Σελίδες

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Μην τουφεκίζετε την γλώσσα / Δημήτριος Γκόγκας

Είναι η ταυτότητα ενός λαού
Είναι το όνομα και το επίθετο του
Είναι το όνομα του πατέρα του,
της μάνας του
Είναι οι χρόνοι που γεννήθηκε
Ο τόπος που μεγάλωσε
Το ύψος της μεγαλοσύνης του
Το αποτύπωμά του πάνω στη γη. 

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Επισκεπτήριο Αγνοούμενου / Δημήτριος Γκόγκας



Ετοίμασαν από πολύ νωρίς το τραπέζι, χαράματα.  
Έβαλαν τα καλά τους μην του βρει μέρα που είναι άπλυτους και αστόλιστους.
Γιορτή θα έχουν.
Εκείνος αγνοούμενος σαράντα και πλέον έτη.
Θα ήταν αν θυμάμαι στα είκοσι
και τώρα συνταξιούχος εν ελευθερία με παιδιά και εγγόνια,
ίσως να ήταν μελισσουργός, πάντα του άρεσε το μέλι
και στον σιωπηλό χρόνο ποιητής όχι σπουδαίος,
ίσως λίγο πιο κάτω
μα και ακόμα πιο κάτω δεν θα τον πείραζε
όχι, όχι δεν θα τον πείραζε
τόσα που είδε,
τόσα που έκανε
και κυρίως τόσα που του έκαναν.
Θα είχε χρόνο άραγε να τους τα πει;

Φάνηκε από το βάθος του δρόμου,
σκελετωμένος και αγνώριστος.
Φορούσε ακόμα το χακί του παντελόνι,
στον ώμο του είχε το τουφέκι – μα του αφήσανε να έχει το τουφέκι;-
Πρώτη έτρεξε η αδελφή, η μάνα δεν πρόλαβε είχε αποθάνει πριν από λίγα χρόνια
κι ακολούθησε και ο πατέρας,
οι λοιποί συγγενείς, όλοι ανοίξανε την αγκαλιά τους.
Πιάνανε μονάχα κόκκαλα.
«Μη με πονάτε , μη με σφίγγετε, σας παρακαλώ με πονάτε».
Η αδελφή είχε δεθεί πάνω του.
Πότε χαμογελούσε, πότε τον φιλούσε, πότε τον παρακαλούσε κάτι να φάει.

«Οι νεκροί δεν τρώνε» τους είπε.
«Σαράντα χρόνια τώρα κάτω από το χώμα ήμουνα νηστικός και διψασμένος».
 Και εκείνοι γέλασαν.

Θυμήθηκε το τελευταίο του τσιγάρο.
Τον ήχο της σφαίρας στο κεφάλι του.
Το γδούπο του σώματός του μέσα στο πηγάδι.
Το κρύο της φιλόξενης γης.
Τα βήματα των πολιτικών πάνω από τον τάφο του.
Τις χειραψίες και τις συναλλαγές.

«Θα περάσουμε» αδελφέ. «Γύρισες κοντά μας»
Και καθώς τον αγκάλιασε, σπάσανε τα κόκκαλα
και μύρισαν « των ελλήνων τα ιερά*» πάνω από το νεκροσέντονο.
Μνημόσυνο ήτανε η επίσκεψη. Σαράντα και πλέον χρόνια.  

*Στίχος από τον Εθνικό Ύμνο των Ελλήνων