Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικές- Σχόλια- Επισημάνσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικές- Σχόλια- Επισημάνσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

ΖΕΙΔΩΡΑ ΨΥΧΑΝΕΜΙΣΜΑΤΑ : Ποιητική Συλλογή του Χρήστο Αλεξιάδη

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

 
     

Τον Χρήστο Αλεξιάδη,
έχω την τύχη και την τιμή να τον γνωρίζω εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ως ποιητή όμως, τον συνάντησα μέσω των σελίδων της κοινωνικής Δικτύωσης. Είναι ένας άνθρωπος που διακρίνεται για την σεμνότητα και την ταπεινότητά του. Και αυτό κατορθώνει να το μεταδώσει μέσα από τον λόγο του. Προσπαθεί χρόνια τώρα να ζει τις μικρές στιγμές, μέτοικος μέσα σε μια «αυλή θαυμάτων» αντιπαλεύοντας το «άτι της αλαζονείας» Εκεί ξεδιπλώνει τα όνειρά του και συναντά τα χρώματά τους. Εργάτης της ποίησης και της στιχουργικής, σκαπανέας ακούραστος της τέχνης, δύναται να αναλύσει τη «δύναμη μιας λέξης» και να αναδείξει τις «ζείδωρες στιγμές». Στην πρώτη του ποιητική συλλογή μπορούμε να δούμε χωρίς περιστροφές το αποτέλεσμα της «αποταμίευσης αισθημάτων» , τα «άστρα του θέρους» και μια ακόρεστη δίψα να μας κοινωνήσει στης «ηλιαχτίδας το αγλάισμα» και στον «ήχο των χρωμάτων»
      Στα 62 ποιήματα της ποιητικής συλλογής των εκδόσεων «το κλειδί» μπορεί ο αναγνώστης να έχει την διάθεση να ανέβει σε «ασέλωτα άλογα» και να τραπεί σε φυγή, σε ουτοπίες, όμως σίγουρα θα σταθεί με σκεπτικισμό στα μικρά φιλοσοφημένα ποιήματα που ορισμένα από αυτά αποτελούν αλήθειες του κόσμου πέραν του ποιητή. Το «αν που δεν μεγάλωσε» αναμένουμε ως αναγνώστες να αποκτήσει την οντότητα που επιθυμεί ο ποιητής και είμαστε απολύτως σίγουροι ότι και στο μέλλον θα διαβάζουμε «Φυλλορροήματα» που στους «δρόμους του ουρανού» θα μας χαρίζουν την γαλήνη που χρειάζεται ο ίδιος, αλλά και εμείς οι αναγνώστες της ποίησης. Α μη τι άλλο, η ποιητική συλλογή «ΖΕΙΔΩΡΑ ΨΥΧΑΝΕΜΙΣΜΑΤΑ» όπως και όλες οι ποιητικές συλλογές αποτελούν το απόσταγμα της ψυχής και την έκθεση των υπαρξιακών προβλημάτων μας και οφείλουμε να αγκαλιάσουμε την προσπάθεια του Χρήστου Αλεξιάδη.
 
Στιγμές της λήθης
 
Και σαν έρθουν τούτες οι στιγμές της λήθης,
να μου κρατάς το Α της ζωής,
Α-λήθειες μαζί σου να θυμούμαι…
 
**
Το άτι της αλαζονείας
 
Σέλες αλόγων έγιναν οι άρχοντες
και καυχώνται για τη ρώμη και την εξυπνάδα τους
μέχρι να ξεπεζέψουν απ΄ το άτι της αλαζονείας.
 
**
Τα σημάδια
 
Σημάδια να βάζεις
– μου ΄λεγες μάνα-
ακόμα και στους πέτρινους
τους τοίχους
ένα δενδρί τα λόγια μας,
π΄ ανθίζουν και την πέτρα.
Σημάδια να βάζεις μου ΄λεγες
–κι ύστερα έκλαιγες-
άδικος ο κόσμος
στ΄ αλισβερίσι
 κλαδιά τα χέρια μας
μα τα ρήμαξε η συνήθεια.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Μικρές Χωματερές στη περιοχή του Μακέντζυ (ανάμεσα στην Οδό τουζ Χανέ και την οδό που οδηγεί στα δικαστήρια και στο αεροδρόμιο)


 Η Λάρνακα επί της ουσίας είναι μια πολύ καθαρή. Έτσι τουλάχιστον λένε και υπερηφανεύονται οι διοικούντες. Εμείς σε ένα περίπατο στη γειτονιά μας και στη συνοικία που αγαπάμε βρήκαμε δεκάδες όμορφες μκρές χωματερές διάσπαρτες δίπλα σε σπίτια, σε πολυκατοικίες, σε χωράφια, σε χωματόδρομους, δίπλα μας, κάτω από τα ...παράθυρά μας. Οι φωτογραφίες μιλούν από μόνες τους. Και όπως λένε οι Κινέζοι κάθε εικόνα είναι χίλιες λέξεις. 









Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Επτά ψυχές / Δημήτριος Γκόγκας



Ανάμεσα στις ευθύνες κινείται η σοκαρισμένη κοινωνία της Αφροδίτης. Υποκριτικά ονειροπαρμένη αναστατώνεται καθημερινά από κτυπήματα του Εγκέλαδου στην ελαφρότητα της καρδιάς της και ζητά ματαίως δικαιοσύνη δηλώνοντας τον συγκλονισμό της. Ουδέν δάκρυ επί των εκκλησιών. Που να περισσέψει. Εδώ καλά – καλά δεν μπορούμε να δούμε την έκφραση του πτώματος, πόσο μάλλον την δική μας. Στοιχεία συλλέγονται για την αθώωση των θεσμών όχι φυσικά του δράστη. Μας δυσκόλεψε ο μπαγάσας. Να ήτανε τουλάχιστον αλλοδαπός.
Ανάμεσα στο εύρος της όρασης, κινείται η οπτική μας επί των ψυχών που χάθηκαν. Τόση ήταν η δύναμή τους για ζωή, που συνάχθηκαν στον παράδεισο για ανέλπιδη δικαιοσύνη. Ο Έρωτας, τις αγκάλιαζε ασφυκτικά καθώς πάλευαν να ξεφύγουν από την σιδερόφρακτη φυλακή της πρότασης: «Μα για μια Φιλιππινέζα νοιάζεσαι σιορ»
Η ζωή τους καθρέφτης, μας θρυμματίζει. Ξεπεσμένη όπως όπως η πολιτεία, χωρίς ντροπή, ενδύεται την υποκρισία και το ψέμα, οραματιζόμενη τις καλύτερες μέρες που θα έρθουν μέσα στον άνθρακα, τη πίσσα και τα αργύρια. Οι άτεγκτες  συνειδήσεις δεν παραιτούνται. Προσαρμόζονται, σιωπούν προσωρινά, παραφυλούν κι ύστερα ως ερπετά σφικτήρες, τυλίγονται γύρω από πολίτες που βαφτίζονται θύματα και σηκώνουν τις μαύρες σημαίες με πρόσημο: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε; Και τώρα πούστηδες θα δείτε…» δείχνοντας φανερή την ενόχλησή τους καθήμενοι επί ακούνητων καρεκλών πλησίον των περιγέλαστων γραφιάδων των «τα του Δήμου»
Και όλα αυτά ως την αποκάλυψη, την ανάσταση και το πέρασμα σε μια άλλη κοινωνία που δεν φαίνεται στο άμεσο μέλλον.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Εύγε μας

Ήρθαν λοιπόν και οι λοταρίες με τις αποδείξεις ....εύκολη λύση σε ένα θέμα που θα έπρεπε να αντιμετωπίζετε τελείως διαφορετικά. Βρε κάμετε μέσω της παιδείας υπεύθυνους πολίτες, επενδύστε στην εκπαίδευση και μάθετε από τα μαθητικά χρόνια τους Έλληνες να έχουν ένα ντόμπρο κράτος που δεν αρέσκεται στο πλιάτσικο και κάμετε μια Δημοκρατία όπου ο πολίτης θα είναι το κύριο ουσιαστικό κύτταρο και όχι μια υπόδουλη πόρνη επί πεζοδρομίου. Όπου οι αριθμοί θα ευημερούν και η πόρνη θα διαρρηγνύει τα ιμάτιά της σκουπίζοντας την περίοδο σε γνωστά πεζοδρόμια της πόλης. Εκεί και οι άστεγοι, οι πεινασμένοι, οι αναποφάσιστοι, οι άνευ άποψης και γνώμης, οι ανυπόληπτοι κτλ και όλοι οι απόστολοι της γειτονιάς και της οικογενείας. Όλοι οι αριθμοί που δεν εντάχθηκαν στα σχέδια κι αν εντάχθηκαν απλώς περιμένουν την αξιολόγηση για να βγούνε και αυτοί στην αγορά εργασίας και στις διεθνείς αγορές. Ένα φιρμάνι για την συνεχή δουλεία! Εύγε μας

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Λόγος περί των πολλών ποιητών και των πολλών ποιήσεων


    Ο ποιητής Γιώργος Παυλόπουλος σε ομιλία του στην εκδήλωση τού περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» πού έγινε προς τιμήν του στο «Σπίτι της  Κύπρου» στις 8-12-1997, είπε πως είχε γράψει το παρακάτω χαϊ-κού:

Όλοι χωράμε
Οι ζωντανοί και οι νεκροί
Σ΄ ένα ποίημα.

   εννοώντας προφανώς ότι η τέχνη της ποιήσεως  μπορεί να υπηρετηθεί από όλους τους ανθρώπους και πως χωράει μέσα της ολόκληρη η «μνήμη του κόσμου»

    Αναφέρομαι δε σχετικά με παρακάτω λόγια,  γιατί αισθάνομαι άσχημα όταν διαβάζω να γράφεται σε διάφορους ποιητικούς τόπους του διαδικτύου αλλά και στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πως,  οι ποιητές έγιναν πολλοί, με τέτοιο τρόπο όμως που να υποδηλώνει με στόμφο ότι θα έπρεπε να είναι πολύ λιγότεροι, στοχοποιώντας ουσιαστικά τους αδυνάτους στη τέχνη της γραφής και εξαιρώντας αυτούς (ζωντανούς και νεκρούς) που είτε έχουν καταξιωθεί ως ιερά τέρατα της ποιήσεως, οπότε κανείς μα κανείς δεν μπορεί να τους πιάσει στο στόμα του και να πει και μια δεύτερη κουβέντα ( πέθανε ένας καλός ποιητής, κατά το όμοιο: πάει ένας καλός άνθρωπος, ήταν ένας  καλός άνθρωπος) είτε έχουν ανεβεί το δρόμο του Γολγοθά, έχουν σταυρωθεί και τώρα οι Ποιητικές τους Συλλογές βρίσκονται στα δεξιά του πατρός της Ποιήσεως.
       Και ενώ με ασάφεια προσδιορίζεται από ετεροδημότες αυτής της τέχνης, η κατηγορία εκείνων των ανθρώπων που έχουν το δικαίωμα στο χτίσιμο ποιημάτων, δεν συγκεκριμενοποιείται αυτή η κατηγορία. Έχουν λοιπόν δικαίωμα ποιήσεως οι χτίστες, οι σοβατζήδες, οι καλουπατζήδες, οι σιδεράδες, οι απλοί εργάτες και γεωργοί ή μόνο οι διδάκτορες Πανεπιστημίων, φιλόλογοι, φιλόσοφοι, διάσημοι αστέρες του χώρου του θεάματος, τραγουδοποιοί και γενικά αυτοί που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο της γλώσσας; Ή τελειώνοντας θα αναγνωρίσουμε αυτό το δικαίωμα σε όλους μα όλους τους ανθρώπους; Αλλιώς,  γιατί να αναφερόμαστε σε πολλές ποιήσεις σε εκείνους που δεν γεννήθηκαν ποτέ ή σε εκείνους που χαθήκαν, σκοτώθηκαν, εξαφανιστήκανε;
      Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε εκείνους που ασχολούνται με τον αθλητισμό. Δεν θα μπορεί κανείς να ασχοληθεί πλην εκείνων που η επιστήμη θα δικαιώσει την αξία τους και θα μπορούσαν να γίνουν πρωταθλητές. Τότε όμως, τότε πως θα μπορούσε να σταθούν όλα αυτά τα πρωταθλήματα, όλες αυτές οι κατηγορίες αθλημάτων όπου δεκάδες νέοι, γέροι και παιδιά ασχολούνται με το σώμα τους, ώστε να στεγαστεί εκτός  από τον απαίδευτο νου και η ματαιοδοξία τους. Αθλούνται,  καταναλώνοντας τον προσωπικό ελεύθερο τους χρόνο και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή που η προσπάθειά τους θα αμειφθεί  με μία ανώτερη κατηγορία, με μία πρωταγωνιστική θέση, με ένα μετάλλιο. Και ενώ λοιπόν όλοι έχουν το δικαίωμα να αθλούνται λίγοι θα ξεχωρίσουν και ελάχιστοι, οι καλύτεροι, οι μέγιστοι, οι άριστοι θα οδηγούν μπροστά. Μήπως,  κάπως έτσι,  θα πρέπει να δεχτούμε και την ενασχόληση των ανθρώπων με την ποίηση;
       Στη νέα εποχή, τουλάχιστον στην επικοινωνία που ξημέρωσε και συνεχώς βελτιώνει τις επαφές των ανθρώπων, θα πρέπει να έχουμε τη θέληση και να μπορούμε να ακούμε και να διαβάζουμε τον καθένα. Άλλοι θα γράψουν καλά, κάποιοι καλύτερα και άλλοι, ίσως οι εκλεκτοί και προικισμένοι με εκείνο το χάρισμα του θεού, που αντί για δάκτυλα θα έχουνε πέννες και οι άλλοι που η σκληρή εργασία θα τους καταστήσει μπροστάρηδες, θα συνθέσουν τα άριστα, τα καλύτερα, τα ιερότερα των ποιήσεων. Πριν από χρόνια με είχε απασχολήσει και εμένα προσωπικά το θέμα, αναρωτηθείς: «μα καλά τι χρειάζονται τόσοι ποιητές» και μάλιστα το είχα συζητήσει και με ορισμένους άλλους συνοδοιπόρους.  Με τη σκέψη αυτή όμως,  χωρίς να το επιθυμούμε χτίζαμε, ανεπίτρεπτο φυσικά, τοίχους και φράχτες. Σήμερα η σκέψη αυτή έχει διαγραφεί  οριστικά από το αλφαβητάρι της ποίησης.

Αν η ποίηση λοιπόν,
είναι μία έκρηξη συναισθημάτων,
εάν η ποίηση είναι ένα όνειρο,
εάν η ποίηση είναι η ζωή των τεσσάρων εποχών,
εάν η ποίηση είναι γνώση,
εάν η ποίηση είναι έρωτας και πόνος,
εάν η ποίηση είναι ανάγκη,
είναι ομορφιά μα και ασχήμια,
είναι το θελκτικό μα και η αποστροφή,
είναι το αληθινό μα και το ψεύτικο,
είναι ο πόλεμος μα και η ειρήνη,

ποιος θα μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά, πως αυτός ή εκείνος, πως αυτοί αλλά και οι άλλοι δεν έχουν δικαίωμα να προσπαθήσουν να γίνουν ποιητές, να εκφραστούν και να εκθέσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις δράσεις του εγώ τους, τη ζωή τους, μέσα από το κατανοητό και το ακατανόητο.

  Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε πως : «Η  ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.» και πως «είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα»
Ο Κώστας Καρυωτάκης είπε: «Η Ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε»
Ο Κώστας Μόντης αναρωτήθηκε: «Αφού δεν είπες τίποτα κύριε ποιητή, γιατί ενόχλησες τις λέξεις;»
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες επισήμανε: « Όταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας»

Και δεκάδες άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών τόνισαν την αναγκαιότητα των ποιητών και της ποίησης, που θα ήταν αδύνατο να αναφέρουμε στις λίγες αυτές σελίδες αυτής της ανάρτησης.


    Ας αφήσουμε λοιπόν τους απλούς κτίστες αυτού του κόσμου να γράφουν ποιήματα, σε μια προσπάθεια να βρούνε το καταφύγιό τους. Αν η προσπάθεια δεν έχει το τέλος που θα προσδοκούσαν και πεθυμούσαμε μπορούμε να ρωτήσουμε γιατί ενοχλήθηκαν οι λέξεις. Να είστε όλοι σίγουροι, πως στο τέλος η θάλασσα θα ξεβράσει κάθε τι άσχημο και πως θα αφήσει επάνω της να πλέουν,  στα καταγάλανα νερά της τα ωραιότερα και οι σπουδαιότεροι. 

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

Κύπρος: Μην αφήσετε το όνειρο να γίνει εφιάλτης. Το βουνό με τα πέντε δάκτυλα ήδη μας μουντζώνει.

Και τώρα τι; Τι απομένει ; Η ελπίδα ότι μόλις συμφωνήσουμε θα έχουμε την ίδια ώρα; Και οι χάρτες; Οι νέοι κόκκινοι χάρτες; Κυκλοφορούν λέει ήδη στο διαδίκτυο και πιάνουν, θεέ μου πόσες χώρες αγκαλιάζουν κάτω από το ζεστό κόκκινο φεγγάρι, ημισέλινο θαρρώ το έχουνε βαφτίσει, οι σφαγείς της ιστορίας κι είναι σαν να ρέει το αίμα από την Μεσόγειο μέχρι τον Ευφράτη ποταμό. Κι όμως εμείς, τόσο μα τόσο πια ιδεαλιστές, που αντί να γίνουμε οι γλύπτες της ιστορίας, μακαρίζουμε τις μέρες και τις ώρες, που ο καλός κοινός θεός (γιατί βρε παιδιά ένας είναι να το ξέρετε) μας έκανε γειτόνους και όσο και εάν τινάζουν τα χαλιά από πάνω μας και πετάνε τα σκουπίδια τους, εμείς εκεί να τους τρατάρουμε το γλυκό της Κυριακής.

Δεν αρκεί να διαβάζουμε τα ποιήματά τους, δεν αρκεί να ακούμε τη μουσική της, δεν αρκεί ν΄ αγκαλιάζουμε τους δικούς μας εγκλωβισμένους τόπους και ανθρώπους, δεν αρκεί να παρακαλούμε …..δεν καταλαβαίνετε δεν αρκεί….

Πόσες ακόμα ενδείξεις θα πρέπει να υπάρξουν σε τούτα τα χρόνια, πόσες φορές θα πρέπει να μας φτύσουν για να πιστέψουμε πως η ντροπή δεν είναι δική μας, πόσο καιρό έχουμε να διαβάσουμε τη λέξη περηφάνεια και αξιοπρέπεια, τους ορισμούς της. Ω! μην αφήνετε τους εαυτούς σας, μην αφεθούμε όλοι μας να γίνουμε επαίτες της ήδη χαλκευμένης ιστορίας και μην παρασύρεστε από ηλίθιες συζητήσεις που αναμασούν τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια χρόνια ολάκερα.

Μας λένε ότι τα δεδομένα άλλαξαν. Τα δεδομένα είναι ίδια (εισβολή, κατοχή, αγνοούμενοι) εμείς αλλάζουμε. Αλλάζουμε και όσο περνάει ο καιρός οι ίδιοι τρομάζουμε τους εαυτούς μας. Μην αφήσετε το όνειρο να γίνει εφιάλτης. Το βουνό με τα πέντε δάκτυλα ήδη μας μουντζώνει. 

Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Η ΚΛΗΡΩΣΗ



Την ειδοποίησαν πριν από μία εβδομάδα. Σήμερα θε έπρεπε να πάει στο σχολείο, είχανε γιορτή. Μια νέα γιορτή. Την κλήρωση του σημαιοφόρου και των παραστατών στην παρέλαση. Αιφνιδιάστηκε. Νόμιζε πως ο γιος της, άριστος σε όλα, ο καλύτερος μαθητής, το συνετό παιδί της γειτονιάς και του χωριού θα σήκωνε την σημαία. Όμως, όπως της είπε ο δάσκαλος, υπάρχει μια νέα εξέλιξη και θα πρέπει να παρευρεθεί, να είναι παρούσα όπως και οι υπόλοιπες μανάδες και πατεράδες του χωριού.
Έβαλε τα καλά της, λίγο κόκκινο κραγιόν στα χείλη, αποχαιρέτησε τον άνδρα της που κινούσε για τα χωράφια και ξεκίνησε κόβοντας τον δρόμο από σοκάκια για το σχολείο. Ανάμεσα στα σπίτια δεχότανε τα συχαρίκια των γειτόνων, των συγχωριανών. «Να τον χαίρεσαι» «Πάντα πρώτος» κοκκίνιζε από ντροπή και περηφάνεια. Οι βαθμοί του, έλαμπαν, η διαγωγή του κοσμιωτάτη. Έλαμπε από χαρά.
Απ΄ ότι κατάλαβε, από τα μισόλογα του δασκάλου, όλα τα ονόματα των μαθητών γραμμένα με γραμματοσειρά arial 12, (έγραφε και η ίδια κάποιες σκέψεις στο FB και στο ίντερνετ, αλλάζει ο κόσμος γείτονα!) σε άσπρα χαρτάκια (σύμβολο της αγνότητας) θα τοποθετούνταν σε διάφανη γυάλινη γαβάθα ( για το αδιάβλητο της διαδικασίας) και ο δάσκαλος, ίσως και κάποιο αθώο παιδάκι θα τραβούσε ένα- ένα τους …λαχνούς. Οι τυχεροί θα σήκωναν την σημαία και οι λιγότεροι τυχεροί θα τους πλαισίωναν, ενώ οι άτυχοι θα ακολουθούσαν σε τριάδες ή τετράδες ξοπίσω. Λογικό της φάνηκε, όχι όμως και δίκαιο. Από την άλλη, όσο σκεφτόταν ότι ο Μέγας Κολοκοτρώνης δεν είχε βγάλει το σχολείο αλλά μας ελευθέρωσε, όπως και ο Μακρυγιάννης. Θυμήθηκε τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη…Έλεος μπερδεύτηκε. Η Κοινωνία αλλάζει ψέλλισε. Θα δούμε.
Στο σχολείο είχαν μαζευτεί και άλλοι γονείς. Εκεί και η πόρνη μάνα της Καιτούλας, εκεί ο ρουφιάνος μπαμπάς του Γιαννάκη, εκεί και οι θετοί γονείς του Μιχαλάκη που καλλιεργούσαν φούντα για να τα βγάλουν πέρα. ‘Ήταν εκεί όμως και ο Ιερέας του χωριού (πόσο μα πόσο άδικα κατηγορήθηκε πέρυσι για το άδειο παγκάρι) εκεί και ο κοινοτάρχης που από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε με στρέμματα στον κάμπο, εκεί και ο αστυνομικός που κάλυπτε με επιμέλεια τις μπαγαποντιές του μικρού του, όταν έσπαγε για πλάκα τα τζάμια των αποθηκών, εκεί τέλος και οι γείτονες που κόπιαζαν ολημερίς για τα παιδιά τους αλλά τούτα δεν έπαιρναν τα γράμματα. Εντάξει σκέφτηκε, οι γονείς είναι, οι εικόνες που έχουν τα παιδιά θα είναι άλλες. Μικρά είναι δεν γνωρίζουν ακόμα. Χαιρετίστηκε με όλους, εξάλλου τα πήγαινε καλά με όλους αυτούς. Δεν τους χώριζε και τίποτα.
Κάθισαν σε θρανία στην αίθουσα του τμήματος Α1. «Να σε δούμε τώρα κυρά Βαγγελιώ, αν ο μικρός σου δεν τύχει τον λαχνό. Μας έπρηξες όλα αυτά τα χρόνια, με το χαμόγελό της πρωτιάς». Κοκκίνισε και πάλι. Μα καλά όλα τα απωθημένα σήμερα θα τα βγάλουν; Φρόντιζε το παιδί της κατά πως ήξερε και κατά πως ήθελε η χρηστή κοινωνία. Πατρίς – θρησκεία- οικογένεια. Τι τους έφταιγε.
Πρόσεξε πως πάνω από τον πίνακα δεν υπήρχε η εικόνα του Χριστού ( ε είπε ανεξιθρησκεία έχουμε, καλή είναι και η εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης), δεν είδε σηκωμένη την σημαία στο προαύλιο, ( ε καλά θα την πήγαν για πλύσιμο, να προσέχουν όμως γιατί αν πλυθεί στους 60 βαθμούς μπορεί και να ξεβάψει) οι μαθητές δεν έκαναν προσευχή ( ε καλά ούτε στο σπίτι κάνουν αυτό μας πείραξε!) Τίποτα δεν την πείραζε πλέον. Απορούσε με την εαυτό της. Αριστερή μεν αλλά …. Δεν ξέρω τι σημαίνει αριστερή….. Αν αριστερά είναι να καταργείς ότι έκανε η δεξιά αλλά αποδεχότανε η κοινωνία, είναι και αυτό μία πρόοδος. Είναι μία εξέλιξη!
Στην έδρα καλέσανε τον γιό της. Ο καλύτερος μαθητής θα τραβούσε τον λαχνό. Όπως και στο λαχείο. Η ομορφότερη των καλλιστείων γυρνά την λαχειοφόρο, βγαίνει το νούμερο και μοιράζει χρήματα. Για ένα καλύτερο αύριο. Ο Οργανισμός Λαχείων στηρίζει την διαφορετικότητα, ενισχύει τον πολιτισμό! Ο κανακάρης της τράβηξε τον λαχνό. Κι ο κλήρος πέφτει στον Γιαννάκη.
Κανείς δεν ξέρει τον Γιαννάκη. Είδε τον κόσμο τη να χάνεται. Εντάξει όλα τα παραπάνω ήταν σκέψεις. Καλές – κακές μα ήταν σκέψεις . Και να η πράξη. Είναι πολύ δύσκολο στην πράξη. Πήγε να σηκωθεί, να φωνάξει. Το χέρι στον ώμο την θύμισε. Τι πας να κάνεις Βαγγελιώ. Είμαστε στην Εξουσία. Τώρα κανείς δεν φωνάζει!

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

"Φόβος" του Δημητρίου Γκόγκα : Σχολιάζει ο Κώστας Τσιαχρής

Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι; 


Λένε πως τα πιο φοβερά πράγματα φορούν πάντοτε τις πιο αθώες λέξεις. Αγγίξτε προσεκτικά το παραπάνω ποίημα, για να νιώσετε την ένταση μέσα από τον ήρεμο παφλασμό στις φλέβες του. Δεν υπάρχει τίποτε το επικίνδυνο στις λέξεις του, ίσως μόνο τα τέρατα που εμφανίζονται ως απωθήσεις σε έναν χώρο εσκεμμένα ανεξερεύνητο, κι όμως η απειλή είναι αδιόρατα παρούσα, το σκηνικό έχει ήδη στηθεί, χωρίς να υπάρχουν καν τα πρόδηλα υλικά, ας πούμε απεικονίσεις, προβολείς, αντικείμενα. Ο φόβος βγάζει το κεφάλι του από κάθε στίχο, εισχωρεί μέσα στο σώμα του αφηγητή και του αναγνώστη σαν άρωμα, κολυμπάει στις σκέψεις του χωρίς να υπάρχει έτοιμο ποτάμι. Από την συγκαταβατική αποδοχή της ανάγκης να εξακολουθεί κανείς να ζει [«Λέω πως ζω» ], από τον εγκλωβισμό στο χιαστό σχήμα μιας αδιάκοπης πλήξης ["σπίτι – δουλειά /δουλειά-σπίτι"], φτάνουμε κάποτε στις συγκαλυμμένες εκδηλώσεις αυτού του φόβου : φόβος να μη διαταραχθεί η τελετουργία των πιο κοινότυπων δραστηριοτήτων ["Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια  με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες"], φόβος να μην εκτεθεί το καλά θωρακισμένο εγώ στην ανεπιθύμητη επαφή με το άλλο ον, είτε αυτό λαμβάνει τη μορφή του ανθρώπου [«Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα»] είτε τη μορφή του ζώου [«αποφεύγω τον σκύλο που μισώ»] , φόβος για τα θηρία που τρυπώνουν μέσα στην καθημερινή αλληλογραφία κι αναστατώνουν την τόσο βολική ησυχία που ξαμολάει κανείς μέσα στο φρούριο της σάρκας του [«δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο /κατοικούν μέσα του Κέρβεροι /κι ένας Προκρούστης /που θέλει δουλειά»]. Κι είναι κι αυτός ο Προκρούστης, ένα τερατώδες απείκασμα του υποσυνείδητου, που ζητάει αναπροσαρμογές στα μεγέθη, κόψιμο -τέντωμα, και που καιρός και διάθεση για τέτοιες ανατροπές ! Κι αν όπως λέει ο αφηγητής, δώσει δουλειά σ’ αυτό το τρομερό θεριό, τι θ’ απομείνει σ’ εκείνον; Τι θ’απομείνει παρά μόνο ένας νεκρός χώρος, μέσα τον οποίο απλώς θα κρύβει τα τρωτά του ;


Αναδημοσίευση από τον Σύνδεσμο: http://filologikesmaties.blogspot.com.cy/

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Πέντε Χαϊκού με αρχή το ΔΕΝ, Αγάπη μου…., Τρία τραύματα

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη συντακτική ομάδα του Ιστοτόπου: http://filomatheia.blogspot.com.cy/2016/03/21_61.html  (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΓΟΡΓΟΓΥΡΙΟΥ) που επέλεξε και ανάρτησε τρία ποιήματά μου στις σελίδες τους. Αποτελεί τιμή για εμένα. 

Δημήτριος Γκόγκας

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Νοσταλγώ

το μαύρο χρώμα της εφημερίδας που απλώνεται στα χέρια μου κατά την διάρκεια της ανάγνωσή της. Νοσταλγώ το άνοιγμα των βιβλίων, των οποιονδήποτε βιβλίων. Γι αυτό και όταν έχω την ευκαιρία ανοίγω κάθε τι που βρίσκω μπροστά μου. Έτσι για να μην υπάρξει χρόνος να εισέλθω στον ψεύτικο κόσμο του internet, στον κόσμο του Fb. Μόλις χθες διάβασα ότι στη 13η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης ο Φίλιπ Κερ ( η αλήθεια είναι ότι δεν γνώριζα αυτόν τον συγγραφέα. Έγραψε την «Τριλογία του Βερολίνου» και πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα με τεράστια επιτυχία)  απηύθυνε έκκληση για «επιστροφή» στην... κανονική ανάγνωση, από αυτήν των κοινωνικών δικτύων. Σιγά - σιγά άρχισα να αποτραβιέμαι, να περιορίζω τη παρουσία μου στα λεγόμενα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά δεν γνωρίζω τις αντοχές μου, πόσο θα αντέξω; Όλοι οι φίλοι, εικονικοί και μη, οι συγγενείς μου, πρώτου και τελευταίου βαθμού είναι εκεί μέσα. Κυκλοφορούν πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Μπαίνουν με την ελπίδα ότι θα με συναντήσουν και θα με καλησπερίσουν, θα με καληνυχτίσουν, θα μπούνε στον τοίχο μου και από μία ανάρτηση, θα με καταλάβουν. Τρελαίνομαι που καταλαβαίνουν τον ψυχικό μου κόσμο από ένα like  και δεν με καταλαβαίνουν από τους στίχους που γράφω, που αναρτώ στο προσωπικό μου ιστολόγιο, από τα ποιήματα που έχω εκδώσει συμμετέχοντας σε δυο τρεις πετυχημένες ή όχι ποιητικές συλλογές. Προτιμούν να μου κάνουν like  σε ανύποπτους χρόνους στις διάφορες αναρτήσεις, παρά να μου ζητήσουν να βγούμε για ένα καφέ, να ανταλλάξουμε απόψεις για ασήμαντα και σημαντικά που μας βασανίζουν. 

Νοσταλγώ, το κίτρινο των παλιών βιβλίων και εκείνη την μυρωδιά που αναδύεται μέσα από τις σκονισμένες σελίδες. Πριν από λίγες ημέρες, κάποιοι γνωστοί μου έφεραν (μετά από ντροπαλό αίτημά μου) βιβλία του Λυκείου και του Γυμνασίου της ιστορίας της Κύπρου. Βιβλία που γλύτωσαν από το κάψιμο και το σκίσιμο των μαθητών  κατά τις εθιμοτυπικές "εορταστικές εκδηλώσεις" της αποφοίτησης και του πέρατος των εξετάσεων. Πόση χαρά και πόση ικανοποίηση ένιωσα,  που πράγματι κράτησα αυτή την όποια σοφία κρύβουν αυτά τα βιβλία. Σοφία και γνώση που μάλλον μπορώ να την διαβάσω αλλά δεν θα μπορέσω να την μυριστώ, να τη γευτώ με τόση δύναμη και πάθος. 

Συμφωνώ με τον συγγραφέα που μας καλεί να γυρίσουμε, να επιστρέψουμε στην κλασσική ανάγνωση. Αλλά πως; που οι σειρήνες μας καλούν να πατήσουμε το enter:

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΓΚΑ


γράφει ο Αντώνης Περδικούλης


              1.   « Περιγραφή για ένα θάνατο.»

 Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.

 Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;

 Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.

Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.

Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.

Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.

Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;


Το παραπάνω ποίημα έλαβε τον  Α' 'Επαινο 
στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης
 της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού (2014)

    Δεν είναι εύκολη η ποίηση του Δημήτρη Γκόγκα. Με διάθεση φιλοσοφημένη, στοχαστική, με καταβολές που φαίνεται να έρχονται από συγγένεια με ποιητές του εσωτερικού μονολόγου (  Καρέλλη , Τζόϋς).
Εδώ  ένα τοπίο θανάτου προσωποποιείται με το φως που λιγοστεύει ή και με το σκοτάδι που πολλαπλασιάζεται. Η μοίρα του θανάτου είναι προδιαγεγραμμένη και προδηλώνεται με τον μικρό λεμονανθό που σβήνει. Ο θάνατος είναι το όριο της αυταπάτης, πού ακόμη και ο ποιητής δεν θα μπορέσει να το δρασκελίσει. Ακόμα και ο ποιητής μέσα απ’ τα εργαλεία της ύψιστης Τέχνης του  θα ηττηθεί.  Είναι το πεπρωμένο που θα τον συνεφέρει από το κλίμα της ψευδαίσθησης στην σκληρή πραγματικότητα του σάπιου χρυσόκοσμου.
      Ο Δ. Γκόγκας δεν περιγράφει απλά τον θάνατο εδώ, ή τέλος πάντων έναν θάνατο. Ζωντανεύει μέσα απ’ την ψυχή της γραφίδας του το δημιουργικό άγχος του μετά θάνατον, του επέκεινα του χειμώνα που προσδοκά το αναστάσιμο φως.
    Πολλές οι εικονοποιήσεις και τα σύμβολα, αντίκτυπος της ψυχικής διάθεσης και του προβληματισμού. Αν και οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι απηχούν φαινομενικά την αναγνώριση μιας ήττας, εντούτοις δεν πρόκειται για γραφή πεισιθανασίας, ούτε για ποίηση ήττας. Πίσω από τα  σύμβολα «χειμώνας», ¨στάχτη» και «κίτρινα φύλλα», ελλοχεύει μια άλλη φωνή, αυτή της συνεσταλμένης προσδοκίας, κι ένας άλλος μικρόκοσμος, αυτός του διάφανου μέλλοντος, όπου κάθε υπόσταση   στον απροσδιόριστο  χρόνο θα πορεύεται στην κατεύθυνση της Άνοιξης:
                        « Ναυαγός στην γραμμή του θανάτου.
                           Μ’ ένα μολύβι κουπί ως πού να φτάσεις..?»


2.  « Αναζήτηση»

Περπατάμε στους δρόμους
Μαζί και οι ματιές μας θερίζουν τον αέρα
Πότε σου πιάνω το χέρι
Και πότε  το αφήνω (ιδρώτας)
Ψάχνουμε να βρούμε μάρτυρες
Για τις δολοφονίες μας
Και δολοφόνους για ενόρκους.

Έξοχη πυκνόφυλλη Ποίηση. Ο συμπυκνωμένος λόγος είναι η αρετή που κατασφραγίζει την γραφή.Στο ποίημα αυτό είναι και ο λυρισμός που κάνει την πρόσβαση στα μυστικά της ψυχής του ποιητή ωραία συγκινησιακή. Με δυό έξοχες εικονοποιήσεις και δυό ρήματα που διατρέχουν το σώμα του ποιήματος σαν καθαρή φωτιά, το ποίημα πρωτοθρονίζεται και καθαγιάζεται.
  Τα τεχνικά μέσα του ποιητή είναι απλά και η αφαιρετική του γραφή αποθεώνει το ποίημα σε λυρικό φωταγώγημα:
  « Περπατάμε στους δρόμους…..
     Πότε σου πιάνω το χέρι και πότε στο αφήνω..»


3.  «Φόβος»

Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;


Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία :
(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014"

        Ποίημα δοσμένο ωραία με ρεαλισμό , αλλά κα με στοιχεία –σύμβολα που το εμποτίζουν. Ο αγώνας ο ατελεύτητος της κάθε μέρας αποδίδεται με τρόπο απλό, όσο και εύληπτο. Το στοιχείο της υπαρξιακής αγωνίας κυρίαρχο. Η σκέψη για το ποιος είμαι, πού τραβάω και για ποιον σκοπό υπάρχω είναι τα τρία εξακολουθητικά ερωτήματα που αναζητούν μια απάντηση. Όμως μια τέτοια απάντηση φαντάζει ασύλληπτη.
      Ο Δημήτρης Γκόγκας είναι ποιητής χαμηλών τόνων, ποιητής εσωτερικού μονολόγου και γνωρίζει αριστοτεχνικά να αυτοσαρκάζεται. Η μικρή ανοιχτή πληγή του είναι αυτή που τον θρέφει  και τον κινεί. Δεν θέλει να την κλείσει. Μια τέτοια γιατρειά θα σήμαινε ίσως την απουσία της Ποίησης. Η ανοιχτή πληγή του είναι η ευλογία του. Μέσα στον χρόνο τον απροσδιόριστο και μέσα στον χώρο τον περιορισμένο,  ο φόβος του μετουσιώνεται σε αγώνα εύψυχο για πνευματική ανάταση και όμορφη γραφή.
                      «…δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο…
                       κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
                       κι ένας Προκρούστης…»



4.   « Σκηνή από Άσκηση»

 Ήρθε απ΄ τον πόλεμο,
αιμάτινος.
Νικήσαμε.
Δεν πρόλαβε να ψελλίσει κάτι πιο ποιητικό.
Στα ανοιξιάτικα πράσινα της φύσης,
έπεσε τραχιά βαρύς.
Πίσω από το φεγγάρι είπαν οι περισσότεροι,
τον περίμενε ο θάνατος.

Σε ένδειξη ύψιστης τιμής
 – που πιθανόν- να μην προσδοκούσε
εμείς τον ονομάσαμε ήρωα.
Οι βάρβαροι μιλήσανε για δειλία.
Δεν στάθηκε στη μάχη να πεθάνει υπέρ πίστεως.
Που να ξέρουν οι άπληστοι βάρβαροι,
άλλος ήταν!
Κρυφός ο ρόλος του!

Το μνημείο εκείνο,
δυστυχία της μάνας
έγινε στάση και παζάρι Κυριακής.
Τώρα περνούν διαφημίσεις
σε σύγχρονα λεωφορεία.
Σήμερα εκεί
βάφουν στα παγκάκια τους ανθρώπους
πλένονται οι προοδεμένες ζωές.

Οι ρυτιδωμένες παλάμες ματώσανε στο  χειροκρότημα.
Που βρέθηκε τόσο αίμα στα στέρφα ποτάμια των φλεβών
 κανείς δεν το κατάλαβε.

        Ένα ποίημα που θα  μπορούσα να το κατατάξω στα πεζοτράγουδα. Εδώ μπορεί να ιδωθεί πιο διάφανα το μοτίβο του εσωτερικού μονολόγου. Η αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών κι εντυπώσεων αιματώνουν την ψυχή του δημιουργού και διατυπώνονται πλαγίως αφηγηματικά, με ένα ιδιόμορφο ποιητικό σχήμα…
       Από τεχνικής και γλωσσικής απόψεως παρατηρώ μια ελλειπτική ,ασυνεχή γραφή, έναν ροίκό κατά τα άλλα ποιητικό λόγο, που έχει συγγένεια μακρινή με την πεζογραφία, αλλά επικυρίαρχος είναι ο συμβολισμός.
Θα διακινδυνεύσω να πώ επίσης ότι ο λόγος του Γκόγκα τραβά από πολύ μακριά και από πολύ βαθιά, από το πνευματικό εργαστήρι μεγάλων φυσιογνωμιών, όπως ο Μαρσέλ  Προύστ, ο Γαβριήλ- Νικόλαος Πεντζίκης και ο Γιώργος Δέλιος.-
    « Τώρα περνούν διαφημίσεις σε σύγχρονα λεωφορεία. Σήμερα εκεί βάφουν τα παγκάκια, τους ανθρώπους, πλένονται οι προοδεμένες ζωές, οι ρυτιδωμένες παλάμες, ματώνουνε στο χειροκρότημα..»


5.  ΤΡΕΙΣ  ΣΠΟΝΔΕΣ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ__ ΗΜΕΡΑ  ΠΕΜΠΤΗ


Σοφή η στερνή γλώσσα.
Πάλευε με το χρόνο και
μύρωνε την εκλεκτική αλαλία του.
Επέλεξε μια σιγανή φωτιά
να ρίξει στο ποτάμι.

Ύστερα, μια περίεργη χορδή του ανέμου
κόπηκε. Το αίμα απ΄ το δοξάρι
κύλησε στους ώμους της μέρας .
Φόρεσε σκουφί τη σιγαλιά
και βγήκε αγκαζέ με τους απάνεμους.

Κατεβαίνοντας ο πνιγηρός κόμπος
στο κουρασμένο σώμα του
ύφαινε τους ήχους της λησμονιάς.
Πέρασαν κιόλας δώδεκα φεγγάρια.
Το μνήμα έγινε κίτρινος Σεπτέμβρης!

      Ποίηση βιωματική, φιλτραρισμένη στον καημό του έρωτα και τη φλόγα του πόνου . Λαγάρια και στρωτή γραφή, ο πρώτος λόγος ανήκει  στη Λέξη που κυλά σαν το ήσυχο ποτάμι, ανήκει στη Μνήμη που επιστρέφει σαν αστραπή.
      Η λέξη στην ποιητική κατάθεση του Γκόγκα σφυρηλατείται στο συναίσθημα  ώστε να βγεί δυνατή κι επιδέξια.
     «Πέρασαν κιόλας δώδεκα φεγγάρια..» Ο χρόνος που φεύγει ανελέητα. Η ζωή που περνά.
      Οι σπονδές για τη σιωπή είναι προσευχές για την ψυχή, είναι χοές για να εξευμενίσει ο ποιητής το κακό.
     « Το αίμα απ’ το δοξάρι κύλησε στους ώμους της μέρας…»
Με τέτοιους δυνατούς κι εύψυχους στίχους, ο Δ. Γκόγκας  απέκτησε την δική του φωνή στο Νεοελληνικό Ιερό της Ποίησης. Με τέτοια τεχνική δεξιοτεχνία της Λέξης και ροπή προς την αισθητική τελειότητα, ο Δ. Γκόγκας  δικαιωματικά εισέρχεται στο ιερατείο της καθαρής Ποίησης και αμετάκλητα ανηφορίζει τον ένδοξο Παρνασσό..-

                                  
Αντώνης   Περδικούλης (Κριτικός, Δοκιμιογράφος)

Αγυιά Λάρισας, 22 Δεκέμβρη 2014