Σελίδες

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Το τσαγκαράδικο του Κύρ Απόστολου (Γκόγκα)

 


Τον θείο μου τον Αποστόλη, τον θυμάμαι αμυδρά πλέον. Φταίει ο χρόνος; Μας άφησε χτυπημένος από την κακή ασθένεια και εγώ δεν πρόκαμα να τον δώ. Πάντα όμως έρχονται στο νου, τα αστεία του, τα παιχνίδια του και κείνα τα τραγούδια που έλεγε, "του αρχοντο- γιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα" και μας κρατούσε συντροφιά με την όμορφη φωνή του. Ήταν αγρότης αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έκανε και τον τσαγκάρη. Όχι από χόμπυ, αλλά γιατί είχε σπουδάσει την τέχνη, σε μια σχολή στις Σέρρες, κάποια στιγμή μου είχε αναφέρει για την βασιλική σχολή των τσαγκάρηδων, εννοώντας βέβαια κάποια τεχνική σχολή όπου μάθαιναν όσα παιδιά θέλανε τέχνες και ...γράμματα.
Ο θείος μου ο Τόλης, έτσι τον φωνάζαμε ίσως ήταν ο μοναδικός τσαγκάρης, όχι μόνο του χωριού αλλά και της περιοχής. Το τσαγκαράδικό του, ήταν ένας μικρός χώρος, στην είσοδο κάποιας αποθήκης, στον δρόμο, μετά την ανηφόρα που οδηγούσε στα σπίτι του, απέναντι από το σπίτι του Ιωάννη Γκόγκα (Ο οποίος απεβίωσε μέσα στο 2013)όπου σήμερα στεγάζεται το μαρμαράδικο του γιου του Κωνσταντίνου Γκόγκα. Για τις κρύες ημέρες του χειμώνα πάντα υπήρχε μια ξυλόσομπα, που το καλοκαίρι μετατρεπότανε σε πάγκο για τα παπούτσια. Ένα μικρό τραπεζάκι, ο πάγκος, μια ξύλινη καρέκλα και δεκάδες εργαλεία. Μικρές και μεγάλες βελόνες, τρυπυτήρια, σακοράφες, σουβλιά, καλαπόδια, καρφιά,  φαλτσέτα, σφυράκια, η κλωστή (τζίβα), η τάβλα, Σόλες, τακούνια, δέρμα, φόντια, πέταλα, μπογιές, κόλλα, ψαρόκολλα, πινέλο, γυαλόχαρτο το οποίο χρειάζεται για να μην μείνουν ατέλειες, το γυαλιστικό, το λάδι και τέλος οι λίμες και οι τανάλιες. Και βέβαια η βενζινόκολα με την υπέροχη μυρωδιά της.
Παρ΄ όλο που ήξερε,  δεν τον θυμάμαι να κατασκευάζει παπούτσια. Είχε όλα τα απαραίτητα σύνεργα και καλούπια. Ποιος να τα αγοράσει έλεγε. Όμως ήταν πολύς καλός στην δουλειά του. Μόνος του πήγαινε στις Σέρρες και αγόραζε τα σύνεργα και τα παρελκόμενα που ήθελε. Άστεία ήταν η προσπάθεια να ξεκολλήσει την βενζινόκολα από τα χέρια του, κάτι που μας άρεσε και εμάς, για τον λόγο αυτό πηγαίναμε και αλλείφαμε τα χέρια μας με την κόλλα αυτή, την αφήναμε να ξεραθεί και μετά πασχίζαμε να απαλλαγούμε. Φυσικά ακούγαμε και τις φωνές του.
Στο μικρό μαγαζάκι, αποθήκη, δεν ήθελε βοήθεια. Αν χρειαζότανε κάτι, τον βοηθούσανε τα παιδιά του και κυρίως ο Ιωάννης, ο μεγάλος του γιός.
Από που όμως βγαίνει το τσαγκάρης; Ανοίγοντας ένα λεξικό θα δούμε το μεσαιωνικό λήμμα τσαγγάρις, που προέρχεται και αυτό από το τσάγκα που ήταν ένα είδος μαλακού παπουτσιού. Ο θείος μου ο Τόλης το έφερε με υπερηφάνεια που ήτανε τσαγκάρης. Έβγαζε ένα καλό μεροκάματο, αλλά δεν έφτανε για την οικογένεια οπότε και στράφηκε στην γεωργία. Η φήμη του σαν καλός τεχνίτης είχε διαδοθεί στην περιοχή και δεχότανε πελάτες από το Ζευγολατειό, το Καλόκαστρο, την Τριάδα και τον Χείμαρο. Την δεκαετία του 1990, δυστηχώς δεν είχε κουράγιο, να συνεχίσει την δουλειά του. Η μαζική παραγωγή και το μικρό κόστος των νέων παπουτσιών στην αγορά μείωσαν και την δουλειά του. Μοιραία ήρθε το τέλος. Σήμερα ως χώρος υπάρχει αλλά είναι άγνωστο εάν είναι ακόμα στην θέση τους τα σύνεργα και κείνη η βενζινόκολα που ακόμα την μυρίζω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου