Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικρά πεζά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικρά πεζά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Η κυρά Μάγδα της γειτονιάς


από τις μικρές ιστορίες του Δημητρίου Γκόγκα


Τις ημέρες του Πάσχα συνηθίζουν οι Χριστιανοί να συρρέουν στις Εκκλησίες για τη συγχώρεση των αμαρτιών τους. Μέσα από το δράμα του Χριστού, τη σταύρωση και την Ανάσταση του θέλουν να δουν το τέλος και του δικού τους Γολγοθά. Ο σταύρος τους διαρκης και επώδυνος, βαρύς κι ασηκωτος. Στο δρόμο τους ίσως να μην βρεθεί ποτέ ένας πιστός να τους βοηθήσει.
Κάπως έτσι βηματίζει στη ζωή της φτωχή κι ανήμπορη η κυρά Μάγδα της γειτονιας. Του μικρού σπιτιού στην άκρη της πόλης. Ντύθηκε με τα βρώμικα ρούχα της, εβαλε τη ζακέτα που μύριζε ιδρώτα και λιγδα, μάζεψε όπως όπως τα μαλλιά της και έτρεξε στον Άγιο Λάζαρο. Ούτε που σκέφτηκε πως στις επισκέψεις του Κυρίου πρέπει να καθαρίζει ψυχή και σώμα. Πρέπει να ξεπλύνει τη βρωμιά του δέρματος και η καρδιά ανοικτή να δεχτεί το λόγο του.
Μπήκε σαν τη κατσιβελα στην εκκλησία, κι όλα τα μάτια έπεσαν μπροστά της. Μια δυσοσμία απλώθηκε κι ο κόσμος κράτησε βαθειά την αναπνοή του. Μόνο ένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Πώς να ξεκαρφωσει τα χέρια του; Πώς να πετάξει το ακάνθινο;
Η κυρά Μάγδα στράφηκε προς το μέρος του. Φίλησε τα πόδια του , το κορμί του κι ούτε που άκουσε το λόγο που ξεστομισαν κάποιοι.
--κι η βρωμισμενη στον τόπο μας!
Με μιας πέταξε τα ρούχα της, άφησε λευτερα τα μαλλιά της, πήρε τα ματωμένα καρφιά, τα έμπηξε στα στήθη της κι έγινε μυροφόρος.

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

Τα μπισκότα

   του Δημητρίου Γκόγκα

Κάθε φορά που βλέπω στο περίπτερο γεμιστά μπισκότα έρχεται στη θύμησή μου ο παπούς του οποίου το όνομα έλαβα και αποτελούσε μέγιστη τιμή για εκείνον. Όσο τον θυμάμαι, δεν επέτρεπε σε κανέναν να απλώσει χέρι πάνω μου. Ήμουν και ο πρωτότοκος μεταξύ των εγγονών του...οπότε...

    Σηκωνόταν από τα άγρια χαρμάματα, για να ετοιμάσει όπως αυτός ήξερε το πρωινό για τα παιδιά των παιδιών του. Ειδικά τις άγριες νύχτες του Χειμώνα, άναβε τη σόμπα, ετοίμαζε τσάι ή γάλα πάνω στη ξυλόσομπα, ενώ το μικρό σπίτι μύριζε από την μεθυστική μυρωδιά των ντόπιων λουκάνικων που ψήνονταν πάνω στα κάρβουνα. Η γιαγιά η Πασχαλίνα δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Εξάλλου δεν είχε όρεξη να εισπράξει κάποια παρατήρηση. Τα έβρισκε όλα έτοιμα, τουλάχιστον μέχρι να φύγουμε για το σχολείο. Ο παπούς ο Δημητρός υπήρξε μάγειρας στο στράτευμα, υπηρέτησε στα β΄κλιμάκια του στρατού, στο πεζικό στον ελληνοιταλικό πόλεμο. Δεν μας διηγήθηκε ποτέ του καμία ιστορία. Και δεν μάθαμε ποτέ το γιατί. 

   Άστρωνε με επιμέλεια πάνω στο σοφρά, μικρές πετσέτες, ένα για κάθε του εγγόνι, στη μέση τα λουκάνικα, τυρί οπωσδήποτε, τσάι και ξεροψημένο ψωμί πάνω στην μασιά. Δεν μπορούσε κανένα μας να αρνηθεί αυτή την πρωινή ιεροτελεστία. Εξάλλου ο παπούς είχε αναλάβει μεγάλη υποχρέωση απέναντι στο μεγάλο του γυιό. Το κοίταγμα των παιδιών του, όσο εκείνος με την γυναίκα του δούλευαν στην ξενιτιά για ένα καλύτερο μέλλον. Το χωριό ξεστόμιζε καλές κουβέντες και κείνος φούσκωνε από καμάρι. 

  Όταν τελείωνε το πρωινό, έπερνε τα εγγόνια του από το χέρι και κατηφόριζε προς το γήπεδο. Εκεί υπήρχε το περίπτερο της γειτονιάς. Αγόραζε μια μικρή συσκευασία γεμιστά μπισκότα, τους τα έδινε στο χέρι και τα ξεπροβόδιζε με την ευχή του. Να έχουμε κολατσό γα το διάλειμμα. Και τα μπισκότα κάτω από το βλέμμα του παπού, έπαιρναν κι άλλη ζάχαρη και γίνονταν πεντανόστιμη λιχουδιά. Όπως και όλη η ζωή μαζί του. 

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Λαγός 1, Λαγός 2…

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


 
      

Μας είχε μείνει μόνο η εκπαίδευση ενός μήνα στο Κέντρο Εκπαίδευσης των Καταδρομέων στην περιοχή της Ρεντίνας(κοινότητα με 500 κατοίκους) στο νομό Θεσσαλονίκης και ύστερα θα παίρναμε το πτυχίο της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών από την έδρας στα Τρίκαλα και θα κινούσαμε για τα ειδικά Κέντρα Εκπαίδευσης ανάλογα με τα «‘Όπλα» και τα «Σώματα» που  θα τύχαιναν στον καθένα από εμάς. Και λέω «τύχαιναν» διότι όπως αποδείχτηκε η διαδικασία επιλογής του Όπλου ή του Σώματος που θα υπηρετούσε και θα σταδιοδρομούσε ο καθένας, ήταν όχι μόνο τελικής κατάταξης ανάλογα με την τελική αξιολόγηση αλλά και σε μεγάλο ποσοστό θέμα τύχης.
 
      Ντυθήκαμε, φορέσαμε τις εξαιρετικά όμορφες στολές με τα πράσινα καπέλα και επιβιβαστήκαμε σε λεωφορεία που μας οδήγησαν ύστερα από ώρες στην κοινότητα της Ρεντίνας. Η ατμόσφαιρα ξεχωριστή και αφού ακούσαμε την αποχαιρετιστήρια ομιλία του Διοικητή μας και την παρότρυνσή του ο μήνας εκπαίδευσης να είναι ένας μήνας αξέχαστος και ουσιαστικός, σοκαριστήκαμε από την εντολή του Διοικητή των Καταδρομέων «πέσουμε» στο χώμα για κάμψεις. Σιωπή σε όλο το προαύλιο. Μας «έσπασε» ο τσαμπουκάς, όσων τουλάχιστον είχαν.
 
    Δεν πέρασε μέρα που να μην ήταν γεμάτη από μοναδικές εμπειρίες εκπαίδευσης. Κάποιοι από εμάς που δεν επιλεγήκαμε ή δεν μας επέλεξαν για καταδρομείς (δεν θυμάμαι ακριβώς και την διαδικασία) δεν θα συναντούσαμε ουδέποτε ξανά κάτι ανάλογο. Και φτάσαμε αισίως με όλα τα προβλήματα και τους μικρο-ανδρικούς ενθουσιασμούς , στην4η εβδομάδα της εκπαίδευσης που περιελάμβανε κυρίως τον ανορθόδοξο πόλεμο. Διαβίωση στην …ύπαιθρο, πορείες, αζιμούθια και άλλες μικρές και μεγάλες «ιστορίες» που συνηθίζω να λέω. Μας δώσανε ξηρά τροφή για μια εβδομάδα, κονσέρβες, τσάι, ψωμί και άλλα καλούδια. Που να τα αποθηκεύσεις όλα αυτά και πώς να τα κουβαλήσεις. Ο καθένας τα έπαιρνε όπως – όπως τα στοίβαζε στους σάκους και τα σακίδιά του, στην αγκαλιά του και ακολουθούσε την ομάδα του.
 
     Οδηγηθήκαμε στους χώρους κατασκήνωσης και εκεί (ίσως και πιο νωρίς) αφού στήσαμε τα αντίσκηνα, γνωριστήκαμε με τους … «λαγούς» .Όταν κάποιος εκπαιδευτής καταδρομέας θα σφύριζε 1 φορά που θα σήμαινε «λαγός 1» θα τρέχαμε να κρυφτούμε και όποιον πάρει ο χάρος. Δύο φορές ήταν ο  «λαγός 2». Τώρα θα σας γελάσω τι έπρεπε να κάνουμε κάθε φορά. Δεν θυμούμαι ειδικά. (πέρασαν και 39 χρόνια). Όμως θυμάμαι καθαρά, ότι γινότανε της « εκδιδομένης γυναικός το κάγκελο» και του «Κουτρούλη ο γάμος» Από την 2η μέρα δεν είχα ψωμί. Μου έπεσε στον πανικό σε κάτι ρυάκια. Κονσέρβες, φασόλια και πατάτες με κρέας. Κίτρινο γευστικό τυρί λιωμένο σε σιγανή φωτιά, γαλέτα (αθάνατη) και ζεστό τσάι.
 
     Ευτυχώς κάποια στιγμή τελείωσαν οι «λαγοί» πήγαν στα λαγούμια τους και εμείς ηρεμήσαμε. Η μεγάλη βραδινή πορεία, ως αποκορύφωμα της εκπαίδευσης, μια περιπέτεια πρώτης γραμμής μέσα στα χωριά της περιοχής. Η εύρεση των αζιμούθιων μια πρόκληση, η βροχή και η κούραση μας εξουθένωναν, τα πόδια δεν βάσταγαν, αλλά η εκπλήρωση του στόχου μας δυνάμωνε και όλοι μαζί φτάσαμε ξανά στο στρατόπεδο και στα κρεβάτια μας. Άλλοι φώναζαν, άλλοι ούρλιαζαν, άλλοι γελούσαν, όλοι βρεγμένοι κατάσαρκα.
 
     Το τέλος των «λαγών» σήμαινε και την «αρχή» για το δικό μας κυνήγι της ζωής.
 

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Η Λίζα και ο Απόστολος του Δημητρίου Γκόγκα

        Ο κος Απόστολος από το Στρυμονικό Σερρών, την είχε υιοθετήσει στις αρχές του 1997. Του την είχε φέρει ένας συγχωριανός, δεν μπορούσε να κρατήσει όλα τα κουτάβια  και του την παρέδωσε, σχεδόν με το έτσι θέλω. Δεν δυσανασχέτησε ο κος Απόστολος. Θα μεγάλωνε όπως όλα τα ζωντανά γύρω του. Και έτσι έγινε. Η Λίζα μεγάλωσε κρατώντας συντροφιά όλα τα μέλη της οικογενείας του. Μα πιο πολύ τον ίδιο. Έγιναν αχώριστοι. Η πρώτη έννοια της ημέρας και η τελευταία. Το 2002 ο κος Απόστολος διαγνώστηκε ότι έπασχε από ανίατη αρρώστια. Την πολέμησε περίπου όσο μπορούσε. Η Λίζα στο πλάι του. Δεν απομακρυνόταν από την πόρτα του σπιτιού καθόλου. Έπασχε και η ίδια. Τον Μάιο του 2003, συγκεκριμένα στις 3  Μαΐου ο κος Απόστολος άφηνε την τελευταία του πνοή επί γης. Η καρδιά της Λίζας μετά βίας άντεχε. Στη κηδεία του, οι παρευρισκόμενοι μιλούσαν για το κλαψούρισμα της μικρής σκυλίτσας, στην άκρη της βεράντας. Για τα πραγματικά της δάκρυα. Τρεις μέρες μετά, κάτω από την Ροδιά της αυλής, βρήκανε την Λίζα νεκρή, πάνω σε ένα πουκάμισο του κου Απόστολου. Θάφτηκε στην αυλή του σπιτιού τους. 

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ * / Δημήτριος Γκόγκας



Ξύπνησε πολύ πρωί, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και η πόλη προσπαθούσε να  βρει τους ξέφρενους ρυθμούς της. Έφαγε βιαστικά, ντύθηκε με το γκρι κουστούμι και κίνησε για το γραφείο της και το στούντιο του τηλεοπτικού σταθμού που δούλευε. Με τους δρόμους γεμάτους από αυτοκίνητα, υπολόγισε πως χρειαζόταν μία ώρα να φτάσει στην εργασία της. Τακτοποιούσε τις σκέψεις και το πρόγραμμα της ημέρας στο μυαλό της. Μεταξύ άλλων, θα έπαιρνε συνέντευξη με μια καινούργια μέθοδο ολογράμματος,από τον ήρωα της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ενσωματωμένη με τεχνολογία μικρο-μηχανικής ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι ο φιλοξενούμενος στο στούντιο θα είναι όχι απλώς ζωντανός αλλά θα μπορεί και να απαντά. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά θετικό για την τηλεοπτική καριέρα της, ειδικά φέτος που υπήρχε η αίσθηση ότι είχαν εξαντληθεί όλες οι πρωτοτυπίες και δεν υπήρχαν καινούργιες ιδέες  στην παρουσίαση των προγραμμάτων. Με το μυαλό της κινητή βιβλιοθήκη, αποθήκευσε όλες τις γνώσεις για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα.
Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι ο επίσημα «καλεσμένος» ήδη είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή του. Της φάνηκε αρκετά υπερβολικό το σκηνικό που προσπαθούσαν να στήσουν οι τεχνικοί, δίνοντας στο ολόγραμμα τη μορφή του Κολοκοτρώνη πάνω σε άλογο από πίνακα και πιο συγκεκριμένα από ελαιογραφία του Νέστορα Βαρβέρη. Την απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας πως δεν θα κάνουν το πλατό, στάβλο. Αν΄αυτού, προτίμησε τη μορφή του Κολοκοτρώνη από πίνακα του PetervonHess όπου ο ήρωας κάθεται σε μια πέτρα και παρακολουθεί τα παλικάρια του να διασκεδάζουν.
Δέκα λεπτά πριν την καθοριζόμενη έναρξη της εκπομπής όλα ήταν έτοιμα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στεκόταν απέναντί της, με την μακριά κατάλευκη φουστανέλα, το χρυσοκέντητο γιλέκο, τα κόκκινα τσαρούχια και την περικεφαλαία δίπλα του. Καλημέρισε τους θεατές της εκπομπής, δηλώνοντας ότι ήταν βαθύτατα συγκινημένη για τον σημερινό της καλεσμένο. Ξεκίνησε αναφέροντας την καταγωγή του, με πληροφορίες για τον τόπο που γεννήθηκε, το Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, την μητέρα του Ζαμπία Κωστάκη και τον πατέρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Από τον πρόλογό της δεν παραλήφθηκε αναφορά στην αλλαγή του επιθέτου από τον παππού του, από Τσεργίνης σε Κολοκοτρώνης ως απόδοση στα ελληνικά του αρβανίτικου παρωνυμίου «Πιθεγκούρας».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κοίταζε με απορία πότε την ίδια και πότε την κάμερα, προσέχοντας ιδιαίτερα τις απαντήσεις. Εξάλλου ο ίδιος γνώριζε πως αυτά που θα έλεγε, θα είχαν πολύ μεγαλύτερη απήχηση στην εποχή του και όχι στο σύγχρονο κόσμο,  καθώς η ελευθερία θεωρείται δεδομένο αγαθό. Επισήμανε την ανάγκη του αγώνα, τόνισε την σημασία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ενώ στάθηκε δακρύζοντας στη μάχη στα Δερβενάκια. Στον πρώτο και στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο δεν ήθελε να επεκταθεί καθώς πετάρισε η καρδιά του και χρειάστηκε η επέμβαση της ομάδας των τεχνικών να σταθεροποιήσουν την λειτουργία του ολογράμματος. «Κύριε Κολοκοτρώνη» τον ρώτησε «φοβηθήκατε ποτέ για την ζωή σας; Το 1833 οι Έλληνες σας καταδίκασαν σε θάνατο για εσχάτη προδοσία» Η απάντηση έφερε ένα κόμπο στο λαιμό. Ο σκηνοθέτης, χρόνια στη δουλειά, έμπειρος, συνέλαβε τη στιγμή στο χρόνο και την επανέλαβε σε αργή κίνηση. «Αντίκρυσα τόσες φορές τον θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τότε» Δεν γνώριζε που θα οδηγούσε η συνέντευξη αυτή. Το κλίμα είχε φορτιστεί και οι συγκινητικές στιγμές διαδέχονταν η μία την άλλη. Ζήτησε και πήρε διάλλειμα. Ο σκηνοθέτης την πλησίασε και της χτύπησε την πλάτη. «Καλά τα πας» είπε. Οι τεχνικοί βρήκαν την ευκαιρία και επανεξέτασαν τις λειτουργίες του ολογράμματος, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έδειχνε να το απολαμβάνει λέγοντας «Θα αντέξω βρε παιδιά. Εδώ έντεκα ολόκληρους μήνες με είχανε έγκλειστο στο Παλαμήδι. Μια συνέντευξη είναι!»
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά άρχισαν και πάλι. Τα φώτα ξύπνησαν τον γέρο του Μοριά τη στιγμή που στο πίσω του στούντιο, σε μια τεράστια οθόνη αναγράφονταν τα λόγια «Ο θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του». Ξύπνησε ο γέρος, ξύπνησε και η εθνική μνήμη. Η Μακιγιέρ έτρεξε και σκούπισε το δάκρυ μ΄ ένα άσπρο μαντήλι. Κύριε Κολοκοτρώνη είναι καταγεγραμμένο ότι είπατε: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση….» Το πιστεύετε ακόμα και σήμερα; «Κοπέλα μου, το τι πιστεύω εγώ πλέον δεν έχει καμία σημασία, αλλά έχει περισσότερο το τι πιστεύετε εσείς. Εμείς πολεμήσαμε, διώξαμε τους εχθρούς για να μπορείτε εσείς, να ζείτε ελεύθεροι. Αυτή την ελευθερία πρέπει να κρατήσετε ζωντανή εις τους αιώνες. Θα αρκεστώ να επαναλάβω κάποια από τα λόγια της ομιλίας μου στην Πνύκα «…Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε…Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.»
Του έπιασε το ρυτιδωμένο χέρι, υπακούοντας στην εντολή του σκηνοθέτη. Δεν ήξερε αν  έπρεπε να υποβάλλει την τελευταία της ερώτηση για τον θάνατό του. 4 Φεβ 1843 μετά από χορό στα ανάκτορα. Τον ρώτησε εάν γεννιόταν ξανά θα έκαμε και πάλι την επανάστασή του; Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τράβηξε με βία τα καλώδια. Το ολόγραμμα χάθηκε δια παντός.



* Το διήγημα συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλα 40 (μετά από διαγωνισμό με θέμα: 1Φραση +821 λέξεις για το 1821) στην ειδική έκδοση και παρουσιάστηκε σε τελετή στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο την 9 Νοεμβρίου 2019

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ο Θάνατος ενός ασήμαντου αγρότη

 


Πόσο ασήμαντος θάνατος μπορεί να είναι, το τέλος ενός ασήμαντου ζευγολάτη, ενός δουλευτή της γης, παρά όσο ένα ψίθυρος στο αυτί ενός δάσους, ένα θρόισμα ανέμου την ώρα που μάζευε τα στάχυα στο χωράφι και η τσουγκράνα υψωνόταν με θυμό προς τα ουράνια. 

Από μικρό παιδί πότε τρυπούσε τη γη μ΄ ένα ξύλινο σουβλί και έριχνε το σπόρο μέσα της και πότε κρατούσε μια γκλίτσα στο χέρι παρέα μ΄ ένα κοπάδι προβάτων δίπλα από το Στρυμόνα. Πάντα εκεί οδηγούσε το μονοπάτι του ξεροπόταμου.
 
Η μοίρα του όμως,  ήταν προδιαγραμμένη σε κάποιο περίεργο κιτάπι, σαν εκείνα των μπακάληδων που πλούτιζαν με τις υπερτιμολογήσεις. Η ζωή του τέθηκε στα χέρια του θεού,  ένα δροσερό απόγευμα,  καθώς ο πόνος δίπλωνε τις άκρες των δακτύλων. Λες και τα δάκτυλα, του έδειχναν τον δρόμο του αιώνιου αποχωρισμού.
 
Την εξόδιο ακολουθία τίμησαν οι ψίθυροι που πλήγωναν, τα θρο-ί-σματα που ρίγωναν κι όλες οι αγαπημένες του ασημαντότητες. Τα ζώα που σιώπησαν, οι χωμάτινοι σβόλοι που διέλυε,  η αυλή του που λάσπωνε.
 
Κι όσο περπατά κανείς, χρόνια τώρα σε κείνο το μονοπάτι, αν είναι κι αυτός ασήμαντος –έτσι τουλάχιστον λένε οι σοφοί-  μπορεί να ακούσει τη κραυγή ενός σπόρου που σαν ψάρι ψάχνει στη στεριά τη δική του λίμνη.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Μη μιλάς, μην ακούς, μη βλέπεις… του Δημητρίου Γκόγκα




Μικρή αναφορά στον Υπουργό ως αρχή: Υπήρξε λογιστής στο επάγγελμα, αργότερα υπουργός μεταφορών και τώρα υπουργός υγείας. Νέος άνθρωπος με ανοικτό μυαλό, έτσι τουλάχιστον λέγανε οι φαρμακερές γλώσσες των διαδρόμων. Λάθεψαν και αυτές. Βλέπετε κάποτε λαθεύουν και οι οχιές.
«Οι συγκυρίες» ψιθύρισε «Οι συγκυρίες με κάνανε υπουργό» Μην προσβάλλει και τον φίλο του, τον Πρωθυπουργό. Οι συνθήκες σε περίοδο δεν ευνοούσαν καριέρα σε μια τέτοια θέση, οπότε γνώριζε ότι ήταν  υπουργός προς κατανάλωση.
Κατά την βασιλεία του στο Υπουργείο Υγείας επιβλήθηκε δια ροπάλου η χρησιμοποίηση της μάσκας σε όλους τους κλειστούς χώρους. Όχι ότι το πίστευε αλλά έπρεπε να γίνει και αυτό. Κάποιοι αποφάσιζαν και αυτός ακολουθούσε. Πάντα ακολουθούσε και ήταν πολύ καλός σε αυτό.
«Πώς να μιλήσεις με μάσκα; Πώς να μυρίσεις; Μιλάς λιγότερο. Καλό αυτό. Πολύ καλό. Αρκετά ακούσαμε τους πολλούς να μιλάνε. Τώρα πρέπει να σιωπήσουν. Εξάλλου σοφά λέει ο λαός πως η σιωπή είναι χρυσός. Αλλά για πόσο καιρό. Πόση διάρκεια θα πρέπει να έχει η σιωπή. Έξι μήνες, οκτώ, ίσως ένα χρόνο; Αλλά τελικά αν δεν μιλάς (πολύ ή λίγο πόση σημασία έχει;) δεν είναι αναγκαίο να ακούς. Και εδώ πάλι δεν έχει σημασία, καθόλου σημασία εάν ακούς λίγο ή πολύ. Απλά δεν ακούς. Αν δεν ακούς ας κλείσουμε και τα αυτιά. Ας επεκτείνουμε τη σοφή αλάνθαστη διάγνωση. Η ασθένεια προσβάλλει τον άνθρωπο και από τα αυτιά, Αν δεν μιλάς, αν δεν μυρίζεις, αν δεν ακούς,  τότε γιατί να βλέπεις; Είσαι μουγγός, είσαι κουφός, είσαι ανάπηρος. Δεν σου αξίζει το φως, δεν σου αξίζει να βλέπεις. Τι χρειάζονται λοιπόν ανθρωπάκο τα μάτια; Που θα σε οδηγήσουν; Σε άλλους τόπους όπου οι άνθρωποι δεν μιλούν, δεν ακούν, δεν βλέπουν, δεν μυρίζουν, δεν γεύονται. Μόνο ένα απρόσωπο προσωπείο τους σώζει. Μια πολυπρόσωπη τύφλωση του νου, της γλώσσας, της όρασης, της ακοής, της γεύσης, των αισθήσεων, της άνοιξης, του καλοκαιριού και ίσως και του χειμώνα. Ψύξη! Ένας μηδενισμός του ανθρώπου. Απαξίωση του είναι. Ανήμπορε, πανάθλιε ανθρωπάκο. Σας μιλά ο υπουργός σας και εσείς δεν δίνετε σημασία. Συνεχίστε με αυτό το ρυθμό και ακολουθήστε τη τακτική της αδιαφορίας. Η μάσκα που σας δίνετε δωρεάν, μεγαλόκαρδη προσφορά της πολιτείας, είναι μόνο η αρχή μιας νέας ζωής που ονειρευτήκατε. Ανδρείκελα ε ανδρείκελα.»
Μικρή αναφορά στον Υπουργό ως τέλος: Ο φίλος του πρωθυπουργός ενέδωσε στις πιέσεις. Ο υπουργός υγείας εξοστρακίστηκε από τη θέση του, από την κοινωνία, από την πολιτεία. Εξορίστηκε με ένδειξη ασυμπτωματικός ασθενής, σοβαρά διαταραγμένη προσωπικότητα. Του χορηγήθηκε ασπιρίνη.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Ο Μυστικός Δείπνος των Ποιητών /Δημήτριος Γκόγκας




    Γυροφέρνουν τα ομιχλώδη βράδια  μονάχοι στα ξεχασμένα καταγώγια του Καβάφη και χάνονται στην απειλητική ρουτίνα του Καρυωτάκη. Το μολύβι ξυσμένο πάντα στο κρόταφο, σημαδεύει την άβυσσο και αναβοσβήνει από νέον η ξεχασμένη ρήση του Καζαντζάκη.  Παραγγέλνουν ανοίγοντας και φυλλομετρώντας τους σαθρούς καταλόγους ποτά, με τους αυτάρεσκους σερβιτόρους. Ποτά που δεν υμνήθηκαν ποτέ για τη γλύκα τους. Μεθούν συλλαβίζοντας μία – μία τις Μούσες κι αναθεματίζουν την αυγή που θα τους βρει με το γέρικο κορμί ολόρθο. Θα έχουν τη δύναμη να διαβούν τη μονοτονία της ζωής που δεν έχει τέλος; Θα τη βρούνε. Κι είναι ένα μεικτό βάσανο, ένα χασμουρητό, μια βαριά ανάσα, ένα ξεχασμένο μειδίαμα στο γκρεμό του χείλους, μια ποιητική κατάρα.
  Αγγίζουν το στήθος της ποίησης, οχλαγωγούν ανάμεσα σε χαρακτηρισμούς, ουσιαστικά, υποκείμενα και επίθετα, απορρίπτουν όπως- όπως τα υποκοριστικά και ανεβαίνουν στα καράβια του Καββαδία, για να σαλπάρουν στις απέραντες θάλασσες του Ελύτη και να ξαποστάσουν μαζί με τον Σεφέρη στις ακρογιαλιές της Μεγαλονήσου.
Είναι μόνοι, αισθάνονται μόνοι και μόνοι θα μείνουν. Χωρίς την μεθυστική αγάπη του Λειβαδίτη και τα συμπονετικά γράμματα του Μόντη.
    Όταν σηκώνονται να χορέψουν ξεχνούν την Ιθάκη και αρματώνονται τον Θούριο. Κραυγές, αλαλαγμοί καθώς χτυπά ο ταμπουράς και το βαρύ ζεϊμπέκικο του Μάνου συνεπαίρνει τα βήματα και ξορκίζει τις ατασθαλίες των ποιημάτων. Σπάνε τα ποτήρια, τρέχουν να μαζέψουν τα γυαλιά οι λάγνοι του έρωτα και οι μεθύστακες των στίχων. Κόβονται και τρέχει πηχτό το αίμα ανάμεσα στα δάκτυλα που ενώνονται και θεραπεύονται. Πλέκονται τα χέρια τους σ΄ έναν λεβέντικο και ζωναράδικο καθώς ψάλλει στην άκρη της υπόγειας ταβέρνας ο Μελωδός. Αγαλλιάζουν εκστασιασμένοι τους κίονες, με τις γραμμώσεις τους να τιμούν τους προγόνους και να κτυπούν, ναι να κτυπούν τις γροθιές πάνω στους ασβεστωμένους τοίχους μέχρι να γραφεί ο αιώνιος και άταφος στίχος.
    Αναρωτιούνται μεθυσμένοι αν ο στίχος θα είναι κάποιου από τους ανάμεσά τους, αν είναι νεκροτράγουδο σιωπηλό, αν είναι δημοτικό, αν είναι άσμα των ασμάτων. Άδοξη νύχτα, μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό κι ύστερα μια άδοξη νύχτα.
   Ένας- ένας καθώς κλείνουν οι παραγγελιές, τα σπαθιά και τα μαχαίρια εναποτίθενται στην τράπεζα και μεταλαβαίνουν το αίμα και το σώμα της ποιητικής. Κι όταν θωρούν το αόρατο και γαλήνιο κενό υπογράφουν άλλοι συνειδητά και άλλοι χωρίς να καταλαβαίνουν το δρόμο χωρίς επιστροφή. Πνίγονται στο πηγάδι της λήθης.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Απαγορευμένος Έρωτας*




Τι ήθελε και μίλησε για απαγορευμένο έρωτα; Κανείς δεν τον πίστεψε. Τον κοίταζαν ειρωνικά, χλευαστικά και γύριζαν αλλού τα πρόσωπά τους. Χρόνια λειτουργούσε με ένα ενδεδυμένο εγώ, σαν προστατευτική πανοπλία. Το αποτύπωμα στον καθρέφτη ήταν το είδωλό του. Τη σκιά του ακολουθούσε.

Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Μοναδικά ο εαυτός του ανταποκρινόταν στον έρωτά του. Με τέτοιο τρόπο που θύμιζε δίδυμη ψυχή. Ίδια έντονα  συναισθήματα, όμοιο αξιολάτρευτο κορμί, κοινούς φίλους, μαζί στη  δουλειά. Δεν θα μπορούσε να του συμβεί στη ζωή τίποτα καλύτερο. Ο εαυτός του, ήταν το άλλο μισό της ζωής του.

Απορούσε βέβαια με τη στάση των αγαπημένων του ανθρώπων; Ζήλεια; Φθόνος; Κακία; Πώς να εξηγήσει το ρήμα «απαγορεύεται», αφού το είχε διαγράψει από το λεξιλόγιό του;

Δημήτριος Γκόγκας

*Συμμετοχή στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος 121 λέξεων

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Η σταύρωση ενός ποιήματος




Πως εξελίχτηκε έτσι ο κόσμος. Μπροστά στην μήτρα του να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, να ξεπλένει τις αμαρτίες του με το βάπτισμα των χεριών στα νερά του Ιορδάνη, βαφτίζει το θύμα θύτη και το αντίθετο. Μίκρυναν οι λέξεις στο δαιμονικό στερέωμα, ενός άκαρπου λόγου που χάθηκε ανεξήγητα. Πέτρωσε μέσα στους στίχους. Το αέτωμα αποστράγγιζε την θλίψη των συναισθημάτων. Χάθηκαν οι μισές πατρίδες, χώρεσαν σε βιβλιαράκια τσέπης, κάηκαν οι φωλιές και γίνηκαν τα μάρμαρα αόρατη σκόνη που πασπαλίζει τις αδύναμες μνήμες των ανθρώπων.

Ύστερα φανερώθηκαν από το βάθος του χρόνου οι αστυνόμοι, αιχμαλώτισαν βιαίως το ποίημα. Κάτω από τις ιαχές της πλατείας, «σταυρώστε» το κάρφωσαν σε μια πισσωμένη κολόνα, με μαρτυρία ενοχής. Όποιος το βρει ας το σταυρώσει και κείνος. Θεία δίκη.

Ο Καλλιτέχνης και η μετανάστρια




Ο διάσημος αστέρας ήταν σχεδόν έτοιμος να βγει στη σκηνή. Το κοινό παραληρούσε, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε και χόρευε στο ρυθμό που θα ακολουθούσε κι ας μην γνώριζε ποιο τραγούδι θα ήταν αυτό.
Την σκοτεινή σκηνή έκοβε στα δύο μία δέσμη φωτός.
Ο διάσημος τραγουδιστής, σαφώς συγκινημένος από τις αντιδράσεις του κοινού, σήκωσε ψηλά το χέρι. Το κοινό τον αποθέωσε. Απόλυτη σιωπή. Άνοιξε μια μικρή ταξιδιωτική μαύρη τσάντα, έβγαλε ένα καπέλο και το τοποθέτησε κάπως λοξά στο κεφάλι του. Έκρυψε επιμελώς το μέτωπο και τα μάτια. Μια κυρία στις πρώτες θέσεις ούρλιαξε για τελευταία φορά. Την μετέφεραν με φορείο. Δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς. Ο καλλιτέχνης άνοιξε και πάλι τη μικρή μαύρη βαλίτσα, έβγαλε ένα ζευγάρι μαύρα γάντια, σήκωσε το κεφάλι προς την οροφή, θαρρώ πως θα προτιμούσε να βλέπει ουρανό, ούρλιαξε και παρέσυρε με την κραυγή του δεκάδες λύκους από το κοινό να αλληλοσπαραχθούν. Η μουσική ξεκίνησε, ο καλλιτέχνης χόρευε, τραγουδούσε, έπιανε τ΄ αχαμνά του και οι μεθυσμένες αιμοσταγείς κυρίες κατέρρεαν η μία μετά την άλλη. Τα φορεία πηγαινοέρχονταν. Χανόντουσαν μέσα στους οριοθετημένους δρόμους. Η συναυλία πέτυχε.

Λίγα τετράγωνα πιο πέρα, μια άσημη γυναίκα, κρατώντας μικρή ξεθωριασμένη βαλίτσα, πάτησε το κατώφλι του γραφείου μετανάστευσης. Περίμεναν και άλλοι έξω, οι περισσότεροι άνδρες,  που δεν ζητωκραύγαζαν ούτε χειροκροτούσαν. Κάθε που κάποιος από το σινάφι τους περνούσε τις ιατρικές εξετάσεις και έπαιρνε την τελική έγκριση του χτυπούσαν φιλικά την πλάτη. Ίσως να μην τον έβλεπαν ξανά, ίσως να χάνονταν και αυτός στην ομίχλη των οριοθετημένων δρόμων.
Η γυναίκα στάθηκε μπροστά στην τριμελή ανδρική επιτροπή. Στην άκρη όρθια, περίμενε εντολές μια νοσοκόμα. Της είπανε να βγάλει το φόρεμά της. Ξεκούμπωσε με αργές κινήσεις το σιδερωμένο φόρεμά, προσπάθησε να δείξει ότι δεν ντρεπότανε, δάγκωσε λίγο τα χείλη, έσκυψε το κεφάλι, αισθάνθηκε να την πυροβολούν τρία ζευγάρια μάτια. Διέκρινε μια σειρά από πυροτεχνήματα στα μάτια τους, σαν αυτά των ανδρών στις περίεργες κυριακάτικες βόλτες στο χωριό της. Ακολούθησε και δεύτερη εντολή. Να μείνει γυμνή. Διέκρινε, σε κάποια βλέμματα, ίχνη μειδιάματος, ένα μολύβι σε κάποιο στόμα, νευρικότητα στο τραπέζι, μετακινήσεις ποδιών. Έξω οι σύντροφοι περίμεναν. Δεν ακούγονταν φωνές. Η απόλυτη σιωπή χτυπούσε σαν χρυσός στις φλέβες τους. Ύψωσε το κεφάλι της, όρθωσε το γυμνό κορμί της και προχώρησε σαν κυπαρίσσι προς το μέρος τους. Οι τρεις άνδρες έχασαν τις αισθήσεις τους, η νοσοκόμα μόλις που πρόλαβε  να ειδοποιήσει ασθενοφόρο. Χάθηκε μεταφέροντας τις σωρούς στους οριοθετημένους δρόμους.
Η συναυλία είχε τελειώσει, η ιατρική εξέταση το ίδιο. Ο καλλιτέχνης κάλεσε στη σκηνή την μετανάστρια. Της έγνεψε το ναι, αυτή κατάλαβε το όχι και ούρλιαξε κοιτάζοντας την οροφή, θαρρώ πως θα ήθελε να βλέπει ουρανό. Πρώτη φορά ούρλιαξε και φάνηκαν τα άσπρα της δόντια. Ξέσκισε τον λαιμό του καλλιτέχνη. Το κοινό την αποθέωσε!

Το τέλος ενός ποιητή

για τον ΣΖ


Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, τους έζησε καθηλωμένος στο κρεβάτι ενός αναρρωτηρίου γερόντων και πασχόντων από διάφορες ασθένειες του κορμιού και της ψυχής. Όχι από επιλογή, σίγουρα δεν θα επιθυμούσε ένα τέτοιο μέρος για τις τελευταίες στιγμές του. Ίσως έναν παρθένο δάσος όπου θα του κελαηδούσαν τα πουλιά και αυτός θα συνέθετε με το βιολί του απαγγέλλοντας τον νόστο της Αμμοχώστου. 

Εκείνες όμως τις στιγμές καταλάβαινες ότι η μουσική πρακτικά είχε κάνει το κύκλο της. Το βιολί δεν ακουμπούσε στους ώμους του αλλά τη θέση του είχαν πάρει σωληνάκια μηχανών αναπνευστικής υποστήριξης. Όσο και όταν καταλάβαινε γελούσε και ψιθύριζε "σας αγαπώ όλους, αγαπώ όλο τον κόσμο" και κουνούσα το κεφάλι συγκαταβατικά. Ήξερα ότι οι λέξεις αυτές γεννιόντουσαν στην καρδιά του και μόλις έβλεπαν το φως το ήλιου πέθαιναν γιατί οι άνθρωποι δεν τις καταλάβαιναν. 

Εκείνες τις στιγμές καταλάβαινες ότι και η ποίηση πρακτικά είχε κάνει τον κύκλο της στα χείλη και στο μυαλό του ποιητή. Όχι γιατί δεν θα μπορούσε να γράψει πλέον αλλά γιατί δεν είχε την δύναμη να απαγγείλει με εκείνον τον μοναδικό και εξαίσιο τρόπο που καθήλωνε τους ακροατές και έλεγες πως κάθε λέξη ενός ποιήματος, κάθε στίχος είναι και ένα διαφορετικό ποίημα και όλα μαζί ένα και όλα μαζί η ζωή. Μετά βίας του έλεγα δυο τρεις στίχους, που να βγούνε από το στόμα μου λέξεις. Κι ύστερα έφτανε ένα απλό φιλί στο μέτωπο. Οι άνθρωποι φιλούνε τους ανθρώπους στο μέτωπο όταν καταλαβαίνουν πως έρχετε ένα τέλος. Ένα οποιοδήποτε τέλος. 

Μια Κυριακή, τον επισκέφτηκα από νωρίς. Κουφόβραση στη Λάρνακα. Η υγρασία είχε καταλάβει κάθε μόριο του αέρα. Με δυσκολία αναπνέαμε. Ο ποιητής δυσκολευότανε και αυτός δεμένος στον αναπνευστήρα. Προσπαθούσε να κινηθεί, να πει κάτι, μουρμούριζε, ήταν η φωνή μια απόκοσμη οπτασία, με φόβισε. Η νοσοκόμα στην οποία απευθύνθηκα μου είπε πως δεν έχει τίποτα, κούκλο τον κάνανε από το πρωί. Μια κούκλα, σκήνωμα. Πως χάνεται η ψηχή μέσα στο σώμα και πως το σώμα λιώνει μέσα στη ψυχή. Και πάλι το φιλί,μ΄ ένα φιλί αποχαιρετάς το πρόσωπο, τη μέρα, τη πόλη που χάνεται και δεν θα την δεις ξανά. 

Από εκείνη την μέρα βουβάθηκε ο κόσμος, ξεράθηκε ο Αύγουστος. Ξέρω πως ηρέμησε, γνωρίζω πως δεν του άξιζε αυτή η επιλογή της μοίρας κι άρχισα  καταλαβαίνω ακόμα περισσότερο την πίκρα της μουσικής και τη σιωπή της ποίησης. 

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Μονόλογος ενός Ποιητή




Πεθαίνω κι ανασταίνομαι μέσα από τους στίχους και το δάκρυ της πένας.
Αναζητώ καθημερινά λίγα λεπτά από τον χαμένο χρόνο μου, ίσως από τον θάνατο του χρόνου, τον δικό μου, που αναλογεί για να συνθέσω τα χίλια μύρια κύματα του αίματος μου.
Μια διαρκής αναζήτηση φθόγγων και λέξεων σ΄ ένα χορό, αρμονικό και ήσυχο, πάνω σε ένα πάλλευκο χαρτί, όμοιο με την ειρήνη κι άλλοτε πάνω σε ένα γυαλιστερό ξίφος έτοιμο να κόψει γόρδιους δεσμούς αλήθειας και ψέματος.
Ο ήχος του όπλου μου, είναι η φωνή της σιωπής καθώς βηματίζει ένα μολύβι.
Πικρά ερωτευμένος με την ουσία της ζωής, τον αληθή παράδεισο και τη σαγήνη του θανάτου.
Και κάπως έτσι θα καρφωθεί ένας φαρμακερό βέλος στα στήθη και στη καρδιά μου.

Αποχαιρετισμός του Δημητρίου Γκόγκα




Συνάχτηκαν οι χωριανοί γύρω από τη κεντρική γέφυρα να δούνε την εκτέλεση της. Μικρή «εξώλης και προώλης» διαμένουσα σ΄ ένα φτωχόσπιτο στην άκρη του ξεροπόταμου. Εκεί ξεκίνησαν όλα. Μόνη υποδέχτηκε τη μοίρα που της έλαχε, πρώτα με τα καλωσορίσματα του μουχτάρη, ύστερα ο αστυνόμος, ο δάσκαλος. Ο ιερέας της έγνεψε τη σιωπή. Την κοινωνού σε συχνά, κάθε Κυριακή και την έπιανε ένας κόμπος στο λαιμό.
Όταν κυρώθηκε το «ουδέν κρυπτόν υπό του ήλιου» έτρεξε μα δεν πρόλαβε. Το «ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο τα πρόσωπα». Κι αυτή πρόσωπο δεν είχε.
Έσφιξε το μίσος στα στήθη της, έπιασε το σχοινί, το έσφιξε πιότερο στο λαιμό της. Ήτανε καλό κορίτσι είπανε στο δείλι της μέρας, πίνοντας τον καφέ της συγχώρεσης.  

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Το έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη κορυφή ενός βουνού ένα έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο. Κάθε λοιπόν που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα παρακαλούσε να ανέβει σιμά του ένα ξυλοκόπος, να το κόψει και να πουληθεί σ’ ένα σπίτι. Να στολιστεί με τα ομορφότερα στολίδια και λαμπιόνια. Από τα καταπράσινα κλαδιά του να κρέμονται τα δώρα των μικρών παιδιών. Μα του κάκου, οι ξυλοκόποι δεν ανέβαιναν ποτέ. Έκοβαν τα δένδρα που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού και έφευγαν. Αυτό συνεχίστηκε χρόνια ολόκληρα. Το μικρό έλατο από παιδάκι, έγινε έφηβος, ανδρώθηκε και τώρα μοιραία πλησίαζε τα βαθιά γεράματά του.
Κι έφτασε ο χρόνος που ο θεός το λυπήθηκε και στα φετινά Χριστούγεννα τύλιξε το έλατό μας, μ΄ ένα τεράστιο σύννεφο, στόλισε τα κλαδιά του με κατάλευκο χιόνι, έστειλε την Πούλια με τα επτά άστρα της να φωλιάσει στο κεφάλι του και παρήγγειλε στους δώδεκα αστερισμούς να φωτίζουν πολύχρωμα κάθε κουκουνάρι του. Κάλεσε δε όλα τα ζώα του βουνού να κουρνιάσουν στις ρίζες του. Το έλατο έλαμψε από χαρά, ξανάνιωσε και τίναξε τα κλαδιά του από ευγνωμοσύνη προς τον πλάστη του. Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι τόσο διαφορετικά και τόσο χαρούμενα. Πιο ανθρώπινα, πιο θεϊκά!

Τα 12 αγγελάκια /Δημήτριος Γκόγκας



Πάλι τα 12 αγγελάκια Στη σειρά με τσακισμένα τα άσπρα τους φτερά. Και πάντα μπροστά του η ίδια δικαιολογία. Έσπασαν στη μεταφορά.
Άναψε τον οξυγονοκολλητή κι άρχισε δουλειά. Τ΄ αγαπούσε αυτά τα αγγελάκια. Από μικρό παιδί, στόλιζαν, τις παραμονές των εορτών του δωδεκαήμερου την πλατεία του χωριού και δενόταν μαζί τους, με την εικόνα τους. Μετά τα Θεοφάνια τα μάζευαν χτυπημένα, λερωμένα, βανδαλισμένα. Δεν σέβονταν όλοι την παρουσία τους.    
Οι σκέψεις και οι τύψεις σπινθήριζαν στο μυαλό του. Ζήτησε συγνώμη σιωπηλά, καθώς κολλούσε φτερά, πρόσωπα, σώματα και καθάριζε ότι λερώθηκε από την ασχήμια των συγχωριανών του. Τα φύσηξε στο στόμα, τα κοίταξε στα μάτια. Κάνοντας μια ευχή, τα χτύπησε στους ώμους και είπε: πετάξτε. Εκείνα υπάκουσαν κι ανεβήκανε ψηλά στον ουρανό.



Σημείωση : η φωτογραφία είναι από τη σελίδα: https://sentra.com.gr/kastoria-ekptwtoi-aggeloi-1-000-evrw-thliveroi-dhmotikoi-stolismoi/

Παραιτήσου ‘Αι Βασίλη / Δημήτριος Γκόγκας




Αγαπητέ Αι Βασίλη. Σε είδα σήμερα σε διαφήμιση. ‘Ήσουν ανάμεσα σε φτωχά παιδιά της Αφρικής, να καμαρώνεις, σαν εκφράζανε τις ευχές τους. «Να έχω νερό» έλεγε ένα, «να τρώω κάθε μέρα, να μην φοβάται η μητέρα μου το άλλο, να έχει δουλειά ο πατέρας μου. Δεν ζήτησαν ούτε μπάλα, ούτε τρενάκι. Κι ύστερα χάθηκες τρέχοντας στην έρημο τη στιγμή που ένας ήλιος ανέτειλε ή έδυε. Δεν ξεχώρισα καλά…
Εκεί να μείνεις Άι Βασίλη. Να παραιτηθείς και να μείνεις στην Έρημο. Γιατί δεν λες την απλή αλήθεια; Πως κάθε χρόνο, δώρο δίνουν και παίρνουν όσοι έχουν χρήματα και πως κάποιοι φροντίζουν τα παιδιά εκείνα να ξυπνούν και να βλέπουν τους ίδιους καλικάντζαρους να πριονίζουν ακατάπαυστα το δένδρο της γης και της ζωής.

Το σκυλάκι που έγινε άγγελος




Μύριζε στον αέρα την ανυπαρξία της ζωής. Καταλάβαινε, ο χρόνος τελείωνε για τον κύρη του. Ανησυχούσε και για τους δύο. Που θα πήγαινε; Είχε ακούσει πολλές ιστορίες και είδε ακόμα περισσότερες εικόνες. Μελετούσε τις νύχτες τα αστέρια καθώς ξάπλωνε στα αδύναμα πόδια του. «Εκεί πάνω πάνε όλοι» σκέφτηκε. «Γίνονται κάτι σαν άγγελοι» Ένιωθε το αίμα να κρυώνει και έγλυφε με τη γλώσσα το δέρμα του. Να ζεσταθεί, μην τον χάσει αυτή τη νύχτα. Ας αργούσε λιγάκι ο αποχωρισμός. Γύρισε το βλέμμα  κι έπεσε μ ΄έναν αναστεναγμό μέσα στο δικό του.

Μια μέρα βρέθηκε μόνος στην αυλή. Τα δένδρα έχασαν τα φύλλα τους. Ένα αεράκι σκόρπισε εικόνες. Ένιωσε να φυτρώνουν φτερούγες στη πλάτη του. Γάβγισε από τη χαρά. Πήγαινε στον άνθρωπό του.

Ο Άι Βασίλης, τα άλλα ζώα και το παράτολμο σχέδιο τους.




Ένα παραμύθι από τον Δημήτριο Γκόγκα



Όπως και κάθε χρόνο έτσι και φέτος ο Άγιος Βασίλης ετοιμάστηκε να μοιράσει τα δώρα στους μικρούς του φίλους σε ολόκληρο τον κόσμο. Λίγες ημέρες πριν έρθει ο καινούργιος χρόνος όλα είχαν τακτοποιηθεί και μόνο κάποιες μικρές εκκρεμότητες έπρεπε να διευθετηθούν. Οι τάρανδοι καθαρίστηκαν, σκουπίστηκαν τα κέρατά τους, το έλκηθρο βάφτηκε εκ νέου, μπήκαν μέσα σε μεγάλους σάκους όλα τα δώρα, ανά Ήπειρο, χώρα, πόλη και χωριό. Το μόνο που απέμεινε ήταν να έρθουν τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας του χρόνου, για να ξεχυθεί στους δρόμους του ουρανού, οδηγώντας το πανέμορφο κόκκινο άρμα του και να μοιράζει δώρα, όχι μόνο στα παιδάκια που του έστειλαν γράμματα αλλά και σε όλα εκείνα που ικετεύουν να τους δώσει ένα χαμόγελό του.

Όμως το προαίσθημα πως κάτι δεν θα πήγαινε φέτος καλά, του ασπρογένη γέροντα, βγήκε αληθινό. Την ημέρα των Χριστουγέννων, την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός, τη φωτεινή εκείνη μέρα της αγάπης και της χαράς, παρουσιάστηκε στον Αι Βασίλη, αντιπροσωπεία ζώων από διάφορα σημεία του πλανήτη. Επικεφαλής ήταν το λιοντάρι από την Αφρική, δίπλα του στεκότανε ένα τεράστιο Καγκουρό από την Αυστραλία μαζί με ένα Κοάλα.  Λίγο πιο πίσω χλιμίντριζε ένα άλογο από την Αμερική, ενώ το συνόδευε ένα γιγαντόσωμος Βίσωνας. Η Ευρώπη έστειλε ένα πανέμορφο Ελάφι και η Ασία έναν Ελέφαντα. Ο Αι Βασίλης ταράχτηκε. Ποτέ του δεν είχε δεχτεί τέτοια επίσκεψη. Μαζί με τα ξωτικά, τους οδήγησαν στη μεγάλη φωταγωγημένη σάλα, με τα πελώρια στολισμένα δένδρα και τα αμέτρητα δώρα.

Πρώτο μίλησε το λιοντάρι, ο βασιλιάς των ζώων: «Αγαπητέ μας Αι Βασίλη. Κάθε χρόνο παρατηρούμε την προσπάθειά σου να δώσεις δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Και κάθε χρόνο αποτυγχάνεις, διότι δεν προλαβαίνεις. Όχι γιατί δεν θέλεις αλλά γιατί δεν μπορείς. Είναι η πικρή αλήθεια. Όλα τα ζώα αποφασίσαμε να σε βοηθήσουμε σε αυτή την προσπάθεια φέτος και εάν πετύχει να συνεχίσουμε και τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου θα ξεκουραστούν και οι αγαπημένοι σου Τάρανδοι. Τι προτείνουμε. Θα μεταφέρεις τα δώρα με το έλκηθρο σου μέχρι την Ήπειρο, τη χώρα που επιθυμείς και σε συγκεκριμένο σημείο. Από εκεί και πέρα θα υπάρχουν δεκάδες άλλα έλκηθρα με άλλα ζώα, όπως άλογα, ελέφαντες, λαγοί, ελάφια, γάτες, σκύλους, λιοντάρια, βίσωνες, καγκουρό που θα αναλάβουν το μοίρασμα των ζώων. Τα βραδυκίνητα ζώα όπως οι χελώνες, τα σαλιγκάρια, τα Κοάλα, οι Βραδύποδες, θα αναλάβουν τη διανομή δώρων σε μικρά χωριουδάκια.»

Ο Αι Βασίλης άκουγε σκεφτικός όπως και τα ξωτικά. Κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε την χιλιόχρονη παράδοση. Όχι δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο, αλλά αναγνώριζε τις δυσκολίες που συναντούσε κάθε χρόνο και κυρίως το αποτέλεσμα που δεν ήταν ιδιαίτερα θετικό. Εκατομμύρια παιδιά χωρίς δώρο. Πόλεμοι, ασιτία, ανεργία, φυσικές καταστροφές, δυστυχία. Και από την άλλη η παράδοση. Κάθε αλλαγή θα καταργούσε, θα διασάλευε την επίγεια και ουράνια τάξη. Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Πριν όμως προλάβει να πει το όχι, το λιοντάρι συνέχισε: «Μεγάλε και τρανέ Αι Βασίλη. Εάν δεν αποφασίσετε θετικά, όλα τα ζώα δεν θα σας επιτρέψουμε να στήσετε και την φετινή τραγωδία. Δεν μπορεί να φέρνετε ευτυχία και να δίνετε δώρα, μόνο σε παιδιά που έχουν την δυνατότητα να σας δεχτούν. Θα κλείσουμε όλες τις καμινάδες και δεν θα σας επιτρέψουμε να μπείτε σε κανένα σπίτι. Τουλάχιστον να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους! » Όλα τα ζώα που τον συνόδευαν έγνεψαν θετικά.
Τα ξωτικά κοίταξαν με απορία τον Άγιο τους και εκείνος χάιδεψε την άσπρη του γενειάδα. Ας γίνει λοιπόν έτσι, δέχομαι την πρότασή σας. «Εμπρός λοιπόν. Δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου» είπε.

Η επιχείρηση ξεκίνησε κανονικά από το χωριό του Αι Βασίλη και σύμφωνα με το σχέδιο των ζώων. Έλκηθρα με λιοντάρια, ύαινες, καμηλοπαρδάλεις, τίγρεις στήθηκαν στην έρημο της Αφρικής και παραλάμβαναν τα δώρα που έριχνε από τον ουρανό ο Αι Βασίλης και τα μοίραζαν ταχύτατα σε όλες τις πόλεις και τα χωριά. Το ίδιο συνέβη και στην Αυστραλία με τα καγκουρό, στην Ευρώπη με τα ελάφια, τις αρκούδες, τα γαϊδουράκια, στην Αμερική με τα γεροδεμένα άλογα και τους βίσωνες, στην Ασία με τους ελέφαντες, τις αγελάδες στην απομακρυσμένη Σιβηρία με τις πολικές αρκούσες.

Πριν ξημερώσει κάθε παιδί σε κάθε γωνιά του κόσμου είχε το δώρο του. Ο Άγιος Βασίλης γελούσε από ευτυχία και έτριβε τα πελώρια χέρια του από χαρά. Τα ζώα του κόσμου αγκαλιάστηκαν από άκρη σε άκρη και άφησαν μια τεράστια κραυγή από ικανοποίηση. Το σχέδιο τους πέτυχε απόλυτα και αποφασίστηκε κάθε χρόνο έτσι να γίνεται. Για την ειρήνη και την αγάπη των παιδιών, για το καλό όλου του κόσμου.

Ο χειμώνας και το απατηλό σχέδιο του / Δημήτριος Γκόγκας





4 μικρές ιστορίες με 121 λέξεις
για την προσπάθεια του Χειμώνα
να είναι ...Χειμώνας όλος ο χρόνος!





[1]

Είχε  αρχίσει να γίνεται εκνευριστική η κατάσταση. Κάθε χρόνο περί τα τέλη Οκτωβρίου κοιλοπονούσε ο χρόνος, γεννιόταν και πέθαινε συνήθως στα τέλη του Φλεβάρη. Όσες φορές η ζωή του παρατείνονταν μέχρι και τον Μάρτη δοξολογούσε τον Θεό που του είχε δώσει κάποιες μέρες παραπάνω. Διέκρινε στα μάτια των ανθρώπων σεβασμό. Η ακολουθία όμως της γέννησης μιας εποχής, μέσα από την μήτρα της άλλης, του έδωσε το δικαίωμα της αμφισβήτησης τούτης της τάξης. Δεν άντεχε η Άνοιξη να γεννά το Καλοκαίρι, εκείνο το χλωμό Φθινόπωρο και να βηματίζει ο ίδιο ως Χειμώνας στο τέλος. Μέχρι να ανδρωθεί, πέθαινε! Ήθελε να είναι η αρχή και το τέλος. Ήθελε να είναι ο χρόνος όλος! Γνώριζε ότι αυτό ήταν δύσκολο, αλλά εκπόνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο.

[2]
Ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων κατά τις μέρες της βασιλείας του. Γιορτές, Χριστούγεννα, ο ερχομός του Νέου Έτους, τα Θεοφάνια, οι Απόκριες, έδιναν στην εποχή του μια φανταστική λάμψη. Ο ίδιος σκέπαζε την πλάση με κατάλευκο χιόνι, στόλιζε με νιφάδες όλα τα δένδρα, μοίραζε δώρα με τον απεσταλμένο του, φρόντιζε να υπάρχει ένας χιονάνθρωπος σε κάθε αυλή, χτυπούσε με τους αέρηδες τις καμπάνες σαν έφτανε ο νέος χρόνος. Όμως η ευτυχία και η χαρά αυτή ήθελε να υπάρχει και στις τέσσερις εποχές. Έτσι βάζοντας τα δυνατά του, άρχισε να παγώνει σιγά-σιγά όλες τις ημέρες του χρόνου. Οι άλλες εποχές εξαφανίστηκαν. Η Άνοιξη μετανάστευσε. Κρύφτηκε στα βάθη του Αυγούστου και το Φθινόπωρο αφομοιώθηκε στο τέλος του Νοέμβρη. Έγινε ένας παγωμένος κρύσταλλος.
[3]
Οι άνθρωποι άρχισαν να κρυώνουν ολοένα και περισσότερο. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους για να ζεσταθούν,  τα σχολεία δεν λειτουργούσαν ποτέ, τα παιδιά δεν έπαιζαν στις αυλές, οι παραλίες άδειαζαν, οι λίμνες και τα ποτάμια πάγωναν, τα πουλιά προσπαθούσαν να βρούνε φωλιές για να κρυφτούν, τα ζώα δεν ξυπνούσαν από την χειμέρια νάρκη τους, τα λουλούδια δεν άνθιζαν και ο ολόχρονος Χειμώνας άρχισε να δυσφορεί μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη αλλαγή. Να είναι δυστυχισμένος.
Κουκουλώθηκε στην άσπρη κουβέρτα του για να μην κρυώνει. Ήταν παντοδύναμος μα του έλειπε τώρα η αναμονή των εορτών, του νέου έτους. Απουσίαζε η λαχτάρα του αγιασμού των Υδάτων. Η προσμονή των Αποκριών. Όλες οι γιορτές του χρόνου είχαν άσπρο χρώμα. Αυτό τον κούραζε και του προκαλούσε θλίψη.

[4]

Αποφάσισε να αλλάξει. Μαλάκωσε. Άρχισε να ζεσταίνεται και να λιώνει. Είχε νικήσει αλλά δεν αισθανότανε νικητής. Ο κόσμος υπέφερε και αυτό του δημιουργούσε τύψεις. Αργοκίνητα στην αρχή και ύστερα γοργά, έδιωξε τα σύννεφα και την ομίχλη. Άφησε τον ήλιο να απλωθεί από την Ανατολή ως την Δύση, να λιώσουν οι πάγοι από τις λίμνες, τα ποτάμια. Ξύπνησαν όλα τα ζωντανά της γης.
Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους, τα σχολεία άνοιξαν πάλι και τα παιδιά γέλαγαν την άνοιξη, τραγούδαγαν το καλοκαίρι και μαγεύονταν από τον χορό των κιτρινισμένων φύλλων του Φθινοπώρου, αναμένοντας τη μαγεία του Χειμώνα, με τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, με τα δώρα. Ο Χειμώνας βρήκε τον εαυτό του. Χαμογέλασε και κάθισε στον θρόνο του.