί σας. Το δικαίωμα αυτό θα χαθεί εάν παραβείτε τις ανθρώπινες αξίες και τα ιδανικά όπως αυτά θα σας δοθούν ως εντολές σε μια διαθήκη που θα κληθείτε να την τηρήσετε με ευλάβεια. Όλες οι υπόλοιπες πληροφορίες αλλά και οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που θα έχετε θα σας δοθούν κατά την διάρκεια της νέας σας ζωής και η εποπτεία θα διαρκέσει συγκεκριμένο χρόνο. Ύστερα και πάλι θα σταθείτε απέναντι στους εαυτούς σας. Σας χαιρετώ, σας εύχομαι καλό ταξίδι.»

    Έξι άγγελοι στάθηκαν απέναντι από το κάθε ζευγάρι. Η δίδυμη καρδιά που επιλέγει για αυτόν, χτυπούσε το ίδιο δυνατά με τη δική του. Πανέμορφη! Είχε αρχίσει η διαδικασία ενσωμάτωσης των κιβωτών μέσα σε ειδικές διαμορφωμένες ακτίνες φωτός που θα λειτουργούσαν ως κάψουλες μεταφοράς. Οι άγγελοι τοποθέτησαν στα φτερά τους τις κιβωτούς και τις καρδιές τους και αισθάνθηκαν απλώς πανέτοιμοι ταξιδιώτες.

    Απομακρύνονταν από τη γη χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Ο κόσμος όπως τον ήξερε είχε τελειώσει. Μπροστά του απλωνόταν το σύμπαν και η πρόκληση ήταν για αυτόν και την δεύτερη καρδιά για την οποία ήταν πλέον υπεύθυνος. Ρούφηξε το κενό, έπιασε το χέρι… (το χέρι;). Είχε αρχίσει παράλληλα και η μεταμόρφωση στο απέθαντο σώμα. Από το βάθος ενός νεφελώματος τους καλούσε και πάλι η φωνή. Να δούνε ακόμα πιο μακριά, αλλά κυρίως να δούνε μέσα στη καρδιά τους. Εκεί που όλα έγιναν και γίνονται ένα. Εκεί που υπάρχει η νέα γη, η νιόφερτη πατρίδα, η γη μέσα του, η ελευθερία του.

 

 

ΓΚΟΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Όνειρο ήτανε ... του Δημητρίου Γκόγκα

 


 



 

    Είχε αφήσει τις κόκκινες φράουλες, μέσα σε ένα πλαστικό καλάθι στην άκρη του ξύλινου τραπεζιού της κουζίνας. Τις είχε πάρει από απλή συνήθεια. Δεν έτρωγε πολλά φρούτα. Συνήθως τα αγόραζε από την λαϊκή της Λάρνακας, τα άφηνε να στολίζουν τα τραπέζια του σπιτιού της και ύστερα λίγο πριν χαλάσουν και αναδεύσουν την άσχημη μυρωδιά της σαπίλας τα πετούσε στο καλάθι των σκουπιδιών.

   Ανοίγοντας την πόρτα του μικρού της σπιτιού, στην άκρη της πόλης θυμήθηκε τον άγνωστο φίλο που γνώρισε στις αλυκές. Τον είχε δει πολλές φορές και μόλις χθες τόλμησε να σταματήσει και να του μιλήσει. Διέφερε τόσο πολύ από τους υπόλοιπους άνδρες της ζωής της. Είχε γνωρίσει πολλούς. Άνδρες που ήθελαν την παρέα της, για μία νύχτα μονάχα. Άνδρες που πλήρωναν για τον έρωτά της, πίσω από τις σκιές των δένδρων, τα αχνά φώτα των πάρκων, των έρημων δρόμων της πόλης, του μεγάλου αλσυλλίου δίπλα από το κεντρικό ταχυδρομείο της πόλης.  Αυτός όμως δεν της ζήτησε τίποτα. Έκατσε απέναντί της, την κοίταξε μέσα στα μάτια της και κατάλαβε την προσπάθειά του, να βυθιστεί στον ωκεανό της. Της άρεσε αυτό. Πρώτη φορά, σκίρτησε στο βλέμμα ενός άνδρα, στην επιθυμία του ομιλητή να ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα πνιγηρά λόγια της. Αναρωτήθηκε αν είχε τέτοιους θησαυρούς. Όλοι οι άνθρωποι έχουν, σκέφτηκε.

   Μετά την αποφυλάκισή της, γύρισε στο μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης. Η Λάρνακα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η μόνη αλλαγή που βρήκε, ήταν η απουσία της γιαγιά της. Ο ξαφνικός θάνατός της ήταν, το δυνατότερο χτύπημα που είχε αισθανθεί στην ζωή της. Ούτε η εισβολή των μισητών εχθρών από τον βορρά, ούτε η συμπεριφορά των ανδρών της νεοσύστατης αστυνομίας, την είχαν πονέσει τόσο πολύ, ούτε η αιχμαλώτισή της από την ομάδα προστασίας της ηθικής της κοινωνίας. Το σπίτι κλειδωμένο, έρημο χορταριασμένο. Θυμήθηκε την ώρα που άνοιγε την ριζωμένη αυλόπορτα και ήρθαν στα πόδια της οι άσπρες γάτες της γιαγιάς Της έγλυφαν τα μαύρα στενά γοβάκια, προίκα από τη φυλακή, περιμένοντας με ανυπομονησία τροφή, νοσταλγώντας τα τσίγκινα πιατάκια της γιαγιάς που γέμιζαν γάλα, ψωμί, αποφάγια και κόκαλα ψαριών, πίσω από τον φούρνο της αυλής. Τις χάιδεψε και τις άφησε να πάνε στο καλό. Αυτές σαν να είχαν νιώσει της ανάγκη της μοναξιάς, έκαμαν ένα μικρό γύρο και πλάγιασαν στο σπασμένο πλατύσκαλο. Ζάρωσαν στα μπροστινά τους πόδια και βούλιαξαν στην βρώμικη γούνα τους. Σκέφτηκε να τις πλένει στη βρύση της αυλής αλλά γρήγορα προσπέρασε αυτή την σκέψη. Άλλα είχε βαθειά μέσα στο μυαλό της.

    Γδύθηκε και μπήκε στα μπάνιο. Το νερό, της φάνηκε γλυφό μα δεν την αποθάρρυνε. Λούστηκε με σχολαστικότητα. Κάθε φορά που έμπαινε κάτω από το νερό αυτό έκανε. Ήθελε να διώξει όλες τις μυρωδιές της φυλακής από πάνω της. Τα χνώτα όλων των ανδρών που την φίλησαν. «Ποτέ πια» αναφώνησε. Έκλεισε τα μάτια, βυθίστηκε στις σκέψεις της, έπλυνε και τα δάκρυα που κύλησαν στα κόκκινα μάγουλά της. Τυλίχτηκε με την μεγάλη άσπρη πετσέτα και στηρίχτηκε στο μπράτσο της ξύλινης καρέκλας στην κουζίνα. Τα πράγματα πήγαιναν τώρα καλά. Η προσωρινή δουλειά που βρήκε της έδινε έναν αξιοπρεπή μισθό. Πωλήτρια σε ένα κατάστημα ρούχων. Οκτώ με δέκα ώρες εργασίας που ξεκινούσε στις εννέα και έληγε πότε στις πέντε το απόγευμα και άλλες φορές στις έξι. Το αφεντικό, ένας εργένης σαραντάρης την προσέλαβε με την πρώτη συνέντευξη. Δεν του στάθηκε τροχοπέδη το πέρασμά της από την φυλακή. Το αντίθετο. Το εξέλαβε σαν πείρα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις.

     Είχε πάει δώδεκα. Μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν κατάλευκος. Η περιοχή είχε σκεπαστεί από το λευκότερο στρώμα σύννεφων, που είχε δει ποτέ στην ζωή της. Απουσίαζαν όλα τα άστρα. Σαν ένα σβηστήρι να έκανε μια κίνηση και να τα έδιωξε όλα. Δεν θα αργούσε να χιονίσει, σκέφτηκε.  «Μα ήταν Αύγουστος μήνας» αναρωτήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό. Οι πληροφορίες των ειδικών γνώριζε πως ήταν αντικρουόμενες. Οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές και τίποτα δεν προδίκαζε κάτι τέτοιο. Όμως τα άσπρα σύννεφα, είχαν τυλίξει τον ουρανό της πόλης εδώ και λίγες ημέρες. Είχαν στρογγυλοκαθίσει και δεν έλεγαν να φύγουν. Άνοιξε το παραθύρι της, την στιγμή που είχε αρχίσει να χιονίζει. Πυκνό άσπρο χιόνι έπεφτε ως εκεί που έφτανε η ματιά της. Δεν μπορούσε να δει καλά μέσα από το σκοτάδι, όμως τα φώτα της πόλης φανέρωναν το αξιοπερίεργο. «Χιόνι, μάνα χιονίζει» βγήκε μια κραυγή από μέσα της, μα μόνο τα νιαουρίσματα από τις γάτες της αποκρίθηκαν.

     Βγήκε ξυπόλυτη στους άδειους δρόμους. Κατηφόρισε προς τις αλυκές, μέσα από τα στενά χωμάτινα μονοπάτια. Πήρε το γνώριμό της μονοπάτι, αντικρίζοντας σκιές  ζευγαριών να φιλιούνται και να αγαπιόνται με πάθος. Προσπερνούσε το πλήθος, που όσο προχωρούσε γινότανε μεγαλύτερο. Άκουγε φωνές, αλαλαγμούς,  κλάματα και φωνές απόγνωσης γυναικών. Εκεί στο βάθος, στο ξέφωτο,  που φώτιζαν φακοί και φανάρια, διέκρινε το βαμμένο κόκκινο αλάτι. Στην μέση του κύκλου που σχημάτιζε το πλήθος, μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα, κείτονταν άψυχη. «Ένα κοπελούδι θα ήτανε ή ένα κοράσι; Δεν θα ήτανε ούτε είκοσι χρονών» αναρωτήθηκε. Σαν πλησίασε ακόμα πιο κοντά, από περιέργεια, διέκρινε πολύ καλά την ανδρική φύση. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο, να κρύψει τη ντροπή που ένοιωσε η ίδια. «Ίσως να ήτανε φαντάρος» Η νεότητά του κορμιού του αυτό μηνούσε, ήταν και απέναντι από το στρατόπεδο των αλυκών. Κάποιοι σκεπάσανε την γύμνια του με ότι ρούχα έβγαζαν από πάνω τους και άλλοι τα περίεργα άσπρα λεπτά, γεμάτα πούπουλα ποδαράκια του.

   «Είναι μεγάλος, πελώριος κύκνος που ήθελε να γίνει άνθρωπος». Έτσι είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν οι περισσότεροι. «Όχι» είπε κάποιος άλλος «ήτανε νέος άνθρωπος που ήθελε να γίνει φλαμίνγκο». Κάποιοι χαμογέλασαν. Άλλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Μόλις έφτασε το πρώτο εύκαιρο κάρο της περιοχής, φόρτωσαν το άτυχο παλληκάρι να το πάνε στο νοσοκομείο. Άδειασε με μιας η αλυκή.

     Έμεινε μόνη και έρημη. Σκεπασμένη από το σκοτάδι, έριξε και μια εσάρπα στους ώμους. Αισθάνθηκε να φεύγει λίγο το ρίγος που σκόρπιζαν οι πυκνές νιφάδες. Το χιόνι άσπρο συνέχιζε να πέφτει και να σκεπάζει το βαμμένο αλάτι και το μικροκαμωμένο κουφάρι, πάνω στο κάρο που απομακρυνόταν μέσα στα άσπρα σύννεφα. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του και αισθάνθηκε μια ζεστασιά να ριγώνει το κορμί της. Έτρεξε σαν παλαβή πίσω από το κάρο, το πρόλαβε όρμηξε πάνω του, τράβηξε με τρόμο το ρούχο που σκέπαζε το πρόσωπο του νεαρού και θέλησε να ουρλιάξει. Μπροστά της πετάχτηκαν εικόνες από το παρελθόν, η μάνα που χάθηκε το εβδομήντα τέσσερα, ο αγνοούμενος αδελφός, η γιαγιά που την μεγάλωσε, ο φύλακας άγγελός της. Βγήκε με μιας έξω από το δωμάτιο, αντίκρισε τον ήλιο και την τυφλώθηκε από το φως του.

    Πετάχτηκε, ιδρωμένη από το κρεβάτι και κοίταξε γύρω της. Είχε αποκοιμηθεί στη άκρη του. Τυλίχτηκε, με το σεντόνι και ζάρωσε. Όνειρο ήτανε σκέφτηκε, όνειρο.

   Από την άλλη μέρα οι πληροφορίες για δεκάδες νεκρούς νεαρούς άνδρες που ξέβραζε η αλυκή σόκαραν τη κλειστή κοινωνία της πόλης. Όλοι είχαν την ίδια όψη, σα νεαροί κύκνοι ή σαν πελώρια φλαμίνγκο. Οι αρχές της πόλης είχαν απαγορεύσει την πρόσβαση των κατοίκων στις αλυκές και είχαν στήσει προστατευτική περίμετρο. Ένας πρόχειρος καταυλισμός με στρατιωτικές σκηνές, έλαβε χώρα, όπου επιστήμονες συνεπικουρούμενοι από νεαρούς ειδικευόμενους ιατρούς προσπαθούσαν να δώσουν λύση στο ομολογουμένως περίεργο φαινόμενο. Η πολιτική ηγεσία της χώρας αντιδρούσε σπασμωδικά και οι εξηγήσεις που δίνονταν ήταν τελείως ανεπαρκείς. Τα ευρήματα αναλύονταν με πολύ δυσκολία και οι εξετάσεις άλλοτε κατεύθυναν τους επιστήμονες προς το βασίλειο των πτηνών και άλλοτε προς αυτό των νεκρών ανθρώπων.

  

   Εκείνη ακολούθησε τη γνωστή διαδρομή, το χωμάτινο μονοπάτι. Ένας τεράστιος αυγουστιάτικος ήλιος πύρωνε. Περίεργο που καθώς περνούσε τις διαχωριστικές κόκκινες γραμμές της ασφάλειας κανένας δεν την σταμάτησε. Ούτε καν της ζητήσανε εξηγήσεις. «Από εδώ, περάστε από εδώ, στην τρίτη σκηνή δεξιά, θέλουμε να αναγνωρίσετε εάν είναι δικός σας ο νεκρός» Με βήματα, σταθερά, όχι ιδιαίτερα αργά, κρατώντας ένα πλαστικό κύπελλο με τσάι που της προσφέρανε, μπήκε στη σκηνή. Σ΄ ένα χειρουργικό τραπέζι ήταν αφημένο ένα νεκρό φλαμίνγκο. Έτσι τουλάχιστον της φάνηκε. «Θα σας παρακαλούσαμε να προσέξετε καλά» και ένας νοσοκόμος ξεσκέπασε το πάνω μέρος του κουφαριού. Πάγωσε, πάλι είχε αρχίσει να χιονίζει. Το αισθανότανε. Ζήτησε μια κουβέρτα. Κρύωνε. Μπροστά της είχε τον νεκρό αγνοούμενο αδελφό της. «Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε δεσποινίς, το φαινόμενο, αλλά όλα τα νεκρά φλαμίνγκο που περιμαζέψαμε δεν είναι άλλοι παρά οι αγνοούμενοι της εισβολής. Είναι συγγενής σας; Στο λαιμό του κρεμόταν ένα φυλαχτό με το όνομά και τη διεύθυνσή του. Έτσι σας καλέσαμε». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ρώτησε εάν μπορεί να πάρει το νεκρό αδελφό της για να το θάψει. Της αρνηθήκανε λέγοντας ότι αυτό θα συμβεί όταν ολοκληρωθούν οι επιστημονικές έρευνες. Μέχρι τότε της ζητήσανε να είναι στη διάθεσή τους ώστε εάν χρειαζότανε πρόσθετες πληροφορίες να τις έχουνε.

 

    Τους ευχαρίστησε και άρχισε να απομακρύνεται. Και πάλι το βήμα της ήταν σταθερό, όχι ιδιαίτερα αργό. Καθώς πλησίαζε στο μικρό σπίτι της, το χιόνι καταμεσής του καλοκαιριού συνέχιζε να πέφτει μόνο πάνω από αυτή. Μονάχα πάνω από το σπίτι της. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Η παγωνιά ήταν η δική της νέα κόλαση ή ο ήλιος που άφησε στις αλυκές ήταν ο παράδεισος του νεκρού αγνοούμενου αδελφού της;

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Ο θρήνος στις αλυκές *


* Β΄βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό 
της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού 
(8ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός/ 2019)

Τον φωτεινό Ιούλη, όταν οι εχθροί, που τους ονομάζανε φίλους και καμαρώνανε δαφνο-στεφανωμένοι στο βορρά, Κυπραίοι λέγανε είμαστε, μπαίνανε στα υποστατικά και τα φορτωμένα κτήματά τους με τις σοδειές του καλοκαιριού, αυτός δέκα χρονών τότε, έπαιρνε τον δρόμο για τον πνιγηρό νότο. Είχε αφήσει τα παιδικά του όνειρα στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού, αποχαιρέτησε βιαστικά τους παιδικούς, αλλόθρησκους φίλους, που ξάφνου του φάνηκε πως τα μάτια τους  γέμισαν σκοτάδι, ανέβηκε στην καρότσα του φορτηγού του πατέρα του, μαζί με ολάκερη την γειτονιά, θα ήτανε και σαράντα νοματαίοι και έφτασαν στην Λάρνακα. Το ταξίδι δεν ήταν μακρινό. Μια ώρα δρόμο. Όμως του φάνηκε αιώνιο. Στο βάθος διακρίνονταν, μέσα στην κάψα και στην αντηλιά οι καπνοί και τα μπουμπουνητά του άνισου αγώνα. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα της μάνας του και το σκεπαστό με το μαύρο τσεμπέρι, πρόσωπο της γιαγιάς. Θυμάται ακόμα πως τα μαλλιά του πατέρα του, άσπρισαν μέσα σε μία ημέρα. Τόση ήταν η στεναχώρια του.

Στην καινούργια παιδική του πατρίδα, το πρώτο σπίτι ήταν μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την πόλη της Λάρνακα, κοντά στις αλυκές. Με τον καιρό συνήθισε το πρόγραμμα του καταυλισμού. Ξύπνημα νωρίς, πολύ νωρίς τις περισσότερες φορές, πρωινό, προσπάθεια για παιχνίδι και πάλι ένα γύρω την σκηνή. Ο πατέρας εξαφανιζότανε για ώρες. Όταν ερχότανε, όλο μιλούσε με την μητέρα, τις περισσότερες φορές κάπου απόμερα, μην ακούσει αυτός. Άλλες φορές όταν τα μυστικά ήταν σπουδαία, μιλούσανε μπροστά του, μα δεν ακούγονταν άχνα, κάνανε όνειρα φωναχτά μα μόνο τα μάτια ήταν ορθάνοικτα, κάποιες φορές είχαν βρει και κουράγιο να γελάσουνε και του χάιδευαν  τα κατσαρά μαλλιά. Κάνε λιγάκι υπομονή του έλεγε ο πατέρας. Όλα θα σιάξουν.

Τα απογεύματα, δειλά- δειλά, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την σκηνή. Έπαιρνε τα μονοπάτια που οδηγούσανε στις αλυκές και χανότανε στο χοντρό αλάτι και την μυρωδιά της αλμύρας. Κάποιες φορές τα αγκάθια από τα πουρνάρια και τους αντρούκλιαγρους του γδέρνανε τα δέρμα αλλά άντεχε αυτόν τον πόνο. Τα λεπτά του πόδια τσούζανε, όταν το αλάτι πασπάλιζε τις πληγές αλλά δεν τον ένοιαζε. Φανταζότανε τον εαυτό του πουλί, φλαμίνγκο, να περπατά μέσα στο άσπρο των αλυκών, να ξεπλένεται στην άκρη, στις αβαθείς γούρνες με το εναπομένον νερό του καλοκαιριού και να περιδιαβαίνει το δάσος με τους ευκάλυπτους, τους φραμούς και τα ζυγόφυλλα. Όταν γύριζε στην σκηνή, χανότανε στις οπτασίες  που έβλεπε στην οροφή της, μέσα στις σκιές και τα περιγράμματα των νυχτόβιων πετούμενων, που χόρευαν πίσω από το φως της λάμπας.

Ο χρόνος κυλούσε μέσα στο γκρίζο και στο κλάμα. Οι πληροφορίες από τον αγώνα αποθάρρυναν τον κόσμο. Οι πιότεροι όμως και μάλιστα οι γεροντότεροι, έδειχναν να γνωρίζουν, πως το κακό έφτανε στο τέλος του. Οι ήχοι του τα βράδια, τον τρόμαζαν. Την ημέρα, στον καταυλισμό επικρατούσε μια περίεργη αναταραχή. Ένα πρωινό, κάλεσαν και τον πατέρα του στο μέτωπο. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα που χάνονταν στο αλάτι. Δεν τον είδε ξανά. Ούτε έλαβε ποτέ του μήνυμα. Με μια φωτογραφία του στο προσκεφάλι και στις πορείες, σιμά με την μάννα και την μαυροντυμένη γιαγιά του. Τα μαλάκια του άσπρισαν. Σαν περπατούσε μονάχο μέσα στα μονοπάτια των αλυκών δεν το ξεχώριζες πλέον. Ένα σύννεφο αυτό και ένα τα λευκά φλαμίνγκο. Ήρθαν και έφυγαν. Ξανά ήρθαν και ξανά έφυγαν.

Μεγάλωσε, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε. Τα φλαμίνγκο ζευγάρια  φτερούγισαν, περπατούσαν μέσα στις αλυκές, μεγάλωναν και έφευγαν. Αυτός έμεινε. Η κυβέρνηση, τους έδωσε ένα μικρό σπίτι, δουλειά για την μητέρα. Η γιαγιά είχε βαλαντώσει στο κλάμα, πίσω από το μαύρο τσεμπέρι. Έκλαιγε πάντα δύο φορές την ημέρα. Μία για τον παππού και την άλλη για τον γιο της. Σαν τελείωσε το λύκειο, ήρθε η ειδοποίηση να πάει στο στρατό. Η μάννα πάλι δάκρυζε, έλεγε από υπερηφάνεια, αυτός δεν γελούσε. Χανότανε και έπαιζε κρυφτό, πίσω από τις πρώτες ανδρικές σκέψεις και τα άσπρα μαλλάκια του, που έπεφταν συνήθως αχτένιστα μπροστά από τα σκούρα μάτια. Σαν γιος πολεμιστή, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα σε στρατόπεδο στην Λάρνακα. Δίπλα από τις αλυκές. Να είναι κοντά και στην μητέρα του.

Του άρεσε ο στρατός. Τον απομόνωνε από την κοινωνία και αυτό του άρεσε. Μα πιο πολύ, του άρεσε να φυλά σκοπιά στην ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Έβλεπε από εκεί όλη την περιοχή των αλυκών και το τέμενος του Χαλά Σουλτάν. Άσπρη, το ζεστό καλοκαίρι, υγρή το θαμπό Φθινόπωρο. Γιόμιζε νερό η μεγάλη λεκάνη και πουλιά. Όλα γίνονταν φλαμίγκο. Οι παντοτινοί εχθροί μοιάζανε με εριστικούς κυνηγούς που με τα όπλα τους τριγύριζαν στα δικά του μονοπάτια. Αυτός κατέβαινε από την σκοπιά, άφηνε το κράνος και τις εξαρτήσεις  στα σκαλοπάτια της, έβγαζε τις αρβύλες και τα στρατιωτικά ρούχα.  Περπατούσε γυμνός μαζί με τα Φλαμίγκο. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Τον κάλεσε ο διοικητής, τον επέπληξε, τον τιμώρησε, του είπε για τους κυνηγούς, μίλησε για ντροπή, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Τα σγουρά μαλλάκια του έγιναν ακόμα πιο άσπρα.  Τον έστειλαν σε γιατρούς, αλλά δεν του βρήκανε τίποτε. Όλα φυσιολογικά.

Γύρισε πάλι στην σκοπιά του. Γύριζε πάντα στη σκοπιά του.

Κάποια μέρα, είδε τον πατέρα του να τριγυρνά, μέρα μεσημέρι, στις αλυκές μαζί με τα πουλιά. Φώναζε το όνομά του. Γδύθηκε στα βιαστικά, άφησε στην άκρη το όπλο, έτρεξε  με μανία , τα πουλιά τρόμαξαν και πέταξαν μακριά. Ο ήχος και οι συνεχείς λάμψεις  από τον βορρά τρόμαξαν και τον ίδιο. Γονάτισε στο αλάτι. Καθώς έγερνε, είδε τα Φλαμίγκο τριγύρω να οσμίζονται το αίμα του. «Τόση ομορφιά μπαμπά» σκέφτηκε «τόση ομορφιά»  και έδυσαν τα μάτια του, πίσω από το μαύρο, μουσκεμένο  τσεμπέρι της γιαγιάς.