Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Γράμμα από το παρελθόν ... του Δημητρίου Γκόγκα

 



 

    Πάει και αυτό. Τελείωσε η κηδεία. Ήρεμα χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι κάτοικοι στο χωριό είπαν τα καλύτερα λόγια για την γυναίκα του. Έτσι όπως λένε για κάθε άνθρωπο που αποχωρίζεται το φως και δεν του έχει την ανάγκη του.

    Ένας χρόνος πέρασε από τότε που είχαν χωρίσει. Διαζύγιο δεν είχαν προλάβει, αλλά ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια γάμου, είκοσι πέντε χρόνων υπομονής και των δύο, να μεγαλώσουν μαζί, να κάνουν ένα παιδί και να υπομένουν με πολύ αγάπη ο ένας τις παραξενιές του άλλου, είχε έρθει ο καιρός που συσσωρευμένες αντιστάσεις έσκασαν σαν τρελό ηφαίστειο και παρέσυραν στο διάβα τους, όλες τις καλές στιγμές. Το παιδί ήταν αδύνατο να παρέμβει. Σιωπηλά, δέχτηκε την απόφαση των δικών του και κυρίως την απόφαση του πατέρα, γιατί αυτός τελικά ήταν που άφησε το σπίτι, πήρε το πρώτο τραίνο και έφυγε για τα δυτικά της Κύπρου. Πίστευε ότι εκεί θα έβρισκε την ηρεμία που απουσίαζε από την ζωή του. Η γυναίκα του δεν τον ενόχλησε  από εκείνη την ημέρα. Το ραγισμένο γυαλί δεν αντικαταστάθηκε ποτέ πια.

    Όσες φορές και  αν προσπάθησε να εντοπίσει ουσιαστικά προβλήματα δεν το κατόρθωσε. Η ζήλια του, για τον εκρηκτικό χαρακτήρα της γυναίκας του δεν τον άφηναν να δει αντικειμενικά, τα περισσότερα της ζωής τους. Οι επαφές της με ανθρώπους πολύ μικρότερους σε ηλικία, ο εκτοπισμός από την ζωή του ασχολιών και φίλων που του έδιναν χαρά και ευχαρίστηση τον εκνεύριζε, έλεγε πράγματα που δεν τα πίστευε και προκαλούσε πόνο. Αργότερα, ζητούσε συγνώμη, αλλά συνήθως ήταν πολύ αργά.

    Μπήκε στο μικρό χωριατόσπιτο που είχε νοικιάσει στο χωριό των Κουκλιών. Μακριά από τους στενούς συγγενείς, από τον αδελφό του που τον είχε εντάξει σε κείνη την ομάδα των ηθικοπλαστών της πόλης, λες αυτοί ήσαν αμόλυντοι. Πως είχαν αλλάξει ως άνθρωποι. Ο αδελφός του να εργάζεται στο τζαμί της πόλης και αυτός τόσο μακριά. Είχε να τον δει πάνω από δέκα χρόνια. Πήγε κατ’   ευθείαν στην κουζίνα, έκανε πικρό καφέ, ρούφηξε μια γουλιά, κάηκε το χείλι στου και πήγε στο καθιστικό. Ένα παλιό σαλονάκι, σε κάποια σημείο ξεφτισμένο, έκανε όμως την δουλειά του. Στους τοίχους υπήρχαν, μικροί δικοί του πίνακες, αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων. Τα απογεύματα, κατανάλωνε τις ώρες του σε σεμινάρια ζωγραφικής, για να γεμίσει και τα κενά της ζωής του. Δεν ήτανε πολύ καλός, αλλά ζωγράφιζε συμπαθητικά. Δεν παρέλειπε να λέει στους γείτονες και τους γνωστούς, ότι η δική του έκθεση ζωγραφικής θα καθυστερούσε πολύ ακόμα. Γέλια και πειράγματα ακολουθούσαν.   

    

 

     Άνοιξε το ντουλάπι με τον χαλασμένο μεντεσέ, κάτω από την τηλεόραση Έβγαλε από το βάθος ένα κόκκινο  κουτί παπουτσιών. Το αγαπημένο της χρώμα, σκέφτηκε. Ανοίγοντάς του, αντίκρισε την αγαπημένη του φωτογραφία. Η γυναίκα του ξαπλωμένη σε ένα καναπέ, ριγμένα τα μαλλάκια της στους γυμνούς ώμους της. Φορούσε ένα βαρύ, καφέ πουλόβερ, που κάλυπτε το μεγάλο μπούστο της, αλλά αποκάλυπτε πονηρά τον υπέροχο λαιμό της. Η φούστα κολλημένη επάνω στους χοντρούτσικους γοφούς της, τόνιζε τις κρυφές της καμπύλες. Αναστέναξε. Αυτή την γυναίκα αγάπησε.

      Άρχισε, με σχολαστικότητα, πότε ρουφώντας και πότε βγάζοντας αναστεναγμούς και μικρά αναφιλητά να βλέπει τις στιγμές της ζωής τους, αποτυπωμένες με τα έντονα χρώματα των φωτογραφιών. Τα κλάμα, ακούστηκε σε όλο το σπιτικό. Βόγκηξε και ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος. «Τι καλά, είπε. Αυτό μας έλειπε!»

       Η ώρα είχε πάει δέκα. Ο ήλιος, μπήκε από τα παράθυρα, με τις διαφανείς άσπρες κουρτίνες. Είχαν κιτρινίσει στις άκρες, σαν ξεχασμένες από πολύ καιρό στην μοίρα της απλυσιάς. Δεν τον ενδιέφερε η εμφάνιση και η καθαριότητα γύρω. Την εμφάνιση της  ψυχή του, μπροστά στην απώλεια σκεφτόταν. Ήταν πλυμένη; Καθαρή; Ένιωθε τύψεις για ότι έγινε, ένιωσε υπεύθυνος εκείνη την στιγμή, αλλά πόσο αργά ήταν!

        Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε πεισματικά. «Ει γείτονα» άνοιξε ο ταχυδρόμος είμαι. Έχεις γράμμα». « Εγώ, γράμμα;» αναρωτήθηκε. Την διεύθυνσή του την γνώριζε, μονάχα η γυναίκα  και το παιδί του. Ο γιος του μάλιστα, όταν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο. Από ποιον είναι αναρωτήθηκε ξανά. Σηκώθηκε με δυσκολία, άνοιξε την ξώπορτα την στιγμή που σκούπιζε το πρόσωπό του.  «Έχεις κάτι;»  τον ρώτησε έκπληκτος ο ταχυδρόμος. «Χρειάζεσαι βοήθεια; Να φωνάξω γιατρό; Κυρ Δημήτρη, είσαι καλά;» «Καλά είμαι» απάντησε. «Κάμε την δουλειά σου. Από ποιον είναι το γράμμα;» «Δεν έχει διεύθυνση κύριε Δημήτρη». Του το έδωσε και έφυγε.

          Βυθίστηκε σε μία πολυθρόνα. Δεν το άνοιξε αμέσως. Το κοίταξε λιγάκι, καθώς το κρατούσε στα χέρια του. Σκέφτηκε να το πετάξει. Τώρα δεν ήθελε τίποτα άλλο. Έχασε την γυναίκα του, την χώρισε δύο φορές. Η δεύτερη ήταν η μοιραία.

         Έσκισε στην άκρη τον φάκελο. Έβγαλε αμήχανα και με απορία το γράμμα. Μία διπλωμένη σελίδα, γραμμένη μόνο στο μισό της.

         «Αγαπημένε μου Δημήτρη, θα προσπαθήσω να  είμαι σύντομη. Να μην σε κουράσω. Χρειάζομαι την βοήθειά σου. Θέλω να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλον. Και κυρίως να αναλάβω εγώ τις ευθύνες μου. Δεν μπορώ να πετάξω στην άκρη τόσα χρόνια. Πες μου τι έφταιξα, θα σου πω και εγώ για σένα. Είμαι άρρωστη και νομίζω πιο άρρωστη στην ψυχή. Σε μένα έχουν μείνει πολλά αποθέματα, μέσα στην καρδιά μου. Σε όσα έφταιξα, νομίζω, μήνες τώρα το πλήρωσα. Ανακαλύπτω τώρα πόσο πολύ σε αγάπησα και σε αγαπώ. Νομίζω ότι θέλω να περάσω άλλα τόσα χρόνια μαζί σου. Αν έχει η ψυχή σου καθαρίσει για μένα, θα περιμένω απάντηση. Θέλεις να έρθεις πίσω; Η πόρτα θα είναι ανοικτή»

       Χτύπησε το μπράτσο της πολυθρόνας. Φώναξε. Το γράμμα στάλθηκε λίγες ημέρες πριν. Πως είναι δυνατόν αναρωτήθηκε. Λίγο πριν πεθάνει. Χτύπησε το κεφάλι του με το χέρι.

      Πήρε ξανά το λεωφορείο και έφτασε στην Λάρνακα. Έτρεξε στο νεκροταφείο. Τα λουλούδια σκεπάζανε τον τάφο ακόμα. Το δικό του κόκκινο στεφάνι, γεμάτο από γαρύφαλλα, έξω από το σωρό.  Έπεσε πάνω τους,

      « Γιατί τώρα , γιατί;»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου / Δημήτριος Γκόγκας


 "Η φθισική εργάτρια" (1889), έργο του Fernand Pélez. Φωτ. © Photo RMN-Grand Palais - F. Vizzavona


 

 

       Κατοικούσα εδώ και πέντε μήνες στον τέταρτο όροφο, μιας παλαιάς πολυκατοικίας, επί της κεντρικής λεωφόρου Μακαρίου στην πόλη της Λάρνακας. Στην πολυκατοικία, κατά κύριο λόγο και ειδικά στους τρεις πρώτους ορόφους στεγάζονταν δικηγορικά  γραφεία, λογιστικές υπηρεσίες, ιατρεία και ασφαλιστικές εταιρείες. Στους δύο τελευταίους ορόφους κατοικούσαν, οικογένειες από τα τέσσερα σημεία του κόσμου. Προσπάθησα να καταγράψω όλους τους ενοίκους, από περιέργεια κυρίως και μέσα σε  σύντομο χρονικό διάστημα, κατόρθωσα να εντοπίσω οικογένειες από την Ρωσία, την Αγγλία, την Συρία, την Κύπρο και τον Λίβανο. Υπήρχαν βέβαια και μία η δύο οικογένειες που μπορούσαν να περνούν απαρατήρητες και ειδικά αυτή του βορινού διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο.

     Σχέσεις κοινωνικές, γειτόνων δεν μπορέσαμε να αναπτύξουμε ποτέ. Έφταιγε η διαφορετικότητα των χαρακτήρων; η προέλευση από πολιτισμούς και κράτη τελείως αντίθετα, δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ακριβώς. Καταλάβαινα ότι πλανιόταν αδιόρατα μια καχυποψία της μιας οικογένειας για την άλλη, ίσως και από το γεγονός ότι η παραμονή σε αυτή την πολυκατοικία κρατούσε ελάχιστο χρονικό διάστημα και δεν υπήρχαν μεγάλα περιθώρια για ανάπτυξη σχέσεων, γιατί και οι σχέσεις κάθε είδους θέλουν τον χρόνο τους!

      Προσπάθησα με παιδική αφέλεια, αλλά κυρίως περιέργεια να πλησιάσω το διαμέρισμα και να ακούσω ήχους ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο διάδρομος του πέμπτου ορόφου με ξάφνιασε ευχάριστα. Δεν έμοιαζε καθόλου με τους γυμνούς διαδρόμους των υπολοίπων ορόφων. Κρεμασμένοι πίνακες, ομοιώματα έργων μεγάλων ζωγράφων, κυρίως της πρώην Σοβιετικής ένωσης στους τοίχους. Ένα πελώριο χαλί, στην αριστερή πλευρά, αφηρημένης τέχνης, γλάστρες με περίεργα πράσινα φυτά και ένα τεράστιος βασιλικός σε μια άκρη. Η ατμόσφαιρα μύριζε ευχάριστα, τελείως διαφορετικά από αυτή του τετάρτου, που μπούκωνε από οσμές σοταρισμένων κρεμμυδιών και υγρασίας. Εδώ υπήρχε αρχοντική αίσθηση και αέρας άλλης εποχής.

     Περπάτησα ανάμεσα στα πέντε διαμερίσματα του ορόφου. Στα τρία πρώτα ακούγονταν παιδικές φωνές, τραγούδια από γυναικεία χείλη, τηλεοράσεις να παίζουν. Στο 504 επικρατούσε απόλυτη ησυχία, ίσως γιατί οι ένοικοι θα λείπανε στις δουλειές τους. Στο τελευταίο, αυτό που με ενδιέφερε, στην βορινή πλευρά του κτιρίου η πόρτα ήταν ανοικτή. Όχι τελείως αλλά τόσο ώστε ο επισκέπτης να μπορούσε να μπει μόνος του χωρίς να υπάρχει ανάγκη να του ανοίξει ο ένοικος. Φοβήθηκα, αλλά όσο πλησίαζα, μπορούσα να αναπνέω μια άλλη ατμόσφαιρα και να αφουγκράζομαι μια δεύτερη ανάσα και ένα διαφορετικό χουρχουρητό. Έμοιαζε, ρόγχος θανάτου και είχε οσμή περασμένης ηλικίας. Ο βασιλικός  μου φάνηκε μικρός για να καλύψει την νεκρική μυρωδιά που έβγαινε από το διαμέρισμα. Δεν πρόλαβα να απομακρυνθώ, να κάμω ένα βήμα πίσω, όταν αισθάνθηκα το κάλεσμα. «Ποιος είναι , έλα μέσα»

      Δίστασα να σπρώξω την πόρτα. Ποια γυναικεία φωνή, με καλούσε; Ο τόνος της φωνής της φάνηκε απόλυτα οικείος. Σαν να περίμενε κάποιο πρόσωπο. Σημαντικό πρόσωπο για εκείνη. « Έλα πέρασε, σε περιμένω ώρα τώρα» Είχα καταλάβει πολύ καλά ότι η αίσθηση αυτής της γυναίκας ήταν πολύ δυνατή. Το ίδιο και η όσφρησή της. Η περιέργειά μου να την γνωρίσω και να συμπληρώσω το παζλ των οικογενειών της πολυκατοικίας με εξιτάρισε. Ξεπέρασα το πρώτο φόβο, έκανα το απαραίτητο βήμα μπροστά και σπρώχνοντας την πόρτα είπα με δυνατή φωνή; «Καλημέρα, είμαι γείτονας, μένω στον κάτω όροφο. Ξέρετε έκανα λάθος και προχωρώντας στον διάδρομο σας άκουσα»

      «Το ξέρω αγαπητέ μου, εσάς περίμενα τόσο καιρό! «

       Εντυπωσιάστηκα από την φαινομενικά ειλικρινή δήλωση της γυναίκας που αντίκρισα απέναντί μου. Δεν ήταν όμορφη. Συμπαθητική. Η ηλικία είχε αφήσει τα σημάδια του έντονα επάνω της. Τα χρόνια χαρακωμένα, βουτηγμένα μέσα στις αυλακώσεις του προσώπου της. «Κάθισε μου είπε. Εκεί απέναντί μου. Τους επισκέπτες μου θέλω να τους βλέπω , ειδικά τους αγαπητούς επισκέπτες» «Μα δεν με ξέρετε» της απάντησα. «Αγαπητέ μου άδοξε ποιητή της πολυκατοικίας λίγο με ξέρεις. Γνωρίζω τα πάντα για όλους, πόσο μάλλον για σένα που κατοικείς το περισσότερο καιρό εδώ. Δυστυχώς δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου προσφέρω κάτι. Αν θες έχει χυμό και νερό στο ψυγείο» «Ευχαριστώ» ψέλλισα «ξέρετε εγώ τυχαία…» πήγα να δικαιολογηθώ

     «Ξέρω είπε, δεν είναι όλα τα πράγματα τυχαία στην ζωή. Η μοίρα παίζει και αυτή το παιχνίδι της. Όσοι έχουμε την δύναμη μπορούμε να αλλάξουμε πράγματα και καταστάσεις, οι υπόλοιποι την δεχόμαστε. Ανοίγει το σακούλι της και να σου πετάει την τύχη σου. Αν μπορέσεις να την πιάσεις, κινάς μαζί της και όπου σε βγάνει. Έτσι καλέ ποιητή ήρθες και σε μένα. Η μοίρα το ήθελε. Το ήθελα όμως και εγώ»

    Έβηξε, πήρε το λερωμένο μαντήλι από το μικρό τραπεζάκι και έφτυσε μέσα με δύναμη. Εκείνο κοκκίνισε, προσπάθησε να το κρύψει δεν μπόρεσε, κοκκίνισαν και τα δύο της μάγουλα. Κατέβασε τα μάτια, βούρκωσε και τα έκλεισε για μια στιγμή. Όταν τα άνοιξε ήταν μια άλλη γυναίκα. Πιο γερασμένη. «Πάει καιρός» συνέχισε «που δεν μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω, δεν μπορώ να κάνω απλά καθημερινά πράγματα. Πονώ για αυτό. Μην ρωτήσεις γιατί. Έτσι το θέλησε ο θεός. Καλά να είναι ο άνδρας μου, που μου άφησε πίσω τόσα πολλά ώστε να έχω την δύναμη να αρνούμαι τα ιδρύματα και να ζω με την βοήθεια καλών ανθρώπων, με το αζημίωτο βέβαια, στο σπίτι μου. Δεν μπορώ ποιητή μου να φύγω από αυτό το σπίτι, τόσα πράγματα παραμονεύουν, σε κάθε γωνιά, σε κάθε δωμάτιο, στα έπιπλα, στους τοίχους. Είναι όλη μου η ζωή, πως να χωρέσει μέσα σε ένα ίδρυμα; «Τράβηξε την κουβέρτα μέχρι τον λαιμό. Κρύωνε κι ας ήταν μήνας Αύγουστος. «Σε περίμενα ποιητή, ξέρω πως γράφεις, να γράψεις κάτι και για μένα. Θέλω να γράψει ο κόσμος κάτι για αυτή την άσημη γυναίκα, που όπως τόσες άλλες άσημες, πεθαίνουν μόνες και έχουν την τύχη να πεθάνουν μόνες. Δεν θέλω κανένα δίπλα μου. Αν ζούσε εκείνος. Τον παρακαλούσα να μην πεθάνει πρώτος και δεν μου έκανε αυτό το χατίρι. Όλα τα άλλα, μου τα είχε προσφέρει. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί. Έκανα όνειρα για την τελευταία ημέρα της ζωής μου. Να πεθάνω στην αγκαλιά του, να με ντύσει και να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μου τραγούδι. Γιατί ποιητή; Δεν είναι άδικο; Εκείνος κουράστηκε για μένα και πως του το ανταπόδωσε η ζωή; Τον πέθανε, πριν από εμένα. Για αυτό σου λέω, είναι άτιμη η μοίρα μας. Εσύ σκέφτεσαι τον θάνατο;»  Χαμογέλασα αχνά «Είναι νωρίς, δεν έχω προλάβει» απάντησα. «Πρέπει» είπε «Ποτέ δεν είναι νωρίς και ποτέ αργά. Όλα πρέπει να τα μελετούμε»

      «Κυρία Μαρία» ακούστηκε μια φωνή. «Μέσα είστε καλά; Έφερα τα ψώνια. Θα σας δώσω και τα φάρμακα.» Μπήκε μέσα μια νεαρή νοσοκόμα. Γλυκύτατη, με καλημέρισε απορώντας. «Ένας φίλος» της είπε «μην φοβάσαι, φίλος είναι»  Σηκώθηκα να φύγω «Να ξανάρθεις , έχω να σου πω πολλά, όμως πριν φύγεις άκου και τούτο. Πριν χρόνια είχα ένα γιο σαν εσένα. Στρατιώτης όταν ήτανε εκεί στις αλυκές, έγινε Φλαμίνγκο. Δεν το πιστεύεις έτσι. Κι όμως» η αλήθεια είναι αυτή. Βρήκαν το κουφάρι του μέσα στο αλάτι και την ψυχή του με φτερά. Μεγάλη πικρή ιστορία, μα άλλη φορά».

      Της φίλησα το μέτωπο. Είδα το δάκρυ έτοιμο να πέσει από την άκρη του ματιού της. Της το σκούπισα με το ματωμένο μαντήλι. «Θα ξανάρθεις;» με ρώτησε. Κούνησα πολλές φορές το κεφάλι. Καθώς έβγαινα από το σπίτι, πρόσεξα το κουρασμένο κορμάκι της να σκεπάζεται ολόκληρο από τις ριγωτές μάλλινες κουβέρτες. Κι ήταν μήνας Αύγουστος.

      Ο βασιλικός μοσχομύριζε αλλά ο ρόγχος, πλανιόταν μαζί του. Έκοψα ένα κλαδάκι και το έτριψα στον κόρφο. Είχα αποκτήσει την πρώτη φίλη στο νησί.

 

H ποδηλάτισσα του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

 

   


Κάθε ημέρα, την ίδια απογευματινή ώρα, την έβλεπε να κατηφορίζει το χωμάτινο μονοπάτι, δίπλα από τις αλυκές, καβάλα σε ένα παλιό σκουριασμένο ποδήλατο. Είχε συνηθίσει πια, να βλέπει την μαυροφορεμένη γυναίκα  να τον προσπερνά στον περίπατό του. Δεν μπορούσε αυτή η γυναίκα να περάσει απαρατήρητη. Κάτω από το μαύρο μαντήλι που είχε περασμένο στα μαλλιά, το ξανθό τους χρώμα της έφεγγε το πρόσωπο. Τα μάτια της αμυγδαλωτά και γαλάζια, όμοια με το χρώμα του ουρανού μετά από καταιγίδα. Φορούσε πάντα μια στενή φούστα που ανέμιζε. Μερικές φορές, όταν μαζευότανε στα γόνατά της, αποκαλύπτονταν δύο υπέροχα λευκά πόδια. Ποτέ δεν την είδε να χαμογελά. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και αντάλλαξαν απορίες. Τίποτα περισσότερο.

         Το πέρασμά της μύριζε αρχοντιά και χάρη. Βασιλικό και δυόσμο. Μπορούσε πλέον από μακριά να αισθανθεί τον ερχομό της. Τα πουλιά κελαηδούσανε πιο έντονα, τα δένδρα έγερναν προς τον νότο, ο βορράς θαρρείς και τραβιότανε και μια απαλή νηνεμία κυριαρχούσε στην φύση. Οι περιπατητές, άνοιγαν δρόμο για την ποδηλάτισσα του μονοπατιού. Και αυτή, όπως πάντοτε, αγέλαστη και μια  προσπάθεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να μείνει ανέκφραστη. Ήταν εκείνες οι στιγμές που το πρόσωπό της, έσκαγε και οι αυλακώσεις φανέρωναν τις δυσκολίες και τις λύπες, τους αγώνες και τις προσδοκίες της από την ζωή. Μια μέρα του Νοέμβρη, καθώς έστριβε πίσω από μια συστάδα δέντρων, του φάνηκε πως είδε να ζωγραφίζεται στην εικόνα του, ένα μειδίαμα. Επιτάχυνε το βήμα του, να λύσει αυτή την φαντασίωση, αλλά η ποδηλάτισσα είχε ήδη απομακρυνθεί.

        Οι μήνες προχωρούσαν μαζί με τους περιπατητές. Η ζωή βημάτιζε πάνω στο χώμα, στα φύλλα των δένδρων, στο αλάτι των αλυκών, στην θέα των πουλιών που τσιμπολογούσαν νερό και σπόρους. Η μαυροντυμένη ποδηλάτισσα και αυτή πιστή στον απογευματινό της  περίπατο.

    Είχε φτάσει το καλοκαίρι. Ο ήλιος πιρούνιαζε  τους ανθρώπους. Η υγρασία στο νησί, είχε γιγαντώσει και όλοι αναζητούσαν λύσεις στην δροσιά των δένδρων και στην τεχνολογία. Οι περίπατοι με δυσκολία ολοκληρώνονταν. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στα σώματά μας και η ζέστη διπλασίαζε την κούραση. Τα κορμιά λύγιζαν και αγκομαχούσαν. Η κυρία με το ποδήλατο, εμφανιζότανε τώρα με πλατύ καπέλο, σκούρου χρώματος. Ίδια έκφραση, όμοια παράσταση με τους περασμένους μήνες .

     Ένα μουντό απόγευμα, που ο ήλιος πρόδιδε την υγρασία πάνω από την λίμνη του αλατιού, η ποδηλάτισσα αφού  τον προσπέρασε,  έστριψε

 

απότομα και σταμάτησε στο παρατηρητήριο των αλυκών. Έπιασε το στήθος της, έβηξε, κατέβηκε βιαστικά από το ποδήλατό της και έκατσε στα ξύλινα σκαλοπάτια. Ανάσανε βαριά  και έστρεψε αλλού το  κεφάλι όταν τον είδε να την πλησιάζει.

    «Είστε καλά;» την ρώτησε.

    «Καλά – καλά είμαι»

    «Ξέρετε αν θέλετε βοήθεια»

    «Δεν θέλω , ποιος σου είπε ότι θέλω, σου ζήτησα την βοήθειά σου;» απάντησε νευρικά και επιθετικά , με το πρόσωπό της γιομάτο συσπάσεις.

     Σήκωσε τα χέρια του, θέλοντας να δηλώσει ότι το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να βοηθήσει. Έκανε στροφή και έκανε να φύγει, όταν άκουσε την φωνή της να γλυκαίνει.

      «Σε παρακαλώ, γύρισε. Συγνώμη. Έχω, ζήσει, νομίζω, άσχημα. Θέλω την βοήθειά σου»

      Το πρόσωπό της είχε πάρει μια γλυκύτατη έκφραση. Έδειχνε την πραγματική ηλικία της. Θα κόντευε τα σαράντα πέντε. Έβγαλε το μαύρο μαντήλι από τα ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς τρυπώνανε, ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων. Έκανε χώρο στα σκαλοπάτια να καθίσει αλλά εκείνος προτίμησε να σταθεί απέναντί της όρθιος. Σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ πιο τίμιο. Οι περιπατητές ρίχνανε κλεφτές ματιές. Έπιασε στον αέρα και κουβέντες αλόγιστες αλλά δεν έδωσε σημασία.

     «Οι ηθικοπλάστες της πόλης» είπε η κυρία.

     «Τι εννοείς;»

     «Είναι μεγάλη ιστορία, δεν είσαι από δω. Τα ελληνικά σου είναι πολύ καλά. Ελλαδίτης είσαι;»

     «Ναι, ήρθα για δουλειά, εσύ»

   «Είναι λίγο περίεργο, να μιλώ σε ένα άγνωστο. Όμως πίστεψέ με, σε βλέπω σχεδόν κάθε ημέρα εδώ. Είσαι από αυτούς που θα ζητιάνευα την βοήθειά τους. Έχω να μιλήσω σε άνθρωπο πολύ καιρό. Πάρα πολύ πίστεψέ με. Σταμάτησα γιατί ένιωσα πόνο στην καρδιά. Θυμήθηκα παλιές ιστορίες και πόνεσα. Έχω και ένα σοβαρό πρόβλημα στο στήθος.»

    «Και πλέκονται και αυτοί;» ρώτησε  δείχνοντας με τα μάτια του τους άνδρες που περπατούσαν στο μονοπάτι.

     «Και αυτοί και άλλοι.» είπε με περιφρόνηση.

     «Πριν από χρόνια, είχα έρθει με την γιαγιά μου, λόγω της εισβολής στην Λάρνακα. Μεγάλη φτώχεια. Μας έδωσαν ένα σπιτάκι στην άκρη της πόλης και μία σύνταξη στην γιαγιά για να ζήσουμε. Οι γονείς μου χάθηκαν. Στους χίλιους επτακόσιους και άλλους τόσους σκοτωμένους ή αγνοούμενους. Βρήκα και εγώ μια δουλειά, σε ... καλούς, με θέση στην κοινωνία, ανθρώπους που από την πρώτη στιγμή προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν.

 

Ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως το μόνο που ήθελαν ήταν παρέα στο κρεβάτι τους. Παράλληλα, με αυτή της γυναίκας τους. Αυτό μην το ξεχνάς. Δεν λέω, ο μισθός αυξανότανε αρκετά. Βλέπεις με πλήρωναν κιόλας. Να περνώ καλά και να ντύνομαι. Με το καιρό, γνώρισα ένα καλό παιδί. Έτσι μου φαινότανε. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχή. Πίστευα ότι θα παντρευτούμε. Ότι μπήκε η ζωή μου σε μια τάξη. Κάποια μέρα όμως, όταν τον είδα με άλλη γυναίκα και ζήτησα να μου εξηγήσει. Μου αποκάλεσε πουτάνα. Ότι δηλαδή έβαλε στο μυαλό του αυτά που είχε ακούσει από την γειτονιά. Από όλους αυτούς που βλέπεις τώρα να περπατούν με τις γυναίκες τους εδώ. Οι περισσότεροι από αυτούς με είχαν πλησιάσει. Και οι πιο πολλές κυρίες που τώρα καμαρώνουν δίπλα τους, ήταν αυτές που ψιθύριζαν τα δικά μου, τα φανερά, τα δικά τους όμως τα κρυφά, τα θάψανε και ξεχάστηκαν. Κατηγορήθηκα για πορνεία από μερικούς και για να σωθεί το όνομα της γειτονιάς και της κοινωνίας μπήκα φυλακή. Περισσότερο λυπήθηκα για την γιαγιά μου. Η καημενούλα. Ακόμα και όταν άκουγε τα μύρια τόσα από αυτούς έλεγε πως μπόρα ήταν θα περάσει. Την θυμάμαι να πέφτει στην αυλή, μουσκεμένη από την βροχή, όταν με συλλαμβάνανε οι αστυνομικοί. Δέκα χρόνια μέσα, για πορνεία. Τι τα θες. Μου φορτώσανε και κάποια τερατουργήματα που δεν έκανα. Που να βρεθούν χρήματα για δικηγόρους. Η μόνη καλή μάρτυρας ήταν η γιαγιά. Έκλαψε, ούρλιαξε, φώναξε, τίποτα. Οι δικαστές ήταν ανένδοτοι. Ένας από αυτούς, με θωρεί κάθε ημέρα και σκύβει το κεφάλι. Τι τα θες. Η γιαγιά περίμενε να βγω και μόλις βγήκα πέθανε. Και ησύχασε η ψυχή της. Για αυτό φορώ μαύρα»

Ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός να βγαίνει από την ψυχή της.

     «Συγνώμη αν σε ζάλισα, ήθελα σε κάποιον να τα πω. Βοήθησες πολύ που με άκουσες»

     Σηκώθηκε αργά, την έπιασε από το μπράτσο. Την ακολούθησε στο μονοπάτι. Πρώτη φορά την είδε να περπατά. Ήταν ψηλή γυναίκα σκέφτηκε.

     Περπάτησαν, λίγη ώρα αμίλητοι.

     «Θα σε ξαναδώ; « την ρώτησε.

     «Θα το ήθελα.»

     Ανέβηκε στο ποδήλατο και απομακρύνθηκε χαμογελώντας. Τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι.

     «Αντρή , με λένε Αντρή» φώναξε.

     «Αύριο λοιπόν» και συνέχισε να περπατά.

 



Από την συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων ( ISBN 978-9925-7723-2-2 ) 

Η μάννα που έκλαιγε* του Δημητρίου Γκόγκα

 

    













Είχε παντρευτεί πολύ μικρή, δεν είχε κλείσει τα δέκα οκτώ και είχε βαλαντώσει στο κλάμα. Οι φτωχοί γονείς της για λόγους βιοποριστικούς την έδωσαν σε κάποιον έμπορο, κατά πολύ μεγαλύτερό της. Όχι πως δεν τον συμπαθούσε, γείτονας χήρος και πλούσιος,  αλλά δεν τον αγαπούσε κι δεν μπόρεσε να τον αγαπήσει. Τον σεβόταν όμως, τον σεβάστηκε κι έτσι έλεγε μέσα της πως ήτανε το σωστό.  Δεν είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει τα παιδικά της όνειρά. Στα περισσότερα δεν είχε αρχίσει καν να ζει. Ορισμένα τα είχε αφήσει μισά, στην άκρια μιας διαδρομής που είχε διαλέξει να κάμει στην ζωή της. Κάθε τόσο, πίσω από τις ευτυχισμένες στιγμές της, τα μάζευε από την αλάνα της καρδιά της, τα ξεδίπλωνε, τα μύριζε, γιατί ανέδυαν άρωμα τα όνειρά της, βασιλικόν μουρμούριζε, τα προίκιζε με νέο υλικό, με νέες παραστάσεις και προορισμούς, μα σαν έφτανε η στιγμή, εκείνη η στιγμή της επιλογής, φυσούσε ένας άλλος άνεμος, ένας προδότης ψυχρός άνεμος, ίδιος θάνατος και έκλεινε την καρδιά της δυνατά, όπως δυνατά την άνοιγε.

      Γέννησε ένα γιο, μέσα σε αφόρητους πόνους και κραυγές. Ένα μονάκριβο παιδί και ταύτισε τον κόσμο της μαζί του, μετά και τον θάνατο του άνδρα της. Κι όσο προχωρούσε λανθασμένα στην ζωή της, τόσο μεγάλωνε η αγάπη της για το παιδί της. Είχε έρθει από την περιοχή του Κιόνελι, πριν την έναρξη του πολέμου, όταν οι μέρες είχαν αρχίσει να γίνονται από μόνες τους απειλητικές. Άλλαζαν συνεχώς χρώμα, παρά τις επιταγές του ήλιου και του φεγγαριού. Οι γειτόνισσες την παρότρυναν να φύγει πιο νωρίς από αυτές. Γιατί όλοι, θωρούσαν την υγρασία να πλησιάζει, με δυνατούς βοριάδες  και να τρυπά τα κόκαλα και τα κουρασμένα τους κορμιά. Έτσι και έγινε. Έφυγε με τα ποτάμια να τρέχουν στα αυλακωμένα μάγουλά της.

       Ο Ιούλης, την χρονιά πριν την εισβολή, την βρήκε να διαμένει σε ένα μικρό σπίτι στην Αραδίππου. Έπιασε δουλειά, σε μια βιοτεχνία που έκαμε κονσέρβες και έβγαζε τον επιούσιο. Έγραψε το παιδί της στο σχολείο, το πήγαινε και το έπαιρνε η ίδια. Ακόμα και όταν εκείνο μεγάλωσε δεν ξέχασε ποτέ αυτή την συνήθειά της. «Μάννα» της έλεγε, σταμάτα. «Οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν» Αυτή δεν απαντούσε. Τον κοίταζε στα μάτια και πότιζε την καρδιά της με υπερηφάνεια και αγάπη. Τι θα έκανε χωρίς τον μικρό της. Πως θα ζούσε όταν θα άνοιγε τα φτερά του να πετάξει; Το παιδί είχε καταλάβει την αγωνία της και την καθησύχαζε. «Θα σε πάρω μαζί μου.

       Ποτέ δεν θα σε αφήσω μόνη» Γελούσε, μα μέσα της ήξερε. Πήγαινε στην άκρη του καναπέ, έσφιγγε στο λεπτό της  χέρι της ένα άσπρο μαντήλι και έπνιγε το  κλάμα και τον πόνο της.

       Ήταν γύρω από το τραπέζι όταν ξεκίνησε το κακό. Η πόρτα τρανταζότανε από τα χτυπήματα των γειτόνων. Σηκωθήκανε, πήρανε τα απαραίτητα και έτρεξαν στο σχολείο. «Είναι μακριά» είπε κάποιος, «εδώ δεν κινδυνεύουμε». Δεν πίστεψε κανείς τίποτα. Έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά. «Μαμά με πονάς» άκουσε. Μα εκείνη το έσφιγγε ακόμα περισσότερο. Αν ήτανε να το βάλλει μέσα της θα το έκανε. Δεν ήθελε να τον χάσει. Τα βουβά δάκρυά της στάζανε στα ρούχα του παιδιού.

        Οι εχθροί, είχανε πλησιάσει πολύ αλλά σταματήσανε, όταν πήρανε τα συμφωνηθέντα. Δεν αναγκάστηκε να φύγει πάλι από τον νέο της τόπο. Τα πράγματα είχανε μπει σε μια σειρά.  Ο μικρός μεγάλωσε, πήγε γυμνάσιο, λύκειο και μετά για σπουδές στην Λευκωσία. Η μάννα δούλευε σκληρά, για να μην λείπει τίποτα από το παιδί της. Είχε πιάσει κι εκείνο, δουλειά σε μια ταβέρνα, έτσι για να βοηθά στα έξοδα του σπιτιού.

        Τα δάκρυα της τα μάζευε με το μαντήλι, τα σφούγγιζε και τα έριχνε μέσα σε πιθάρια. Γέμισε η υπόγεια αποθήκη μικρά και μεγάλα πιθάρια. Κάθε πιθάρι και ένα ολάκερο μοιρολόι. Για τον γάμο της, για τα όνειρά  της, για το παιδί της, για την δυστυχία , την προσφυγιά , το φευγιό του παιδιού, για τα όνειρά της.

        Ένα βράδυ, πλησίαζαν Χριστούγεννα, ο γιος είχε έρθει γεμάτος δώρα και φιλιά να δει την μάννα του. Είχανε κλείσει και τα πανεπιστήμια. Θα έμενε τουλάχιστον δέκα πέντε ημέρες κοντά της. Η μάννα τον υποδέχτηκε με τον συνηθισμένο της τρόπο. Την σφιχτή μητρική αγκαλιά. Μεγάλωσε το παιδί της σκέφτηκε. Του χάιδευε το πρόσωπο.

«Έχει γένια» σκέφτηκε. Σε λίγο θα φύγει πιο μακριά. Μάταια ο γιος προσπαθούσε να την παρηγορήσει. «Δεν θα φύγω μάννα» της έλεγε. «Θα κάτσω σιμά, θα είμαι κοντά σου» Δεν τον πίστευε. Ερχότανε στο νου, σαν εφιάλτες οι δικοί της ξεριζωμοί. Τα όνειρα της , τόσο μακριά από την ζωή. Τόσο κοντά της.

       Τον έβαλε να κοιμηθεί, τον σκέπασε ζεστά και έκατσε δίπλα του. Παλικαράκι , μαθές, αλλά αφέθηκε στην αγκαλιά της μάνας. «Παναγιά μου» είπε «μην τον πάρεις μακριά μου και μην το πας πριν από μένα στον κήπο σου» και δάκρυσε . Η καρδιά σκίρτησε και φούσκωσε το στήθος. Κατέβηκε στο κελάρι. Άδειασε σε μια στάμνα δάκρυα από όλα τα πιθάρια. Έφτιαξε με αυτά ζεστό πρωινό, ζύμωσε το αλεύρι, έριξε στο φαγητό, στον καφέ του. Να ΄χει το παιδί μέσα του,  τα δάκρυα, της αγάπη της, την ζωή της.

       Όταν πέρασαν οι ευλογημένες ημέρες, έκαμε τον σταυρό πίσω του, καθώς τον ξεπροβόδιζε. «Στο καλό να πας» λάλησε και βούρκωσε. Τα δάκρυα του μεσημεριού, στάζανε στο πλατύσκαλο. Είχε ξεχάσει το μαντήλι.

            Σαν είδε τον παιδί της να σβήνει, κουκίδα στον ορίζοντα, έτρεξε προς το κελάρι. Ζαλιζότανε από την ταραχή, από την μοναξιά, από τον αποχωρισμό. Βιάστηκε.  Απρόσεκτα έσπρωξε ένα πιθάρι, κι ύστερα ένα άλλο. Γέμισε ο τόπος δάκρυα και γίνηκε μια λίμνη. Καθώς έσβηνε μέσα στα τρικυμισμένα δάκρυα, είδε την ζωή της βαρκούλα να περνά και πάνω να τραβά κουπί το παιδί της. «Στο καλό να πας και να προσέχεις. Καλό ταξίδι γιόκα μου»

 

 

*Ο συγγραφέας συμμετείχε με το διήγημα : Η μάνα που έκλαιγε, στον Διαγωνισμό πεζογραφίας του περιοδικού «ΚΕΦΑΛΟΣ» κατά το έτος 2020

 


Από την συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων ( ISBN 978-9925-7723-2-2 ) 

 

 

 

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Το σπίτι στην άκρη της πόλης / Δημήτριος Γκόγκας


Διάκριση  στην Κατηγορία Διηγήματος 
στον 9ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ

     
Η μαυροντυμένη γερόντισσα έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που της δόθηκε από την κυβέρνηση, μετά και την τελευταίο σύναξη των αρμοδίων. Φαίνονταν ξεκάθαρα, ότι εκεί έμεναν νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ας ήτανε ετούτοι της απέναντι όχθης. Δυο μικρά δωμάτια, μια κουζίνα, ένα ζεστό καθιστικό, το μπάνιο ήταν εξωτερικό, μια μικρή πέτρινη αυλή, φροντισμένη  με αγάπη, γεμάτη λουλούδια και πλατύφυλλο βασιλικό. Μοσχομύριζε το πρωινό και έρχονταν οι δικές της  εικόνες, από το γκριζωπό χθες, να ζωντανέψουν, μέσα στο σπιτικό των άλλων. Χόρευαν κάτω από το απλωμένο αγιόκλημα, πάνω από τις μπλε πήλινες γλάστρες με τις κόκκινες βιγόνιες και τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Είχαν φύγει και αυτοί βιαστικά, από τα μέρη αυτά, αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο. Σκουπίδια γεμάτη η αυλή, πεταμένα φύλλα και άδεια ποτήρια πάνω στο τραπέζι του κήπου και της κουζίνας.
     
     Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό βοήθεια. Δεν ήταν πολλές οι λίρες, μα έφταναν να ζήσουνε αυτήν και την ορφανή εγγονή της. Μια ζωντανή προίκα που της κληροδότησε η πονεμένη ζωή. Με την πενιχρή σύνταξη κατόρθωσε και έκανε το δικό της παράδεισο, στο σπίτι που της κληροδότησε η πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζε να το λέει.
    
     Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός οικογενειακού της φίλου, Τουρκοκύπριου, έτσι για να συνεχιστούν κάποιες σχέσεις που διακόπηκαν άδοξα, ένα περασμένο Ιούλη, το άσπρισε για να της θυμίζει τις ευτυχισμένες ημέρες. Πρόσθεσε ξύλινα, ζωγραφιστά παντζούρια, τα έβαψε κόκκινα και γύρω μια γραμμή πράσινη, έχτισε ένα φούρνο στην αυλή για να μυρίζει τις πίττες της η γειτονιά, μια πέτρινη βρύση και ένα εικονικό πηγάδι. Αγάπησε τρεις αδέσποτες αγνοούμενες άσπρες γάτες, τις τάισε και τις μάζεψε από τον δρόμο. Έκανε το δικό της αγαπημένο κόσμο και περίμενε κάθε ημέρα την αυγή να την καλημερίσει. Δεν παρέλειπε να κάμει τον σταυρό της και ας μην πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Η παναγία η Φανερωμένη ήξερε πως στεκότανε πάντα δίπλα της.  
   
     Καθημερινό της μέλημα η επούλωση των ανοιγμένων πληγών της  εγγονής της. Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιά και παχυλό κομπόδεμα στην άκρη. Η ολιγόωρη δουλειά της, μόλις που έφτανε να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα. Η κόρη της είχε πεθάνει στη γέννα, στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου. Ο μπαμπάς, ένα από τους δεκάδες αγνοούμενους. Η γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά η γονική της φροντίδα άρχιζε και τελείωνε μόλις αντίκριζε τα πανέμορφα μάτια της εγγονή της.
      Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα που ανάδυε η ειρήνη. Οι γκρίζες ημέρες της κατοχής και της μετέπειτα εισβολής που ανάστησαν ξεχασμένους ήρωες, την βασάνιζαν. Παρακάλεσε, έπεσε χωρίς ντροπή στα γόνατα και ζητιάνεψε μια θέση στο δημόσιο για την εγγονούλα της, αλλά στην νέα τάξη που δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε, ο κόσμος πήγαινε δεξιά και αυτή ριζωμένη αλλού. Ακόμα και το σπιτάκι της έτυχε να είναι στα αριστερά της πόλης.
       
     Η γερόντισσα είχε την έννοια της. Έβλεπε τους αγαπητικούς να περνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε τα αρσενικά ίχνη τους πάνω στα μεσοφόρια της εγγονής, στα λευκαρίτικα σεντόνια αλλά δεν έλεγε τίποτα. Είχε την έννοια της. Δεν άργησε η γειτονιά να ξεστομίσει και την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα της να είναι καλά. Όμως δεν ήταν. 
    
     Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν στο σπίτι μια ομάδα μαυροντυμένοι άνδρες. Ρωτούσανε διάφορα, για την εγγονή, για το μικρό σπιτάκι, για την ζωή της. Θυμήθηκε τους αντίπερα και τις ημέρες τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποια μέρα ήρθαν να πάρουν την μικρή. Έπρεπε είπε κάποιος, να σωθεί η τιμή της κοινωνίας, πήραν την ζωή της. Οι κατηγορίες ήταν τόσο απλές, όσο και η προσφυγιά, ο πόλεμος, τα άδεια ποτήρια στο τραπέζι των ξεριζωμένων, τα σπαρτά που δεν πρόλαβαν να θερίσουν, η προχειρότητα της αντίστασης, η αγωνία για τις τύχες των αγνοουμένων και τόσα άλλα που δεν χωρούσαν στο γέρικο μυαλό της.

     Πορνεία. Η μικρή καθώς της έβαζαν τις σιδερένιες χειροπέδες στα μικρούλικα χεράκια της, την κοίταζε περιμένοντας βοήθεια. Πονούσε πολύ και δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της. Ο ουρανός και το αντιφέγγισμα την πλήγωναν. Φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε. Κράτησε με βία το χέρι του ενός. «Που την πάτε» ξεστόμισε, «δεν έκανε τίποτα» Του κάκου. Η γειτονιά βγήκε μια βόλτα χαιρέκακη κα δει τα καθέκαστα. Η σιωπή τους πρόδωσε την ευθύνη της.

     Το απόβραδο  έβρεχε με το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκε μονάχη με  την μαντίλα στους ώμους και το φόρεμα να σέρνεται στην λάσπη. Έψαχνε τις γάτες, τις φώναζε, μα αντηχούσε μοναχά η σιωπή στην αυλή της. Άστραψε στα μισόκλειστα μάτια της και το μόνο που αισθάνθηκε η μεθυστική μυρωδιά του βασιλικού, καθώς ακουμπούσαν τα χείλη της στο βρεγμένο χώμα. Παραδόθηκε στην πράσινη γραμμή.




Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

Πίσω από τις κολόνες (η ξεχασμένη ιστορία της Φανής, της Φανούλας)

 


 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας



Την είχα δει για πρώτη φορά πολύ μικρός θυμάμαι, θα ήμουν και 8 χρονών, να κάθεται όρθια στηριζόμενη σε στύλο της ΔΕΗ στην μικρή γειτονιά που έμενα. Έρχεται στον νου μου, η λεπτή κορμοστασιά της, το αχτένιστο αρύ μαλί της, το αμίλητο στεγνό πρόσωπό, χαρακωμένο από τις σκέψεις και τις έννοιες, από κάποια θαρρείς περίεργη καταφρόνια και ένα βαρύ μειδίασμα που ταξίδευε αδιόρατα, σε κάθε κίνησή της, που δεν ήξερες αν σε παρέπεμπε σε πόνο ή σε χνάρια χαράς. Το δεύτερο θεωρούσα πως ήταν απίθανο.
  Οι απορίες μας για την Φανή ήταν πολλές, αλλά ποτέ δεν εύρισκαν απαντήσεις. Οι μεγαλύτεροι, οι γονείς μας απέφευγαν να μιλήσουν. Αυτό όμως που δεν μπορούσαν να μας κρύψουν, γιατί το ζούσαμε όλα τα παιδιά ήταν η γελαστική διάθεση με την οποία εμείς τα σώφρονα παιδιά αντιμετωπίζαμε την Φανή. Σαν ένα περιθώριο τετραδίου, που έπρεπε να το μουντζουρώνουμε.
   Ζούσε με την γιαγιά της σε μια γερασμένη μπαράγκα, απ΄ όπου έμπαινε το κρύο και η μοναξιά. Οι δύο πλευρές της παράγκας ήταν πλινθόχτιστες και οι άλλες με τσιμεντολιθους. Ένα μικρό ακατάσταστο σπιτάκι κάπου εκεί στην άκρη του δρόμου προς την Εκκλησία.
Το καθημερινό της φαγητο, σαν σκύβαλλα του δρόμου. Το τσουκάλι πάντα άχνιζε, άλλά καθώς προχωρούσε η μέρα, πάντα μασούσε κάτι στο στόμα της. Μια φέτα χωμί, κάποιο λαχανικό, ήθελε θαρρείς να έχει την γεύση της ζωής μέσα στο στόμα της.
   Δεν μιλούσε σχεδόν σε κανένα, πληροφορίες για την παιδική της ηλικία δεν υπάρχαν. Οι γονείς χάθηκαν μέσα στον χρόνο και αυτή αφέθηκε στην αγκαλιά της απαιτητικής και δεσποτικής γιαγιάς. Μεγάλωνε κλεισμένη στο καβούκι της, με μια ζακετούλα να καλύπτει τους ασθενικούς ώμους της. Φλερτ στην ζωή της δεν γνώρισε, αν και υπήρχε μια φήμη ότι το σαλεμένο της μυαλό, ακρωτηριάστηκε ακόμα περισσότερο από μια ερωτική απογοήτευση. Έτσι δεν γνώρισε και τον σαρκικό έρωτα. Παρθένα στην μοναχική ζωή της.
   Η πίεση της γιαγιας, μια πίεση που δεν καταλάβαμε ποτέ, που δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε ποτε, δημιούργησε κάγκελα παντού. Στο σπίτι, στην αυλή ακόμα και στον μπαξέ. Κάπου κάπου, συμμετέχοντας στις συζητήσεις έβγαζε κάποιες λέξεις από το στόμα της, σαν ήχους παράξενους και από άλλο κόσμο. Τον κόσμο της.
   Και επειδή ο κόσμο της, δεν συμβάδιζε με τον δικό μας, αποφάσισε να υποταχτεί. Θα την πάντρευαν καθώς πλησίαζε και ο θάνατος της γιαγιάς με ένα συνδημότη, για να έχει ένα αποκούμπι στην ζωή της. Ο γάμος έγινε βράδυ, όπως σκοτάδι είχε και στην ψυχή της. Οι γυναίκες της γειτονιάς καταπιάστηκαν από νωρίς με τις προετοιμασίες του γάμου της, και κάποιες μίλησαν όχι με κακία για μια μεταμόρφωση ενός ασχημόπαπου. Τα ανθάκια από τον κήπο της στόλιζαν τα αραιά μαλλιά της.
Στην Εκκλησιά όλο το χωριό, να γεμίσει το περιθώριο της ζωής μας.
Αργά πολύ αργά μάθαμε ότι η Φανή έφυγε από το νυφικό κρεβάτι και επέστρεψε στην παράγκα της. Από τότε που έφυγα ακόμα δεν έχω ακούσει νέα της. Μάλλον θα χάθηκε και αυτή όπως τα ανθάκια του κήπου της. 

 Μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα την έκαναν να περιθωριοποιείται από μόνη της αν και η υπόλοιπη υγιής κοινωνία του χωριού ποτέ δεν την είχε διαγράψει από την ζωή της. Πάντα την καλούσαν στις γυναικείες συζητήσεις, αλλά πάντα απέφευγε την συντροφιά.
   Συνηθισμένη σκηνή, στα πλαίσια μιας εννοούμενης καλής συμπεριφοράς οι γυναίκες όταν κατέβαιναν στο περίπτερο δίπλα από την αλάνα του γηπέδου, την φώναζαν να πάει και να καθίσει στην παρέα τους αλλά μέχρι εκεί. Η ίδια η Φανούλα καθότανε παράμερα και δεν συμμετείχε καθόλου.  
  Η Φανή δεν βοηθούσε την κατάσταση και με την συμπεριφορά της. Κλεινότανε όλο και περισσότερο στον κόσμο της και δεν έβγαζε καμιά μιλιά . Λες και ήθελε να πνίξει και να κρατήσει μέσα της όλες τις λέξεις του κόσμου, όλο της το βιος, μικρό ή μεγάλο κανείς δεν έμαθε ποτέ. Η καρδιά της ένας καλά κρυμμένος θυσαυρός. Φορούσε πάντα ρούχα χρώματος σκούρου, με ιδιαίτερη έμφαση στα γκρίζα και τα μαύρα, αν και δεν θα θα ταίριαζε κάτι άλλο στην περίπτωσή της. Η ζακέτα επιμελώς μπαλωμένη και η στενή της φουστίτσα, κάλυπτε τα μικρά κοκκάλινα πόδια της. Περπατούσε σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της στην χωμάτινη γη, μια γη που μετά βίας την άντεχε. Είχε εκείνο το περπάτημα του ετοιμοθάνατου όνειρου, το περπάτημα της νυσταγμένης ζωής, της έτοιμης από καιρό να πέσει και να κοιμηθεί στον αιώνα των αιώνων. Η Φανή ζούσε μέσα στην δική της κόλαση, στο δικό της κοινωνικό αδιέξοδο, στην σιδερόφρακτη φυλακή της.
  Κάπου κάπου ξεπρόβαλε με το μικρό τσαπάκι στον λαχανόκηπο της θείας της, σκαλίζοντας τις ντοματιές, τις πιπεριές, τις μαλιτζάνες. Όταν περνούσε κάποιος γνωστός σήκωνε το κεφάλι σαν κάτι να ζητούσε, σαν να ήθελε να πει μια κουβέντα, να ανταλλάξει έναν χαιρετισμό, αλλά έβγαζε εκείνο το τρεμουλιαστό μειδίαμα, όμοιο με κατηφόρα θανάτου, ίδιο με την διαδρομή προς την τελευταία κοίμηση. Η Φανή πίστευα ότι κοιμότανε ενώ ζούσε στον άλλο κόσμο. Παρέα με αγγέλους ή διαόλους δεν ξέρω, δεν γνωρίζα τις σκέψεις της, δεν συζητούσα τα όνειρά της, ήμουν πολύ μικρός και αυτή πολύ μεγάλη για να ανταλλάσει κουβέντες μαζί μου. Ένα γεια σου Φανούλα έφτανε αλλά εκείνη ποτέ δεν μου έλεγε κάτι. Μόνο κουνούσε το κεφάλι της σαν να το θεωρούσε δεδομένο τον χαιρετισμό μου και προσπερνούσε την κίνησή μου σαν να έλεγε  εγώ φεύγω και πάω στον κόσμο μου, φεύγω γιατί με περιμένουν......Ποιοι; 
   Πολλά χρόνια αργότερα, αφού απεβίωσε η γιαγιά της τα ίχνη της χάθηκαν. Κάποιοι ανέφεραν στις συζητήσεις των καφενείων και στα κουτσομπολιά των γυναικών, ότι βρισκότανε σε μοναστήρι παρακείμενης περιοχής και άλλη την εντόπισαν σε Κεφαλοχώρι του Κάμπου, πλησίον της δικής μας Κοινότητας, του Στρυμονικού. 
Η Φανή, η Φανούλα για όλους μας, στα 70 χρόνια της,  αποχαιρέτησε την ζωή μια ανοιξιάτικη μέρα του Φλεβάρη το 2014. Η σωρός της μεταφέρθηκε στην πατρίδα της το Στρυμονικό και τοποθετήθηκε εκεί που η αιώνια κοίμηση θα την ξεκουράζει από την μοναξιά και το περιθώριο. Αγκαλιά, είμαι σίγουρος πλέον για αυτό, με τους αγγέλους. Καλό της ταξίδι

============================================
 
Παρατήρηση: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική και  απλώς βοηθά την φαντασία και ενισχύει την ιστορία.


Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Το κορίτσι με το ζιβάγκο / Δημήτριος Γκόγκας





Εβρεχε. Έβρεχε ώρες, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει, ρεύμα δεν υπήρχε κι ένα περίεργο βουητό ακουγόταν από την κορυφή του βουνού, σαν κάποιος θεός να βαριανασανε, να κοιλοπονουσε. Στις ειδήσεις μιλούσαν για πρωτοφανείς καταστροφες. Το βουνό είχε ξυπνήσει και χειμμαροι με χαλίκια και λάσπη κατέβαιναν στις αυλές των σπιτιων. Χτύπησε το κουδούνι της ξωπορτας - -δεν περίμενα κανενα- και βρέθηκα μπροστά σε μια εικόνα Αγίας. Δεν θα ήτανε πάνω από δέκα οκτώ χρόνων σκέφτηκα, με τα κάστανα μαλλιά βρεγμένα,μπλεγμένα και ριγμένα στους ώμους, ένας στρογγυλός λαιμός από μπλούζα ζιβάγκο άφηνε μόνο το πρόσωπο στη κοινή θέα, ένα φεγγάρι ολόγιομο πρόσωπο που έλαμπε από νεότητα και ομορφιά. Δεν μιλήσαμε πολύ, κράτησα τη πόρτα του ασανσέρ ανοικτή να λάμψει ο διάδρομος και να τοποθετήσει ένα φάκελλο στο γραφείο του διαχειριστή κι ύστερα φώλιασα μέσα στο ασανσέρ. Που θα πας τη ρώτησα, δεν θα μου πεις το όνομα σου; Δίστασε, δάγκωσε το χείλος κι είπε πως μένει κάτω από μένα. Μαθήτρια του λυκειου. Τελειωνε φετος. Θα πιούμε ένα καφέ έτσι; Εγνεψε καταφατικά κι έφυγε. Από εκείνη τη μέρα η κάθε μέρα ήταν διαφορετική. Ο κόσμος έδειχνε πιο όμορφος και τα σκιρτήματα της καρδιάς προκαλούσαν αρρυθμίες. Όταν γυρνούσα από τη δουλειά έβλεπα τα μάτια της πίσω από τις άσπρες κουρτίνες να με θεωρούν. Χαμογελούσαν μα η καρδιά μου το είχε καταλάβει. Έρωτας ήταν...
Οι μέρες περνούσαν, γίναμε φίλοι, ο ένας καφές έφερε τον άλλο μέχρι που χάθηκα σε μια νύχτα. Ο θάνατος του πατέρα με απομάκρυνε πρακτικά. Έμαθα ότι με αναζητούσε μα ήμουν στο μαύρο κόσμο μου. Η μία πλευρά πονούσε κι η άλλη αγαπούσε. Ήρθε Ιούνιος. Τώρα εγώ την έχασα. Εξαφανίστηκε χωρίς να μου πει κάτι, δεν βρεθήκαμε, δεν προλάβαμε να αποχαιρετιστουμε. Βρήκα κάτι παλιά βιβλία που μου είχε χαρίσει και δειλά δειλά πήγα στο πατρικό της. Να μάθω. Πως ο ανιχνευτής ψάχνει τα ίχνη των χαμένων θησαυρών. Κάπως έτσι. Πήγε στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσει. Κάτι μου είχε πει, δεν είχα δώσει σημασία, στο χαμόγελο της βυυιζομουν. Καλά θα κρατήσω τα βιβλία και κάποια στιγμή θα της τα δώσω. Πάω συχνά στη πόλη.Ψεματα ήταν. Πήρα τη διεύθυνση.Τουμπα. Άνω Τούμπα.
Στο τέλος του μήνα βγήκαν οι μεταθέσεις των στρατιωτικών. Πήγαινα κι εγώ Θεσσαλονίκη. Μοίρα μου κούνησε το δάκτυλο. Πυθία της ζωης. Τίποτα τελικά δεν είναι τυχαίο. Μετακόμισα, πήρα το λιγοστά πράγματα μου και βρήκα ένα σπιτάκι απέναντι από το στρατόπεδο. Ανθούπολη. Τη διεύθυνση της, την έχασα. Δεν γνωριζα και που σπουδαζε. Τελείωσε σκέφτηκα. Έτσι έγινε ρουτίνα το σπίτι δουλειά, κινηματογράφος, κάποια βόλτα στο Βαρδάρη. Συνήθως πήγαινα στο σταθμό των τρένων κι από κει έπαιρνα το λεωφορείο με τον αριθμό 14 για να πάω στο κέντρο. Το λεωφορείο ένωνε το σταθμό με την Τουμπα. Ώσπου μια μέρα.... την ώρα που περίμενα στη στάση, την είδα να κατεβαίνει το ίδιο όμορφη , σα μια άνοιξη να κατηφορίζει προς το καλοκαίρι.
Κορίτσι μου λέω...εσύ είσαι. Τρελή χαρά συνάντησης, τόση ομορφιά. Αγκαλιαστηκαμε σφιχτα. Οι αρυθμιες ξανάρχισαν πιο έντονες. Είχαμε τόσα να πούμε. Χωρίς να το καταλάβουμε γίναμε ζευγάρι.
Έβρεχε. Έβρεχε καταρρακτωδης. Δεν υπήρχε ρεύμα πουθενά. Ο επόπτης του στρατοπεδου μας μυνησε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Είχα υπηρεσία στη πύλη, αρχιφύλακας. Ένιωθα ιδιαίτερη χαρά, θα ερχόταν να μου πει πως θα έφευγε στο εξωτερικό για συνέχιση των σπουδών. Τόσο γρήγορα, άλλος ένας αποχωρισμός. Η καρδιά δεν σκιρτουσε.Πονουσε. Πήγαμε απέναντι σε μια ταβέρνα από άλλη εποχή. Ο ταβερνιάρης μας φρόντισε. Έβαλε ένα κερί στη μέση του τραπεζιού,. εψησε στα κάρβουνα ότι είχε, ετοίμασε ένα δείπνο μυστηριακό, και πριν μου πει τίποτα μίλησα πρώτος. Αν φύγεις ότι γινηκε τελείωσε, μάτια που δεν βλέπονται! Αν όμως το θέλεις μπορείς να γίνεις γυναίκα μου, να παντρευτούμε. Κοίταξε τα μάτια μου, τα δάκτυλα μου, δεν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή γιατί, αργότερα μουεξηγησε. Πάρε τα κλειδιά του σπιτιού μου, πήγαινε και κοιμήσου εκεί, αύριο το πρωί θα τους το πούμε. Οι αρυθμιες ξανάρχισαν.
Έβρεχε, έβρεχε πολύ. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, μια ζωή, κι όταν βρέχει πάντα θυμάμαι το κορίτσι με το ζιβάγκο και το πρόσωπο της Παναγίας.

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Αζιμούθιο ...μια ιστορία του Δημητρίου Γκόγκα

 


Τρίτη Βράδυ. Νυχτερινή άσκηση Είχαμε ντυθεί ως αστακοί, τα σακίδια γεμάτα  με τις καραβάνες, τη πετσέτα, το αδιάβροχο. Το Μ1 στους ώμους σε  κατακόρυφη θέση, αλλοίμονο σε εκείνους που για κάποιο λόγο του ςξέφευγε λιγάκι, φωνές, σύνταξη.  Μπήκαμε ως  διμοιρία σε δυάδες Μπροστά οι βαθμοφόροι και πίσω σε μια σειρά οι υπόλοιποι συμμαθητές.

Δεν κάναμε ούτε εκατό βήματα έξω από  το κτίριο της σχολής και άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Ήταν κάτι που το απευχόμασταν. Όχι γιατί φοβόμασταν το νερό, κάθε άλλο, θα ξέπλενε και εμάς, θα ξέπλενε και τον φοβικό μικρό κόσμο μας. Πήραμε διαταγή να σταματήσουμε, ο Διμοιρίτης είχε ήδη σηκώσει το χέρι και αραδιαστήκαμε στα δεξιά και τα αριστερά του δρόμου. Ανοίξαμε τα αδιάβροχα, τα αφορέσαμε και για κάποια ώρα αισθανόμασταν άνετοι απέναντι στη βροχή. Μέχρι που το νερό είχε αρχίσει την απέλασή του Μπάτσιζε το πρόσωπο, ως απρόσκλητος επισκέπτης εισχωρούσε κάτω από το αδιάβροχο και ύγραινε πρώτα τη στολή και ύστερα βαθύτερα το κορμί και τα κόκκαλα. Κάπου – κάπου περνούσε  μέσα από τον έρημο δρόμο και τη σιωπή του  ακριανού τσιμεντόδρομου της πόλης κάποιο αμάξι. Άνοιγε το παράθυρο ο οδηγός, φώναζε  τη γνωστή φράση «ψαρούκλες» και συνεχίζαμε.

Τη νύχτα εκείνη κινηθήκαμε στις κορυφογραμμές των ανωνύμων λόφων. Ανώνυμοι μπορεί να λέγονταν αλλά για εμάς είχαν ήδη ονόματα. Α, Β, Γ. Σαν να μαθαίναμε την αλφαβήτα, στα 18μας χρόνια. Είχαμε κάνει ήδη τη μισή διαδρομή, ήμουν στην κορυφή του ενός ζυγού και ακούω τη σκληρή φωνή του Διμοιρίτη. «Γκόγκας, ξέρεις τι είναι αζιμούθιο» «Μάλιστα κύριε υπολοχαγέ» φώναξα με όση δύναμη είχα. «Δεν άκουσα ρε ψάρακα» είπε πάλι. «Μάλιστα κύριε Υπολοχαγέ» φώναξα με όλη τη δύναμη που μου είχε απομείνει. «Αζιμούθιο είναι η δεξιόστροφη γωνία που σχηματίζεται από τον μαγνητικό βορρά το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε και το σημείο στο οποίο σκοπεύουμε.»  «Κάνε λοιπόν το αζιμούθιο» με διέταξε.  Όλοι γνωρίζαμε τι σήμαινε τούτο. 

Άρχισα να περιστρέφομαι καθώς προχωρούσε η πορεία γύρω από τον εαυτό μου. Δεν πέρασε χρόνος πολύς και είχα αρχίσει να ζαλίζομαι. «Είσαι καλά ψάρακα;» «Μάλιστα κύριε λοχαγέ» Εκείνος όμως είχε καταλάβει ότι κανείς δεν ήταν καλά. Είπε σε κάποιον συμμαθητή μου να με κρατήσει μέχρι να ξεζαλιστώ, έτσι έγινε και συνεχίσαμε μέσα στη βροχή, ανάμεσα από σιωπές και φωνές,  κάτω από τους ήχους των όπλων και των ξιφολογχών τον γρήγορο περίπατό μας. Έπρεπε να σταθεροποιηθούμε στα 120 βήματα το λεπτό. Περίπου 4 χιλιόμετρα την ώρα. Τόσα χιλιόμετρα πιο κοντά στο στόχο μας. Τόσα χιλιόμετρα πιο κοντά στην ελευθερία μας.