Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Πανικάβα (η γυναίκα του Πανίκου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Πανικάβα (η γυναίκα του Πανίκου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Ο Θάνατος του Κωνσταντή / Δημήτριος Γκόγκας



   
 Το πρώτο παιδί της Πανικάβας, ο Κωνσταντής, μεγάλωνε με περίσσεια φροντίδα και αγάπη από την οικογένειά του. Είκοσι χρονών παλικάρι, με τον ήλιο στο πρόσωπο και τον άνεμο να παίρνει τα χαίτη του, έλκυε τα βλέμματα των κοριτσιών του Κρωμνικού, της Γαλάνης, των Τοξοτών. Μήλο της έριδος και φθόνος των υπολοίπων ανδρών. Κανείς δεν τον προσπερνούσε σε τίποτα. Στη δουλειά και το παιχνίδι. Μόνοι του αντίπαλοι, ο χρόνος και η κούραση. Μα και τούτη την νικούσε διαρκώς.
       «Μην στα πολυλογώ, δεν κάτσαμε και πολύ στο Κρωμνικό. Κατεβήκαμε προς Γαλάνη. Χτίσαμε σπίτι, φτιάξαμε τη ζωή μας καλύτερα. Εκκλησιά, κήπους, περβόλια, είχαμε τα πάντα.» Έφτιαξε το τσεμπέρι της, τη ποδιά, έπιασε λίγο τη μαγκούρα, χτύπησε χάμω το πάτωμα. «Βάλε κανένα κούτσουρο στη φωτιά» μου είπε «θα κρυώσουμε»
        Το 1942 ήρθαν στη περιοχή οι Βούλγαροι. Και εκεί που έλεγαν ότι τελείωσαν τα βάσανα από τους Τούρκους στο Πόντο, να σου και πάλι τραγιάσκα ένας νέος τύραννος. Έκλεισαν οι εκκλησίες στα χωριά του κάμπου και κάπου – κάπου κρυφά κάποιος ιερέας ερχότανε στο Κρωμνικό και τη Γαλάνη να τους αγιάσει κυριακάτικα. Τον πρώτο χρόνο, είχε απαγορευτεί και το σχολείο, δεν μπορούσαν να μιλούνε ελληνικά δημόσια. Μαύρη χρονιά.
        «Δύσκολα, πολύ δύσκολα γιέ μου» μου απάντησε η Πανικάβα.
  
     Μικρές ομάδες στρατιωτών έκαμαν γιουρούσια και ξυλοκοπούσαν όποιον τους έφερνε αντίρρηση σε παράλογες απαιτήσεις. Λιγόστεψαν τα τρόφιμα, αυξήθηκαν οι εισφορές, ο λαός πεινούσε και υπέφερε.

       «Άνοιγαν τις πόρτες, έμπαιναν όποτε ήθελαν και άρπαζαν ότι τους άρεσε, ότι έβρισκαν και τους γυάλιζε το μάτι. Εμείς   είχαμε λίγους από δαύτους μα ήταν αρκετοί να μας κάνουν κακό. Ζούσαμε από φόβο, μέσα στο φόβο. Με τον καιρό εξοικειωθήκαμε, μη φανταστείς τίποτα σπουδαία πράγματα. Μια καλημέρα παραπάνω, ένα χαιρετισμό. Σκέψου ότι μας έδιναν 200 γραμμάρια το άτομο ψωμί από καλαμπόκι κάθε μέρα που να χορτάσει άνθρωπος. Τα παιδιά φώναζαν, ο Κωνσταντής έσφιγγε τα δόντια του, ο Πανίκος του έκανε πάντα νόημα να σωπάσει. Και κείνο έκρυβε την ομορφάδα της νιότης του πίσω από το φεγγάρι και λούφαζε. Πρώτος και στη σιωπή της νύχτας. »

Κοίταξε λίγο έξω από το παράθυρο. Τι να έβλεπε; Τίποτα. Όταν έπεφτε το σούρουπο, δεν έβλεπες τίποτα από τη Γαλάνη.

   «Μια μέρα ο Κωνσταντής κατέβηκε στο ποτάμι με άλλα παιδιά, της ηλικίας να κολυμπήσουν και να παίξουν στην αμμουδιά του Νέστου. Τρία σάλτα για εκείνον ήταν η απόσταση. Στην όχθη, που τώρα είναι το πέτρινο πεζούλι,  βρήκαν και την ομάδα των Βουλγάρων στρατιωτών να κάθονται γυμνόστηθοι με τα όπλα παράμερα, να πίνουν και να τρώνε. Ψήνανε αυτά που κλέβανε. Ο Κωνσταντής με την παρέα του κολυμπούσαν στ΄ ανοιχτά. Επικίνδυνα τα νερά, ρουφήχτρες, κρύα, πρόκληση για τους τολμηρούς. Έτσι ήταν ο Κωνσταντής μου. Δεν φοβότανε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες προκαλέσανε τον Κωνσταντή σε μονομαχία. Εκείνος δίστασε στην αρχή, μη του  λέγανε οι φίλοι του, πάμε να φύγουμε, δεν έχουμε καμιά δουλειά με αυτουνούς. Δεν άκουγε, θόλωσε το μυαλό, χτύπησε δυνατότερα η καρδιά, τι συνέβη στο παιδί μου που δεν το έμαθα ποτέ»

Θόλωσε το πρόσωπο της γιαγιάς, δάκρυα, πήρε ένα λερωμένο μαντήλι και σφουγγίστηκε. Της έπιασα το κεφάλι, της το κόλλησα στο στήθος μου…

«Αχ παιδί μου, γιατί; Βάλανε στοίχημα στο κολύμπι. Ποιος να προσπεράσει τον Κωνσταντή. Δεν τον νικούσε ούτε ψάρι! Ο Βούλγαρος προσβάλθηκε, έτσι είπαν σε μένα τα άλλα παιδιά, που τα απομάκρυναν με τα όπλα. Βάλανε τον Κωνσταντή μου στη μέση, του όρμησαν τέσσερις- πέντε, τον γονάτισαν και τον έπνιξαν στα κρύα νερά. Ένα παλικάρι… το παιδί μου, το παλικάρι μου, τον Κωνσταντή μου»

Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. 

«Τι να σου πω. Ο πόνος ήταν πιο δυνατός από τότε που φύγαμε από τον Πόντο. Πως ξεριζώνεις τα χόρτα, πως λιώνεις ένα σίδερο πάνω στη φωτιά, έτσι. Πονούσα, πονούσα. Είχα πει αυτό το παιδί δεν θα μου το πάρει ο θεός. Μα ο χάρος παραφύλαγε. Και ενώ ο θεός ήταν μαζί μου και με τ΄ άλλα μου παιδιά, τον Κωνσταντή μου πως τον αφήσαμε έτσι; Απροστάτευτο, σε τούτα τα αγρίμια, τα σκυλιά. Γιατί αγόρι μου, γιατί ακόμα λέω γιατί κι ούτε ο θεός μου απαντά. Μόνο λέω σαν θα φύγω, λες να τον συναντήσω; Να δω στον ήλιο το πρόσωπό του και στον άνεμο τα μαλλάκια του;»


Σημείωση: Η φωτογραφία είναι από τη ιστοσελίδα: https://www.in2life.gr/escape/destinations/article/181427/nestos-odoiporiko-sto-potami-ths-zohs.html

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Τα 8 παιδιά της γιαγιάς Σοφίας (της Πανικάβας) / Δημήτριος Γκόγκας




Η γιαγιά Σοφία σήκωσε το ποτηράκι με τη μέντα και το ήπιε μονορούφι, καθώς ήταν ξαπλωμένη. «Θες και συ λίγο; Πιες καλό κάνει.»
Μου έβαλε και έβρεξα τα χείλη μου.

«Μας έφεραν στο Κρωμνικό. Πριν από μας το κατοικούσαν οι Τούρκοι, το λέγανε Σαρνίτς. Έρημα σπίτια από ανθρώπους που έφυγαν, σαν και μας. Δεν τα υπολόγισαν σωστά οι μεγάλοι και τα σπίτια δεν έφταναν για όλους. Μέχρι να δουν τι να κάνουν μένανε και δυο οικογένειες μαζί. Αργότερα βρήκαν για όλους σπίτια. Εμάς μας έδωσαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και μερικά μικρά χωραφάκια. Ίσα- ίσα να βάζουμε λίγο καπνό και να φτιάχνουμε μπαξέδες. Ο Παναγιώτης το έκανε παλάτι «για σένα» μου έλεγε. Έπιαναν τα χέρια του. Δουλευταράς σε όλα. Με λίγα χρήματα που είχε στη τσέπη του, αγόρασε ένα άλογο, αργότερα γελάδα, κότες, βρήκαμε κι ένα σκύλο. Δεν μας έλειψε τίποτα. Φτωχοί στην αρχή, τα πρώτα χρόνια μα είχαμε τα πάντα. Στον πρώτο χρόνο έμεινα και έγκυος. Γεννήθηκε το δεύτερο παιδί.

     Για στάσου όμως, να σου πω για το πρώτο. Όταν φύγαμε από το χωριό στον Πόντο κυνηγημένοι στο βουνό, είχαμε ήδη ένα παιδί, αβάπτιστο. Από την ώρα που γεννήθηκε ήταν άρρωστο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρούνε τι είχε. Παρ΄ όλα αυτά το προσέχαμε όσο μπορούσαμε. Του δίναμε σιρόπια, έλεγαν θα γιαίνει, αλλά αυτό κάθε μέρα ήταν όπως και τα χθες. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό και εμείς βιαστικά φύγαμε χωρίς τίποτα στα χέρια να κρατούμε, δώσαμε το παιδί στους γείτονες. Μουσουλμάνοι, χωρίς παιδιά, τουλάχιστον να σωθεί το παιδί. Πριν αποφασίσουμε να φύγουμε για την Ελλάδα, πήραμε την απόφαση να κατέβουμε από του βουνό, ναι, ναι πριν μπούμε στα καράβια και να δούμε για τελευταία φορά το παιδί μας. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό και στο σπίτι που αφήσαμε, ακούγαμε από περαστικούς, ότι είχε κηδεία ενός παιδιού. «Λες ρε γυναίκα να είναι το δικό μας;» μου είχε πει ο Παναγιώτης. Τρέξαμε, σαν τρελοί τρέξαμε, ξωπίσω της κηδείας. Ήταν το παιδί μας, το πρώτο μου παιδί. Δεν άντεξε στον κόσμο τούτο. Μας άφησε όπως το αφήσαμε και μεις. Και έφυγε χωρίς όνομα. Σαν να μην ήρθε ποτέ στον κόσμο. Έκλαψα, έκλαψα, ποια μάνα δεν θα έκλαιγε για το πρώτο της παιδί. Ξεκόλλησε ένα κομμάτι από μέσα μου. Έσπασε η καρδιά μου. Όμως ο Παναγιώτης εκεί δίπλα μου. «Μην βαλαντώνεις κορίτσι μου» θα κάνουμε άλλα! Και κάναμε άλλα επτά παιδιά. Γέμισε η αυλή από παιδάκια. Γέμισε η αγκαλιά μου.

Όμως ας σου πω μια ιστορία με το δεύτερό μου μου παιδί τον Κωνσταντή. Το πρώτο στην Ελλάδα. Μεγάλωνε μια χαρά. Αρρώστησε όμως και αυτός. Είπα αυτό δεν θα το έχανα. Ο Παναγιώτης από πολύ πρωί, έλειπε στα χωράφια με το άλογο. Ήμουνα νηστική εκείνη τη μέρα, δεν είχα φάει τίποτα. Φόρτωσα το παιδί τυλιγμένο με μια κουβέρτα στον ώμο και κατηφόρισα προς τη Γαλάνη. Από εκεί θα πήγαινα στους Τοξότες και μετά στη δημοσιά για τη Ξάνθη. Έπρεπε να το δει γιατρός. Υπολόγισα ότι σε 4 με 5 ώρες θα έφτανα. Τέτοια θέληση είχα και τέτοια πίστη. Αν έβρισκα και κανένα κάρο στο δρόμο ακόμα καλύτερα. Όμως εξαντλήθηκα. Όταν έφτασα στο μονοπάτι δίπλα από το ποτάμι, τον Νέστο ντε, δεν είχα άλλες δυνάμεις. Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω, τα μούτρα μου γέμισαν χώμα. Το φόρεμα γέμισε λάσπη. Έχανα το φως μου, νόμιζα πως θα πεθάνω. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σε κείνη τη στάση. Μπορεί και να με πήρα ο ύπνος. Δεν θυμάμαι καλά. Ξύπνησα από το κλάμα του Κωστή. Είπα: Παναγία μου σώσε εμένα και το παιδί μου. Μην αφήσεις να πεθάνει και τούτο.

Άρχισα να κόβω χόρτα, να σκάβω με τα χέρια μου και να βγάζω ρίζες από μικρά δένδρα και θάμνους και να τα μασάω. Άλλα έφτυνα άλλα έτρωγα. Πόνεσε το στομάχι μου. Κατέβηκα πιο κάτω στο ποτάμι, έπλυνα το πρόσωπο του παιδιού, το δικό μου, ήπιαμε νερό, ξεδιψάσαμε, φούσκωσε η κοιλιά μας και φτάσαμε στους Τοξότες. Η Παναγιά έκανε το θαύμα της. Βρήκαμε έναν χωρικό που πήγαινε Ξάνθη, μας κατέβασε στο νοσοκομείο. Ιλαρά είχε το παιδί, υψηλό πυρετό. Το κάμανε καλά. Δεν είχε την τύχη του πρώτου. Μα είχε κακή τύχη αργότερα. Θα σου πω παρακάτω.

Γράψε τώρα ότι γέννησα συνολικά οκτώ παιδιά. Ένα που άφησα πίσω στο Πόντο και πέθανε, χωρίς όνομα, τον Κωνσταντή, τη Σοφία, τον Χρήστο, τον Αχιλλέα, τον Γιώργο, τη Μαρία και τη Βασιλική. Και για όλους έχω να σου πω και μια ιστορία, όχι όμως σήμερα, μα όταν ξανάρθεις, έτσι γιε μου;»

Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρα το μπλοκάκι και το στυλό, της φίλησα το χέρι και το μέτωπο και την σκέπασα.
«Καλό απόγευμα γιαγιά Σοφία. Θα ξανάρθω αύριο»



Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Η μετάβαση της Πανικάβας (η γυναίκα του Πανίκου) στην Ελλάδα / Ιστορία δεύτερη από τον Δημήτριο Γκόγκα



  
Η γιαγιά Σοφία με το μαύρο τσεμπέρι και την ξύλινη μαγκούρα καθότανε στο πεζούλι του μικρού της σπιτιού. Μόλις μας αντίκρισε να ανηφορίζουμε τον δρόμο και να την πλησιάζουμε, σηκώθηκε λες από σεβασμό προς τους επισκέπτες της, θες πάλι για να ετοιμαστεί η ίδια ή να ετοιμάσει το τρατάρισμα Καλώς τους μας είπε με εκείνο το αληθινό χαμόγελο του γέροντα που δεν έχει να χάσει πλέον τίποτα πλην της ζωής του. Και δεν θα λυπηθεί καθόλου για αυτό. Τι δουλειά ανθρώπινη και τούτη. Να περιμένεις τον θάνατο σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό!
    «Έτρεχε σαν δαιμονισμένος ο νέος ανάμεσα στα σοκάκια του χωριού. Φύγετε, φύγετε έρχονται οι Τούρκοι. Ούτε που καταλάβαμε οι περισσότεροι πότε ακριβώς μπήκαν οι Τούρκοι, κακό χρόνο να έχουν, στο χωριό. Οι φωνές από τους πρώτους χωριανούς που χάνονταν άρχισαν να ακούγονται και να μας κυνηγούν σας ερινύες. Ένας εφιάλτης απλωνότανε και ένας τρόμος διέγραφε τις ματιές μας. Ήμουνα μόνη στο σπίτι, οι άλλοι δεν ήξερα. Στα χωράφια υποθέτω. Βγήκα με φόβο από την πίσω πόρτα του σπιτιού, δεν πρόλαβα να φορέσω ούτε παπούτσια, όταν αισθάνθηκα να με πιάνει το χέρι ο Παναγιώτης. Ευτυχώς σε βρήκα μου φώναξε, έλα πάμε από δω. Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν δαιμονισμένοι, προς το βουνό και ξωπίσω μας αφηνιασμένοι τούρκοι καβαλάρηδες να πυροβολούν. Η πλαγιά του βουνού απόκρημνη, κάθετη και μεις με την δύναμη να σωθούμε, να ζήσουμε, τραβούσαμε προς την κορφή. Οι σφαίρες βούιζαν σαν μέλισσες γύρω μας, χτυπούσαν πέτρες και δένδρα, σκύβαμε, τρέχαμε, ούτε που κατάλαβα πως μία είχε καρφωθεί στη φτέρνα. Τόση δύναμη για ζωή είχαμε. Κάποια στιγμή μας χάσανε, γύρισαν και ο Παναγιώτης με πήρε στην αγκαλιά του»
     Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο, δεν ήθελε να φανεί το δάκρυ.
   «Άφησα πίσω όλη μου τη ζωή. Το σπίτι, που πήγαν τα αδέλφια μου, τους αγαπημένους μου. Άφησα τα πάντα. Σαν στάχυα σκορπίστηκαν όλοι και όλα στους ανέμους.
     Τις πρώτες μέρες τρώγαμε ότι βρίσκαμε. Κατεβήκαμε από την άλλη πλευρά και φτάσαμε στη θάλασσα. Καράβια περίμεναν, να σωθεί ο κόσμος. Και εκεί έλεγαν θα φτάνανε οι Τούρκοι. Τόσο τρομαγμένο κόσμο δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Μην ρωτάτε πως, Βρωμούσαμε. Στο λιμάνι μας χώριζαν. Από δω για την Μακεδονία, από κει για την Θράκη. Εμένα με στέλνανε στη Ξάνθη. Τον παππού κατά Φλώρινα, Βέροια, ούτε που θυμάμαι. Το μόνο που ξέρω είναι πως είδα τον Παναγιώτη, να πηδά από τα στρατιωτικό φορτηγό, και να ανεβαίνει με ένα σάλτο στο δικό μου. Τόσο με αγαπούσε! Με αγκάλιασε και πάλι. Κοιμήθηκα μέσα του, στην δική του ασφαλή φυλακή. Φτάσαμε σούρουπο στην Ξάνθη. Μας δώσανε λίγη γαλέτα, τυρί, μια κονσέρβα. Κοιμηθήκαμε άλλος εδώ, άλλος εκεί, σε αποθήκες και στα φορτηγά μέσα. Κακό μεγάλο. Και την άλλη μέρα, δυό ώρες ποδαρόδρομο για το νέα μας Πατρίδα, το Κρωμνικό κοντά στη Γαλάνη»

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Ο Ιάσωνας της Θοδώρας και το πρώτο φονικό στη Γαλάνη



Σύντομη αφήγηση της γιαγιάς Πανικάβας

«Την ημέρα που μπαίνανε οι Τούρκοι στο χωριό ο Ιάσωνας βρισκόταν στα χωράφια. Είχε ακούσει τις φήμες που κυκλοφορούσανε από δω και απ΄ κει αλλά προτιμούσε όπως και οι υπόλοιποι να μην τις δίνει σημασία. Χρόνια τώρα τα ίδια και τα ίδια. Οι τούρκοι θα σας διώξουν από τον τόπο σας, οι Τούρκοι το ένα, οι Τούρκοι το άλλο. Μα ποτέ δεν συνέβαινε τίποτα. Με τις οικογένειες των μουσουλμάνων μια χαρά τα πηγαίνανε. Και στις χαρές και στις λύπες. Βέβαια τον τελευταίο καιρό ακούγονταν πιο έντονα τα νέα για σφαγές και λεηλασίες αλλά και πάλι… Πάντα η έρμη ελπίδα ότι το κακό δεν θα μεγάλωνε.

Είχε δει από μακριά, από το χωράφι του δίπλα από το ρέμα, το σύννεφο σκόνης να σηκώνεται από το ποδοβολητό των καβαλάρηδων και ταράχτηκε. Έπρεπε να τρέξει να προλάβει τη γυναίκα και το παιδί του. Να προλάβει να τους πάρει, να φύγουν στο βουνό, να σωθούνε. Ανέβηκε στο άλογο και δώστου να τρέχει σαν λυσσασμένος. Δεν τα κατάφερε. Στην είσοδο του χωριού, τον σταμάτησαν, τον δέσανε μαζί με άλλους φουκαράδες έλληνες και τους αφήσανε με το πρόσωπο στο χώμα, δεμένους. Από πάνω ένας με καμουτσίκι να χτυπά, όταν κάποιος κουνιόταν. Μόνο να κουνιόταν και έτρωγε μία. Και ξέρεις ε, το καμουτσίκι πονάει. Όπως το γυαλί όταν σχίζει τη σάρκα.

Σαν άκουσε ότι δεν υπήρχαν άλλοι γκιαούρηδες στο χωριό να συλλάβουν, κατάλαβε ότι η γυναίκα του γλύτωσε. Ευχότανε να είχε έρθει μαζί μας, με μένα δηλαδή και τον Πανίκο. Δεν έπεσε έξω. Μαζί μας ήρθε, μα το μωρό το άφησε στην γειτόνισσα. Την Τουρκάλα. Εκείνη της είπε πως άμα κοπάσει το κακό να περάσει να το πάρει. Θα το είχε σαν δικό της παιδί.

Τους έδεσαν τον έναν πίσω από τον άλλο, τους έβγαλαν τα παπούτσια και τους άφησαν ξυπόλυτους να ακολουθούν τα άλογα. Αν κάποιος καθυστερούσε τον χτυπούσαν αλύπητα, μέχρι που η πλάτη του να μάτωνε κι ύστερα τον τουφεκίζανε. Πέντε χάθηκαν έτσι. Από τα μισόλογα κατάλαβε ότι τους πήγαιναν στις φυλακές της Αμάσεια. Τι φυλακές δηλαδή. Ένα τεράστιο περιφραγμένο χωράφι, πέντε έξι δένδρα μέσα και δυο τρία σπίτια και κελιά. Δεν θυμόταν και πολλά όταν τον είδα για πρώτη φορά. Μια τρώγλη για εξήντα αιχμαλώτους, μια κουβέρτα ίσα- ίσα να σκεπάζονται τη νύχτα κι έκαμε φοβερό κρύο τη νύχτα, λίγο φαγητό, χυλός κάθε μέρα. Για μπάνιο μην τα συζητάς. Η τσίκνα μύριζε από μέτρα μακριά. Σιχαίνονταν τον εαυτό τους. Πληγές στο κορμί, φαγούρα, μύγες. Χάνοντας σιγά- σιγά οι αδύναμοι. Προσεύχονταν οι υπόλοιποι.

Πέρασε πάνω από τέσσερα χρόνια στην Αμάσεια, κι ύστερα τους φόρτωσαν σε κάρα αλυσοδεμένους. Τους πήγαν στο Αρνταχάν. Πέντε χρόνια; Θα σε γελάσω. Τα ίδια και χειρότερα. Άλλοι σκοτωμοί εκεί. Άλλοι χαμοί και θάνατοι. Έλεγε δεν θα αντέξει μα τα κατάφερε. Κατά την μεταφορά του στις φυλακές του Αρτβίν, μια μικρή πόλη κοντά στη Γεωργία, το κομβόι δέχτηκε επίθεση, ούτε που θυμάται από ποιους. Ακόμα και τώρα αν τον ρωτήσεις, στις φυλακές της Ξάνθης, δεν θα ξέρει να σου πει. Αυτό που μας έλεγε είναι ότι ένιωσε να του κόβουν τις αλυσίδες και να του λένε τράβα προς τα κει. Ήταν μαζί με άλλους πέντε. Μέσα από χωράφια, και βουνά έφτασαν ποδαράτοι στη Ρωσία, μπήκαν σ΄ ένα καράβι και να στην Ελλάδα. Δεν ήταν δύσκολο να βρει που πήγαν τη γυναίκα τους. Όλοι από κείνα τα μέρη ήρθαμε κατά δω.

Τη Θοδώρα την αγαπούσε. Την αγαπούσε από πολύ μικρή ηλικία. Γειτόνοι ήταν οι γονείς τους. Το καταλάβαιναν και οι δικοί τους. Ούτε φωνές ούτε κλάματα. Τους έδωκαν την ευχή τους και παντρεύτηκαν. Ήρθε και το παιδί, δέκα χρονών παιδί να βλέπει τον πατέρα του να σφάζει με τσεκούρι τη μάνα του. Α πα πα. Τι ψυχή θα παραδώσει ούτε που θέλω να σκέφτομαι.

Τη μέρα του φονικού, η Θοδώρα είχε ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό. Πατάτες με κρέας στο φούρνο. Φόρεσε και τα καλά της. Ο Ιάσωνας ήρθε αργά από το χωράφι, μέσα στη βρώμα, του είχε ετοιμάσει ζεστό νερό να πλυθεί, του έστρωσε τραπέζι, ήταν εκεί και το παιδί. Οι σκιές έξω από το σπίτι. Πήγαιναν έρχονταν. Χτυπήματα από μικρές πετρούλες στο τζάμι. Ο Ιάσωνας βγήκε με το τουφέκι πυροβόλησε στον αέρα, έφυγαν οι αγαπητικοί. Μια δυο μέρες περνούσαν ήσυχα κι ύστερα πάλι τα ίδια. Μπουκιά δεν κατέβαινε. Της ζήτησε τον λόγο, όχι πως δεν καταλάβαινε. Η Θοδώρα του εξομολογήθηκε τα πάντα. Πως δεν είχε επιλογές, μια ανυπεράσπιστη γυναίκα, μ΄ ένα μικρό παιδί. Που να δουλέψει, που να αφήσει το παιδί. Του ζήτησε να την συγχωρέσει. 
Ο Ιάσωνας ένιωσε τη φλέβα να φουσκώνει, στο μέτωπο να στάζει ο ιδρώτας και το χέρι του ασυναίσθητα να πέφτει σαν καταπέλτης στο κεφάλι της. Δίπλα από το τζάκι το τσεκούρι. Δεν έχασε λεπτό. Το άρπαξε και της το κάρφωσε στο λαιμό. Φώναζε το παιδί, ούρλιαζε αυτός, μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Όλο το χωριό. Και οι αγαπητικοί. Έγινε μια καλή κηδεία. Αυτόν τον μάζεψαν οι χωροφυλάκοι, ακόμα μέσα είναι. Σάπισε από τη στεναχώρια και τον καημό του. 

Το παιδί, μη ρωτάς. Δεν μιλούσε για μήνες. Ύστερα άρχισε και πάλι. Το πήρε ένας του χωριού καλός άνθρωπος. Το φρόντισε καλά. Του έμαθε και γράμματα. Εκείνος ζήτησε συγνώμη μα τι να τι κάνεις τέτοια συγνώμη. Η Θοδώρα πάει, πάει μαζί της και αυτός κι όλη η οικογένειά τους. Να το γράψεις κι αυτό πως ο ίδιος ζήτησε συγχώρεση, μα δεν είχε τη δύναμη να συγχωρέσει. Αυτό ήταν και το λάθος του.»

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Η Πανικάβα (η γυναίκα του Πανίκου) / Ιστορία πρώτη από τον Δημήτριο Γκόγκα




   
Πότε ακριβώς την γνώρισα ούτε που θυμάμαι! Ήταν φυσικά μετά τον αρραβώνα με την εγγονή της. Ένα λιπόσαρκο κορμί, που περπατούσε στηριζόμενη σε ένα ξύλινο μπαστούνι. Τα βασανισμένα χρόνια της ζωής της, είχαν δημιουργήσει ένα ανυπόφορο φορτίο, που πότε έγερνε προς τα δεξιά και πότε στην αντίπερα πλευρά. Μετά και τον θάνατο του άνδρα της, ο μεγάλος της γιος, την είχε περιορίσει σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη της αυλής. Το μεγάλο, το είχε κρατήσει για αυτόν. Έτσι έγραφε και η διαθήκη του άνδρα της. Την σημείωση, «μετά τον θάνατο της γυναικός μου» δεν την έλαβε ποτέ υπ΄ όψη.
   Σε κείνη την μικρή καμαρούλα, ένα μικρό ντιβάνι, μια ξυλόσομπα και ένα σαραβαλιασμένο μικρό ψυγείο ήταν πλέον τα υπάρχοντά της. Ούτε λόγος για τηλεόραση. Ένα ραδιόφωνο μόνο, στον ίδιο σταθμό πρωί, μεσημέρι και κάποτε ξεχασμένο και το βράδυ. Ούτε που καταλάβαινε τι έλεγαν στις ειδήσεις, αφουγκραζόταν ευχάριστα τις μουσικές. Με συμπάθησε, την συμπάθησα και γω από την πρώτη στιγμή. Όποτε εύρισκα ευκαιρία πήγαινα στο δωματιάκι της, κατέβαζα τις κατσαρόλες από την μία και μοναδική καρέκλα και άκουγα τις ιστορίες που μου έλεγε από τον Πόντο και την προσφυγιά της στην Ελλάδα. Δεν παρέλειπε ποτέ να με κεράσει. Συνήθως κάποιο γλυκό του κουταλιού, κανένα σοκολατάκι με γέμιση κεράσι. Και πάντα με την πλάτη κυρτή. Ευλάβεια!
    Έπαιρνα μαζί μου ένα μικρό μπλοκάκι και μόλις με έβλεπε έλεγε: « Ήρθε ο ζουρναλίστ!» Έγραφα, έγραφα και της είχα υποσχεθεί θυμάμαι, ότι κάποια στιγμή, ακόμα και εάν έχανα το μπλοκάκι, οι ιστορίες της θα ρίζωναν στο μυαλό μου και θα άπλωναν κλώνους σαν έφτανε ο χρόνος, στα χρόνια μου. Γελούσε, γελούσε δυνατά κι ύστερα έβηχε, σαν να ήθελε να διώξει το κακό της μέρας. Βαθιά γεράματα!
     Κάποια στιγμή την ρώτησα πως κατάφερε να ζήσει ως τότε. Πιο ήταν το μυστικό της; Τι ηλίθια ερώτηση εκ μέρους μου. Ποιο μυστικό από μια καθάρια γυναίκα; Από μια γυναίκα που έτρεχε πάντα στη ζωή της, που φρόντιζε πάντα αυτήν, τον άνδρα της τον Πανίκο και τα παιδιά της. Ίσως το τρέξιμο να ήταν το μυστικό της, ίσως πάλι το γλυκόπιοτο με γεύση μέντας που είχε πάντα στο μικρό παραθύρι της. «Πιες και συ γιόκα μου» Δεν ήπια ποτέ τη μέντα της, αλλά πάντα της έβαζα εγώ στο ποτηράκι και την κατέβαζε μονορούφι. Εμένα έλεγε να ανοίξω μια λεμονάδα. Τόσο γλυκιά, όσο και η συντροφιά της.
     Οι μεταθέσεις ανά την Ελλάδα, με απομάκρυναν από σιμά της. Λιγόστεψαν οι επισκέψεις, οι ακροάσεις, μέχρι που η πένθιμη καμπάνα μας  μήνυσε ότι ταξίδεψε για την τελευταία της κατοικία. Είμαι σίγουρος ότι πήρε μαζί της και το καραφάκι της μέντας.