Σελίδες

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

121 λέξεις σε έναν αποχαιρετισμό




Όταν κλείνεις τα μάτια για  τον αιώνιο ύπνο, δεν μπορεί να δεις τα έδρανα της εκκλησιάς που έχουν κατακλυσθεί από ανθρώπινη αγάπη. Την αγάπη που πιθανόν να μη σου έδειξαν οι άνθρωποι σαν είχες ανοικτά. Παραλύουν και νεκρώνονται οι αισθήσεις σου. Δεν μπορείς να διαβάσεις τα χείλη τους. Εκείνα τα χείλη που μπορεί και να ξεστόμισαν άλογες λέξεις, δριμύτατες αναφορές και τώρα σου λένε το ύστατο αντίο. Δεν μπορείς να ακούσεις τους συγκινητικούς επικήδειους, τα όμορφα λόγια των συγγενών σου, το γλυκό ψιθύρισμα στο νεκρικό αντίο, τους ύμνους, την θαυμάσια εξόδιο ακολουθία, το στερνό τραγούδι των χορωδών.
Δεν μπορείς να γευτείς το δάκρυ των αγαπημένων σου, που πέφτει σαν στάλα βροχής στο μάγουλό σου. Γίνεσαι μνήμη πίσω από τα κλειστά βλέφαρα.

Ο αλήτης του χωριού / Δημήτριος Γκόγκας



Ήταν ατίθασο παιδί και απροσάρμοστο. Αλήτη τον φώναζαν στις γειτονιές. Το δάκτυλο τους πάντα σημάδευε στην καρδιά του. Τον ακολουθούσε η φήμη ότι μιλούσε με αγριομέλισσες. Λάτρευε τον χωματόδρομο που οδηγούσε στο ξωκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου. Μάζευε κάλυκες, τους έλιωνε και έφτιαχνε καλάι.  

Τα βράδια στο χωριό, ήταν μοναχικά. Καθότανε παράμερα, πάνω στο πετρόχτιστο περίβολο του Δημοτικού Σχολείου και παρατηρούσε τους χωριανούς να πηγαινοέρχονται στη μεγάλη βόλτα της πλατείας. Πάντα του σφυρίζανε και κείνος κρυβόταν πίσω από τα πεύκα.

Ένα καλοκαιρινό μεσονύχτι, παρατεταμένο φρενάρισμα σταμάτησε τους παλμούς του χωριού. Η δημοσιά γέμισε με αίμα. Οι επί του καθήκοντος κούνησαν υποτιμητικά το κεφάλι. «Ο αλήτης είναι» είπαν. Από τις τσέπες κύλησαν κάλυκες και λιγοστό καλάι. Τα πήραν για τεκμήρια και αποδεικτικά στοιχεία.