Σελίδες

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Το σπίτι στην άκρη της πόλης / Δημήτριος Γκόγκας


Διάκριση  στην Κατηγορία Διηγήματος 
στον 9ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ

     
Η μαυροντυμένη γερόντισσα έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που της δόθηκε από την κυβέρνηση, μετά και την τελευταίο σύναξη των αρμοδίων. Φαίνονταν ξεκάθαρα, ότι εκεί έμεναν νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ας ήτανε ετούτοι της απέναντι όχθης. Δυο μικρά δωμάτια, μια κουζίνα, ένα ζεστό καθιστικό, το μπάνιο ήταν εξωτερικό, μια μικρή πέτρινη αυλή, φροντισμένη  με αγάπη, γεμάτη λουλούδια και πλατύφυλλο βασιλικό. Μοσχομύριζε το πρωινό και έρχονταν οι δικές της  εικόνες, από το γκριζωπό χθες, να ζωντανέψουν, μέσα στο σπιτικό των άλλων. Χόρευαν κάτω από το απλωμένο αγιόκλημα, πάνω από τις μπλε πήλινες γλάστρες με τις κόκκινες βιγόνιες και τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Είχαν φύγει και αυτοί βιαστικά, από τα μέρη αυτά, αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο. Σκουπίδια γεμάτη η αυλή, πεταμένα φύλλα και άδεια ποτήρια πάνω στο τραπέζι του κήπου και της κουζίνας.
     
     Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό βοήθεια. Δεν ήταν πολλές οι λίρες, μα έφταναν να ζήσουνε αυτήν και την ορφανή εγγονή της. Μια ζωντανή προίκα που της κληροδότησε η πονεμένη ζωή. Με την πενιχρή σύνταξη κατόρθωσε και έκανε το δικό της παράδεισο, στο σπίτι που της κληροδότησε η πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζε να το λέει.
    
     Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός οικογενειακού της φίλου, Τουρκοκύπριου, έτσι για να συνεχιστούν κάποιες σχέσεις που διακόπηκαν άδοξα, ένα περασμένο Ιούλη, το άσπρισε για να της θυμίζει τις ευτυχισμένες ημέρες. Πρόσθεσε ξύλινα, ζωγραφιστά παντζούρια, τα έβαψε κόκκινα και γύρω μια γραμμή πράσινη, έχτισε ένα φούρνο στην αυλή για να μυρίζει τις πίττες της η γειτονιά, μια πέτρινη βρύση και ένα εικονικό πηγάδι. Αγάπησε τρεις αδέσποτες αγνοούμενες άσπρες γάτες, τις τάισε και τις μάζεψε από τον δρόμο. Έκανε το δικό της αγαπημένο κόσμο και περίμενε κάθε ημέρα την αυγή να την καλημερίσει. Δεν παρέλειπε να κάμει τον σταυρό της και ας μην πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Η παναγία η Φανερωμένη ήξερε πως στεκότανε πάντα δίπλα της.  
   
     Καθημερινό της μέλημα η επούλωση των ανοιγμένων πληγών της  εγγονής της. Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιά και παχυλό κομπόδεμα στην άκρη. Η ολιγόωρη δουλειά της, μόλις που έφτανε να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα. Η κόρη της είχε πεθάνει στη γέννα, στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου. Ο μπαμπάς, ένα από τους δεκάδες αγνοούμενους. Η γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά η γονική της φροντίδα άρχιζε και τελείωνε μόλις αντίκριζε τα πανέμορφα μάτια της εγγονή της.
      Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα που ανάδυε η ειρήνη. Οι γκρίζες ημέρες της κατοχής και της μετέπειτα εισβολής που ανάστησαν ξεχασμένους ήρωες, την βασάνιζαν. Παρακάλεσε, έπεσε χωρίς ντροπή στα γόνατα και ζητιάνεψε μια θέση στο δημόσιο για την εγγονούλα της, αλλά στην νέα τάξη που δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε, ο κόσμος πήγαινε δεξιά και αυτή ριζωμένη αλλού. Ακόμα και το σπιτάκι της έτυχε να είναι στα αριστερά της πόλης.
       
     Η γερόντισσα είχε την έννοια της. Έβλεπε τους αγαπητικούς να περνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε τα αρσενικά ίχνη τους πάνω στα μεσοφόρια της εγγονής, στα λευκαρίτικα σεντόνια αλλά δεν έλεγε τίποτα. Είχε την έννοια της. Δεν άργησε η γειτονιά να ξεστομίσει και την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα της να είναι καλά. Όμως δεν ήταν. 
    
     Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν στο σπίτι μια ομάδα μαυροντυμένοι άνδρες. Ρωτούσανε διάφορα, για την εγγονή, για το μικρό σπιτάκι, για την ζωή της. Θυμήθηκε τους αντίπερα και τις ημέρες τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποια μέρα ήρθαν να πάρουν την μικρή. Έπρεπε είπε κάποιος, να σωθεί η τιμή της κοινωνίας, πήραν την ζωή της. Οι κατηγορίες ήταν τόσο απλές, όσο και η προσφυγιά, ο πόλεμος, τα άδεια ποτήρια στο τραπέζι των ξεριζωμένων, τα σπαρτά που δεν πρόλαβαν να θερίσουν, η προχειρότητα της αντίστασης, η αγωνία για τις τύχες των αγνοουμένων και τόσα άλλα που δεν χωρούσαν στο γέρικο μυαλό της.

     Πορνεία. Η μικρή καθώς της έβαζαν τις σιδερένιες χειροπέδες στα μικρούλικα χεράκια της, την κοίταζε περιμένοντας βοήθεια. Πονούσε πολύ και δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της. Ο ουρανός και το αντιφέγγισμα την πλήγωναν. Φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε. Κράτησε με βία το χέρι του ενός. «Που την πάτε» ξεστόμισε, «δεν έκανε τίποτα» Του κάκου. Η γειτονιά βγήκε μια βόλτα χαιρέκακη κα δει τα καθέκαστα. Η σιωπή τους πρόδωσε την ευθύνη της.

     Το απόβραδο  έβρεχε με το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκε μονάχη με  την μαντίλα στους ώμους και το φόρεμα να σέρνεται στην λάσπη. Έψαχνε τις γάτες, τις φώναζε, μα αντηχούσε μοναχά η σιωπή στην αυλή της. Άστραψε στα μισόκλειστα μάτια της και το μόνο που αισθάνθηκε η μεθυστική μυρωδιά του βασιλικού, καθώς ακουμπούσαν τα χείλη της στο βρεγμένο χώμα. Παραδόθηκε στην πράσινη γραμμή.




Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

«16 αριθμοί και 24 γράμματα» : Ποιητική του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-6-40) /(e-book))Α΄μέρος: 16 αριθμοί..


16 αριθμοί ισούνται με το οξυγόνο
 
 
 
 
Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμη
 
 

 
1.        
 
Στο μικρό δωμάτιο,
μέτρησε τέσσερις
άσπρους τοίχους.
Ψηλά ο ουρανός.
«Ήρθε η Άνοιξη», σκέφτηκε.
Τους έβαψε γαλάζιους
και πνίγηκε στη θάλασσα.
 
2.        
 
Στο σκονισμένο κομοδίνο
είχε ξεχάσει τα σκουλαρίκια της.
Με χάλκινες ζωγραφιές.
               Σε κλουβί,
μικρά πουλιά
είχαν τα φτερά της.
Το ίδιο βράδυ
πέταξαν μακριά.
 
3.        
 
Ήθελε πάντα
να περπατήσει
κάτω απ΄ τους ήχους της βροχής,
με μια ομπρέλα να γέρνει
στον κυρτό της ώμο.
Κάποια ημέρα
έβρεχε πολύ
από το χάραμα,
πήρε απ΄ το μπαούλο την ομπρέλα,
την έβαλε με προσοχή στον ώμο,
η βροχή σταμάτησε ευθύς.
 
4.        
 
Η δουλειά που είχε
δεν τον ευχαριστούσε απόλυτα.
Κρύφτηκε με επιμέλεια
πίσω από τη φράση: δόξα τω θεώ
που έχω δουλειά.
«Αυτονόητο»,
μονολόγησε,
και συνέχισε να μαζεύει
τα σκουπίδια του Δήμου.
Κάπου – κάπου κοίταζε
τον κόσμο που περνούσε
βαδίζοντας
στην κορυφογραμμή των βλεφάρων.
 
 
5.        
 
Το είχε αποφασίσει από βραδύς.
Μόλις ξημερώσει θα συγυρίσει
το σπίτι.
Σηκώθηκε,
ήπιε κρύο καφέ,
έκανε ζεστό μπάνιο,
έβαψε είκοσι νύχια,
είδε τηλεόραση,
ντύθηκε αργά,
βγήκε έξω στην πόλη.
Συγύρισε τον εαυτό της,
δεν ήθελε να λερωθεί.
 
6.        
 
Την αγαπούσε,
ήταν σίγουρο.
(σίγουρο;)
Μα ακόμα περισσότερο,
τα μικρά του βράδια,
τα κουρασμένα εκείνα βράδια
όταν πονούσε το κορμί του,
την αγαπούσε με την απουσία της,
ακόμα πιο πολύ.
Κι απουσία τώρα είχε γίνει μόνιμη,
σαν τον κισσό σ’ ένα παράθυρο ανοιγμένο.
 
 
 
7.        
 
Ο διπλανός ζούσε στην αίγλη
του έρωτα.
Ήξερε το λυγερό κορμί της
πιο πολύ κι απ΄ το δικό του.
Υμνούσε τον έρωτα.
Σ΄ ολάκερο το σπίτι
οι ήχοι του
κεντούσαν στο μεσότοιχο.
 
Όμως το αν μ΄ αγαπάς και σ’ αγαπώ
 σταματούσε
μόλις τα σώματα εξαγνίζονταν
    στη δίνη της φωτιάς.
 
Ο έρωτας ήταν
τοίχος που τους χώριζε.

 
 
8.        
 
Βλέπω,
σαν ανοίγω τα μάτια μου,
τα δικά της μάτια
πάνω στ’ αρώματα της μέρας.
Πως αγαπά τα μάτια της!
Βλέπω τον ήλιο
συντροφιά της,
καθώς μυρίζει το πρωινό
κι κείνο το φεγγάρι.
Το φεγγάρι με τη νύχτα του,
το φεγγάρι
που κρεμιέται στη ζώνη της.
Μα δε βλέπω τη μέση της.
 
 
9.        
 
Αυτή η  αναμονή
δεν είχε ποτέ μια γεύση γλύκας
στην γωνία που σε περίμενα.
Φούσκωνα
και ησύχαζα
καθώς πρόβαλες
με στητή την ομορφιά.
Πως μπορώ
να μη ρίξω
σε τούτο το διάβα σου
την προβιά μου
και να απλώσω
τους πόθους της αγάπης μου,
καθώς τα σπίτια γύρω μου
σβήνουν τα φώτα
και κοιμούνται;
 
10.      
 
Κάτω απ΄ τις  σκιές
των ματοτσίνορων,
τα μάτια μου
πεταμένα σε χωματιές.
Είχαν δει τόσα!
Στις γύψινες ακτές,
με μαζεύουν οι ρακοσυλλέκτες.
 
 
 
11.      
 
Πήραμε τον δρόμο
για το κρεβάτι.
Σε κρατώ απ΄ το χέρι.
 
Περπατάμε με τη μουσική
και την ποίηση
μέχρι την άκρη.
 
Πολλές φορές
τις αφήνουμε μόνες στο σπίτι.
Στη μοναξιά τους
όπως και τη δική μας.
 
 
 

 
12.      
 
Στο ιατρείο η μέρα ήταν αλλιώτικη.
Μυστικές αγωνίες.
Ο σφυγμός της πόρτας
που έτριζε.
Το σπαρτάρισμα
ενός χαλασμένου θερμόμετρου,
επιτάχυνε τους κτύπους τις καρδιάς μου.
Για σένα!
 
Ο επόμενος παρακαλώ!
 
Στο χτύπο του κρεμασμένου ρολογιού
ένα βήμα ακόμα μπροστά,
για τη ζωή,
για τη ζωή και τοθάνατο.
 
13.      
 
Στην εποχή που ζούμε,
-χωρίς ανάσες-
στο μισό του δρόμου,
στα μισά της λευτεριάς
στο μισό των δικαίων
στο μισό του ονείρου
στο μισό που καίει το χώμα,
η επανένταξη αργεί.
 
Και θ΄ αργήσει ακόμα,
είπαν οι σοφοί του κράτους.
Κούνησε το κεφάλι ο κόσμος.
 
Ζούμε με την ανάσα μας μισή.
 
 

 
14.      
 
Βρείτε τη φωνή.
Φωνάξτε.
Το νύχι υνί.
Σκάψτε.
 
Στης αυγής το τέλος,
το τέλος αργεί ακόμα.
 
Πολύ φοβούμαι
ότι στην τελεία της διαδρομής,
θα ζητωκραυγάσουν
δικαιωμένοι πως νικήθηκαν.
Στην πολυθρόνα τους τα λάβαρα.
 
 
15.      
 
Οι καρδιές λειτουργούσαν
ηχεία.
Σε χαμηλή πτήση.
Έλικες .
 
Η καρδιά μου, κοίτα να δεις δούλευε!
 
 
16.      
 
Περίμενε ν΄  ανθίσει η γαρδένια.
Δυο χρόνια περίμενε.
Αναρωτήθηκε!
Ίσως και περισσότερο.
Αυτή την Άνοιξη,
πήγε και αγόρασε μιαν ανθισμένη.
Δεν άντεχε άλλο χρόνο χωρίς λουλούδια.



https://www.openbook.gr/16-arithmoi-kai-24-grammata/