Σελίδες

Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Τρεις λόγοι [τριλογία]για το Στρυμονικό / Δημήτριος Γκόγκας


  

     Το Στρυμονικό Σερρών είναι ο τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Τα βιώματά μου δεν μπορούσαν να απουσιάζουν από τα ποιήματά μου. Εξ άλλου τα ποιήματα που γράφτηκαν γύρω από την ζωή μου στο Στρυμονικό ήταν και τα πρώτα ποιήματα. Δεν προσδοκούν δάφνες. Ορισμένα (προσωπική άποψη) είναι κακά ποιήματα, άλλα μέτρια, υπάρχουν(πιθανόν) και κάποια που μπορούν να θεωρηθούν καλά, ο αναγνώστης πάντα θα το κρίνει αυτό. Πειραματιζόμουνα, πότε στον έμμετρο στίχο και πότε στο πεζό. Μοναδικός σκοπός ήταν να σκιαγραφηθούν οι σκέψεις και να αποτυπωθούν οι εικόνες μέρους μιας ζωής.
     Από αυτά τα νεανικά βιώματα προέκυψαν τρεις ποιητικές συλλογές, που μετά από αρκετή σκέψη και κυρίως με το γεγονός πως ένας σωστός, λογικός πατέρας δεν αποποιείται τα παιδιά του, είδαν το «φως το αληθινό» τα έτη 2018 και 2019, όπως παρακάτω:
 
«Ξέρω ένα τόπο» (ISBN 978-9925-7392-1-9) / 2018(e-book)
«Κάμπος μιας νιότης» (ISBN 978-9925-7392-2-6) / 2019 (e-book)
«Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό» (ISBN 978-9925-7392-4-0) / 2018(e-book)
 
   Από τις δύο [2] Ποιητικές Συλλογές (Ξέρω έναν Τόπο και Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό) επέλεξα κάποια έμμετρα ποιήματα που γράφτηκαν κάτω από ψυχική φόρτιση:
 
Ποιητική Συλλογή: Ξέρω έναν Τόπο / 2018
 


 
ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ (Στρυμονικό Σερρών)
 
Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,
 
του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το  χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
 
Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
 
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
 
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν  φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
 
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην  πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
 
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν  μυγδαλιές στα σχολεία.
    *
ΠΟΝΟΣ
 
Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσανε.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους  χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.
 
Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος  κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
 
Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.
 
 
*
Η ΚΑΠΝΟΠΟΥΛΗΣΗ
 
 
Χειμώνας. Κάπου στο σπίτι μια σόμπα ανάβει,
ο πατέρας κι η μάνα σκυφτοί σε μια κάσα,
ο παππούς με βελόνα, τα δέματα ράβει
κι εμείς στο σοφρά με κοφτή την ανάσα.
 
«Όταν θα έρθει ο έμπορας, βράδυ,
μάνα να βγάλεις το σπιτίσιο γλυκό,
να χορτάσει το μάτι». Δίνει στον άνδρα το αστείρευτο χάδι
πάει να γεμίσει το ποτήρι νερό.
 
Ο ήχος στην πόρτα, ένα τσίμπημα, πόνος.
Τα μάτια του θόλωναν, κοιτούσαν παντού.
Σαν να σταμάτησε στο σπίτι ο χρόνος.
«Έλα, έλα θα βρούμε μια άκρη  αλλού»
 
Πώς να του σφίξεις το χέρι; Κατράμι
στα δάκτυλα, μαύρο σαν πίσσα.
Ανείπωτος κόπος που πήγε χαράμι,
στα χείλη η γλυκύτητα, έγινε λύσσα.
 
«Μην απελπίζεσαι, του χρόνου η σοδειά σου,
θα είναι καλύτερη» την πλάτη χτυπάει.
«Για δες ομορφούλικα που ειν΄ τα παιδιά σου.
Είναι καλή η τιμή». Μα κανείς δεν γελάει.
 
Κλείνει η πόρτα, η ώρα κυλάει.
Ο πατέρας κι η μάνα ξανά παν΄  στην κάσα.
Ο παππούς σε μυριάδες κομμάτια. Την μοίρα κεντάει,
κι αφήνει να φύγει απ΄ το κορμί του η ανάσα.
 
*
ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ
 
Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
 
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
 
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.
 
*
[Τώρα η καρδιά μου χτυπά]
 
Τώρα, το ξέρω η καρδιά μου χτυπά,
για κείνο τον όμορφο τόπο,
για κείνη την γέρικη ιτιά,
που  σπειρε η μάννα με κόπο.
 
Στης αυλής τη μεγάλη ροδιά,
κάποτε έκατσα λίγο.
Στη σκιά της να βρω τη δροσιά
και κατόπι σαν ξένος να φύγω.
 
Μα πάλι η καρδιά μου χτυπά
και γυρίζει η σκέψη στο σπίτι.
Στην πέτρινη εκείνη φωλιά
που πετούσα σαν το σπουργίτι.
 

Ποιητική Συλλογή: Ένα Τετράδιο για το Στρυμονικό/ 2019
 
 


ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
 
Για μια  Πατρίδα, τον αέρα αγκαλιάζω
στον ουρανό της τραγουδάνε τα πουλιά.
Μέσα στον πόνο της καρδιάς,  αργά  βουλιάζω
για να ξανά-βρω στην αυλή μου μια γωνιά.
 
Να κλείσω μέσα, ότι αγαπούσα.
Κι ότι αγάπησα πολύ,  ψηλά να τα κρατούσα.
Κι ο λογισμός μου απ΄τα ξένα
Αχ να ξεβράσει της ζωής,
τα ξεχασμένα.
 
Για μια πατρίδα, το ψωμί λιώνει στο στόμα.
Αγέρας, γη και νερό γίνονται σώμα.
Φύλλο που τρέμει στις βολές ενός ανέμου.
Σφαίρα χαμένη σε μια μάχη ενός πολέμου.
 
Μες στη ζωή μου, ότι αγαπούσα
για ότι νοστάλγησα  ξανά και πάλι να  διψούσα.
Κι απ΄ τις πληγές μου πάντα θα βγαίνει
Ένα παράπονο πικρό,
από ψυχή κλεμμένη. 
 
Τώρα στον κάμπο, ένα λούλουδο ανθίζει.
Πετώ το όπλο και την χλαίνη καταγής.
Αυτή η λάβρα που με καίει ξαναρχίζει,
να κάνει στάχτη τα συντρίμμια της οργής.
 
Για μια πατρίδα, η σάρκα λιώνει
κι η Άνοιξη που ένιωσα στα στήθη μου παγώνει.
Θα γίνω αέρας, νερό και χώμα.
Και μια πατρίδα μέσα μου…
Θα χτίσω ακόμα!
 
*
ΧΕΙΜΩΝΑ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
 
Ρωτώ σιγά ποιον δρόμο θα διαλέξεις
κι εσύ κοιτάς ψηλά τον ουρανό.
Γυμνά τα πόδια σου και πως τρέξεις,
κρεμιέται τ΄ όνειρο σ΄ ένα γκρεμό.
 
Στης γης σ΄ ένα δωμάτιο, πεθαίνεις.
Ο ήλιος πώς να φτάσει να σε δει.
Τη μέρα δεν μιλάς κι όλο σωπαίνεις,
τη νύχτα φεγγαράκι σε κλουβί.
 
Ρωτώ ξανά: μπορώ να περιμένω;
Και βάζω στο ποτήρι μου νερό.
Στους ουρανούς σε έχουν πεθαμένο.
Μια μάνα κελαηδάει σ΄ αγαπώ.
 
Φοβάσαι μα ελπίζω να πετάξεις,
γεμίζω τα ποιήματα μ΄ ευχές.
Ελπίζω το Φθινόπωρο ν΄ αλλάξεις,
Χειμώνα να βρεθούμε στις γιορτές.
 
*
ΕΙΚΟΝΑ ΕΤΟΥΣ 1975
 
Στο Δημοτικό σχολείο του Στρυμονικού
είχαν ταχθεί άρματα. Άσκηση.
Προστασία χώρου συγκέντρωσης αιχμαλώτων.
Η εποχή, χτυπούσε όμως παλμούς όμως χούντας.
 
 
Στο προαύλιο είχαν τα τανκς παραταχθεί
δυο τρεις φαντάροι ζαλισμένοι με τα κράνη
στο παραμάσχαλα, βάραγαν προσοχή
και οι χωρικοί πάνω στους ώμους το δικράνι.
 
Παιδιά εμείς, φορώντας για σακάκι αφοβιά
αγγίζαμε το σίδερο με-δικαίως – απορία
κάποιο πετάρισμα που έγραψε η καρδιά
ξεφύλλισμα ήτανε στα σχολικά βιβλία.
 
Και η περίπολος το βράδυ μες στους δρόμους
σαν την αγέλη κάποιων λύκων που αλυχτούσε
με τους σουγιάδες ακονίζαν λαιμητόμους,
για θεατή είχαν μια μάνα που πεινούσε.
 
Στης  μέρας το πουρνό, τους βρήκαμε εκεί
στην άκρη του Δημοτικού Σχολείου να χουχουλιάζουν.
Γύρω απ΄ τα κάρβουνα που άφησε η φωτιά. Σκυφτοί;
Και κάποια αετών φτερά στους ώμους τους ν΄ αλλάζουν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου