και έπρεπε, καθώς την μελετούσε και την έκαμε μνήμα του, στα μεγάλα κενά της μνήμης, παρ΄ όλο που ήταν μόλις 30 ετών, δηλαδή πάνω στα άνθη της ηδονής, να την δοκίμαζε ως να ήτανε γλυκό του κουταλιού και έρεε από το μικρό βάζο πάνω στην γλώσσα του. Έπρεπε, σκεφτόταν, πως το κατακαλόκαιρο, όταν ο ήλιος θα ζύγωνε πάνω στις ξερολιθιές και τα τζιτζίκια θα κλείνονταν μέσα στα ωδεία τους, παρακαλώντας να κοπάσει λίγο τούτη η κάψα του καλοκαιριού, να βάλει το χέρι του ανάμεσα στις δύο πλευρές της χαράδρας, όπου το δασωτό παρακαλούσε στο πρώτο θρόισμα του ανέμου για λίγες σταγόνες νερού και λαχταρούσε για το ελάχιστο του ρίγους, να ερεθίσει την ορχήστρα του έρωτα, να παίζει στους ρυθμούς που θα επέβαλλε το κορμί του, κυριαρχώντας στο νου, στο μυαλό, στο γύρω του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου