Σελίδες

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Αζιμούθιο ...μια ιστορία του Δημητρίου Γκόγκα

 


Τρίτη Βράδυ. Νυχτερινή άσκηση Είχαμε ντυθεί ως αστακοί, τα σακίδια γεμάτα  με τις καραβάνες, τη πετσέτα, το αδιάβροχο. Το Μ1 στους ώμους σε  κατακόρυφη θέση, αλλοίμονο σε εκείνους που για κάποιο λόγο του ςξέφευγε λιγάκι, φωνές, σύνταξη.  Μπήκαμε ως  διμοιρία σε δυάδες Μπροστά οι βαθμοφόροι και πίσω σε μια σειρά οι υπόλοιποι συμμαθητές.

Δεν κάναμε ούτε εκατό βήματα έξω από  το κτίριο της σχολής και άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Ήταν κάτι που το απευχόμασταν. Όχι γιατί φοβόμασταν το νερό, κάθε άλλο, θα ξέπλενε και εμάς, θα ξέπλενε και τον φοβικό μικρό κόσμο μας. Πήραμε διαταγή να σταματήσουμε, ο Διμοιρίτης είχε ήδη σηκώσει το χέρι και αραδιαστήκαμε στα δεξιά και τα αριστερά του δρόμου. Ανοίξαμε τα αδιάβροχα, τα αφορέσαμε και για κάποια ώρα αισθανόμασταν άνετοι απέναντι στη βροχή. Μέχρι που το νερό είχε αρχίσει την απέλασή του Μπάτσιζε το πρόσωπο, ως απρόσκλητος επισκέπτης εισχωρούσε κάτω από το αδιάβροχο και ύγραινε πρώτα τη στολή και ύστερα βαθύτερα το κορμί και τα κόκκαλα. Κάπου – κάπου περνούσε  μέσα από τον έρημο δρόμο και τη σιωπή του  ακριανού τσιμεντόδρομου της πόλης κάποιο αμάξι. Άνοιγε το παράθυρο ο οδηγός, φώναζε  τη γνωστή φράση «ψαρούκλες» και συνεχίζαμε.

Τη νύχτα εκείνη κινηθήκαμε στις κορυφογραμμές των ανωνύμων λόφων. Ανώνυμοι μπορεί να λέγονταν αλλά για εμάς είχαν ήδη ονόματα. Α, Β, Γ. Σαν να μαθαίναμε την αλφαβήτα, στα 18μας χρόνια. Είχαμε κάνει ήδη τη μισή διαδρομή, ήμουν στην κορυφή του ενός ζυγού και ακούω τη σκληρή φωνή του Διμοιρίτη. «Γκόγκας, ξέρεις τι είναι αζιμούθιο» «Μάλιστα κύριε υπολοχαγέ» φώναξα με όση δύναμη είχα. «Δεν άκουσα ρε ψάρακα» είπε πάλι. «Μάλιστα κύριε Υπολοχαγέ» φώναξα με όλη τη δύναμη που μου είχε απομείνει. «Αζιμούθιο είναι η δεξιόστροφη γωνία που σχηματίζεται από τον μαγνητικό βορρά το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε και το σημείο στο οποίο σκοπεύουμε.»  «Κάνε λοιπόν το αζιμούθιο» με διέταξε.  Όλοι γνωρίζαμε τι σήμαινε τούτο. 

Άρχισα να περιστρέφομαι καθώς προχωρούσε η πορεία γύρω από τον εαυτό μου. Δεν πέρασε χρόνος πολύς και είχα αρχίσει να ζαλίζομαι. «Είσαι καλά ψάρακα;» «Μάλιστα κύριε λοχαγέ» Εκείνος όμως είχε καταλάβει ότι κανείς δεν ήταν καλά. Είπε σε κάποιον συμμαθητή μου να με κρατήσει μέχρι να ξεζαλιστώ, έτσι έγινε και συνεχίσαμε μέσα στη βροχή, ανάμεσα από σιωπές και φωνές,  κάτω από τους ήχους των όπλων και των ξιφολογχών τον γρήγορο περίπατό μας. Έπρεπε να σταθεροποιηθούμε στα 120 βήματα το λεπτό. Περίπου 4 χιλιόμετρα την ώρα. Τόσα χιλιόμετρα πιο κοντά στο στόχο μας. Τόσα χιλιόμετρα πιο κοντά στην ελευθερία μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου