Σελίδες

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή [ομαδικό έργο] στην οποία συμμετέχει ο Δημήτριος Γκόγκας με 18 ποιήματα

 


Τον Ιανουάριοι του 2016 εκδίδεται από τις  Εκδόσεις: Όστρια το Συλλογικό Ποιητικό έργο: Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου που υπογράφεται από τους ποιητές:


  • Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία, 
  • Βλαχιώτη Αλέξανδρο, 
  • τον υπογράφοντα το κείμενο Δημήτριο Γκόγκα και τον
  • Δράτσελο Ευριπίδη 

Πέντε [5] ποιήματα του Δημητρίου Γκόγκα από τη συλλογή αυτή: 

ΑΤΙΤΛΟ


Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
 
Τον ενοχλούσε
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
 
Τη ξερίζωσε.
 
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.

**
ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
 
Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
 
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
 
Γέννησε μυριάδες.

***
ΣΚΙΑ
Στο λιτό γραφείο μια λάμπα πετρελαίου
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
 
Μια λιπόσαρκη σκιά
 
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
 
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
 
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.

Ότι αγάπησε 
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.
****

ΠΑΡΑΔΟΧΗ
Εκείνος μιλούσε συνεχώς για τους νέους φόρους
τις μυστικές αόρατες συνευρέσεις των ισχυρών
κοίταζε τις σάπιες σιδεροκατασκευές που του πλήγωναν τη καρδιά
 
απέναντι από το διακριτό σπίτι
 
η αφρικάνικη σκόνη που μύριζε μπαρούτι έκρυβε τα φώτα της μέρας
 
ζωγράφιζε τις τελευταίες βρόχινες νύχτες
 
οι ξένοι μετανάστες γαύγιζαν σαν αδέσποτοι σκύλοι στα πεζοδρόμια
 
με μια μπύρα στο γεμάτα άθλια τατουάζ χέρια
αγνώστου εμφιαλώσεως μάρκας,
καιροφυλακτεί και το κενότατο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο.
Εκείνη σεμνά στην αρχή, απλώνει τα άπλυτα χέρια της
 
τα ντύνει με την γυναικεία προστυχιά της Εύας
χώνει τα δάκτυλα στο στόμα -η μαρμελάδα στάζει ακόμα απ΄ τα χείλη της- 
θέλει να το βουλώσουν οι πολιτικοί, πόσο θ΄ ανέβει η πίεση
το θέλει πολύ μα δεν το βλέπει. Κλειστή η τηλεόραση.
 
Και πάλι εσύ ως ο τελευταίος νικητής, ο κυρίαρχος
 
Ξέρεις πως έρχεται ακόμα μια νύχτα με το σιδηρόδρομο
 
ή με την άμαξα στη λεωφόρο των Φοινικούδων
Με τη σκόνη να σβήνει τα χρώματά της.
 
Και τις σιδεροκατασκευές μια φυλακή για μετανάστες βιαστές
 
Και αδέσποτους σκύλους.

*****

ΟΡΑΣΗ

Μετάφραση στα Γαλλικά από την κα Παναγιώτα Τσορού

Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
 
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
 
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
 
Μασώντας τα φύλλα τους,
 
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
 
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
 
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
 
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
 
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
 
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
 
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
 
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
 
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
 
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
 
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
 
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
 
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
 
.

VUE

Dans la ville déserte où il vivait 
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu 
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs. 
En mâchant ses feuilles, 
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude 
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté 
un petit plat de gâteau et une lune cousue 
au point de croix sur son bras 
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux  - 

L'été passé - et cette année c'est arrivé le même - 
face à l'autre phase de la pleine lune 
avec les rires possédés 
la main étendue d'un loi  particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps. 

Les lunes d'été lui plaisaient le plus 
les couleurs lui plaisaient le plus 
les formes lui plaisaient le plus 
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur 
au moment que  l'ombre du figuier 
donnait un coup de pied du  mur. 
La forme de la femme - femme d'amande amère - 
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.

Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement 
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime 
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi. 

Traduction:  ΠαναγιώταΤσορού 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου