Σελίδες

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Η μάνα και το αδέσποτο ...του Δημητρίου Γκόγκα



 Είχε χάσει το μονάκριβό της τόσο ανεπάντεχα κι απρόσμενα. Η μοναξιά φώλιασε μέσα στις γωνιές του κορμιού της κι έγινε η αγαπημένη των εποχών της. Έσφιγγε που και που τη γροθιά λες και να ήθελε να τσακίσει το όνειρο. Άρπαζε το σύννεφο και στράγγιζε τη βροχή. Ένα σώμα δάκρυα.

Από το πρωί χιόνιζε ασταμάτητα. Σουρούπωσε. Ένα μικρό φεγγαράκι χτύπησε τη τζάμι της εξώπορτας. Καθώς άνοιξε, τα μάτια του μικρόσωμου αδέσποτου έπεσαν σαϊτιές στη ψυχούλα της. Όμορφο θα ήταν και το δικό της παιδί. Το πιο όμορφο! Μα τώρα στη πόρτα της, τρεμάμενη της ζητούσε την αγκαλιά της μια αδύναμη ζωή. Το ζέστανε με τα χέρια, το τύλιξε με την ζακέτα της, κι άνοιξε το στήθος της να βυζάξει το μονάκριβό της.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Τα προβατάκια της Φάτνης




Η προβατίνα ήταν ανάστατη. Χθες το δείλι, ένας ολόλαμπρος άγγελος την προσκάλεσε στη γέννηση του θεανθρώπου. Έπρεπε να τρέξει στην αγορά και να προετοιμαστεί, αυτή και τα μικρά της προβατάκια. Θα ζέσταιναν το σπήλαιο με την ανάσα τους για το θείο βρέφος.

Την άλλη μέρα το πρωί, έλουσε τα προβατάκια, τα έντυσε με ολόλευκο φόρεμα, χτένισε τα μαλλάκια γύρω από το πρόσωπό τους, αρωμάτισε με λεβάντα και δυόσμο το χνώτο τους και κίνησαν για το σπήλαιο.

Μπροστά τους ένα υπέρλαμπρο άστρο, τρεις μάγοι με δώρα και φίλοι τους από άλλες κοντινές στάνες που είχαν κληθεί στο μεγάλο γεγονός. Όταν έφτασαν στο σπήλαιο, άγγελος τους παρακάλεσε να κάνουν ησυχία για να ακούσουν το «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ουρανού και γης ο κτίστης»

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Η συκοφάντισσα του Δημητρίου Γκόγκα




Μυρμήγκιαζε το κεφάλι της από φθόνο και μίσος για τους υπόλοιπους. Χωμένη μέσα στις ραδιουργίες και τις μικροαπάτες, ως κηφήνας ζούσε μέσα από τους άλλους και από τους άλλους. Η ίδια συκοφάντης και διαιρέτης. Με απλωμένες παρωπίδες, έχτισε τοίχους μπροστά της, να μην την βλέπει ούτε ο ήλιος. Παντού σκιές, εκτός από τη δική της. Δεν άντεχε να βλέπει τη σκιά της. Μην την πατήσει κατά λάθος.

Στη δεξιά της τσέπη είχε πάντα το ευαγγέλιο. Την Κυριακή μετά την καθιερωμένη συγχώρεση – τι τα θες τούτα έλεγε ο ιερέας- έσχιζε και μια σελίδα παραβολής. Δεν ξέρει και κείνη τι της θύμιζαν. Ανακάτευε με τα δάκτυλά της τα μαύρα της μαλλιά, αχτένιστα και άπλυτα να δείχνουν τη μιζέρια και την ψυχική της δυστυχία.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Η Ελπίδα, η Απογοήτευση και ο Στρατιώτης




Τον είχαν επιλέξει ανάμεσα από άλλους στρατιώτες. Ήταν από τους καλύτερους σκοπευτές. Η αποστολή απλή. Να επιλέξει ποια από τις δυο θα πεθάνει. Η Ελπίδα ή η Απογοήτευση; Τις στήσανε στον τοίχο δεμένες πισθάγκωνα, πριν ο ήλιος ανατείλει. Να αποτρέψουν και την αντίδραση του κόσμου. Το κατηγορητήριο απλό. Η Ελπίδα εξέπεσε του ρόλου της. Πέθαινε πάντα τελευταία και η Απογοήτευση γεννούσε πάντα Ελπίδα. Όλα έπρεπε να αλλάξουν. Η Ελπίδα να γεννά Ελπίδα και η Απογοήτευση μόνο Απογοήτευση.

Στόχευσε σωστά. Μα στόχευσε στην απόγνωση του. Δεν μπορούσε να συνηγορήσει σε τούτο. Έστρεψε το όπλο πάνω του. Ύστερα από τον πρώτο πυροβολισμό, απογοήτευση απλώθηκε ανάμεσα στο διάκενο των ανωτάτων και των λοιπών. Ευτυχώς υπήρχε αντικαταστάτης. Μπορούσαν ακόμα να ελπίζουν στην εκτέλεση της μιας.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Το δεξί χέρι



Του έλειπε το δεξί χέρι. Το είχε χάσει σε μια ειρηνευτική αποστολή. Είχε δεχτεί με την ομάδα του,  επίθεση παραστρατιωτικής οργάνωσης και τώρα για να πλυθεί θέλει νοσοκόμα. Τα καταφέρνει στον υπολογιστή, να πάει για ψώνια χρειάζεται οδηγό κι ιπποκόμο. Για να ντυθεί το ίδιο. Δυσκολεύεται να απλώσει τα βράδια την κουβέρτα στο κορμί του. Κρυώνει και βρίζει το χέρι που λείπει.

Προσπάθησε να το αντικαταστήσει. Ότι και να έβαζε στη θέση του, το πέταγε ευθύς. Ένα κλαδί του θύμιζε σκιάχτρο. Μια σκούπα, χιονάνθρωπο. Ένα δρεπάνι, αχυράνθρωπο. Έκαμε δάνειο για τεχνικό μέλος. Δεν μπορούσε να το ξεπληρώσει.
 Το πήρανε με συνοπτικές διαδικασίες το σιδερένιο χέρι. Απογοητεύτηκε. Έξοδα, έξοδα…

Τέλος αποφάσισε και αγόρασε δούλο. Λιγότερο του κόστισε. Αισθάνθηκε αφέντης. Τουλάχιστον των άλλων.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα


Δημήτριος Α. Γκόγκας

Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό


Ποίηση
Λάρνακα 2018
-----------------------------------------------------------------------------

Απόσπασμα

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ


Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.  
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.

Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν.   
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).

Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.

Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.

Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;

Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.

Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.

Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.


***



ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης. 
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.

Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε. 
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας. 
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.

Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν. 
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι,  νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει, 
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.

Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.

Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την άβυσσο.