Σελίδες

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Η μετάβαση της Πανικάβας (η γυναίκα του Πανίκου) στην Ελλάδα / Ιστορία δεύτερη από τον Δημήτριο Γκόγκα



  
Η γιαγιά Σοφία με το μαύρο τσεμπέρι και την ξύλινη μαγκούρα καθότανε στο πεζούλι του μικρού της σπιτιού. Μόλις μας αντίκρισε να ανηφορίζουμε τον δρόμο και να την πλησιάζουμε, σηκώθηκε λες από σεβασμό προς τους επισκέπτες της, θες πάλι για να ετοιμαστεί η ίδια ή να ετοιμάσει το τρατάρισμα Καλώς τους μας είπε με εκείνο το αληθινό χαμόγελο του γέροντα που δεν έχει να χάσει πλέον τίποτα πλην της ζωής του. Και δεν θα λυπηθεί καθόλου για αυτό. Τι δουλειά ανθρώπινη και τούτη. Να περιμένεις τον θάνατο σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό!
    «Έτρεχε σαν δαιμονισμένος ο νέος ανάμεσα στα σοκάκια του χωριού. Φύγετε, φύγετε έρχονται οι Τούρκοι. Ούτε που καταλάβαμε οι περισσότεροι πότε ακριβώς μπήκαν οι Τούρκοι, κακό χρόνο να έχουν, στο χωριό. Οι φωνές από τους πρώτους χωριανούς που χάνονταν άρχισαν να ακούγονται και να μας κυνηγούν σας ερινύες. Ένας εφιάλτης απλωνότανε και ένας τρόμος διέγραφε τις ματιές μας. Ήμουνα μόνη στο σπίτι, οι άλλοι δεν ήξερα. Στα χωράφια υποθέτω. Βγήκα με φόβο από την πίσω πόρτα του σπιτιού, δεν πρόλαβα να φορέσω ούτε παπούτσια, όταν αισθάνθηκα να με πιάνει το χέρι ο Παναγιώτης. Ευτυχώς σε βρήκα μου φώναξε, έλα πάμε από δω. Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν δαιμονισμένοι, προς το βουνό και ξωπίσω μας αφηνιασμένοι τούρκοι καβαλάρηδες να πυροβολούν. Η πλαγιά του βουνού απόκρημνη, κάθετη και μεις με την δύναμη να σωθούμε, να ζήσουμε, τραβούσαμε προς την κορφή. Οι σφαίρες βούιζαν σαν μέλισσες γύρω μας, χτυπούσαν πέτρες και δένδρα, σκύβαμε, τρέχαμε, ούτε που κατάλαβα πως μία είχε καρφωθεί στη φτέρνα. Τόση δύναμη για ζωή είχαμε. Κάποια στιγμή μας χάσανε, γύρισαν και ο Παναγιώτης με πήρε στην αγκαλιά του»
     Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο, δεν ήθελε να φανεί το δάκρυ.
   «Άφησα πίσω όλη μου τη ζωή. Το σπίτι, που πήγαν τα αδέλφια μου, τους αγαπημένους μου. Άφησα τα πάντα. Σαν στάχυα σκορπίστηκαν όλοι και όλα στους ανέμους.
     Τις πρώτες μέρες τρώγαμε ότι βρίσκαμε. Κατεβήκαμε από την άλλη πλευρά και φτάσαμε στη θάλασσα. Καράβια περίμεναν, να σωθεί ο κόσμος. Και εκεί έλεγαν θα φτάνανε οι Τούρκοι. Τόσο τρομαγμένο κόσμο δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Μην ρωτάτε πως, Βρωμούσαμε. Στο λιμάνι μας χώριζαν. Από δω για την Μακεδονία, από κει για την Θράκη. Εμένα με στέλνανε στη Ξάνθη. Τον παππού κατά Φλώρινα, Βέροια, ούτε που θυμάμαι. Το μόνο που ξέρω είναι πως είδα τον Παναγιώτη, να πηδά από τα στρατιωτικό φορτηγό, και να ανεβαίνει με ένα σάλτο στο δικό μου. Τόσο με αγαπούσε! Με αγκάλιασε και πάλι. Κοιμήθηκα μέσα του, στην δική του ασφαλή φυλακή. Φτάσαμε σούρουπο στην Ξάνθη. Μας δώσανε λίγη γαλέτα, τυρί, μια κονσέρβα. Κοιμηθήκαμε άλλος εδώ, άλλος εκεί, σε αποθήκες και στα φορτηγά μέσα. Κακό μεγάλο. Και την άλλη μέρα, δυό ώρες ποδαρόδρομο για το νέα μας Πατρίδα, το Κρωμνικό κοντά στη Γαλάνη»

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Ένας από τους φόβους

είναι η αδυναμία της Πολιτείας να αφουγκραστεί την οργή και τον θυμό του πολίτη. Έτσι μη μπορώντας να δώσει λύσεις σε ότι προκαλεί την αγανάκτηση, την οργή και δεν είναι άλλες από τις δικές της αποφάσεις που περιορίζουν τον πολίτη, δημιουργεί, ψηφίζει, κατασκευάζει νόμους εμπόδια σε κάθε δράση του πολίτη. Τον σακουλιάζει, τον χαστουκίζει, τον ραπίζει του στείνη τείζη και οδοφράγματα σε κάθε του βήμα. Και εκείνος ζει μέσα σε μια συνεχή εξάντληση. 

Εξελισσόμαστε

ως κοινωνικά όντα μέσα σε μια αυταρχική Δημοκρατία. Σχεδόν ανίκανοι να αντιδράσουμε σε ότι επιτάσει η δικαιοσύνη καθώς αυτή εκφράζεται ως το δίκαιο του πλούτου και μιας άρχουσας τάξης που δεν προβλέπεται από τους σοφούς αυτού του κόσμου αλλά από την μη σοφία των λαών. 

Δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο ... Δημήτριος Γκόγκας

Δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο τώρα, αυτή τη στιγμή, σήμερα, λίγο πριν... Ύστερα όμως, μετά από αυτό το βήμα, αν διαβάσω δυο στίχους, αν γράψω άλλους τρεις, ίσως κάτι μπορεί να γίνει...

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Σημεία Στίξης του Δημητρίου Γκόγκα : Έπαινος (στην 4η με αξιολογική σειρά) του 5ου διαγωνισμού ποίησης Bonsaistories /2019



Προσπάθησε να θυμηθεί τις τελευταίες συμβουλές του.
Να ασφαλίσει το ποίημα και προπάντων τις λέξεις.
Εάν χαθούν τι θα απομείνει;
Μια κάτασπρη, κενή σελίδα τετραδίου με δείκτη το αόρατο κι ένας σταυρός στο χέρι.
Τη μοναξιά να στραγγίζεται από τη κορυφή, στις παρυφές του ανθρώπου.


Όπου χρειαζότανε στήριξε τις λέξεις και τις προτάσεις με τελεία.
Να σώσει με ανάπαυλα, τη φωνή της ψυχής και τη δύναμη του πόνου.
Να εδραιώσει τη βάση του δίκαιου και του αδίκου, με την αλήθεια.
Κάπου – κάπου κάρφωνε την τελεία άνω, εντόνως.
Άνω δεξιά και άνω αριστερά.
Να χωρίσει τους παράδρομους, τα καλντερίμια και τα σοκάκια της σκέψης.
Χρησιμοποίησε διστακτικά το κόμμα,
για να προκαλέσει αιφνιδίως την προσδοκία πως κάτι θα συμβεί,
χωρίς πίεση αλλά με κάποιο αβέβαιο λόγο.
Κι ας επαναστατούσαν -έστω και- προσωρινά,
οι δευτερεύουσες προτάσεις, οι ερωτηματικές εξάρσεις,
οι συμπερασματικές απόπειρες, οι διαζευκτικές της αβεβαιότητας,
οι παντογνώστες χωρισμοί και τα παραστρατήματα του έντεχνου λόγου.
Όταν απαιτούνταν να δώσει περισσότερες εξηγήσεις, έσπερνε δύο τελείες.
Έτσι απλά, δίδασκε τα αποφθέγματα και τα σοφά λόγια των προκατόχων.
Την παύλα την απέφευγε και το υποστήριζε με παρρησία, λέγοντας: «δεν ωφελεί,
ούτε στον προσδιορισμό των προσώπων σε ένα τυπικό διάλογο.»
Πιότερο προκαλεί σύγχυση, σαν ένα σπαθί χωρίς σταυρό.
Σαν ένα βέλος χωρίς την άκριά του.


Τις παρενθέσεις, τις αγκύλες και τα εισαγωγικά, όλα τα αγάπησε στην φυλακή.
Καρφωμένα στα παράθυρα και στις πόρτες, έκλειναν όλα όσα ένιωθε κατάστηθα,
μα πιο πολύ την ελευθερία.
Κι όταν έκανε την εμφάνισή του το θαυμαστικό, απορούσε σιωπηλός
και σημείωνε με κόκκινη μελάνι ένα τεράστιο ερωτηματικό για την πορεία του ποιήματός
του. Σκήνωμα το βάφτιζε, λείψανο μέχρι να το αναστήσει.
Απέφευγε τους αστερίσκους.
Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ειλικρινή παράθεση των λέξεων.
Να μιλά με το όνομά της η λέξη, κι όχι με διφορούμενα.
Στο τέλος ξεβοτάνιζε τα αποσιωπητικά.
Πάντα ήθελε να πει περισσότερα,
μα τον σταματούσε το φεγγάρι της Άνοιξης και η αύρα του Αυγούστου.