Τον βασάνιζε ένας περίεργος πονοκέφαλος, ρίγος, μια εσωτερική έξαψη, είχε κλείσει η μύτη του, μετά βίας ανάσαινε, δεν είχε κοιμηθεί και όλα τα προηγούμενα βράδια μετά και την χορήγηση του πέμπτου επικαιροποιημένου εμβολίου κατά της πανδημίας, αισθανότανε ετοιμοθάνατος, αν και δεν γνώριζε την αίσθηση του θανάτου. Είχε ακούσει διάφορα αρνητικά σχόλια για την ενέργειά του, να μεταβεί στο ειδικό κέντρο εμβολιασμού κατά της πανδημίας που ύστερα από δύο χρόνια ταλαιπωρούσε ο ιός τις κοινωνίας, αλλά δεν ήθελε να το κάνει. Ανήκε στις ευάλωτες ομάδες, λόγω ζαχάρου, πίεσης, καρδιακών αρρυθμιών, χοληστερίνης και άλλων δοκιμασιών του θεού, οπότε ήταν μια καλή δικαιολογία.
Πέντε μέρες
μετά, παρά τις προσωπικές του ενέργειες τα συμπτώματα δεν είχαν υποχωρήσει. Η
κατάσταση της υγείας του, τον δυσκόλευε στην εκτέλεση των καθηκόντων του στη
δουλειά αλλά πιο πολύ δεν τον άφηνε να κοιμηθεί καθώς ήταν δύσκολο να του
χορηγείται μέσω και της συσκευής αναπνευστικής υποστήριξης η απαιτούμενη δόση
οξυγόνου. Έτσι την Κυριακή που μας πέρασε, αποφάσισε να μεταβεί στο τμήμα
Εκτάκτων Περιστατικών του Νοσοκομείου της πόλης.
« Είναι Κυριακή» μονολόγησε «δεν θα έχει κόσμο στην
αναμονή, θα τελειώσω γρήγορα» Η γυναίκα του τον ρώτησε εάν θα ήθελε να τον
συνοδεύσει, αλλά θεώρησε πως δεν υπήρχε λόγος. Το νοσοκομείο απείχε λίγα λεπτά,
είχε την δύναμη να οδηγήσει. Όταν έφτασε, από τον ελάχιστο κόσμο που είδε έξω
από την είσοδο, ας όψεται το τσιγάρο, πέντε- έξι άτομα, τα οποία και καλημέρισε,
υπολόγισε (χωρίς τον ξενοδόχο) ότι θα τελείωνε σε λίγα λεπτά. Μια εξέταση ήθελε
και μια συνταγή, ίσως (βρε αδελφέ) μια αντιβίωση.
Μπήκε στην αίθουσα αναμονής, δεν περίμενε κανείς άλλος,
προχώρησε προς το ταμείο εγγραφής ασθενών, όπου μια αχτένιστη και άυπνη
υπάλληλος, γύρω στα πενήντα με ύφος σαράντα καρατίων και κάτι του είπε.
«ΓΕΣΥ;» (Γενικό Σύστημα Υγείας)
«ναι» της απάντηση με μια φωνή βραχνιασμένη από άλλο
κόσμο.
«Τι θέλεις;»
«Έχω πόνο στο κεφάλι, είμαι άυπνος, πονώ στο στήθος, έχω…»
«να γραφτείς θέλεις; Το νούμερό σου…» δεν πρόλαβε να
συνεχίσει το ιστόρημά του.
«Κάτσε εκεί, θα σε ειδοποιήσουμε όταν είμαστε έτοιμοι…» Ο
ενικός του προκάλεσε αύξηση της αρτηριακής πίεσης και μεγαλύτερο πόνο στο
κεφάλι. Ένιωθε να ξεραίνεται το στόμα του. Συνέστησε στον εαυτό του ψυχραιμία.
Το ρολόι έδειχνε
επτά και πέντε (07:05). Ήδη περίμενε 15 λεπτά και δεν είδε καμία κίνηση από
γιατρό ή νοσοκόμα προς αυτός. Υπομονή σκέφτηκε, πρωί είναι. Γύρισε προς το
ταμείο να ρωτήσει την υπάλληλο. Η Υπάλληλος είχε εξαφανιστεί.
«Κοίτα να δεις» πρόλαβε και απάντησε η «Επόπτης Ασφαλείας»
(Security)
«κάτσε εκεί και
θα σε ειδοποιήσουν» ο ενικός της αγένειας συνεχιζόταν και με δυσκολία κρατούσε
την αναπνοή του (η ανάσα του ακουγόταν σας ρόγχος του Αχέροντα) και τα λόγια
του.
«τώρα αλλάζει
η βάρδια στις επτά»
«Μα έχει
περάσει η επτά» απάντησε
«Και, εσένα
τι σε νοιάζει;»
Κλείστηκε μέσα
στο σάκο του, τουτέστιν μπουφάν και διαπίστωσε μια περίεργη κινητικότητα γύρω
του.
Ένας αστυνομικός
φάνηκε με έναν υπολογιστή και μια τσάντα φαγώσιμα. Ένας άλλος υπάλληλος
προσπαθούσε να βάλει σε λειτουργία την τηλεόραση, με ένα κατσαβίδι. «Άμα χάνουν
το τηλεχειριστήριο ρε κουμπάρε, τα να κάνεις;»
Γιατί φεύγανε,
γιατροί έρχονταν. Μια νοσοκόμα κουβαλούσε κουραμπιέδες και μελομακάρονα.
«Θα φάμε
σήμερα» είπε η γυναίκα σεκιούριτι.
«Κάνε όνειρα»
της δόθηκε μια ξερή απάντηση.
«Καφέ κανείς;»
«Άσε μας ρε
συ έχουμε τόση δουλειά!»
Μα που
βλέπανε τόση ώρα τη δουλειά, προσπαθούσε να καταλάβει. Οι αστυνομικοί ήταν στο
ταμείο και έσπαγαν πλάκα. Η σεκιούριτι
πλησίον.
Η καθαρίστρια
τον τριγύριζε. Ήθελε να του πει «σήκωσε τα πόδια σου» αλλά έτσι όπως τον είδε
είπε να το αποφύγει.
«Εντάξει Αντρέα,
άσε τα καθίσματα, υπάρχει άρρωστος» σχολίασε η σεκιούριτι λίγο ειρωνικά, ή έδωσε
εντολή; Σαν τέτοιο του φάνηκε.
«Μα τι αυξημένες
αρμοδιότητες!» σκέφτηκε.
Ένας χειρούργος
άνοιξε την πόρτα και βλέποντας την καθαρίστρια ρώτησε:
«Από πού μπορώ
να περάσω;»
«Από κει
γιατρέ, γύρω – γύρω» του είπε.
«Η δικτατορία
των καθαριστριών» απίστευτο και όμως συμβαίνει.
Η τηλεόραση
έδειχνε μια «εξαίρετη» εκπομπή με κάποιον που πουλούσε φίλτρα νερού. Αυξανόταν
η πίεσή του. Η ώρα προχωρούσε πιο γρήγορα απ΄ ότι υπολόγιζε. Είχε είδη πάει και μισή.
Άρχισαν να ακούγονται γέλια και φωνές από μέσα.
«Καφέ κανείς;»
«Ώπα είπα, λέω» εργάζονται.
«ο κύριος Δημήτρης;»
«Εγώ» απάντησε θαρραλέα και σοβαρά. Μην χάσει και την
σειρά του. Δεν υπήρχε άλλος κανείς
«Τι σας φέρνει κοντά μας;» τον ρώτησε
«Κοιτάξτε, πριν από λίγες μέρες έκανα το επικαιροποιημένο
εμβόλιο…»
«Δεν σας ρώτησα τι κάνατε, αλλά τι σας έφερε εδώ…»
«Κοιτάξτε να δείτε γιατρέ, για να μην τα ακούσετε εσείς, αφήστε
να σας πως τι έχω και τι με έφερε σε σας, όπως εγώ καταλαβαίνω»
«Εντάξει Δημήτριέ μου, μην νευριάζετε.» Τουλάχιστον αυτός
μιλούσε στον πληθυντικό.
«Πριν από λίγες ημέρες λοιπόν έκανα αυτό το 5ο
εμβόλιο. Μετά όμως από τρεις ημέρες άρχισα να έχω συμπτώματα γρίπης.
Πονοκέφαλο, πόνο στο στήθος, καταρροή, ζάλη…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει.
«Καλά κάτσε εκεί στις καρέκλες… φτάνει κατάλαβα»
«Βαγγέλη; Ρε Βαγγέλη πάρε του πίεση, κάνε του τεστ, στείλε
τον για ακτινογραφία.»
«Κύριε Δημήτρη, δεν έχεις πίεση. 15,5 με 10»
«Μα φίλε μου με τέτοια πίεση, παίρνω φάρμακα»
«Μόλις πας σπίτι τότε να πάρεις.»
«Το οξυγόνο καλό, αρνητικό το τέστ. Μια χαρά. Δεν φαίνεται να πονάτε»
«Μα πονάω»
Μπαίνει η σεκιούριτι στην αίθουσα
«Θα φάμε τίποτα γιατρέ;»
«Ο νους σου πάντα στο τι θα βάλεις στο στόμα σου»
Γέλασε η πενηντάρα. Άυπνη, αχτένιστη και κακοντυμένη. Πως
της επέτρεπαν να φορά κολάν σε ένα τέτοιο χώρο;
«Με το χαρτί αυτό θα πας στο ακτινολογικό. Κι έλα ξανά
εδώ»
Πήρε το χαρτί, πάει στο ακτινολογικό.
Ανοικτές οι πόρτες των θαλάμων. Καμιά νοσοκόμα, Καμιά
υπάλληλος. Τι να κάνει περίμενε. Πέρασαν καμιά δέκα λεπτά. Τίποτα. Πως μπορεί
να υποστηριχτεί ένα σύστημα, όταν δεν λειτουργεί ένας κρίκος; Πως σε στέλνει ο
γιατρός για ακτινογραφία, όταν δεν υπάρχει προσωπικό στο τμήμα εκείνο; Ο ήρωας της
ιστορίας κάνει μια βόλτα στο διάδρομο. Από την πίσω πόρτα, πάνω από το
νεκροτομείο, βλέπει να έρχεται μια κυρία φορτωμένη με σακούλες και καφέ.
«Ακτινογραφία, θέλετε;»
«Ναι» της απάντησε μονολεκτικά.
«Ελάτε κύριε Δημήτρη»
Μπήκε στον θάλαμο, άρχισε η διαδικασία. Τελείωσε σε
ελάχιστα λεπτά.
«Πηγαίνετε στο εκτάκτων, τελειώσατε εδώ»
Η επιστροφή στο εκτάκτων τον βρήκε μπροστά στη
σεκιούριτι. Τι δουλειά είχε αυτή μέσα στο τμήμα ούτε που καταλάβαινε. Λες και
το διοικούσε.
«Να πάρω ένα κουλουράκι; Από το γραφείο;»
«Πάρε όσα θες»
«Κύριε Δημήτρη, δεν έχετε κάτι από covid, δεν έχετε γρίπη, ίσωση, είναι οξεία ιγμορίτιδα. Κάντε ααα. Σηκώστε τη
μπλούζα.Πάρτε βαθειά ανάσα. Αναπνέετε. Μην αναπνέετε. Σας γράφω μια άδεια και
φάρμακα. Να πάτε στο διημερεύοντα φαρμακεία
να τα πάρετε.» Του είπα μάλιστα και ποια είναι. Το ένα ήταν κοντά στο σπίτι
του.
«Δεν θέλετε κάτι άλλο. Καλή Κυριακή» Απάντησε ο Δημήτρης και
έφυγε
«Καλή Κυριακή» είπε και η σεκιούριτι.
«Πίσω μου σε έχω σατανά» σκέφτηκε. Το ρολόι έδειχνε 8 και
5!
Έτρεξε στο φαρμακείο. Λογικά θα ήταν ανοικτό. Ήταν κλειστό!
Πιο λογικό αυτό, σε μια κοινωνία που όταν μπορείς να κλέψεις ακόμα και χρόνο το
κάνεις χωρίς καμιά συνέπεια.
* Η γελειογραφία είναι από την εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου