Σκοτώνω φίλους μ΄ ένα μαχαίρι κι ύστερα ψάχνω να βρω ένα άλλοθι. Τους διαγράφω απ΄ το τεφτέρι και λέω ήταν όλοι παράλογοι. Με συγχωρώ σε κάθε βήμα και πίνω ούζο εις τις υγείες τους. Για κείνους γράφω αυτό το ποίημα δεν τις αντέχω τις σκευωρίες τους. Δεν είμαι άγιος το ξέρεις δα ζωή μου. Το τραίνο σφύριξε ακόμα δυο φορές. Έχω προβάλλει τη ψεύτικη στολή μου σ΄ αυτούς που παίζουνε παντού τους δικαστές. Κι όσο μας φτύνουνε και εμείς γελάμε εγώ σεμνά θα σου το πω πως τους φοβάμαι. Σταμπάρω φάτσες με τους καθρέφτες καθώς περνούνε δεκάδες άστεγοι. Τους σημειώνουν σαν ναναι κλέφτες μα δεν τους πιάνουν γιατί ανάρμεγοι. Κι ύστερα κάθομαι σε μια ταβέρνα και παραγγέλνω γλυκό κρασί. Στο βάθος ψάλλει κάποια λατέρνα και η ζωή μας που αγκομαχεί. Δεν είμαι άγιος πολλάκις το δηλώσει καθώς μας κλείνουν στα διαμερίσματα. Ο επαναστάτης που χω σπιτώσει μ έχει σκλαβώσει με σαλιαρίσματα. Κι όσο μας φτύνουνε και εμείς γελάμε σεμνάσου λέω πως
ναι φοβάμαι.
Κι'εγω Δημήτριε φοβάμαι κι' άλλοι πολλοί///θαρρώ μας έχουν σταματήσει το έσχατο σκαλί/// Ομως καλά κρατάμε στον ουρανό την κεφαλή///και στην αλήθεια η ματιά μας δεν είναι θολή.
Κι'εγω Δημήτριε φοβάμαι κι' άλλοι πολλοί///θαρρώ μας έχουν σταματήσει το έσχατο σκαλί/// Ομως καλά κρατάμε στον ουρανό την κεφαλή///και στην αλήθεια η ματιά μας δεν είναι θολή.
ΑπάντησηΔιαγραφή