Το τελευταίο διάστημα έχω φρικάρει,
που σ΄ ένα σήριαλ, φονιάς την σκαπουλάρει.
Έχει σκοτώσει ένα ξάδελφο γιατί,
κακοποιούσε κάθε μέρα μια γυνή.
Γαλανομάτα και τσαχπινομπιρμπίλω,
που δεν κατάλαβε ποτέ της πως το ταίρι,
μέσα στο κόρφο του κρατούσε ένα μαχαίρι.
Βλαμμένο απ΄ την κούνια κι είχε ζόρι.
Να μην το μάθει ο Μαθιός, ότι το ξέρει
και του πετάξει απ΄την κοιλιά του το τζιέρι.
Γριά κοκέτα και ολίγον παρθενόπη.
Είχε και δεύτερο παιδί, κάποιον Αστέρη,
που ήταν στ΄ αλουμίνια ξεφτέρι.
Της έταξε λαγούς ένα βραδάκι.
Τον αδελφό της, έστειλε κάπως τυχαία
στον άδη να πουλά CD λαθραία.
Πήγε στον πόλισμαν, την αστυνομικίνα.
«Αντώνη αγάπη μου» του είπε το και το
«Πάει ο Πέτρος μου ντουγρού στον ουρανό»
Στο καφενείο πάντα τρώει καραόλους.
Ο Παντελής, ο καφετζής διαόλου κάλτσα
Στο στόμα του, πιάνει όλη την πιάτσα.
Κι η παπαδιά, η μέγα κουτσομπόλα
Που πάντα δίαιτα καινούργια ξεκινάει
Μπρος στους κεφτέδες ποτέ δεν σταματάει.
Είναι που ο Μαθιός δεύτερο παντελόνι
Δεν έχει αλλάξει, γιατί η Καλλιόπη μόνο
Ξέρει μονάχα να σκορπάει λίγο πόνο.
Πουκάμισα, βρακιά σιδερωμένα,
Να πας στην τσούλα που από τον φεγγίτη
Σε έμπαζε τις νύχτες μες στο σπίτι.
Αλλά είσαι ο μεγάλος κι έχε χάρη.
Που είν΄ο αδελφός σου; Που γυρίζει;
Ή στο βρακί της Αργυρώς του, σαλιαρίζει;
Που για τον γάμο σας θα είναι θείο δώρο.
Τους βρουλάκηδες να πάτε να σκοτώστε.
Στη δόλια μάνα σας λίγη χαρά να δώστε.
δίπλα στον σκύλο αιματοβαμμένη.
Τη μη μου άπτου τη Μαρίνα, χτυπημένη.
Την Αργυρώ σε κάδο πεταμένη»
Κανείς δεν κάνει τα καλτσούνια τα δικά σου.
Άμα σε κλείσουν φυλακή θα ΄χω μαράζι.
Ποιος πάνες στον ποπό μου θ αλλάζει!»
Απ΄την καντίνα της οξώ ξεροσταλιάζει!
Αυτή να την φοβάσαι διχως άλλο!»
«Μαθιέ τον θείο της θα πάω να ξεκάνω!»
Να εύρει η ψυχούλα σου γαλήνη.
Φορά τη μάσκα όταν τον μαχαιρώσεις
Και μην ξεχάσεις όταν φύγεις να κλειδώσεις»
Το πανελλήνιο τους φόνους μου θα νιώσει.
Εγώ είμαι η Καλλιόπη η ρουφιάνα.
Για σας αγία, για όλους μια πουτάνα.»