Είναι κάτι βράδια, που σκέφτομαι πως θέλω να ταφώ όρθιος.
Αρκετά ξάπλωσα στη ζωή μου, όχι ιδιαίτερα από ανάγκη
ξεκούρασης.
Και τώρα που θα μου δοθεί η ευκαιρία να είμαι αιωνίως
όρθιος
τουλάχιστον το ανάστημά μου, κάτω από τα κλινοσκεπάσματα
της γης,
είναι κάτι και τούτο.
Μη νομίζετε πως δεν το όρθωσα όσο ζω, όσο ζούσα.
Ε ΄ καλά τώρα δεν κάνει να μιλώ ως πεθαμένος, όντας
πεθαμένος.
Μα πεθαμένο δεν με θέλουν όλοι αυτοί;
Θα ΄μαι λοιπόν ένας όμορφα όρθιος πεθαμένος
Κι όλα τα ασπόνδυλα των υπόγειων στοών και οι έρποντες
υπό της γης
που περιμένουν νυχθημερόν, θα απορούν, με τούτο το θέαμα.
Δεν το είδαμε ποτέ, θα μονολογούν.
Και ευτυχώς για μένα θα είμαι απόλυτα μόνος,
καθώς τους λοιπούς συνταξιδιώτες, θα τους θωρείτε
ξαπλωμένους
να μιλούν με τις ρίζες των δένδρων, να προσπαθούν να
ξεδιψάσουν
όταν σταγόνες βροχής θα ξεγλιστρούν ανάμεσα από πέτρες
και χώματα.
Και θα ακούω καλύτερα τα βήματα και τα συμπονετικά λόγια
των επισκεπτών,
θ΄ ακούω το κλάμα και τα δάκρυα που θα σβήνουν πριν
ακουστεί ο ήχος τους, πάνω στο λασπωμένο χώμα. Και δεν θα μου λύνεται καμιά απολύτως
απορία.
Κι άλλοι που δεν πρόλαβαν το τραίνο, να χάνονται στο
βάθος,
στις ακροποταμιές, στα αναχώματα, μέσα στα σκεπάσματα των
ερώτων,
στους λογαριασμούς που φράζουν τα γραμματοκιβώτια,
στις απελπισμένες εξόδους των σαββατοκύριακων
και δεν ξέρουν το γιατί, δεν απαντούν στα γιατί,
αφήνοντας μόνο
ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, ζουμπούλια τα προτιμώ ή και
χρυσάνθεμα,
όμορφα μυρίζουν, πάνω από την μικρή ταφόπλακα, άσπρη κατά
βάση.
Και γω θα είμαι όρθιος, νεκρός μα όρθιος, όχι όπως τώρα
όρθιος νεκρός,
ανάμεσα στους άλλους όρθιους νεκροζώντανους, που αναδύουν
σήψη
ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, στον καναπέ, πάνω στο δείλι και
την αυγή, πάνω στο αργυρό μελάνωμα.
Κι όχι, πρώτη φορά νεκρός από τους ώμους των τεσσάρων,
στους κουρασμένους ώμους της γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου