Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ:από την ποιητική συλλογή :Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη, 
χρέη φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας .
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και εργάτριες
σκυφτές  από τους πόνους της μέσης
λίγες μπροστά στα τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς.
Ύφαιναν την λύπη
κένταγαν το χρέος
βελόνιαζαν τις πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της,
Στην τύχη της,
Στον χρόνο της,
Στην ζωή της.
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
να δώσει το φιλί της.
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό
πάλι πίσω.
Tο πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.

 

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ: από την ποιητική συλλογή :Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: «ήταν το θέλημά της…»
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,
 
ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
 

 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

ΕΞΕΤΑΣΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 


Το κεφάλι του βούιξε απ΄ τον αχό της απεργίας.
Οι παλμοί του αυξήθηκαν στην διάρκεια της ανάβασης.
«Ήρθε ο καιρός της εξέτασης»  είπε.
Σκούπισε την σανίδα σωτηρίας, σκούπισε δηλαδή το χέρι του αντιπάλου.
Κι ύστερα,
σκούπισε και το δικό του μην μολυνθεί.
Το κεφάλι του βούιζε ακόμα.
 
Στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιοι ήδη είχαν βγει από τις σπηλιές τους
και κάπνιζαν την λήθη ρίχνοντας επιμελώς στο έδαφος.
Οι κυρίες ίδιοι οι άνδρες πλέον. Άγουρες.
Την ψυχή του,  πήρε και την έκλεισε μέσα στον κύκλο του φεγγαριού.
Και κείνο χάρηκε.
Τώρα βούιζε και το δικό του κεφάλι.
 
Κοίταξε την τσέπη του βαθειά και απόρησε.
Ομίχλη βγήκε μαζί με το χέρι του
και μια τεράστια μαργαρίτα πάνω στην κάνη που κάπνιζε.
 
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει.
Οδός Δημοκρατίας , πρώτο στρίψιμο αριστερά, μονολόγησε.
Εκεί το γραφείο του Ιατρού για μια δόση υγείας.
 
 
 

ΠΟΝΟΥΣΕ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



Πονούσε
και περίμενε
-κρατώντας την υπομονή με το ασθενικό χεράκι-
τον θάνατο
να επουλώσει τις πληγές της.

ΑΚΡΟΑΣΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



 
Και τώρα στον πεθαμένο κόσμο που  ζούμε
ήρθε η ώρα να το παραδεχτούμε πως ο θάνατος είναι μια λύτρωση.
Θα πάρω μόνος το βαθύ μονοπάτι για να ξεθάψω τις ποταμίσιες ρίζες,
αποκαλύπτοντας ότι απόμεινε πάνω στην σκουριά των κοκκάλων.
Το νερό θα καλεί σε ακροάσεις τους βατράχους .
 
Στο γυρισμό
θα σταματήσω να πιω ένα καφέ στη μνήμη μου
δίπλα στη γέφυρα της λύτρωσης και του θανάτου.
 
Η Μυρσίνη στο ραδιόφωνο ακόμα τ΄ άσπρα θα βάζει!
 
 
 
 
* Η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα :
Στίχος του στιχουργού:
Λευτέρη Παπαδόπουλου
 

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 
Ο Ανδρέας άπλωσε τα καπακλούδια
πάνω στο λερωμένο τραπέζι.
Η Μαρία γέμισε με ψίχουλα τις συγνώμες της.
Ο αυτόματος φωτισμός τρεμόπαιζε στους λερωμένους ανεμιστήρες.
Ο κάδος απορριμμάτων ανέδυε την μυρωδιά των στομάχων
την ασχήμια της εργασίας, τους φόβους.
Ο νεροχύτης βούλωνε συχνά από τα αποφάγια  
την συμπεριφορά της τυφλής υπευθύνου, την αλαζονεία της.
Το μαύρο τηλέφωνο της εταιρείας δίπλα από τον βρώμικο νεροχύτη.
Κάθε που χτυπούσε- και χτυπούσε συχνά- ένας απολυόταν.