Α
Προσπάθησα, να μάθω τη γλώσσα των ανθρώπων.
Αλήθεια!
Κάθε που ανοιγόκλειναν ασπρόμαυρα τα χείλη τους,
κολλούσα τα δικά μου. Ανώφελο!
Στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες,
τους Κύκλωπες στους δρόμους.
Δεν κατανοούσα,
πάλευαν να γίνουν καλύτεροι, πιστοί,
μα όταν ξέπλεκαν το λουρί από το λαιμό μου
κι έκλειναν την πόρτα του σπιτιού μας
κυριαρχούσε η αντωνυμία του εγώ
και το ουσιαστικό του εγωισμού!
B
Ο κύριος μου μόνος πια,
με αναμνήσεις από τεμαχισμένες εποχές.
Πότε φωτιά, πότε πάγος μέσα στη ψυχή και πάνω στο σώμα.
Έξυνε το αριστερό πόδι, τα δύσκολα πρωινά με τις υγρασίες,
ένα θραύσμα πολέμου.
Έξυνε και μένα στο κάτω μέρος της κοιλιάς.
Εγώ του έγλυφα τα χέρια, κουνούσα την ουρά. Σκυλίσιες συνήθειες!
Αγαπούσε την ειρήνη,
την ομορφιά των κάμπων και των βουνών.
Να είχε τη δύναμη να τα δρασκελίσει. Δίπλα του και εγώ.
Μια μέρα δεν άντεξε.
Ακούστηκαν οι σειρήνες, άρπαξε το τουφέκι του,
πήρε τα φυσίγγια του, κίνησε για τα σύνορα.
Το γαύγισμά μου απλώς αντήχησε στα βουνά και στους κάμπους του.
Είχα ακούσει βέβαια εκείνη τη ρήση:
Αν αγαπάς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο
Κουλουριάστηκα κάτω από τις σκάλες.
Δεν γρύλλισα. Κοιτούσα τα βήματα του στη λάσπη.
Γ.
Μυρίζω τη ζωή και το θάνατο
Του κυρίου μου αρνούμαι το πένθος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου