Σελίδες

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Όνειρο ήτανε * του Δημητρίου Γκόγκα από τη συλλογή διηγημάτων: ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


       


Είχε αφήσει τις κόκκινες φράουλες, μέσα σε ένα πλαστικό καλάθι στην άκρη του τραπεζιού της κουζίνας. Τις είχε πάρει από απλή συνήθεια. Δεν έτρωγε πολλά φρούτα. Συνήθως τα αγόραζε από την λαϊκή της Λάρνακας, τα άφηνε να στολίζουν τα τραπέζια του σπιτιού της και ύστερα λίγο πριν χαλάσουν και αναδεύσουν την άσχημη μυρωδιά της σαπίλας τα πετούσε στο καλάθι των σκουπιδιών.

       Ανοίγοντας την πόρτα του μικρού της σπιτιού, στην άκρη της πόλης θυμήθηκε τον άγνωστο φίλο που γνώρισε στις αλυκές. Τον είχε δει πολλές φορές και μόλις χθες τόλμησε να σταματήσει και να του μιλήσει. Διέφερε τόσο πολύ από τους υπόλοιπους άνδρες της ζωής της. Είχε γνωρίσει πολλούς. Άνδρες που ήθελαν την παρέα της, για μία νύχτα μονάχα. Άνδρες που πλήρωναν για τον έρωτά της, πίσω από τις σκιές των δένδρων, τα αχνά φώτα των πάρκων, των έρημων δρόμων της πόλης, του πάρκου του ταχυδρομείου.  Αυτός όμως δεν της ζήτησε τίποτα. Έκατσε απέναντί της, την κοίταξε μέσα στα μάτια της και κατάλαβε την προσπάθειά του, να βυθιστεί στον ωκεανό της. Της άρεσε αυτό. Πρώτη φορά, σκίρτησε στο βλέμμα ενός άνδρα, στην επιθυμία του ομιλητή να ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα πνιγηρά λόγια της. Αναρωτήθηκε αν είχε τέτοιους θησαυρούς. «Όλοι οι άνθρωποι έχουν» σκέφτηκε.

      Μετά την αποφυλάκισή της, γύρισε στο μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης. Η Λάρνακα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η μόνη αλλαγή που βρήκε, ήταν η απουσία της γιαγιά της. Ο θάνατός της ήταν, το δυνατότερο χτύπημα που είχε αισθανθεί στην ζωή της. Ούτε η εισβολή των μισητών εχθρών την είχε πονέσει τόσο πολύ, ούτε η αιχμαλώτισή της από την ομάδα προστασίας της ηθικής της κοινωνίας. Το σπίτι κλειδωμένο, έρημο χορταριασμένο. Θυμήθηκε την ώρα που άνοιγε την ριζωμένη αυλόπορτα και ήρθαν στα πόδια της οι άσπρες γάτες της γιαγιάς και ο μικρός σκύλος. Της έγλυφαν τα μαύρα στενά γοβάκια, προίκα από τη φυλακή, περιμένοντας με ανυπομονησία τροφή, νοσταλγώντας τα τσίγκινα πιατάκια της γιαγιάς που γέμιζαν γάλα, ψωμί, αποφάγια και κόκαλα ψαριών, πίσω από τον φούρνο της αυλής. Τις χάιδεψε και της άφησε στο καλό. Αυτές σαν να είχαν νιώσει της ανάγκη της μοναξιάς, έκαμαν ένα μικρό γύρο και πλάγιασαν στο πλατύσκαλο. Ζάρωσαν στα μπροστινά τους πόδια και βούλιαξαν στην βρώμικη γούνα τους.

     Γδύθηκε και μπήκε στα μπάνιο. Το νερό, της φάνηκε γλυφό μα δεν την αποθάρρυνε. Λούστηκε με σχολαστικότητα. Κάθε φορά που έμπαινε κάτω από το νερό αυτό έκανε. Ήθελε να διώξει όλες τις μυρωδιές της φυλακής

από πάνω της. Τα χνώτα όλων των ανδρών που την φίλησαν. Ποτέ πια, αναφώνησε. Έκλεισε τα μάτια, βυθίστηκε στις σκέψεις της, έπλυνε και τα δάκρυα που κύλησαν στα κόκκινα μάγουλά της. Τυλίχτηκε με την μεγάλη άσπρη πετσέτα και στηρίχτηκε στο μπράτσο της ξύλινης καρέκλας στην κουζίνα. Τα πράγματα πήγαιναν τώρα καλά. Η προσωρινή δουλειά που βρήκε, της έδινε έναν αξιοπρεπή μισθό.

     Είχε πάει δώδεκα. Μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν κατάλευκος. Η περιοχή είχε σκεπαστεί από το λευκότερο στρώμα σύννεφων, που είχε δει ποτέ στην ζωή της. Δεν θα αργούσε να χιονίσει. Μα ήταν Αύγουστος μήνας, αναρωτήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό. Οι πληροφορίες των ειδικών γνώριζε πως ήταν αντικρουόμενες. Οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές και τίποτα δεν προδίκαζε κάτι τέτοιο. Όμως τα άσπρα σύννεφα, είχαν τυλίξει τον ουρανό της πόλης εδώ και λίγες ημέρες. Είχαν στρογγυλοκαθίσει και δεν έλεγαν να φύγουν. Άνοιξε το παραθύρι της, την στιγμή που είχε αρχίσει να χιονίζει. Πυκνό άσπρο χιόνι έπεφτε ως εκεί που έφτανε η ματιά της. Δεν μπορούσε να δει καλά μέσα από το σκοτάδι, όμως τα φώτα της πόλης φανέρωναν το αξιοπερίεργο.

     Βγήκε ξυπόλυτη στους άδειους δρόμους. Κατηφόρισε προς τις αλυκές, μέσα από τα στενά χωμάτινα μονοπάτια. Πήρε το γνώριμό της μονοπάτι, αντικρίζοντας σκιές  ζευγαριών να φιλιούνται και να αγαπιόνται με πάθος. Προσπερνούσε το πλήθος, που όσο προχωρούσε γινότανε μεγαλύτερο. Άκουγε φωνές, αλαλαγμούς,  κλάματα και φωνές απόγνωσης γυναικών. Εκεί στο βάθος, στο ξέφωτο,  που φώτιζαν φακοί και φανάρια, διέκρινε το βαμμένο κόκκινο αλάτι. Στην μέση του κύκλου που σχημάτιζε το πλήθος, μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα, κείτονταν άψυχη. Ένα κοπελούδι, θα ήτανε, δεν θα ήτανε αναρωτήθηκε ούτε είκοσι. Ίσως να ήτανε φαντάρος. Κάποιοι σκεπάσανε την γύμνια του και άλλοι τα περίεργα άσπρα λεπτά, γεμάτα πούπουλα ποδαράκια του.

    Είναι κύκνος που ήθελε να γίνει άνθρωπος; Όχι είπε κάποιος άλλος ήτανε άνθρωπος που ήθελε να γίνει φλαμίνγκο. Κάποιοι χαμογέλασαν. Άδειασε με μιας η αλυκή.

     Έμεινε μόνη και έρημη. Σκεπασμένη από το σκοτάδι, έριξε μια εσάρπα στους ώμους. Το χιόνι άσπρο συνέχιζε να πέφτει και να σκεπάζει το βαμμένο αλάτι και το μικροκαμωμένο κουφάρι. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του και αισθάνθηκε μια ζεστασιά να ριγώνει το κορμί της. Τράβηξε με τρόμο το σακάκι που σκέπαζε το πρόσωπο του νεαρού και θέλησε να ουρλιάξει. Βγήκε ο ήλιος και την τύφλωσε.

      

 

     Πετάχτηκε, ιδρωμένη από το κρεβάτι και κοίταξε γύρω της. Είχε αποκοιμηθεί στη άκρη του. Τυλίχτηκε, με το σεντόνι και ζάρωσε. «Όνειρο ήτανε» σκέφτηκε, «όνειρο».

 

 

 

 

 

 

 

*Το διήγημα Όνειρο ήτανε, έλαβε έπαινο στον 7ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της ιστοσελίδας: https://bonsaistories.gr/

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου