Σελίδες

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Η μάννα που έκλαιγε* του Δημητρίου Γκόγκα

 

    













Είχε παντρευτεί πολύ μικρή, δεν είχε κλείσει τα δέκα οκτώ και είχε βαλαντώσει στο κλάμα. Οι φτωχοί γονείς της για λόγους βιοποριστικούς την έδωσαν σε κάποιον έμπορο, κατά πολύ μεγαλύτερό της. Όχι πως δεν τον συμπαθούσε, γείτονας χήρος και πλούσιος,  αλλά δεν τον αγαπούσε κι δεν μπόρεσε να τον αγαπήσει. Τον σεβόταν όμως, τον σεβάστηκε κι έτσι έλεγε μέσα της πως ήτανε το σωστό.  Δεν είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει τα παιδικά της όνειρά. Στα περισσότερα δεν είχε αρχίσει καν να ζει. Ορισμένα τα είχε αφήσει μισά, στην άκρια μιας διαδρομής που είχε διαλέξει να κάμει στην ζωή της. Κάθε τόσο, πίσω από τις ευτυχισμένες στιγμές της, τα μάζευε από την αλάνα της καρδιά της, τα ξεδίπλωνε, τα μύριζε, γιατί ανέδυαν άρωμα τα όνειρά της, βασιλικόν μουρμούριζε, τα προίκιζε με νέο υλικό, με νέες παραστάσεις και προορισμούς, μα σαν έφτανε η στιγμή, εκείνη η στιγμή της επιλογής, φυσούσε ένας άλλος άνεμος, ένας προδότης ψυχρός άνεμος, ίδιος θάνατος και έκλεινε την καρδιά της δυνατά, όπως δυνατά την άνοιγε.

      Γέννησε ένα γιο, μέσα σε αφόρητους πόνους και κραυγές. Ένα μονάκριβο παιδί και ταύτισε τον κόσμο της μαζί του, μετά και τον θάνατο του άνδρα της. Κι όσο προχωρούσε λανθασμένα στην ζωή της, τόσο μεγάλωνε η αγάπη της για το παιδί της. Είχε έρθει από την περιοχή του Κιόνελι, πριν την έναρξη του πολέμου, όταν οι μέρες είχαν αρχίσει να γίνονται από μόνες τους απειλητικές. Άλλαζαν συνεχώς χρώμα, παρά τις επιταγές του ήλιου και του φεγγαριού. Οι γειτόνισσες την παρότρυναν να φύγει πιο νωρίς από αυτές. Γιατί όλοι, θωρούσαν την υγρασία να πλησιάζει, με δυνατούς βοριάδες  και να τρυπά τα κόκαλα και τα κουρασμένα τους κορμιά. Έτσι και έγινε. Έφυγε με τα ποτάμια να τρέχουν στα αυλακωμένα μάγουλά της.

       Ο Ιούλης, την χρονιά πριν την εισβολή, την βρήκε να διαμένει σε ένα μικρό σπίτι στην Αραδίππου. Έπιασε δουλειά, σε μια βιοτεχνία που έκαμε κονσέρβες και έβγαζε τον επιούσιο. Έγραψε το παιδί της στο σχολείο, το πήγαινε και το έπαιρνε η ίδια. Ακόμα και όταν εκείνο μεγάλωσε δεν ξέχασε ποτέ αυτή την συνήθειά της. «Μάννα» της έλεγε, σταμάτα. «Οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν» Αυτή δεν απαντούσε. Τον κοίταζε στα μάτια και πότιζε την καρδιά της με υπερηφάνεια και αγάπη. Τι θα έκανε χωρίς τον μικρό της. Πως θα ζούσε όταν θα άνοιγε τα φτερά του να πετάξει; Το παιδί είχε καταλάβει την αγωνία της και την καθησύχαζε. «Θα σε πάρω μαζί μου.

       Ποτέ δεν θα σε αφήσω μόνη» Γελούσε, μα μέσα της ήξερε. Πήγαινε στην άκρη του καναπέ, έσφιγγε στο λεπτό της  χέρι της ένα άσπρο μαντήλι και έπνιγε το  κλάμα και τον πόνο της.

       Ήταν γύρω από το τραπέζι όταν ξεκίνησε το κακό. Η πόρτα τρανταζότανε από τα χτυπήματα των γειτόνων. Σηκωθήκανε, πήρανε τα απαραίτητα και έτρεξαν στο σχολείο. «Είναι μακριά» είπε κάποιος, «εδώ δεν κινδυνεύουμε». Δεν πίστεψε κανείς τίποτα. Έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά. «Μαμά με πονάς» άκουσε. Μα εκείνη το έσφιγγε ακόμα περισσότερο. Αν ήτανε να το βάλλει μέσα της θα το έκανε. Δεν ήθελε να τον χάσει. Τα βουβά δάκρυά της στάζανε στα ρούχα του παιδιού.

        Οι εχθροί, είχανε πλησιάσει πολύ αλλά σταματήσανε, όταν πήρανε τα συμφωνηθέντα. Δεν αναγκάστηκε να φύγει πάλι από τον νέο της τόπο. Τα πράγματα είχανε μπει σε μια σειρά.  Ο μικρός μεγάλωσε, πήγε γυμνάσιο, λύκειο και μετά για σπουδές στην Λευκωσία. Η μάννα δούλευε σκληρά, για να μην λείπει τίποτα από το παιδί της. Είχε πιάσει κι εκείνο, δουλειά σε μια ταβέρνα, έτσι για να βοηθά στα έξοδα του σπιτιού.

        Τα δάκρυα της τα μάζευε με το μαντήλι, τα σφούγγιζε και τα έριχνε μέσα σε πιθάρια. Γέμισε η υπόγεια αποθήκη μικρά και μεγάλα πιθάρια. Κάθε πιθάρι και ένα ολάκερο μοιρολόι. Για τον γάμο της, για τα όνειρά  της, για το παιδί της, για την δυστυχία , την προσφυγιά , το φευγιό του παιδιού, για τα όνειρά της.

        Ένα βράδυ, πλησίαζαν Χριστούγεννα, ο γιος είχε έρθει γεμάτος δώρα και φιλιά να δει την μάννα του. Είχανε κλείσει και τα πανεπιστήμια. Θα έμενε τουλάχιστον δέκα πέντε ημέρες κοντά της. Η μάννα τον υποδέχτηκε με τον συνηθισμένο της τρόπο. Την σφιχτή μητρική αγκαλιά. Μεγάλωσε το παιδί της σκέφτηκε. Του χάιδευε το πρόσωπο.

«Έχει γένια» σκέφτηκε. Σε λίγο θα φύγει πιο μακριά. Μάταια ο γιος προσπαθούσε να την παρηγορήσει. «Δεν θα φύγω μάννα» της έλεγε. «Θα κάτσω σιμά, θα είμαι κοντά σου» Δεν τον πίστευε. Ερχότανε στο νου, σαν εφιάλτες οι δικοί της ξεριζωμοί. Τα όνειρα της , τόσο μακριά από την ζωή. Τόσο κοντά της.

       Τον έβαλε να κοιμηθεί, τον σκέπασε ζεστά και έκατσε δίπλα του. Παλικαράκι , μαθές, αλλά αφέθηκε στην αγκαλιά της μάνας. «Παναγιά μου» είπε «μην τον πάρεις μακριά μου και μην το πας πριν από μένα στον κήπο σου» και δάκρυσε . Η καρδιά σκίρτησε και φούσκωσε το στήθος. Κατέβηκε στο κελάρι. Άδειασε σε μια στάμνα δάκρυα από όλα τα πιθάρια. Έφτιαξε με αυτά ζεστό πρωινό, ζύμωσε το αλεύρι, έριξε στο φαγητό, στον καφέ του. Να ΄χει το παιδί μέσα του,  τα δάκρυα, της αγάπη της, την ζωή της.

       Όταν πέρασαν οι ευλογημένες ημέρες, έκαμε τον σταυρό πίσω του, καθώς τον ξεπροβόδιζε. «Στο καλό να πας» λάλησε και βούρκωσε. Τα δάκρυα του μεσημεριού, στάζανε στο πλατύσκαλο. Είχε ξεχάσει το μαντήλι.

            Σαν είδε τον παιδί της να σβήνει, κουκίδα στον ορίζοντα, έτρεξε προς το κελάρι. Ζαλιζότανε από την ταραχή, από την μοναξιά, από τον αποχωρισμό. Βιάστηκε.  Απρόσεκτα έσπρωξε ένα πιθάρι, κι ύστερα ένα άλλο. Γέμισε ο τόπος δάκρυα και γίνηκε μια λίμνη. Καθώς έσβηνε μέσα στα τρικυμισμένα δάκρυα, είδε την ζωή της βαρκούλα να περνά και πάνω να τραβά κουπί το παιδί της. «Στο καλό να πας και να προσέχεις. Καλό ταξίδι γιόκα μου»

 

 

*Ο συγγραφέας συμμετείχε με το διήγημα : Η μάνα που έκλαιγε, στον Διαγωνισμό πεζογραφίας του περιοδικού «ΚΕΦΑΛΟΣ» κατά το έτος 2020

 


Από την συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων ( ISBN 978-9925-7723-2-2 ) 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου