Σελίδες

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Το έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη κορυφή ενός βουνού ένα έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο. Κάθε λοιπόν που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα παρακαλούσε να ανέβει σιμά του ένα ξυλοκόπος, να το κόψει και να πουληθεί σ’ ένα σπίτι. Να στολιστεί με τα ομορφότερα στολίδια και λαμπιόνια. Από τα καταπράσινα κλαδιά του να κρέμονται τα δώρα των μικρών παιδιών. Μα του κάκου, οι ξυλοκόποι δεν ανέβαιναν ποτέ. Έκοβαν τα δένδρα που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού και έφευγαν. Αυτό συνεχίστηκε χρόνια ολόκληρα. Το μικρό έλατο από παιδάκι, έγινε έφηβος, ανδρώθηκε και τώρα μοιραία πλησίαζε τα βαθιά γεράματά του.
Κι έφτασε ο χρόνος που ο θεός το λυπήθηκε και στα φετινά Χριστούγεννα τύλιξε το έλατό μας, μ΄ ένα τεράστιο σύννεφο, στόλισε τα κλαδιά του με κατάλευκο χιόνι, έστειλε την Πούλια με τα επτά άστρα της να φωλιάσει στο κεφάλι του και παρήγγειλε στους δώδεκα αστερισμούς να φωτίζουν πολύχρωμα κάθε κουκουνάρι του. Κάλεσε δε όλα τα ζώα του βουνού να κουρνιάσουν στις ρίζες του. Το έλατο έλαμψε από χαρά, ξανάνιωσε και τίναξε τα κλαδιά του από ευγνωμοσύνη προς τον πλάστη του. Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι τόσο διαφορετικά και τόσο χαρούμενα. Πιο ανθρώπινα, πιο θεϊκά!

Τα 12 αγγελάκια /Δημήτριος Γκόγκας



Πάλι τα 12 αγγελάκια Στη σειρά με τσακισμένα τα άσπρα τους φτερά. Και πάντα μπροστά του η ίδια δικαιολογία. Έσπασαν στη μεταφορά.
Άναψε τον οξυγονοκολλητή κι άρχισε δουλειά. Τ΄ αγαπούσε αυτά τα αγγελάκια. Από μικρό παιδί, στόλιζαν, τις παραμονές των εορτών του δωδεκαήμερου την πλατεία του χωριού και δενόταν μαζί τους, με την εικόνα τους. Μετά τα Θεοφάνια τα μάζευαν χτυπημένα, λερωμένα, βανδαλισμένα. Δεν σέβονταν όλοι την παρουσία τους.    
Οι σκέψεις και οι τύψεις σπινθήριζαν στο μυαλό του. Ζήτησε συγνώμη σιωπηλά, καθώς κολλούσε φτερά, πρόσωπα, σώματα και καθάριζε ότι λερώθηκε από την ασχήμια των συγχωριανών του. Τα φύσηξε στο στόμα, τα κοίταξε στα μάτια. Κάνοντας μια ευχή, τα χτύπησε στους ώμους και είπε: πετάξτε. Εκείνα υπάκουσαν κι ανεβήκανε ψηλά στον ουρανό.



Σημείωση : η φωτογραφία είναι από τη σελίδα: https://sentra.com.gr/kastoria-ekptwtoi-aggeloi-1-000-evrw-thliveroi-dhmotikoi-stolismoi/

Παραιτήσου ‘Αι Βασίλη / Δημήτριος Γκόγκας




Αγαπητέ Αι Βασίλη. Σε είδα σήμερα σε διαφήμιση. ‘Ήσουν ανάμεσα σε φτωχά παιδιά της Αφρικής, να καμαρώνεις, σαν εκφράζανε τις ευχές τους. «Να έχω νερό» έλεγε ένα, «να τρώω κάθε μέρα, να μην φοβάται η μητέρα μου το άλλο, να έχει δουλειά ο πατέρας μου. Δεν ζήτησαν ούτε μπάλα, ούτε τρενάκι. Κι ύστερα χάθηκες τρέχοντας στην έρημο τη στιγμή που ένας ήλιος ανέτειλε ή έδυε. Δεν ξεχώρισα καλά…
Εκεί να μείνεις Άι Βασίλη. Να παραιτηθείς και να μείνεις στην Έρημο. Γιατί δεν λες την απλή αλήθεια; Πως κάθε χρόνο, δώρο δίνουν και παίρνουν όσοι έχουν χρήματα και πως κάποιοι φροντίζουν τα παιδιά εκείνα να ξυπνούν και να βλέπουν τους ίδιους καλικάντζαρους να πριονίζουν ακατάπαυστα το δένδρο της γης και της ζωής.

Το σκυλάκι που έγινε άγγελος




Μύριζε στον αέρα την ανυπαρξία της ζωής. Καταλάβαινε, ο χρόνος τελείωνε για τον κύρη του. Ανησυχούσε και για τους δύο. Που θα πήγαινε; Είχε ακούσει πολλές ιστορίες και είδε ακόμα περισσότερες εικόνες. Μελετούσε τις νύχτες τα αστέρια καθώς ξάπλωνε στα αδύναμα πόδια του. «Εκεί πάνω πάνε όλοι» σκέφτηκε. «Γίνονται κάτι σαν άγγελοι» Ένιωθε το αίμα να κρυώνει και έγλυφε με τη γλώσσα το δέρμα του. Να ζεσταθεί, μην τον χάσει αυτή τη νύχτα. Ας αργούσε λιγάκι ο αποχωρισμός. Γύρισε το βλέμμα  κι έπεσε μ ΄έναν αναστεναγμό μέσα στο δικό του.

Μια μέρα βρέθηκε μόνος στην αυλή. Τα δένδρα έχασαν τα φύλλα τους. Ένα αεράκι σκόρπισε εικόνες. Ένιωσε να φυτρώνουν φτερούγες στη πλάτη του. Γάβγισε από τη χαρά. Πήγαινε στον άνθρωπό του.

Ο Άι Βασίλης, τα άλλα ζώα και το παράτολμο σχέδιο τους.




Ένα παραμύθι από τον Δημήτριο Γκόγκα



Όπως και κάθε χρόνο έτσι και φέτος ο Άγιος Βασίλης ετοιμάστηκε να μοιράσει τα δώρα στους μικρούς του φίλους σε ολόκληρο τον κόσμο. Λίγες ημέρες πριν έρθει ο καινούργιος χρόνος όλα είχαν τακτοποιηθεί και μόνο κάποιες μικρές εκκρεμότητες έπρεπε να διευθετηθούν. Οι τάρανδοι καθαρίστηκαν, σκουπίστηκαν τα κέρατά τους, το έλκηθρο βάφτηκε εκ νέου, μπήκαν μέσα σε μεγάλους σάκους όλα τα δώρα, ανά Ήπειρο, χώρα, πόλη και χωριό. Το μόνο που απέμεινε ήταν να έρθουν τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας του χρόνου, για να ξεχυθεί στους δρόμους του ουρανού, οδηγώντας το πανέμορφο κόκκινο άρμα του και να μοιράζει δώρα, όχι μόνο στα παιδάκια που του έστειλαν γράμματα αλλά και σε όλα εκείνα που ικετεύουν να τους δώσει ένα χαμόγελό του.

Όμως το προαίσθημα πως κάτι δεν θα πήγαινε φέτος καλά, του ασπρογένη γέροντα, βγήκε αληθινό. Την ημέρα των Χριστουγέννων, την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός, τη φωτεινή εκείνη μέρα της αγάπης και της χαράς, παρουσιάστηκε στον Αι Βασίλη, αντιπροσωπεία ζώων από διάφορα σημεία του πλανήτη. Επικεφαλής ήταν το λιοντάρι από την Αφρική, δίπλα του στεκότανε ένα τεράστιο Καγκουρό από την Αυστραλία μαζί με ένα Κοάλα.  Λίγο πιο πίσω χλιμίντριζε ένα άλογο από την Αμερική, ενώ το συνόδευε ένα γιγαντόσωμος Βίσωνας. Η Ευρώπη έστειλε ένα πανέμορφο Ελάφι και η Ασία έναν Ελέφαντα. Ο Αι Βασίλης ταράχτηκε. Ποτέ του δεν είχε δεχτεί τέτοια επίσκεψη. Μαζί με τα ξωτικά, τους οδήγησαν στη μεγάλη φωταγωγημένη σάλα, με τα πελώρια στολισμένα δένδρα και τα αμέτρητα δώρα.

Πρώτο μίλησε το λιοντάρι, ο βασιλιάς των ζώων: «Αγαπητέ μας Αι Βασίλη. Κάθε χρόνο παρατηρούμε την προσπάθειά σου να δώσεις δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Και κάθε χρόνο αποτυγχάνεις, διότι δεν προλαβαίνεις. Όχι γιατί δεν θέλεις αλλά γιατί δεν μπορείς. Είναι η πικρή αλήθεια. Όλα τα ζώα αποφασίσαμε να σε βοηθήσουμε σε αυτή την προσπάθεια φέτος και εάν πετύχει να συνεχίσουμε και τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου θα ξεκουραστούν και οι αγαπημένοι σου Τάρανδοι. Τι προτείνουμε. Θα μεταφέρεις τα δώρα με το έλκηθρο σου μέχρι την Ήπειρο, τη χώρα που επιθυμείς και σε συγκεκριμένο σημείο. Από εκεί και πέρα θα υπάρχουν δεκάδες άλλα έλκηθρα με άλλα ζώα, όπως άλογα, ελέφαντες, λαγοί, ελάφια, γάτες, σκύλους, λιοντάρια, βίσωνες, καγκουρό που θα αναλάβουν το μοίρασμα των ζώων. Τα βραδυκίνητα ζώα όπως οι χελώνες, τα σαλιγκάρια, τα Κοάλα, οι Βραδύποδες, θα αναλάβουν τη διανομή δώρων σε μικρά χωριουδάκια.»

Ο Αι Βασίλης άκουγε σκεφτικός όπως και τα ξωτικά. Κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε την χιλιόχρονη παράδοση. Όχι δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο, αλλά αναγνώριζε τις δυσκολίες που συναντούσε κάθε χρόνο και κυρίως το αποτέλεσμα που δεν ήταν ιδιαίτερα θετικό. Εκατομμύρια παιδιά χωρίς δώρο. Πόλεμοι, ασιτία, ανεργία, φυσικές καταστροφές, δυστυχία. Και από την άλλη η παράδοση. Κάθε αλλαγή θα καταργούσε, θα διασάλευε την επίγεια και ουράνια τάξη. Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Πριν όμως προλάβει να πει το όχι, το λιοντάρι συνέχισε: «Μεγάλε και τρανέ Αι Βασίλη. Εάν δεν αποφασίσετε θετικά, όλα τα ζώα δεν θα σας επιτρέψουμε να στήσετε και την φετινή τραγωδία. Δεν μπορεί να φέρνετε ευτυχία και να δίνετε δώρα, μόνο σε παιδιά που έχουν την δυνατότητα να σας δεχτούν. Θα κλείσουμε όλες τις καμινάδες και δεν θα σας επιτρέψουμε να μπείτε σε κανένα σπίτι. Τουλάχιστον να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους! » Όλα τα ζώα που τον συνόδευαν έγνεψαν θετικά.
Τα ξωτικά κοίταξαν με απορία τον Άγιο τους και εκείνος χάιδεψε την άσπρη του γενειάδα. Ας γίνει λοιπόν έτσι, δέχομαι την πρότασή σας. «Εμπρός λοιπόν. Δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου» είπε.

Η επιχείρηση ξεκίνησε κανονικά από το χωριό του Αι Βασίλη και σύμφωνα με το σχέδιο των ζώων. Έλκηθρα με λιοντάρια, ύαινες, καμηλοπαρδάλεις, τίγρεις στήθηκαν στην έρημο της Αφρικής και παραλάμβαναν τα δώρα που έριχνε από τον ουρανό ο Αι Βασίλης και τα μοίραζαν ταχύτατα σε όλες τις πόλεις και τα χωριά. Το ίδιο συνέβη και στην Αυστραλία με τα καγκουρό, στην Ευρώπη με τα ελάφια, τις αρκούδες, τα γαϊδουράκια, στην Αμερική με τα γεροδεμένα άλογα και τους βίσωνες, στην Ασία με τους ελέφαντες, τις αγελάδες στην απομακρυσμένη Σιβηρία με τις πολικές αρκούσες.

Πριν ξημερώσει κάθε παιδί σε κάθε γωνιά του κόσμου είχε το δώρο του. Ο Άγιος Βασίλης γελούσε από ευτυχία και έτριβε τα πελώρια χέρια του από χαρά. Τα ζώα του κόσμου αγκαλιάστηκαν από άκρη σε άκρη και άφησαν μια τεράστια κραυγή από ικανοποίηση. Το σχέδιο τους πέτυχε απόλυτα και αποφασίστηκε κάθε χρόνο έτσι να γίνεται. Για την ειρήνη και την αγάπη των παιδιών, για το καλό όλου του κόσμου.

Ο χειμώνας και το απατηλό σχέδιο του / Δημήτριος Γκόγκας





4 μικρές ιστορίες με 121 λέξεις
για την προσπάθεια του Χειμώνα
να είναι ...Χειμώνας όλος ο χρόνος!





[1]

Είχε  αρχίσει να γίνεται εκνευριστική η κατάσταση. Κάθε χρόνο περί τα τέλη Οκτωβρίου κοιλοπονούσε ο χρόνος, γεννιόταν και πέθαινε συνήθως στα τέλη του Φλεβάρη. Όσες φορές η ζωή του παρατείνονταν μέχρι και τον Μάρτη δοξολογούσε τον Θεό που του είχε δώσει κάποιες μέρες παραπάνω. Διέκρινε στα μάτια των ανθρώπων σεβασμό. Η ακολουθία όμως της γέννησης μιας εποχής, μέσα από την μήτρα της άλλης, του έδωσε το δικαίωμα της αμφισβήτησης τούτης της τάξης. Δεν άντεχε η Άνοιξη να γεννά το Καλοκαίρι, εκείνο το χλωμό Φθινόπωρο και να βηματίζει ο ίδιο ως Χειμώνας στο τέλος. Μέχρι να ανδρωθεί, πέθαινε! Ήθελε να είναι η αρχή και το τέλος. Ήθελε να είναι ο χρόνος όλος! Γνώριζε ότι αυτό ήταν δύσκολο, αλλά εκπόνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο.

[2]
Ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων κατά τις μέρες της βασιλείας του. Γιορτές, Χριστούγεννα, ο ερχομός του Νέου Έτους, τα Θεοφάνια, οι Απόκριες, έδιναν στην εποχή του μια φανταστική λάμψη. Ο ίδιος σκέπαζε την πλάση με κατάλευκο χιόνι, στόλιζε με νιφάδες όλα τα δένδρα, μοίραζε δώρα με τον απεσταλμένο του, φρόντιζε να υπάρχει ένας χιονάνθρωπος σε κάθε αυλή, χτυπούσε με τους αέρηδες τις καμπάνες σαν έφτανε ο νέος χρόνος. Όμως η ευτυχία και η χαρά αυτή ήθελε να υπάρχει και στις τέσσερις εποχές. Έτσι βάζοντας τα δυνατά του, άρχισε να παγώνει σιγά-σιγά όλες τις ημέρες του χρόνου. Οι άλλες εποχές εξαφανίστηκαν. Η Άνοιξη μετανάστευσε. Κρύφτηκε στα βάθη του Αυγούστου και το Φθινόπωρο αφομοιώθηκε στο τέλος του Νοέμβρη. Έγινε ένας παγωμένος κρύσταλλος.
[3]
Οι άνθρωποι άρχισαν να κρυώνουν ολοένα και περισσότερο. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους για να ζεσταθούν,  τα σχολεία δεν λειτουργούσαν ποτέ, τα παιδιά δεν έπαιζαν στις αυλές, οι παραλίες άδειαζαν, οι λίμνες και τα ποτάμια πάγωναν, τα πουλιά προσπαθούσαν να βρούνε φωλιές για να κρυφτούν, τα ζώα δεν ξυπνούσαν από την χειμέρια νάρκη τους, τα λουλούδια δεν άνθιζαν και ο ολόχρονος Χειμώνας άρχισε να δυσφορεί μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη αλλαγή. Να είναι δυστυχισμένος.
Κουκουλώθηκε στην άσπρη κουβέρτα του για να μην κρυώνει. Ήταν παντοδύναμος μα του έλειπε τώρα η αναμονή των εορτών, του νέου έτους. Απουσίαζε η λαχτάρα του αγιασμού των Υδάτων. Η προσμονή των Αποκριών. Όλες οι γιορτές του χρόνου είχαν άσπρο χρώμα. Αυτό τον κούραζε και του προκαλούσε θλίψη.

[4]

Αποφάσισε να αλλάξει. Μαλάκωσε. Άρχισε να ζεσταίνεται και να λιώνει. Είχε νικήσει αλλά δεν αισθανότανε νικητής. Ο κόσμος υπέφερε και αυτό του δημιουργούσε τύψεις. Αργοκίνητα στην αρχή και ύστερα γοργά, έδιωξε τα σύννεφα και την ομίχλη. Άφησε τον ήλιο να απλωθεί από την Ανατολή ως την Δύση, να λιώσουν οι πάγοι από τις λίμνες, τα ποτάμια. Ξύπνησαν όλα τα ζωντανά της γης.
Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους, τα σχολεία άνοιξαν πάλι και τα παιδιά γέλαγαν την άνοιξη, τραγούδαγαν το καλοκαίρι και μαγεύονταν από τον χορό των κιτρινισμένων φύλλων του Φθινοπώρου, αναμένοντας τη μαγεία του Χειμώνα, με τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, με τα δώρα. Ο Χειμώνας βρήκε τον εαυτό του. Χαμογέλασε και κάθισε στον θρόνο του.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Ο θρήνος στις αλυκές *


* Β΄βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό 
της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού 
(8ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός/ 2019)

Τον φωτεινό Ιούλη, όταν οι εχθροί, που τους ονομάζανε φίλους και καμαρώνανε δαφνο-στεφανωμένοι στο βορρά, Κυπραίοι λέγανε είμαστε, μπαίνανε στα υποστατικά και τα φορτωμένα κτήματά τους με τις σοδειές του καλοκαιριού, αυτός δέκα χρονών τότε, έπαιρνε τον δρόμο για τον πνιγηρό νότο. Είχε αφήσει τα παιδικά του όνειρα στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού, αποχαιρέτησε βιαστικά τους παιδικούς, αλλόθρησκους φίλους, που ξάφνου του φάνηκε πως τα μάτια τους  γέμισαν σκοτάδι, ανέβηκε στην καρότσα του φορτηγού του πατέρα του, μαζί με ολάκερη την γειτονιά, θα ήτανε και σαράντα νοματαίοι και έφτασαν στην Λάρνακα. Το ταξίδι δεν ήταν μακρινό. Μια ώρα δρόμο. Όμως του φάνηκε αιώνιο. Στο βάθος διακρίνονταν, μέσα στην κάψα και στην αντηλιά οι καπνοί και τα μπουμπουνητά του άνισου αγώνα. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα της μάνας του και το σκεπαστό με το μαύρο τσεμπέρι, πρόσωπο της γιαγιάς. Θυμάται ακόμα πως τα μαλλιά του πατέρα του, άσπρισαν μέσα σε μία ημέρα. Τόση ήταν η στεναχώρια του.

Στην καινούργια παιδική του πατρίδα, το πρώτο σπίτι ήταν μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την πόλη της Λάρνακα, κοντά στις αλυκές. Με τον καιρό συνήθισε το πρόγραμμα του καταυλισμού. Ξύπνημα νωρίς, πολύ νωρίς τις περισσότερες φορές, πρωινό, προσπάθεια για παιχνίδι και πάλι ένα γύρω την σκηνή. Ο πατέρας εξαφανιζότανε για ώρες. Όταν ερχότανε, όλο μιλούσε με την μητέρα, τις περισσότερες φορές κάπου απόμερα, μην ακούσει αυτός. Άλλες φορές όταν τα μυστικά ήταν σπουδαία, μιλούσανε μπροστά του, μα δεν ακούγονταν άχνα, κάνανε όνειρα φωναχτά μα μόνο τα μάτια ήταν ορθάνοικτα, κάποιες φορές είχαν βρει και κουράγιο να γελάσουνε και του χάιδευαν  τα κατσαρά μαλλιά. Κάνε λιγάκι υπομονή του έλεγε ο πατέρας. Όλα θα σιάξουν.

Τα απογεύματα, δειλά- δειλά, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την σκηνή. Έπαιρνε τα μονοπάτια που οδηγούσανε στις αλυκές και χανότανε στο χοντρό αλάτι και την μυρωδιά της αλμύρας. Κάποιες φορές τα αγκάθια από τα πουρνάρια και τους αντρούκλιαγρους του γδέρνανε τα δέρμα αλλά άντεχε αυτόν τον πόνο. Τα λεπτά του πόδια τσούζανε, όταν το αλάτι πασπάλιζε τις πληγές αλλά δεν τον ένοιαζε. Φανταζότανε τον εαυτό του πουλί, φλαμίνγκο, να περπατά μέσα στο άσπρο των αλυκών, να ξεπλένεται στην άκρη, στις αβαθείς γούρνες με το εναπομένον νερό του καλοκαιριού και να περιδιαβαίνει το δάσος με τους ευκάλυπτους, τους φραμούς και τα ζυγόφυλλα. Όταν γύριζε στην σκηνή, χανότανε στις οπτασίες  που έβλεπε στην οροφή της, μέσα στις σκιές και τα περιγράμματα των νυχτόβιων πετούμενων, που χόρευαν πίσω από το φως της λάμπας.

Ο χρόνος κυλούσε μέσα στο γκρίζο και στο κλάμα. Οι πληροφορίες από τον αγώνα αποθάρρυναν τον κόσμο. Οι πιότεροι όμως και μάλιστα οι γεροντότεροι, έδειχναν να γνωρίζουν, πως το κακό έφτανε στο τέλος του. Οι ήχοι του τα βράδια, τον τρόμαζαν. Την ημέρα, στον καταυλισμό επικρατούσε μια περίεργη αναταραχή. Ένα πρωινό, κάλεσαν και τον πατέρα του στο μέτωπο. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα που χάνονταν στο αλάτι. Δεν τον είδε ξανά. Ούτε έλαβε ποτέ του μήνυμα. Με μια φωτογραφία του στο προσκεφάλι και στις πορείες, σιμά με την μάννα και την μαυροντυμένη γιαγιά του. Τα μαλάκια του άσπρισαν. Σαν περπατούσε μονάχο μέσα στα μονοπάτια των αλυκών δεν το ξεχώριζες πλέον. Ένα σύννεφο αυτό και ένα τα λευκά φλαμίνγκο. Ήρθαν και έφυγαν. Ξανά ήρθαν και ξανά έφυγαν.

Μεγάλωσε, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε. Τα φλαμίνγκο ζευγάρια  φτερούγισαν, περπατούσαν μέσα στις αλυκές, μεγάλωναν και έφευγαν. Αυτός έμεινε. Η κυβέρνηση, τους έδωσε ένα μικρό σπίτι, δουλειά για την μητέρα. Η γιαγιά είχε βαλαντώσει στο κλάμα, πίσω από το μαύρο τσεμπέρι. Έκλαιγε πάντα δύο φορές την ημέρα. Μία για τον παππού και την άλλη για τον γιο της. Σαν τελείωσε το λύκειο, ήρθε η ειδοποίηση να πάει στο στρατό. Η μάννα πάλι δάκρυζε, έλεγε από υπερηφάνεια, αυτός δεν γελούσε. Χανότανε και έπαιζε κρυφτό, πίσω από τις πρώτες ανδρικές σκέψεις και τα άσπρα μαλλάκια του, που έπεφταν συνήθως αχτένιστα μπροστά από τα σκούρα μάτια. Σαν γιος πολεμιστή, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα σε στρατόπεδο στην Λάρνακα. Δίπλα από τις αλυκές. Να είναι κοντά και στην μητέρα του.

Του άρεσε ο στρατός. Τον απομόνωνε από την κοινωνία και αυτό του άρεσε. Μα πιο πολύ, του άρεσε να φυλά σκοπιά στην ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Έβλεπε από εκεί όλη την περιοχή των αλυκών και το τέμενος του Χαλά Σουλτάν. Άσπρη, το ζεστό καλοκαίρι, υγρή το θαμπό Φθινόπωρο. Γιόμιζε νερό η μεγάλη λεκάνη και πουλιά. Όλα γίνονταν φλαμίγκο. Οι παντοτινοί εχθροί μοιάζανε με εριστικούς κυνηγούς που με τα όπλα τους τριγύριζαν στα δικά του μονοπάτια. Αυτός κατέβαινε από την σκοπιά, άφηνε το κράνος και τις εξαρτήσεις  στα σκαλοπάτια της, έβγαζε τις αρβύλες και τα στρατιωτικά ρούχα.  Περπατούσε γυμνός μαζί με τα Φλαμίγκο. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Τον κάλεσε ο διοικητής, τον επέπληξε, τον τιμώρησε, του είπε για τους κυνηγούς, μίλησε για ντροπή, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Τα σγουρά μαλλάκια του έγιναν ακόμα πιο άσπρα.  Τον έστειλαν σε γιατρούς, αλλά δεν του βρήκανε τίποτε. Όλα φυσιολογικά.

Γύρισε πάλι στην σκοπιά του. Γύριζε πάντα στη σκοπιά του.

Κάποια μέρα, είδε τον πατέρα του να τριγυρνά, μέρα μεσημέρι, στις αλυκές μαζί με τα πουλιά. Φώναζε το όνομά του. Γδύθηκε στα βιαστικά, άφησε στην άκρη το όπλο, έτρεξε  με μανία , τα πουλιά τρόμαξαν και πέταξαν μακριά. Ο ήχος και οι συνεχείς λάμψεις  από τον βορρά τρόμαξαν και τον ίδιο. Γονάτισε στο αλάτι. Καθώς έγερνε, είδε τα Φλαμίγκο τριγύρω να οσμίζονται το αίμα του. «Τόση ομορφιά μπαμπά» σκέφτηκε «τόση ομορφιά»  και έδυσαν τα μάτια του, πίσω από το μαύρο, μουσκεμένο  τσεμπέρι της γιαγιάς.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ* του Δημητρίου Γκόγκα


* Έπαινος 
στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό διηγήματος 
της Εταιρείας Τεχνών Επιστημών 
και Πολιτισμού Κερατσινίου 
έτους 2019

1

Κοίταξε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στον καθρέφτη. Πλησίαζε τα εξήντα. Τα κοντά μαλλιά του είχαν αραιώσει και ασπρίσει. «Πως έφτασα μέχρι εδώ» αναρωτήθηκε. Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν. Πάνε πάνω από τριάντα αν θυμάται καλά.«Γέρασες μεγάλε» είπε στα μέσα του. Οι γκρίζες ημέρες της εισβολής είχαν παρέλθει και μαζί τους είχαν πάρει τις περισσότερες μνήμες, τα αγαπημένα πρόσωπα, όλα δικά του πρόσωπα. Από τότε που είχε γίνει γνωστή η συμμετοχή του στην αρπαγή εκείνης της κοπέλας, στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης, όλοι φίλοι και γνωστοί, του γύρισαν την πλάτη. Δεν το ήξερε. Η ζωή που έκανε η κοπέλα ήταν όμοια με αυτή της «κοινής» γυναίκας. Έτσι του είπαν, έτσι κατάλαβε. Δεν το είχε αντιληφθεί τότε. Πώς να το εκτιμήσει; Διαταγές εκτελούσε.
 Ευτυχώς η κυβέρνηση, αποζημιώντας τις υπηρεσίες του κατά την σκοτεινή περίοδο της χώρας, όπως επικράτησε να λέγεται το χρονικό εκείνο διάστημα, μέχρι στο νησί να επικρατήσει ηρεμία, τον διόρισε επιστάτη του τούρκικου τζαμιού στην άκρη της πόλης, κοντά στις αλυκές. Στην αρχή η ιδέα και η πρόταση δεν του άρεσε. Πως ήταν δυνατόν ένας χριστιανός να λειτουργεί μέσα σε μουσουλμανικό τέμενος. Η αυστηρή όμως ματιά του επιτρόπου, η επισήμανση ότι θα έρθουν δυσκολότερες ημέρες και ίσως δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία για δουλειά με υψηλό εισόδημα, τον έπεισαν. Τι στο διάολο σκέφτηκε, όλα συνήθεια είναι!
     Οι πρακτικές καθημερινές του ασχολίες δεν ήταν διαφορετικές από αυτές ενός μέσου κυπριακού σπιτιού. Απουσία τις περισσότερες ημέρες του χρόνου, μουσουλμάνων πιστών, το πράμα γινότανε από μόνο του ακόμα πιο εύκολο. Εξαιρούνταν οι ημέρες όπου το τζαμί το επισκέπτονταν δεκάδες τουρίστες και οι μουσουλμανικές περίοδοι νηστείας.
Κάθε πρωί έπρεπε να σηκώνεται νωρίς, να ανοίξει τα παράθυρα του τζαμιού, για να αεριστεί. Καθάριζε τα έδρανα του ιμάμη και μερικά, ευτυχώς ήταν λίγα, καθίσματα. Δυο φορές την βδομάδα τίναζε τα παλιά χαλιά των πατωμάτων και μία φορά τον μήνα τα έπλυνε στην μεγάλη πέτρινη γούρνα στο βάθος της αυλής. Η εργασία αυτή του ήταν επώδυνη, καθ΄ όσον τον ενοχλούσε μία παλιά δισκοκήλη, αλλά  δεν έβγαζε μιλιά. Πότιζε και καθάριζε τους κήπους, κλάδευε τα δένδρα, σκούπιζε τα σκαλοπάτια, έτριβε τις ακαθαρσίες των πουλιών από τους τοίχους, μάζευε τα πεσμένα φύλλα του Φθινοπώρου. Κάποιοι συμπολίτες του, χριστιανοί ορθόδοξοι, είχαν αντιδράσει με αυτόν τον διορισμό, όχι γιατί έγινε με συνοπτικές διαδικασίες αλλά για την ανώμαλη σύμπραξη, χριστιανισμού και μωαμεθανισμού. Οι γραμματιζούμενοι της πόλης κατέθεσαν σχετικό υπόμνημα, στο οποίο ανέφεραν τους λόγους της αντίθεσής τους. Ο Δήμαρχος δεν το δέχτηκε, τους κατηγόρησε ευθέως για ρατσισμό και μισαλλοδοξία και κάπου εκεί φάνηκε να τελειώνουν τα πράγματα. Όμως η ζωή είχε αποφασίσει αλλιώς.


2

Ακούστηκε το πέταγμα των περιστεριών. Το ατελείωτο γουργουρητό τους τον ενοχλούσε. Σαν ερινύες που σούβλιζαν τα νεύρα του. Οι γέρικες φλέβες στο μέτωπο τεντώνονταν επικίνδυνα, τσίτωναν, έτοιμες να σκάσουν. Μια ζαλάδα πάντα, μια συνεχή ζαλάδα. Το μυαλό του ταλαιπωρούνταν από δεκάδες αρνητικές σκέψεις όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Κοιμόταν με τύψεις ξυπνούσε παρέα με αυτές. Ήθελε να αποτελειώνει μια και καλή με τις τύψεις και δεν εύρισκε τον τρόπο. Όλα του έφταιγαν και πιο πολύ τα πουλιά. Τα άσπρα περιστέρια.
     Οι περιστερώνες ήταν έξω από το προαύλιο του τζαμιού αλλά εκείνα στέκονταν όλη την ημέρα πάνω από το πέτρινο κτίσμα των νιπτήρων. Με μικρά πετάγματα, κατέβαιναν έπιναν νερό από τους πέτρινους κρουνούς και ξανά έπαιρναν τις θέσεις τους στα γεισώματα. Μισούσε τα περιστέρια, τα έδιωχνε, αλλά εκείνα γύριζαν πάλι κοντά του. Δεν τα καταλάβαινε, δεν ήθελε να τα καταλάβει. Ποτέ δεν τα έδινε να φάνε. Ας φροντίζουν μόνα τους σκεφτόταν. Αφού ο θεός είναι μεγάλος θα μεριμνήσει και για τούτα. Μόλις τελείωνε την σκέψη, έλεγε πως αμάρτησε και κρυβότανε στην κάμαρά του. Το καντηλάκι πάντα αναμμένο μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και μια προσευχή λύτρωση σχεδόν κάθε μέρα. Όταν εμφανίζονταν μουσουλμάνοι επισκέπτες και ζητούσαν πληροφορίες, έσβηνε βιαστικά το καντήλι και σκέπαζε το εικόνισμα με ευλάβεια. Δεν ήθελε να προκαλέσει. Ήθελε απλώς να ζήσει.

3

Έξω από τον περίβολο του τζαμιού, ο Δήμος είχε οριοθετήσει, ένα μικρό μονοπάτι, που ξεκινούσε από τον κεντρικό δρόμο, έφερνε γύρα τις αλυκές και κατέληγε πάλι εκεί. Οι περιπατητές και οι  φυσιολάτρες είχαν επικροτήσει την προσπάθεια αυτή του Δημάρχου και είχαν σπεύσει πολύ γρήγορα, πριν ακόμα εγκαινιαστεί το μονοπάτι να το δοκιμάσουν. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, περπατούσαν να ξεκουραστούν, άλλοι έτρεχαν και άλλοι για να ξεχάσουν το παρελθόν.
     Τους έβλεπε με ευχαρίστηση και συνάμα με θαυμασμό. Κρεμότανε από τον συρμάτινο φράχτη και τους χαιρετούσε. Λίγοι ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό, όσους  τους ήξερε και από παλιά, όταν τις ζεστές νύχτες πριν την εισβολή κατέδιδαν πολίτες στην κυβέρνηση και συνεργάζονταν με τους απέναντι αντικυβερνητικούς. Οι περισσότεροι περνούσαν αδιάφορα από μπροστά του, σχεδόν τον έφτυναν.
     Είχε συμμετάσχει με προθυμία στις μαυροντυμένες ομάδες τήρησης της ηθικής τάξης στην Λάρνακα. Οι οικογενειακές του καταβολές και οι συντηρητικές πεποιθήσεις των δικών του, προδίκαζαν και την δική του πορεία. Δεν μπόρεσε ποτέ, όσο και αν προσπάθησε με την νεανική του φύση να αντιδράσει να ακολουθήσει αριστερά και κόκκινα μονοπάτια. Τον είχαν πείσει και είχε δεχτεί αναντίρρητα, σχεδόν με απόλυτο τρόπο, την ιδέα πως για όλα έφταιγαν οι κομουνιστές και οι πουτάνες. Τους πρώτους τους πολέμησε, τους κατέδωσε, συμμετείχε στα βασανιστήριά τους, στο κυνηγητό στις αλυκές, στα αυτοσχέδια  υπαίθρια δικαστήρια και στους εξοστρακισμούς από το κέντρο της πόλης όλων εκείνων των γυναικών που με τον έκφυλο βίο τους μόλυναν τα σπλάχνα του. Όχι πως δεν τις είχε ανάγκη, άνδρας ήτανε, αλλά μέχρι εκεί. Μόλυναν την ατμόσφαιρα, την πόλη του, του έφερναν δύσπνοια. Πως μύριζαν έτσι τα μπουρδέλα ! Κολόνια, γυναικεία σάρκα και ανδρικό σπέρμα. Ανατρίχιασε. 


4

Κάποια ημέρα, θυμήθηκε, απόγευμα τον ειδοποίησαν να ετοιμαστεί. Μόλις θα έπεφτε η νύχτα θα ξεκινούσανε να μαζεύουν τις πόρνες και τις γυναίκες της νύχτες, από όλα τα σημεία της πόλης. Έβρεχε και είχαν λασπώσει οι δρόμοι. Μικρά ποτάμια είχαν σχηματιστεί που κατέληγαν στις αλυκές. Η Λάρνακα ξεδιψούσε τα σπλάχνα της.  
      Πήραν ένα μικρό σκεπαστό φορτηγό και περνούσαν από τους γνωστούς δρόμους με τα πορνεία. Με το πρόσχημα του πελάτη, έμπαιναν μέσα, τα διέλυαν όλα, πρόσταζαν πλαστά έγγραφα εισαγγελικής αρχής για σύλληψη με βάση  τον νόμο περί προσβολής της δημόσιας ηθικής της πόλης και αφού τις άρπαζαν με δύναμη τις φόρτωναν και τις μετέφεραν στις κεντρικές φυλακές. Εκεί αφού βίαζαν τις ωραιότερες, τις πετούσαν στα υγρά κελιά τους. Κανένας σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν για αυτές. Με συνοπτικές διαδικασίες οι ποινές που τις επιβάλλονταν ήταν εξοντωτικές. Έμπαιναν νεαρές και έβγαιναν όταν τα πρόσωπά τους αποκτούσαν τις πρώτες συννεφιασμένες ρυτίδες.
     Οι πληροφορίες τους έφεραν στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Ήξερε και την γιαγιά με τις υπέροχες πίτες. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Η μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για την γιαγιά που έκαμε τα πάντα για να μεγαλώσει η εγγονή της αλλά και για την κοπέλα.  Ακόμα θυμάται το πρόσωπο της νεαρής. Όταν την αλυσοδέσανε… γιατί θεέ μου είχε την αίσθηση ότι δέσανε λάθος άνθρωπο! Φώναζε και χτυπιότανε ανάμεσα στα ανδρικά μπράτσα. Κόντεψε να σπάσει όταν αντίκρισε την γιαγιά να πέφτει ξωπίσω τους, μέσα στα λασπόνερα της αυλής. Δεν ξέχασε ποτέ τα βουρκωμένα μάτια της και το ουρλιαχτό της κοπέλας.
«Υπηρεσία εκτελούσε» μονολόγησε.

5

Είχε τελειώσει τις δουλειές του και κάθισε στο μικρό δωματιάκι να πιει καφέ. Από το μικρό χωρίς κουρτίνες παράθυρο έβλεπε τις αλυκές. Ίδια εικόνα. Το νερό και το αλάτι αντιφέγγιζαν στον ήλιο, ντόπιοι και ξένοι πηγαινοέρχονταν και μια ποδηλάτισσα ίδια, σαν εκείνη. Καφές έπεσε από τα χείλη. Μια ανολοκλήρωτη γουλιά χύθηκε στα χείλια και τον έκαψε. Μια γυναικεία κοφτερή ματιά , σαν ζωντανή ερινύα, πέρασε τόσο κοντά, σαν ατελείωτη ταινία. Έστρεψε αλλού τα μάτια.
     Η ποδηλάτισσα κοντοστάθηκε, κατέβηκε και κοίταξε γεμάτη απορία προς το μέρος του. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο. Εκείνη συνέχισε να κοιτά και φώναξε, φώναξε δυνατά περιμένοντας απάντηση. Αναγκάστηκε να εμφανιστεί. Τον ρώτησε αν γνώριζε που οδηγεί ο χωμάτινος δρόμος. «Πουθενά» απάντησε. «Κάπου σας ξέρω» είπε και έστρεψε αλλού το κεφάλι. Τον αναγνώρισε;«Α μπα θα σου θυμίζω κάποιον» « Ίσως , ίσως» Και συνέχισε καβαλώντας την σέλα.
    Δεν είχε απομακρυνθεί, ούτε πενήντα μέτρα. Σταμάτησε απότομα. Γύρισε προς το μέρος του και ούρλιαξε. Ίδιο ουρλιαχτό με κείνο της λασπωμένης νύχτας. Του τρύπησε τα αυτιά, του τράνταξε το στήθος, έσπασε η καρδιά. Τα περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα Έπεσε χάμω. Λύγισε και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια.
     Έτρεξε να κρυφτεί στο τζαμί. Ίδιος είναι ο θεός σκέφτηκε. Ίδια συγχώρεση θα δώσει. Γονάτισε, ξέχασε να βγάλει τα παπούτσια. Φίλησε τα ιδρωμένα χαλιά, τα λάσπωσε με τα χείλη του. Τα δάγκωσε και μάτωσε το στόμα του. Κουλουριάστηκε σαν φίδι βλέποντας την σκιά  να πλησιάζει προς το μέρος του.
Ξωπίσω της εκατοντάδες λευκά περιστέρια να γουργουρίζουν. Γέμισε το τζαμί πετούμενα.
      Τα μάτια του είχανε θολώσει και το μόνο που είδε πριν το δρεπάνι πέσει κοφτερό στην λήθη του μυαλού του, ήταν το γυναικείο χέρι που απλώθηκε να τον σηκώσει, ή τελικά να τον συγχωρέσει;

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Οι γυναίκες* που αγκάλιαζαν Κολόνες


Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των λέξεων
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, κάτω και πιο κάτω από τις πισσωμένες κολόνες
Το νερό στο ποτήρι έπαιρνε χρώμα από τη σήψη, από την σήψη τους.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα
Μικρά και μεγάλα διαλλείματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
Στους ήχους και τις λέξεις κραυγές
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘ να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.
Το βράδυ, έπρεπε να είναι και σύντροφοι.
*Για τις γυναίκες του Στρυμονικού Σερρών εκείνων των δύσκολων δεκαετιών 70-80

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Γκόγκας Δημήτριος: Τι είναι ποίηση

Η Ποίηση πρέπει να είναι μια κάποια ασθένεια. Όπου αυτή δεν υπάρχει γιατρειά. Ο Ποιητής εγκλωβίζεται στους στίχους και αιχμαλωτίζεται από τις λέξεις. Ίσως μια μεγαλειώδης ανάδυση να είναι η λύτρωση.  Αλλά και τούτο ίσως  δεν είναι το επιθυμητό. Η σταδιακή εναπόθεση των δυνάμεων, δημιουργεί μια διαρκή επώδυνη κατάσταση. Ο ποιητής γεννιέται από το κενό, δημιουργεί την ποίηση εκ του μηδενός και μετά την γέννηση, εναποθέτει το σαρκίο του στην άβυσσο με κιβωτό το ποίημα.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

ΠΟΛΙΤΕΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας


Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο κάτω και πέρα, που κλείνει
την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες παραλίες μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες
στα καλλίγραμμα αυτιά της ακόμα κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας.  
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα τους περαστικούς, σκουρόχρωμους επισκέπτες, της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα.  
Μα, η νομιμόφρονα παράνοια και εκείνων που έρχονται γονυπετείς 
με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί με το στερητικό πρώτο γράμμα.

Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ώρες, προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος, γλυκόπικρους καρπούς αφήνει, συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
Να οι βηματισμοί των ανθρώπων, να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας.

Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη, 
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, 
δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία.
 Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται, 
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.



* Γ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκων 2019 με θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης  “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Δημήτριος Γκόγκας: 1η Ομαδική Ποιητική Συλλογή Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ

μπορείτε να διαβάσετε τη Ποιητική Ομαδική Συλλογή πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο: 



Συμμετοχή του Δημητρίου Γκόγκα  με τα ποιήματα:

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ

Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.

Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;

Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.

Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.

Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.

Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.

Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;

*****
Λίγο πριν κοιμηθεί ένας καλός άνθρωπος

Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα

Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.

Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.

Δημήτριος Γκόγκας

Τα 8 παιδιά της γιαγιάς Σοφίας (της Πανικάβας) / Δημήτριος Γκόγκας




Η γιαγιά Σοφία σήκωσε το ποτηράκι με τη μέντα και το ήπιε μονορούφι, καθώς ήταν ξαπλωμένη. «Θες και συ λίγο; Πιες καλό κάνει.»
Μου έβαλε και έβρεξα τα χείλη μου.

«Μας έφεραν στο Κρωμνικό. Πριν από μας το κατοικούσαν οι Τούρκοι, το λέγανε Σαρνίτς. Έρημα σπίτια από ανθρώπους που έφυγαν, σαν και μας. Δεν τα υπολόγισαν σωστά οι μεγάλοι και τα σπίτια δεν έφταναν για όλους. Μέχρι να δουν τι να κάνουν μένανε και δυο οικογένειες μαζί. Αργότερα βρήκαν για όλους σπίτια. Εμάς μας έδωσαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και μερικά μικρά χωραφάκια. Ίσα- ίσα να βάζουμε λίγο καπνό και να φτιάχνουμε μπαξέδες. Ο Παναγιώτης το έκανε παλάτι «για σένα» μου έλεγε. Έπιαναν τα χέρια του. Δουλευταράς σε όλα. Με λίγα χρήματα που είχε στη τσέπη του, αγόρασε ένα άλογο, αργότερα γελάδα, κότες, βρήκαμε κι ένα σκύλο. Δεν μας έλειψε τίποτα. Φτωχοί στην αρχή, τα πρώτα χρόνια μα είχαμε τα πάντα. Στον πρώτο χρόνο έμεινα και έγκυος. Γεννήθηκε το δεύτερο παιδί.

     Για στάσου όμως, να σου πω για το πρώτο. Όταν φύγαμε από το χωριό στον Πόντο κυνηγημένοι στο βουνό, είχαμε ήδη ένα παιδί, αβάπτιστο. Από την ώρα που γεννήθηκε ήταν άρρωστο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρούνε τι είχε. Παρ΄ όλα αυτά το προσέχαμε όσο μπορούσαμε. Του δίναμε σιρόπια, έλεγαν θα γιαίνει, αλλά αυτό κάθε μέρα ήταν όπως και τα χθες. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό και εμείς βιαστικά φύγαμε χωρίς τίποτα στα χέρια να κρατούμε, δώσαμε το παιδί στους γείτονες. Μουσουλμάνοι, χωρίς παιδιά, τουλάχιστον να σωθεί το παιδί. Πριν αποφασίσουμε να φύγουμε για την Ελλάδα, πήραμε την απόφαση να κατέβουμε από του βουνό, ναι, ναι πριν μπούμε στα καράβια και να δούμε για τελευταία φορά το παιδί μας. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό και στο σπίτι που αφήσαμε, ακούγαμε από περαστικούς, ότι είχε κηδεία ενός παιδιού. «Λες ρε γυναίκα να είναι το δικό μας;» μου είχε πει ο Παναγιώτης. Τρέξαμε, σαν τρελοί τρέξαμε, ξωπίσω της κηδείας. Ήταν το παιδί μας, το πρώτο μου παιδί. Δεν άντεξε στον κόσμο τούτο. Μας άφησε όπως το αφήσαμε και μεις. Και έφυγε χωρίς όνομα. Σαν να μην ήρθε ποτέ στον κόσμο. Έκλαψα, έκλαψα, ποια μάνα δεν θα έκλαιγε για το πρώτο της παιδί. Ξεκόλλησε ένα κομμάτι από μέσα μου. Έσπασε η καρδιά μου. Όμως ο Παναγιώτης εκεί δίπλα μου. «Μην βαλαντώνεις κορίτσι μου» θα κάνουμε άλλα! Και κάναμε άλλα επτά παιδιά. Γέμισε η αυλή από παιδάκια. Γέμισε η αγκαλιά μου.

Όμως ας σου πω μια ιστορία με το δεύτερό μου μου παιδί τον Κωνσταντή. Το πρώτο στην Ελλάδα. Μεγάλωνε μια χαρά. Αρρώστησε όμως και αυτός. Είπα αυτό δεν θα το έχανα. Ο Παναγιώτης από πολύ πρωί, έλειπε στα χωράφια με το άλογο. Ήμουνα νηστική εκείνη τη μέρα, δεν είχα φάει τίποτα. Φόρτωσα το παιδί τυλιγμένο με μια κουβέρτα στον ώμο και κατηφόρισα προς τη Γαλάνη. Από εκεί θα πήγαινα στους Τοξότες και μετά στη δημοσιά για τη Ξάνθη. Έπρεπε να το δει γιατρός. Υπολόγισα ότι σε 4 με 5 ώρες θα έφτανα. Τέτοια θέληση είχα και τέτοια πίστη. Αν έβρισκα και κανένα κάρο στο δρόμο ακόμα καλύτερα. Όμως εξαντλήθηκα. Όταν έφτασα στο μονοπάτι δίπλα από το ποτάμι, τον Νέστο ντε, δεν είχα άλλες δυνάμεις. Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω, τα μούτρα μου γέμισαν χώμα. Το φόρεμα γέμισε λάσπη. Έχανα το φως μου, νόμιζα πως θα πεθάνω. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σε κείνη τη στάση. Μπορεί και να με πήρα ο ύπνος. Δεν θυμάμαι καλά. Ξύπνησα από το κλάμα του Κωστή. Είπα: Παναγία μου σώσε εμένα και το παιδί μου. Μην αφήσεις να πεθάνει και τούτο.

Άρχισα να κόβω χόρτα, να σκάβω με τα χέρια μου και να βγάζω ρίζες από μικρά δένδρα και θάμνους και να τα μασάω. Άλλα έφτυνα άλλα έτρωγα. Πόνεσε το στομάχι μου. Κατέβηκα πιο κάτω στο ποτάμι, έπλυνα το πρόσωπο του παιδιού, το δικό μου, ήπιαμε νερό, ξεδιψάσαμε, φούσκωσε η κοιλιά μας και φτάσαμε στους Τοξότες. Η Παναγιά έκανε το θαύμα της. Βρήκαμε έναν χωρικό που πήγαινε Ξάνθη, μας κατέβασε στο νοσοκομείο. Ιλαρά είχε το παιδί, υψηλό πυρετό. Το κάμανε καλά. Δεν είχε την τύχη του πρώτου. Μα είχε κακή τύχη αργότερα. Θα σου πω παρακάτω.

Γράψε τώρα ότι γέννησα συνολικά οκτώ παιδιά. Ένα που άφησα πίσω στο Πόντο και πέθανε, χωρίς όνομα, τον Κωνσταντή, τη Σοφία, τον Χρήστο, τον Αχιλλέα, τον Γιώργο, τη Μαρία και τη Βασιλική. Και για όλους έχω να σου πω και μια ιστορία, όχι όμως σήμερα, μα όταν ξανάρθεις, έτσι γιε μου;»

Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρα το μπλοκάκι και το στυλό, της φίλησα το χέρι και το μέτωπο και την σκέπασα.
«Καλό απόγευμα γιαγιά Σοφία. Θα ξανάρθω αύριο»



Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Μην τουφεκίζετε την γλώσσα / Δημήτριος Γκόγκας

Είναι η ταυτότητα ενός λαού
Είναι το όνομα και το επίθετο του
Είναι το όνομα του πατέρα του,
της μάνας του
Είναι οι χρόνοι που γεννήθηκε
Ο τόπος που μεγάλωσε
Το ύψος της μεγαλοσύνης του
Το αποτύπωμά του πάνω στη γη. 

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Επισκεπτήριο Αγνοούμενου / Δημήτριος Γκόγκας



Ετοίμασαν από πολύ νωρίς το τραπέζι, χαράματα.  
Έβαλαν τα καλά τους μην του βρει μέρα που είναι άπλυτους και αστόλιστους.
Γιορτή θα έχουν.
Εκείνος αγνοούμενος σαράντα και πλέον έτη.
Θα ήταν αν θυμάμαι στα είκοσι
και τώρα συνταξιούχος εν ελευθερία με παιδιά και εγγόνια,
ίσως να ήταν μελισσουργός, πάντα του άρεσε το μέλι
και στον σιωπηλό χρόνο ποιητής όχι σπουδαίος,
ίσως λίγο πιο κάτω
μα και ακόμα πιο κάτω δεν θα τον πείραζε
όχι, όχι δεν θα τον πείραζε
τόσα που είδε,
τόσα που έκανε
και κυρίως τόσα που του έκαναν.
Θα είχε χρόνο άραγε να τους τα πει;

Φάνηκε από το βάθος του δρόμου,
σκελετωμένος και αγνώριστος.
Φορούσε ακόμα το χακί του παντελόνι,
στον ώμο του είχε το τουφέκι – μα του αφήσανε να έχει το τουφέκι;-
Πρώτη έτρεξε η αδελφή, η μάνα δεν πρόλαβε είχε αποθάνει πριν από λίγα χρόνια
κι ακολούθησε και ο πατέρας,
οι λοιποί συγγενείς, όλοι ανοίξανε την αγκαλιά τους.
Πιάνανε μονάχα κόκκαλα.
«Μη με πονάτε , μη με σφίγγετε, σας παρακαλώ με πονάτε».
Η αδελφή είχε δεθεί πάνω του.
Πότε χαμογελούσε, πότε τον φιλούσε, πότε τον παρακαλούσε κάτι να φάει.

«Οι νεκροί δεν τρώνε» τους είπε.
«Σαράντα χρόνια τώρα κάτω από το χώμα ήμουνα νηστικός και διψασμένος».
 Και εκείνοι γέλασαν.

Θυμήθηκε το τελευταίο του τσιγάρο.
Τον ήχο της σφαίρας στο κεφάλι του.
Το γδούπο του σώματός του μέσα στο πηγάδι.
Το κρύο της φιλόξενης γης.
Τα βήματα των πολιτικών πάνω από τον τάφο του.
Τις χειραψίες και τις συναλλαγές.

«Θα περάσουμε» αδελφέ. «Γύρισες κοντά μας»
Και καθώς τον αγκάλιασε, σπάσανε τα κόκκαλα
και μύρισαν « των ελλήνων τα ιερά*» πάνω από το νεκροσέντονο.
Μνημόσυνο ήτανε η επίσκεψη. Σαράντα και πλέον χρόνια.  

*Στίχος από τον Εθνικό Ύμνο των Ελλήνων