Θυμάμαι μια ιστορία απ΄ το Στρυμονικό
θα την θυμάται
κάποιος θα σας τη πω κι εγώ.
Ζούσε μια
γυναίκα σ ΄ένα φτωχόσπιτο
με τη γιαγιά της
μέσα κι ένα παλιόσκυλο
Κάθε που
΄πεφτε νύχτα, έβγαινε στην αυλή
φορώντας μια
ζακέτα και γέλιο σαν πληγή.
Κοίταζαν οι
γειτόνοι και τα μικρά παιδιά
γελούσανε μαζί
της, της κάναν συντροφιά.
Περνούσανε οι
χρόνοι πέρασε κι ο χιονιάς
πλησίαζαν να
σβήσουν κι οι χρόνοι της γιαγιάς.
Οι συγγενείς θέλησαν
να τη παντρέψουνε
τη πίκρα απ΄ τα
χείλη να της γιατρέψουνε.
Ο γάμος νύχτα
εγίνει μ΄ ένα καλό παιδί
διστακτικά της
δίνει ένα γλυκό φιλί.
Το νυφικό της βγάζει
και πάει να κοιμηθεί.
Το παλληκάρι
θέλεις άνδρας της να γενεί.
Εκείνη
τρομαγμένη τη μοίρα της κλωτσά
το μεσοφόρι
βάνει γυρνά στη γειτονιά.
Το νυφικό χτενάκι
βγάζει απ΄ τα μαλλιά
και πέφτει
στην αγκάλη π΄ ανοίγει η γιαγιά.
Κόρη της μηνούσαν
γύρνα στο πλάι του
και γίνε η
αγάπη και το φεγγάρι του.
Μα κείνη
ντροπιασμένη πίσω δεν γύρισε
ένα νεκρό
λουλούδι μονάχα μύρισε.
Χωμένη στη
ζακέτα και πότε στους λυγμούς
το βλέμμα της χανόταν
στους αναστεναγμούς.
Κάποιοι είπαν
την είδαν σκυφτά να περπατά
στους δρόμους τις
πλατείες και τα ψηλά βουνά.
‘Άλλοι την αντίκρισαν
στο φως των αστεριών
κι άλλοι τη
βρήκαν μέσα στους ήχους των ψαλμών.
Κι όσοι θα με
ρωτάτε για το καλό παιδί
κι αυτό μονάχο
εχάθη σαν να ΄ταν αστραπή.