Είχε μάθει να ζει χωρίς πατέρα από μικρός, μέχρι που τον έχασε ξαφνικά στα είκοσι
δύο του χρόνια. Και τότε έκλαψε διπλά. Όχι γιατί ήταν ένας άυλος πατέρας. Πριν
πατήσει τα επτά του χρόνια, τον άφησε για την ξενιτειά. Εκεί όπου η πληρωμή του βασάνου και της πίκρας θα έδινε ψωμί στο τραπέζι της οικογένειας. Τον είδε δίπλα του γύρω στα δεκαπέντε. Χαμογελούσαν μαζί. Κόπιαζε
ματώνοντας τα χέρια στη βασανισμένη γη, μπήγοντας τα δάκτυλα στο κατράμι. Πάντα
ένα άσπρο μαντήλι σκούπιζε τα δάκρυ από τα μάτια του. Κι ύστερα πάλι χτύπησε
την πόρτα της ξενιτιάς. Μέχρι που η επιστροφή στην πατρίδα, του δώρισε το
εισιτήριο του θανάτου. Εκείνος τηρώντας την παράδοση έγινε μετανάστης στην ίδια
του την πατρίδα, αποχαιρετώντας τον πατέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου