Σελίδες

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Γ. Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book) (γ΄μέρος)


ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών.
Πέρασες και συ και έφυγες, μονάχα ο χρόνος,
έμεινε εδώ συντροφιά του είναι ο πόνος.
 
Μες στα σοκάκια του χωριού και την πλατεία,
τότε που σου ΄λεγα την ίδια ιστορία,
για τα πουλιά στις ερημιές.
Αχ  να ΄τανε πολλές οι πρωτομαγιές!
 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών 
μ΄ ένα λουλούδι στα μαλλιά και ένα δάκρυ.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
μ΄ ένα αστέρι λαμπερό στου ουρανού την άκρη.
 
Και τώρα πού σαι εδώ κοντά στην άκρη των ματιών μου
Να λαμπυρίζεις να σε βλέπω ξαστεριά
όπως θυμάμαι στου χωριού το ποταμάκι
και να σου ψιθυρίζω σ΄ αγαπάω αληθινά
 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
 
 
ΠΟΙΟ ΝΑ ΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που κάθεται στο ένα μου χέρι,
και περπατά πάνω στους ώμους
και  μ΄ οδηγεί σ΄ άγνωστους δρόμους.
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που μ΄ οδηγεί σ΄ άγνωστο θάμπο
και από την σκοτεινή την πόλη
σ΄ ένα χωριό μέσα στο κάμπο.
 
Ποιο νάναι αυτό το Περιστέρι
που κελαηδάει στο ένα χέρι.
Και βγάζει ήχους από μια λύρα
όσα του έδωσα,τα πήρα.
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που λέει κλαδί το ένα μου χέρι,
κι απ΄ την Ανατολή στην Δύση
δεν λέει ποτέ του, να μ΄ αφήσει.
 
Δείχνει νοτιά, δείχνει Βοριά
δείχνει μικρούλα εκκλησιά,
και μ΄  οδηγεί μ΄ ένα καημό
στο όμορφό Στρυμονικό.
 
 
 
ΈΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ

Έλα να δεις τον τόπο μου, που είναι μεταξένιος,
μακρό φυλλες καλαμ
ποκιές, πράσινο-φρουρημένος.
Ξερολιθιές στα μέσα του,μα όταν γερνούν τα όρη,

δέκα σκιές επάνω του και βγαίνει βόλτα η κόρη.

Δεν είναι φύση αλαργινού, πουλί ξενιτεμένου,
μα η καρδιά του στεναγμού, του χιλιο
πονεμένου,

που απ΄ τα ξένα έρχεται και στο Σιβρί ανεβαίνει,
ένα σταυρό στον Αι Λια κι ύστερα κατεβαίνει.



Το
πονάμε,σας  στο λέω, το πονάμε,
τ ΄ αγα
πάμε, να ξέρεις μάνα, τ΄ αγαπάμε.
Τραγουδάμε!

Τρέχα να δεις την μάννα μου,που στο κατώφλι κλαίει,
βροχόνερο α
π΄ τα μάτια της, την μοναξιά της καίει.
Βούρκος α
πό λασπόνερα στον Αι Χαραλάμπη,
μια Εκκλησιά μετέωρη, ολόχρονα  που λάμ
πει.

Έλα να δεις τον τό
πο μου, της ξενιτιάς Πατρίδα.
Έχει ο κόσμος  ομορφιές.Πιο όμορφη δεν είδα.

Μες στης καρδιάς το χτύπημα, ένα καρφί ακόμα
κι εγώ φιλί
που της χρωστώ στο νοτισμένο χώμα! 


 
ΣΤΙΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΕΣ

Στις ανθισμένες του πλαγιές, πέρασα καλοκαίρια
στις χωματένιες γειτονιές, τρεχάματα στ΄ αστέρια.
Βαδίζω στην Μαγκίλα του, στου Αι Λια τα ύψη
στο
πανηγύρι του Αντώνιου, που τόσο μου χει λείψει!

Και δίνω μια στον Ουρανό και δυο στα βήματά μου,
η τρίτη είναι μαχαιριά, που σ
πάει τα σωθικά μου.
Στρυμονικό μου όμορφο, της νιότης μου
πετράδι.
Ας ήσουνα στην ζήση μου, το
πιο στερνό μου χάδι.





 
ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΣΤΡΥΜΟΝΙΚΟ
 
Στο Κορφοβούνι μια βραδιά
παντρεύεται μια κοπελιά.
 
Και φέρανε ψωμί γλυκό,
τα δυο της μάτια φυλακτό.
Και φέρανε ψάρια πολλά
σ΄  ένα πανέρι τα προικιά
Και φέρανε μπρούσκο κρασί,
να πιει ο γαμπρός κι οι προεστοί.
 
-Μα κοπελιά, αχ κοπελιά
που είναι η δικιά σου η χαρά;
-Την έχει πάρει ένα παιδί
που δέκα χρόνια ναυαγεί.
-Και δεν μπορεί, αχ δεν μπορεί
να μου χαρίσει ένα φιλί.
 
Αχ κοπελιά βρε κοπελιά,
Στρυμονικιώτισσα μου νια.
 
 
 
ΕΚΕΙ ΣΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ...
 
Εκεί στου κάμπου τις γωνιές, χτυπάει ο σφυγμός μου
στις γειτονιές που αγάπησα, στο Στρυμονικό μου.
Τι κ αν ταξίδεψα στο χθες, το χθες με αποφεύγει
καλώ το σήμερα εδώ,κι αυτό απλά κωφεύει.
 
Εκεί σε χιόνι και νερό, είν΄ οι πατημασιές μου.
Στις λάσπες στ΄ αγριόχορτα, π΄ ανθούν μες στις αυλές μου.
 
Ήλιε που βγαίνεις το πρωί, ανάστα το μυαλό μου
πιάσε, το στήθος μου πονά, για το Στρυμονικό μου.
Τι κι αν αυτό με γέννησε, αλλού θαρρώ θα ζήσω
θα σπείρω στη εικόνα του, μνήμες για να μυρίσω.
 
 
 
 
ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΣΤΟ ΣΤΡΥΜΟΝΙΚΟ
 
Αλαφροΐσκιωτη ζωή
κι ο Γιάννης σπάει μια χορδή απ΄ την κιθάρα
με το ανέβασμα του φα
διώχνει απ΄ τα μάτια του, την γκρίζα αντάρα.
 
Κι η Γιάννα ρίχνει μια στροφή
σ΄ ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, τα βήματά της
σπίθες μέσα από την κραυγή
μία χωμάτινη βροχή τα δάκρυά της.
 
Κι ο Μήτσος μπαίνει στην γραμμή,
είναι βαριά η προσοχή στην αρβυλιά του,
στον ξεχασμένο μαχαλά,
βρήκε ένα τρόπο να γλιστρά στα όνειρά του.
 
Ανοίγει η πόρτα και βαρύς,
μπαίνει αγέρας ο μπεκρής με το τσιγάρο.
Φεύγει ψηλά ο στεναγμός,
άντε στον πάτο οι τσικουδιές,και θα κρεπάρω.
 
Μια ανεπίδεκτη στιγμή,
βγαίνουνε σπίθες μέσα από την λαλιά τους,
στο χρυσαφένιο τους μυαλό
μάτσο ανεμώνες που ανθούν στην αγκαλιά τους.
 
Φίλοι του κάμπου μου καλοί
στίχοι της γλώσσα μου, ανθοί μες στον μπαξέ μου
ας ζούσαμε έστω μια στιγμή
όλο το χθες σε μια πνοή.Ο αμανές μου!
 
 
Στον Γιάννη, την Γιάννα, τον Δημήτρη,
τον άλλον Δημήτρη, τον μικρό Γιάννη,
και στους λοιπούς μικρούς φίλους του χωριού μου
που τώρα είμαστε άλλος εδώ και άλλος εκεί...
 
 
 
ΣΤΟΥ ΠΕΓΚΟ ΤΟ ΝΕΡΟ
 
Στου Πέγκου το νερά,
λούζεται η αγάπη μου,μονάχα μια φορά.
Λούζεται με ροδόνερο,λούζεται και με μέλι,
κι αν έχει φεγγαρόφωτο,καθόλου δεν της μέλλει .
 
Την είδα να χτενίζεται,την είδα να μαζεύει ,
τα όμορφα χτενάκια της,κι εμένα να παιδεύει.
 
Στου Πέγκου το νερό,
είδα την αγάπη μου,
λουλούδι δροσερό.
 
Της έστειλα αγριοκέρασα,της έστειλα λουλούδια,
μες στη καρδιά μου έγραψα,αμέτρητα τραγούδια .
 
Στου Πέγκου  το νερό,
χάθηκε η αγάπη μου,
χάθηκα κι εγώ.
 
 
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ

Όσο θυμάμαι το χωριό,
θα λέω για τον Δημητρό
και τον Αντώνη.
Για του Δεκέμβρη την δροσιά
της μάνας μου την αγκαλιά
που δεν παγώνει.

Σε μια αυλή από πηλό,
είχαν στην στέγη
είχαν στην στέγη πελαργό
και χελιδόνια.
Που ξενιτεύονταν θαρρώ
με της βροχής τον ερχομό
τα πρώτα χιόνια.


Κάθε πρωί, πριν το σχολειό
από το χέρι με κρατούσε
ο παππούς μου.
Και με ταξίδευε μακριά

μ΄ ένα μπισκότο λιχουδιά
θυμάται ο νους μου.

Ζεύει τα ζώα ο Δημητρός
«άσε γυναίκα ο αγρός
γεννά χορτάρι,

από τα βάσανα εγώ
δεν θα γλυτώσω, κι αν
ο χάροντας με πάρει»

Μες στο τσεμπέρι τ΄ αργυρά
στην υφασμάτινη ποδιά
το χαρτζιλίκι.

Βόλοι, κρυφτό και γλυτωμό
και ένας ήχος ξύλινος
απ' το τσιλίκι.

 
Και απ΄ των συννέφων την δροσιά
σαν από κάδρου ζωγραφιά
πάνω σε άτι,
μ΄ άσπρα φτερά ο Αντωνιός
και ο παππούς ο Δημητρός
σ΄ ένα παλάτι.
 
 
ΜΝΗΜΕΣ
 
Ξεσκονίζω μνήμες του σπιτιού μου
την απλωσιά του λόφου μου
κομμένα χαμομήλια
τα πράσινα κρινάκια που μαζεύαμε
τον δρόμο του Αι Χαραλάμπη.
 
Κατακερματίζω τις εικόνες
τις μυρωδιές της Άνοιξης
τις άσπρες ανεμώνες
τους φίλους
που καθόμασταν στις γειτονιές
 
Έχω πει: Ξεχνάω το χωριό μου
τον ήλιο που ζωγραφίζαμε
που κόβαμε με ξύλο,
τα μήλα στις αγκαλιές
κι ύστερα κρυφτό, κυνηγητό και γλυτωμό
στις πέρα γειτονιές.
 
 
 
 
 
 
 
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΞΕΝΑ
 

Γράμμα σου στέλνω μάννα μου, κι ας είσαι ο καημός μου
σ΄ όσους ρωτούν, να α
παντάς,είναι καλά ο γιός σου.

Μου τ
o λεγες δεν πίστευα, η ξενιτιά ειν΄ αγκάθι
κι ό
ποιος ποτέ δεν μάτωσε, ποτέ του δεν θα μάθει.

Αν το
 ριζώνεις όλο κλαις, αν το τραβάς ματώνεις
αν τ΄ ασ
παστείς μανούλα μου, μόνος σου ξημερώνεις.

Γράμμα σου στέλνω κι εύχομαι ο χρόνος να
περάσει,
άλλος εδώ να μην μας βρει, δάκρυα να μας κεράσει.

Στου Αι Αντώνη την γιορτή, θα ρθώ μες στην αυλή μας
ν΄ αφουγκραστώ τις μυρωδιές, που ντύσαν την ζωή μας.

Κι αν δεν μ
πορέσω, άναψεένα κερί  για μένα
τ΄ αγκάθια
πού χω στην καρδιά, νάναι ευωδιασμένα! 

 
 
 
 
ΠΑΤΡΙΔΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ
 
 
Που είσαι καρδιά  μου
παρηγοριά μου
στου κόσμου την ζωή.
Έλα να πιούμε
ν΄ αγαπηθούμε
στου Πόντου το χαλί.
 
Η λύρα κλαίει
με νότες λέει
στις μάνες που φορούν,
μαύρα τσεμπέρια
να δουν  χαμπέρια,
από τους γιους που πονούν.
 
Κλαίνε οι μάνες,
κλαίνε τα αδέλφια,
κλαίει και το χωριό.
Μάτια του Πόντου,
πότε καρδιά μου,
εγώ θα ξαναδώ.
 
 
 
 
ΣΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
 
Αχ της Αυγής τα χρώματα
τα είδε και
και ξεψύχησε.
Και σε βαμμένα χώματα
πήγε και
την ψυχή του οδήγησε.
 
Γεια  σας μαυροντυμένες ώρες
γεια σας ρεματιές
γεια των ωραίων  κόρες
πικρές αμυγδαλιές.
 
Αχ της αυγής τα χρώματα
κυνήγησε
και λύγισε
και σε βαρκούλα ο χάρος
τον λάβωσε
τον σαβάνωσε.
 
 
 
ΣΤΙΣ ΓΚΙΟΛΕΣ ΤΟΥ ΠΕΓΚΟΥ
 
Κάτω στην γκιόλες του χωριού, δυο όμορφα κορίτσια
ψηλά σαν Κυπαρίσσια.
 
Πλέκουν στης γκιόλας τα νερά , με καλαμιές πανέρια
με τ΄ άσπρα τους τα χέρια.
 
Κι  ένα παιδί, σαν το πουλί, τραγούδαγε σε βάρκα
καθότανε στα άκρα.
 
-Ομορφονιές μου σας ποθώ και στο βυθό θα πέσω
στα δίχτυα να σας δέσω.
 
-Δεν μας αφήνει ο κύρης μας, για τι είμαστε μικρούλες
κόκκινες παπαρούνες.
 
-Πίκρα μεγάλη κοπελιές, μες στην καρδιά μου στάζει
σαν γυάλινο χαλάζι.
 
Κι ευθύς στον πάτο ο αετός, ψάρια πέφτει να πιάσει
και την ζωή να χάσει
 
 
 
ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
 
Μανούλα μην κλαις. Στο υγρό προσκεφάλι
κουφέτα έχω απλώσει, (νύχτα) σφαίρες κενές.
Δεν μιλώ για ημέρες που θεός θα μας βάλλει
να χορεύουμε σπίθες, σ΄ απλωμένες φωτιές.
 
Αχ μανούλα…το κρυφό χτυποκάρδι
είναι πόνος σε πόνο που δεν έχει γιατρειά
σαν την αύρα που απλώνει στα μαλλιά σου ένα χάδι
και πριν ξημερώσει  είναι στάλα, δροσιά.
 
Ναι μανούλα, μην κλαις. Ο γιός σου εχάθη
στου πολέμου την νίκη. Κι ένα άστρο που ήρθε,
λαβωμένο απ΄ του εχθρού την ολόχαρη σπάθη
σαν χνώτο σε τζάμι, απ΄ το στόμα σου απήλθε.
 
Και τώρα; Τώρα μανούλα τα μαλλιά σου ασπρίσανε
και στα δάκτυλα έπλεξαν. Πόσο δύσκολο είναι
τους εχθρούς να δεχτείς, που κι αυτούς τους μισήσανε,
Κυριακή σε τραπέζι. «Γιε μου αστέρι έλα δίπλα και μείνε,
 
χτένισε τον Χειμώνα κι άπλωσέ μου την λύπη
να στεγνώσει στο σύρμα, που κουρνιάζουν πουλιά
πριν μετρήσω τις σφαίρες και δω πως μου λείπει
μια θα αστράψει και θα φύγουν μακριά».
 
 
 
ΚΙ ΕΡΧΕΣΑΙ ΠΑΛΙ ΦΩΣ ΜΟΥ
 
Εκεί που απλώνω λογισμούς και την καρδιά μου λιάζω
έρχεται κύμα απ΄ το βαθύ της θάλασσας και στάζω.
 
Εκεί που μου χτυπά η καρδιά την πόρτα της συνήθειας
μια σπίθα ψέμα μου χαλά τ΄ όνειρο της αλήθειας.
 
Κι έρχεσαι φως μου να μου πεις πως όλα θα αλλάξουν
όλα θα πάρουν την στροφή και θα μας αγκαλιάσουν.
 
Εκεί που ο αφρός της λησμονιάς μαύρο ποτίζει δάκρυ
εγώ από την μια πλευρά και συ στην άλλη άκρη.
 
Εκεί που ο ερχομός πικρός είναι για σένα αντίο
εγώ αγκαλιά αναζητώ, ζεσταίνεσαι στο κρύο.
 
Κι έρχεσαι φως μου να μου πεις, πως θα΄ μαστε  ζευγάρι
απ΄τον Φλεβάρη ήρθαμε, φτάσαμε Αλωνάρη!
 
(Μια ιστορία του Στρυμονικού Σερρών)
 
 
Σ΄ ένα χωριό του κάμπου, κει στο Στρυμονικό
Ύφαναν ιστορίες, σιμά στον αργαλειό.
 
Τούτη η ιστορία, που θα διηγηθώ
την έμαθα απ΄ πάππου, την λέω και εγώ.
 
Σ΄ ένα σπιτάκι ζούσε, άσχημη κοπελιά
τα δειλινά γυρνούσε, σε λόγγους και βουνά.
 
Παρέα με τους λύκους και τα λυκάκια της.
Τα ερπετά, τα φίδια, με τα φιδάκια της.
 
Για προσκεφάλι είχε, κοτρόνα* (μασαλά!) *
Βολτάριζε τα νύχτες στον πάνω μαχαλά.
 
Τ΄ αγόρια της σφυρίζαν στα μονοπάτια της
κι ανάβαν τα φιτίλια και τα γινάτια της.
 
Εκείνη μες στη τρέλα, αρπάζει δυο παιδιά.
Τα βρήκανε σφαγμένα κάπου στη ρεματιά,
 
Του Αι Χαραλάμπη*, σ΄ ένα κρυφό γκρεμό.
Ανάψανε κεράκια από βαθύ καημό. 
 
Οι χωρικοί καρτέρι, μέρα της στήνουνε.
Τη Κοπελιά να πιάσουν, να ανακρίνουνε.
 
Μα η κοπελιά συνήθως, γινόταν ζωτικό
και στοίχειωνε τα βράδια, στο έρημο χωριό.
 
Τρία σημάδια βάλαν, μες στα περάσματα,
Στο Πέγκο*, στη Μαγκίλα* και στα χαλάσματα.*
 
Και μια και δυό και πέντε και δεκατρείς φορές
τη φέραν στη πλατεία, μπροστά στους δικαστές.
 
Η άσχημη γυναίκα με δάκρυα και λυγμούς,
το έλεος ζητάει από τους χωριανούς.
 
Αν δεν με κοροϊδεύαν, αν δεν με σφύριζαν.
Αν δεν πετροβολούσαν, αν δεν με πείραζαν.
 
Εγώ θα ΄ μουν στο δάσος με τα φιδάκια μου
Κι οι νιοι, τα παλικάρια, τα παιχνιδάκια μου.
 
Μα οι δικαστές πεισθήκαν για μέγα φονικό
Κι ορθώς όπως μου είπαν βαρύ κατηγορώ.
 
Τη σύρανε δεμένη και με θηλιά πλεκτή
στη γέφυρα κρεμάσαν, που έχει γκρεμιστεί.
 
Κι αφού τη ρίξαν χάμω, λυγάει ο δοκός
Κι όλοι αναφωνήσαν «μεγάλος ο θεός»
 
Η άσχημη γυναίκα, με  ξωτική πνοή
Βγάζει απ΄ το λαιμό της, κειν΄ το τραχύ σχοινί.
 
Τα μάτια της σηκώνει, ψηλά στον ουρανό
και πέφτει μια αντάρα στο ξεροπόταμο*.
 
Οι χωριανοί τραπήκαν σε άτακτη φυγή
«Αθώωση» ζητούσαν από το Δικαστή.
 
Για να τελειώνω τώρα, να μη πολυλογώ,
η άσχημη γυναίκα, γίνηκε ξωτικό.
 
Αν πάτε στη πατρίδα μου, κει στο Στρυμονικό
αν ψάξετε τις νύχτες στο μαύρο ουρανό.
 
Θα δείτε ένα λαμπιόνι, η Πούλια να κρατά
έν΄ άσπρο χελιδόνι μονάχο να πετά.
 
Είναι η κοπελιά μας, το μόνο ξωτικό
που ζει μες στη καρδιά μας, σαν τρέμουλο καλό.
 
 
 
Και τώρα αν απορείτε, η γέφυρα γιατί
χρόνια που γκρεμισμένη, όλους μας, μας θωρεί.
 
Να πάτε να ρωτήσετε ποιοί είδαν ξωτικό
και χώρισε στα δύο, το έρημο χωριό.
 
 
Επεξηγήσεις αναφορών στο ποίημα:
 
*Στρυμονικό: Χωριό του Ν. Σερρών
*Κοτρόνα: Μεγάλη πέτρα
*Μασαλά: (αφερίμ) μπράβο!
*Αι Χαράλαμπος: Ξωκλήσι στη περιοχή
*Χαλάσματα: Αναφέρομαι σε ευρήματα αρχαίου οικισμού στη περιοχή
*Πέγκο: Δασώδη περιοχή του Στρυμονικού
* Ξεροπόταμος: Το ρέμα της Κοινότητας
* Μαγκίλα: Λόφος
 
 
ΣΤΑ ΞΕΝΑ
 
Μάνα που με μεγάλωσες, μέσα στην αγκαλιά σου,
κάνε το δάκρυ σου δρομί, να ρθω στα όνειρά σου.
 
Να κολυμπήσω στο βαθύ, της θάλασσας που πλάθεις. 
Ότι έμαθα στην ξενιτειά, μανούλα μην το μάθεις.
 
Έμαθα πως τους κλείσανε τους δρόμους να γυρίσω
 για να με κάνουν πιο πολύ τα ξένα ν΄ αγαπήσω.
 
Πώς να ξεχάσω μάνα μου πως κάτω απ΄ το τσεμπέρι
ισχνό χαμόγελο πικρό κανείς μην υποφέρει.
 
Μην δούνε τα ματάκια σου που στέγνωσε το δάκρυ
πως παίζουν τα παιδιά κρυφτό στου ουρανού την άκρη.
 
Εδώ στα ξένα μάνα μου ο ουρανός μολύβι,
την ώρα που σε σκέφτομαι πέφτει και με συνθλίβει .
 
Πεθύμησα την στράτα μου κάπου δυο πήχες μέτρα
αυτός ο τόπος για καρδιά έχει μια μαύρη πέτρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου