Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα χωρίς ετικέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα χωρίς ετικέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

ΜΟΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ * /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Ξημέρωνε
κι ένας αέρας πίεσε
να νιώσω τον κόσμο που γεννιότανε.
Κι ήταν αβάστακτη αυτή η όχληση
καθώς έβλεπε το φως,
ένας πλούσιος,
ένας φτωχός,
ίσως κάποιος ποιητής.
Μακριά, ίσως πιο μακριά
απ' ότι φανταζόμουν,
άγγιζε τον ορίζοντα η αυγή.
Κι έτσι καθώς ο ήλιος πύρωνε το σώμα του
και φώτισε η μέρα,
αισθάνθηκα το ανάλαφρο αυτού  του κόσμου.
 
Και συ αγαπημένη μπορείς να νιώσεις ότι κι εγώ;
Να πιαστούμε χέρι με χέρι
και να βαδίσουμε εκεί που οι ευχές
γίνονται σώματα αγγέλων.
 

* Το παραπάνω ποίημα έλαβε Γ΄βραβείο στον 5ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2025)  του Περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ  ( κατηγορία: Ποίηση σε ελεύθερο στίχο) 
 

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Μοναχική γυναίκα ( στο Στρυμονικό Σερρών) / Δημήτριος Γκόγκας

 



Γυρνά μαυροντυμένη απ΄ το χωράφι,
κοιτάζει γύρω μήπως και χαθεί.
Να μην ξεχάσει, έβαλε στο ράφι,
λίγο ψωμί που έχει ξεραθεί.
 
Μονάχη κόβει το σεντόνι και το ράβει
κάτω απ΄ το φως του άδειου φεγγαριού!
Στο στήθος της μια πεθυμιά ανάβει
χαμένου έρωτα και παραμυθιού.
 
Δεν την χωρά ο τόπος και ο χρόνος.
Φίλος της μονάχα είν΄ ο πόνος!
 
Τα βράδια στέκεται στο εικονοστάσι,
μονολογεί κι η μοίρα την γροικά.
Στον ουρανό της κάνει μία στάση,
μα το ταβάνι πέφτει την νικά.
 
Κι ένας Ιούδας έξω από το σπίτι,
ρίχνει το δίχτυ στον αποσπερίτη!
 
Κάποτε μόνη κάθεται και κλαίει
κι άλλοτε στάχτες ρίχνει στην αυλή.
Ρίχνει στις γάτες φαγητό που καίει.
Ζει στον παράδεισο της μοναχή.
 
Κι ένα καράβι που την περιμένει
Έρχεται – φεύγει η ρότα του σβησμένη!
 
 η φωτογραφία είναι από τον ιστότοπο: https://www.google.com/search?sca_esv=a5f19cfa0813df82&sxsrf=AE3TifPCJRBCvZrpAhl1Kxlz0aXMImit1g:1749495314301&q=%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%B1+%CF%83%CF%84%CE%BF+%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%BF&udm=2&fbs=AIIjpHykEaRAOpFwQDW3xJb4ymd8xqxvG-U9qFh1g0DWB7mXYS7uLJQXUH9QBEw-lIc9zBDuPAl86hQAucuAA4f3TEP9gzj2bQ9c6oS_6FtbwtxP53tJFONcZv72PA7eGHQXLijzTkyqQmIQzjQ6KbsiP0Xna9itpxb-cGg-a-KgqKwVv-KkUERfYKbaxRgZAc0lX2Lm6QxcJXv2Xmil2qMuP0qQ5WYAnJcdJTKKnxHL_ziFdgczKUw&sa=X&ved=2ahUKEwjN3vr1geWNAxXLcKQEHdDrIX0QtKgLegQIEhAB&biw=1280&bih=551&dpr=1.5#vhid=wu6y21ezH4k5DM&vssid=mosaic

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

«ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ» * / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

               



ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ…


Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο, είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς, 
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.

 2018/ Γ ’ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ»                                           ΣΤΟΝ  8ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ του ΕΠΟΚ 

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Αγάπη / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Αγάπη, που το χρώμα σου είναι της ανεμώνας
και περιμένει να γευτεί τη στάλα της βροχής.
Σας έρχεται η άνοιξη, πεθαίνει ο Χειμώνας
και γίνεσαι ο στίχος μιας χαμένης προσευχής.
 
Αγάπη, που σε καρτερώ να ξημερώνεις πάντα
μαζί, με το χρυσό του ήλιου που ανθεί.
Ανάσταση στα χείλη μου, μεθυστική μπαλάντα.
Δροσοσταλιά που ξύπνησε με την ανατολή.
 
Σ εκλιπαρώ μην μου φερθείς ποτέ σαν μετανάστης.
Μην πάρεις το δισάκι σου για κάποια άλλη γης.
Κάποιοι θροΐζουν στη ζωή πως είσαι ο δυνάστης
μα συ ΄σαι αθάνατο νερό μιας δροσερής πηγής.
 
Αγάπη, που το βήμα σου με έχει συναντήσει
και προχωρά παράλληλα σε κάθε εποχή.
Με μέντα κι ροδόσταμο γλυκό μ έχει δροσίσει,
μες στου πολέμου τη σκουριά είσαι η ανακωχή.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ* / Δημήτριος Γκόγκας







Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ξημερώνει μ΄ εφιάλτες τις αυγές.
Είχε ανοίξει το παράθυρο και πόσοι,
φεύγανε πριν καν αχνίσει ο καφές.
Απ΄ το βάθος ακουγότανε μπαρούτι.
Των γειτόνων οι φωνές ακόμα ζουν.
Είχε αφήσει στα σεντούκια της τα πλούτη.
«Τα ψαράκια λες στην γυάλα θα πνιγούν;»
Την ποδιά, μόλις που πρόλαβε να βγάλει.
Άρπαξε όπως – όπως τα παιδιά.
Είχε ανάψει το καντήλι, «αχ θα σβήσει»
Ο εχθρός κρατάει τώρα τα κλειδιά.
Τόσα χρόνια μια καρδιά θρυμματισμένη.
Το ζουμπούλι της θυμάται και πονά.
Είν΄ ορθή, μα στέκει φοβισμένη
για το μέλλον που ο χρόνος της κεντά.
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ασπρισμένα έχει τα ξανθά μαλλιά.
Ρούχα του ανδρός της να διπλώσει,
που αγνοείτο απ΄ την πρώτη τουφεκιά.
Μες στη ζύμη ένα δάκρυ έχει πέσει.
Ένας ίλιγγος της είπε: γεια χαρά!
«Το γλυκό μέσα στο φούρνο έχει δέσει;»
Της ρωτάνε όσοι απόμειναν σιμά.
Με το χέρι της το σύννεφο σκορπάει,
που της σκέπασε το βλέμμα σαν σκιά.
Ένας ήχος μες στο στήθος σπαρταράει,
σαν το θρόισμα των φύλλων στον βοριά.
Του ανδρός της το μετάλλιο σκουπίζει,
σαν το σώμα που ζητάει να πλυθεί.
Όλοι οι χρόνοι ένα βάρος και λυγίζει.
Δεν γιατρεύεται με άχνη η πληγή.
Γέρνει στην καρέκλα, συλλογιέται
Ας γυρνούσε προς τα πίσω ο τροχός.
Αγκαλιάζει το μαχαίρι και κοιτιέται
έτσι τα ΄φερε η μοίρα κι όχι αλλιώς

*2019: Έλαβε το Γ΄ Βραβείο στην Κατηγορία Ομοιοκατάληκτου Στίχου
στον 9ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Ιθαγενής /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


 

Βελόνα, που το δέρμα σου τρυπάει για το αίμα.
Γυαλί, που σαν καθρέφτης, σου μιλάει για εγώ.
Σκιά, μπροστά απ΄ τα μάτια σου να φυλαχτεί το βλέμμα
κι ένα μαχαίρι μπρούτζινο κρυμμένο στον καρπό.
 
Στην πόλη που κατέβηκες γυρνούν μαύρο ντυμένοι.
Τα βράδια όλο στραγγίζουνε το φως του φεγγαριού.
Οι δρόμοι πάντα ξεγελούν στα φώτα τους λουσμένοι
και τρέμει η συγνώμη σου στο φως ενός κεριού.
 
Παρακαλώ ένα θεό να έρθει να σε σώσει.
Σειρήνες πάντα υπάρχουνε στ΄ αλώνι της ζωής
Μα αν ο θάνατος μπορεί τα δίχτυα του ν΄ απλώσει
ανδρώσου κι από τη μάχη αυτή θα είσαι ο νικητής!
 
Καρφί, μες στη παλάμη σου, ουρλιάζεις απ΄ τον πόνο.
Χολή σε δισκοπότηρο για να σαι ο Διγενής.
Στον πέρα σκάει η δημοσιά και συ μου λες «κρυώνω».
Χασκογελούνε στα ρηχά λαθραίοι ιθαγενείς.
 

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ; /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Αφού κοιμούνται τα παιδιά στις σκοτεινές
οδούς των βάλτων, των ελών.
Αφού καλούνται οι ανθοί να ζήσουν μες στ΄ αγκάθια,
που έσπειραν οι ζηλωτές.
Αφού πεινάνε οι μικροί και οι κατατρεγμένοι
κι οι άρχοντες μειδιάζουνε ψηλά από το μπαλκόνι.
Αφού ζητάνε τα όπλα μας να στρέψουμε στ αδέλφια
χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή, χωρίς μια στάλα αίμα, δροσιά μες στη ψυχή τους.
Αφού διψάνε αυτοί που περπατούν δίπλα από τα ποτάμια
και μόλυναν τα ξωτικά.
Αφού οι μάνες έπαψαν το δάκρυ τους να χύνουν
στη ζύμη και το ψωμί ε-πίκρανε.
Αφού στους άνδρες στέρεψε ο σεβασμός στους χρόνους των πολέμων
και πολεμούν ασύνετα
κι οι ποιητές σκοτώνονται μπροστά από τις λέξεις.
Τότε γιατί χρειάζονται;

Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Οι θλιμμένοι γέροντες/ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Οι γέροντες τις Κυριακές, 
τραβούν με βήματα μικρά, 
προς τις γιομάτες εκκλησιές
και πιάνουν τα στασίδια. 
 
Κάθονται και μονολογούν,
πως χάθηκε η νιότη
και σκύβοντας πικρό- θρηνούν
σαν τον μικρό στρατιώτη
 
που γλύτωσε τον πόλεμο
και έσωσε τη μάχη.
Μα μέσα στον εξάψαλμο,
η ανάσα τους μονάχη
 
πηγαίνει προς το άγνωστο. 
Εκείνο που φοβούνται!
Γι αυτό κι η θλίψη στη ματιά, 
όταν σταυροκοπιούνται!

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

…ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΑΒΕΣ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ / ΓΚΟΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ




Ο κόσμος του παντέρημος.
Βαθύ μαύρο η νύχτα, πλημμυρισμένη από θλίψη.
Οι αγκάλες σφιχτές, οι πέτρινοι τοίχοι αμίλητοι. Ποτέ άλλοτε.
Οι  γέρικες πόρτες ακόμα πιο σφαλιστές. Εξέλειπε το φως των κεριών.

Η μυρωδιά της πείνας,
το απάνεμα της λύπης, μια στεναχώρια.
Το χρώμα ενός ξεχασμένου ψίχουλου στην άκρη του δωματίου
Και κείνος σβολιασμένος μέσα στις συλλαβές της ανέχειας.

Άνοιγε το ντουλάπι της ψυχής, δεν έβρισκε τίποτα.
Έκλεινε τις χούφτες με δύναμη,
ίσα να ματώσει των δακτύλων του το σύνορο
κι ύστερα,  βυθιζόταν άπλυτος στο βούρκο των δακρύων.

Πήρε ο καθρέφτης το πρόσωπο, άνεργο το μαράζωσε.
Γιόμισαν οι βαθιές αυλακιές ερωτήματα.
Στα έγκατά τους, χάνονταν
άνυδρες οι λέξεις κι οι εναπομείναντες ελπίδες.
Πώς να τις μιλήσει! Τις αποχαιρετά εραστής του ελάχιστου.

Φόβος. Αόρατη λύτρωση και σκόνη στο γύρω του.
Φόβος και βρεγμένη σκόνη λύτρωναν τη πείνα.
Ρούχο η ανέχεια, ουράνιος αδιέξοδος δρόμος.
Αστραπή τ΄ ουρανού, σκότος, λειψυδρία της ζήσης.

Θεέ μου.
Βρέξε αντάμα με τη στείρα μου ποίηση. Βρέξε ελπίδα.
Κάμε το τέλος κλωνάρι να μυρίσουν οι χρόνοι του,  
βασιλικό και μέντα.



ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ 2016
 Β΄ Βραβείο  Κατηγορία Σύγχρονης Ποίησης.


Για την δική μου Πατρίδα* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ



Κάθε πρωί της ξενιτιάς ο ήλιος χρυσολάμπει.
Μα μένα την καρδούλα μου φωτίζει μια νυχτιά,
που απλώνεται κει στα βουνά. Κι είναι νεκροί οι κάμποι,
κάποιας πατρίδας που στο νου μου, πάντα τριγυρνά.

Το άρωμά της δεν ξεχνώ, είναι της μάνας μύρο.
Απλώνονταν απ΄ την αυλή, ως κάτω στο ποτάμι.
Κυρτή στ΄ αναχώματα, η λεύκα όπου θα γύρω
και η ψυχή απ΄ τη κούραση, σιγά θα αποκάμει.

Οι λόφοι της παράδεισοι, γεμάτοι ανεμώνες.
Απ΄ το βουνό απλώνεται σαν σκέπη o ουρανός.
Ξενιτεμένοι γερανοί μου φέρνουνε εικόνες.
Και φτερουγίζει πάντοτε στα στήθη ένας καημός.

* 2016: Έπαινος στον Ε΄ ποιητικό Διαγωνισμό Καισάριος Δαπόντες (Δήμος Σκοπέλου)

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Κάτω, στην Πατρίδα που σίγησε…* / Δημήτριος Γκόγκας



Χθες η Πατρίδα σίγησε
Όπως το όπλο αχνίζει πάνω στο νεκρό σώμα του αδελφού.
Σήμερα η Πατρίδα σιωπά
Παντρεύει όπως-  όπως τον ήλιο του μεσημεριού με τη σιωπή της νύχτας.
Πλάθει τον κόσμο γύρω της
Κι ο κόσμος αυτός αύριο θα είναι πιότερο θλιμμένος.

Δεν πέρασε ούτε μισός αιώνας
Κι η μάνα ακόμα είναι εκεί με το ποτήρι στο πάγκο της Κουζίνας,
Το πιάτο στο τραπέζι
Και τις σπαρακτικές φωνές που στέγνωναν στα σύρματα της αυλής.
Έξω από τον σώμα της Ειρήνης, μέσα στην ανάσταση του πολέμου.


Κοντεύει πια μισός ο αιώνας
Με τις καμινάδες στον τόπο μου
Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπυθο
Να αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς και της έρμης Πορτοκαλιάς.
Τ΄ ατσάλινα πόδια τους
Δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας. 

Χρόνια τώρα
Τα πρόσωπα τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες
Κι είναι μια δόλια σκλαβιά μέσα στη σκλαβιά όλου του κόσμου.

Μάνες δεν είστε έτοιμες;
Πάρτε τα γαρύφαλλα από τους τάφους των παιδιών σας
Στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες
Να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκλήσια της Πατρίδας

Εκεί στις ασημοκέντητες στεριές που ασπάζονται τη θάλασσα
Εκεί που πετροκάραβα σηκώνουνε γαλανόλευκες σημαίες

Εκεί, όπου  ένα μικρό χρυσοπράσινο φύλλο πλέει ελεύθερο. 




*
Έλαβε το β΄βραβείο στον  6ο Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού, εις μνήμην Βίκυς Ζαχαρίου – Δημήτρη Μανιού,  του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ) στην ενότητα με Θέμα: Κάτω στην Κύπρο, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά-Λάπηθο... 

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

ΦΟΒΟΣ * /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ




Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;


*Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία :
(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014"

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Οι Έλληνες στρατιωτικοί, όταν πρωί ξυπνήσουν
βλέπουν ψηλά στον ουρανό, μιλούν για τ΄ όνειρά τους.
Αναζητούν κάποιον θεό, λίγο να του μιλήσουν.
Ισιώνουν με το χέρι τους τα λιγοστά μαλλιά τους.
 
Από τα ξημερώματα στη στάση περιμένουν
μαζί με συναδέλφους τους, το stayr να περάσει.
Οι χαρακτήρες τους, σαν κούτσουρα σκληραίνουν
και το χακί που φόρεσαν στο χθες θα τους γεράσει.
 
Μες στα στρατόπεδα σκυφτοί μετρούν τα βήματά τους.
Φορούν σταυρό στο στήθος τους, στους ώμους η πατρίδα!
Κάπου εκεί σε μια γωνιά κάθονται τα μικρά τους.  
Στα μάτια τους γεννήματα:  λυγμός και καταιγίδα!
 
Σαν φεύγουν από τη ζωή, σημαία τους σκεπάζει.
Κάποιοι μιλούν για ήρωες που χάθηκαν και πάνε.
Μα στο μετά η φήμη τους από μια τρύπα μπάζει,
ριπές από αυτόματα που κλαίν΄ κι αχολογάνε!
 
 

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Χαιρετισμός ...


Δεν κράτησα επαρκείς σημειώσεις
ώστε τώρα που ξέφυγα από τη χλεύη εκείνων που
με περιέπαιζαν στο άκουσμα πως ξεσκόνιζα στίχους,
να γνωρίζω με απόλυτη ακρίβεια πότε έγραψα το πρώτο ποίημα.
Κι ίσως τούτο να είναι μία ασημαντότητα
όμως πόσες ασημαντότητες κάνουν τη ζωή πιο όμορφη και πιο τρυφερή;
Κι όσο πλησιάζει ο καιρός που θα διαβούμε
τα κατώφλια της ένδοξης αιωνιότητας και θα μακαριζόμαστε
για μία- δύο γενιές,
δεν γνωρίζω (ίσως όσο αντέξουν τα ήθη και τα έθιμα) να σας πω και
τούτο με ακρίβεια.
Οι μακαρισμοί πολλές φορές κουβαλούν επάνω τους ένα βαρύ φορτίο συμφερόντων, σφιχταγκαλιές και ασπασμούς που μετά την αποδήμηση λαμβάνουν ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Πως ένα λερωμένο εσώρουχο αποκτά αμύθητη αξία επειδή είχε τη τιμή
να περιβάλλει επιδέξιους κώλους.
Στον δρόμο αυτό που επέλεξα να προχωρήσω, δεν ήλπιζα ποτέ,
ότι θα χαρακτηριστώ μονομάχος σε μια αρένα.
Αλήθεια πόση φαυλότητα, πόσος στόμφος μα κυρίως πόση έπαρση επιστρατεύονται στις προσωπικές και απρόσωπες συναναστροφές των ποιητών, ώστε να δειχθεί κάποιος καλύτερος και
να σκοτώσει τα ποιήματα των άλλων. Τις ζωές των άλλων.
Διότι το κάθε ποίημα είναι ένα κύτταρο, είναι κομμάτι του σώματος από τη ζωή ενός ποιητή.
Και εμείς γινόμαστε φονιάδες.
Αν το ποίημα είναι πέτρα, κρατάμε σφυρί
Αν το ποίημα είναι φωτιά, ρίχνουμε νερό
Αν το ποίημα είναι αέρας, κλειδωνόμαστε έσω μας
Αν το ποίημα είναι νερό, το πίνουμε
Αν το ποίημα είναι κρασί, το χύνουμε
Αν το ποίημα είμαστε εμείς, το θυσιάζουμε
Αν το ποίημα είναι ξύλο, το καίμε…

Αλήθεια γιατί τόσο λίγο κρατά το ποιητικό αεράκι
που έστω γλυκά και ακυβέρνητα σκουντά το καραβάκι στα πελάγη και τις θάλασσες. Πόσο μας ενοχλεί, που στο βάθος του ορίζοντα θαρρούμε πως είναι γκρεμός και παρακαλούμε να πέσει;
Τέλος – τέλος όταν πλησιάζει το φεγγάρι στη μέση και βγαίνουν οι βρικόλακες και οι πόρνες στα θαμπόγυαλα,
όλοι μα όλοι γελούν ακατάπαυστα
(υποτασσόμενοι σε μια παγκόσμια θεωρεία πως το γέλιο κάνει καλό στην υγεία)
γιατί πιστεύουν ακράδαντα πως όλα σε τούτη την τεντωμένη σε μια μικρούλα κλωστή ζωή, ακόμα και η ποίηση είναι ένας ασκός γεμάτος αστεία.
Αγαπητέ μου Ποιητή, μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα!

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Της Λάρνακας / του Δημητρίου Γκόγκα


 

Στις νύχτες μας, η Λάρνακα, γοργόνα μου θυμίζει!
Χτυπά -θεριό- τη θάλασσα, το κύμα της αφρίζει.
Μες στις παρόδους τριγυρνούν, από τη μάννα μας φαντάροι.
Μετρούν στις μέρες τους, κρυφά, καημός ποιος θα τους πάρει!
 
Οι νυχτοβάτες , χωρίς αιδώ, τοίχους μουντζουρώνουν
κι οι προύχοντες απ΄ τη γωνιά, θαρρώ τους καμαρώνουν.
Δεν είναι άχτι και  θυμός για τη κακή γραφή τους,
μα που της Σκάλας η καρδιά, δεν είναι στο κορμί τους.
 
Περνούν τα χρόνια και οι μοίρες της ασθμαίνουν.  
Στο κάστρο γλυκό- πίνουν και γιομίζουν τα κανόνια.  
Από τα χείλια τους βγαίνουν ευχές, που δεν σημαίνουν
τίποτα πλέον και ας ζουν ψυχές κι αυτές αιώνια.
 
Κι ο βιολιτζής, ο ποιητής από την πύλη Αμμοχώστου,
εκλιπαρεί για επιστροφή, μα αυτή αργεί ακόμα.
Πλάθει στιχάκια μαζί με νότες για του αγνώστου
Στρατιώτη τη ψυχή, που ζει  έξω απ΄ το σώμα
 
Λάρνακα, πόλη του φωτός, πόλη μας των Αγίων
των περισσών Ειλώτων, των κομπάρσων των Πληβείων.
Των φοινικιών, των πεύκων, των δακρύων
των εργατών και των ανθρώπινων θηρίων.
 
Για σε, τα βήματα μας, παν΄ στην άμμο που ζεσταίνει!
Για σε, το βλέμμα του θεού που μας βαραίνει!
Για σε, το χθες, το σήμερα, το πέρα
Για σε, των ουρανών η πλατυτέρα! 


Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ / Δημήτριος Γκόγκας

 

 

Στο δένδρο που φυτέψαμε,  
δεν κάθονταν ποτέ πουλιά.
Σάββατο το κλαδέψαμε
κι έπεσε γύρω σκοτεινιά.
 
Καρπούς ποτέ δεν είδαμε,
πράσινα φύλλα στα κλαδιά.
Κι ως την δροσιά του πήραμε,
έπεσε βαρυχειμωνιά.
 
Με ξύλα το χτυπούσανε,  
παιδιά ντυμένα ξωτικά.
Κι όσοι από κει περνούσανε,
ρίχνανε δάκρυα για γιατρειά.  
 
Ξαπόστασε κι ένας φτωχός
και έγειρε στο πλάι του.
Κι έριξε φύλλα ένας Θεός,
να γίνουν μαξιλάρι του.
 
Άνεμοι πάλι φύσηξαν
κι ακούστηκαν κελαηδισμοί.
Σ όλο τον κόσμο κήρυξαν,
πως ήρθε πάλι η αυγή.

 

 

 

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Αναμονή / Δημήτριος Γκόγκας

 

 
Ξάπλωσε αργά στης ημέρας τον ίσκιο, ίδιος ανήμερος χρόνος,
μ΄ ένα γεράκι συντροφιά και τα γκρίζα σύννεφα πάνω του ν΄ αργοσαλεύουν.  
Ένα ταξιδιάρικο όνειρο, παιδικό γνώριμο από τη γύμνια του,
να επιπλέει μέσα στις πρώτες σταγόνες της Άνοιξης.
Αγέρας ήταν δροσερός ή κραυγές που ήρθαν απ΄ τον Άδη
-ερώτημα στον αόριστο-
με τα θροΐσματα  των φύλλων και τις προσευχές των αγρίων ζώντων;
 
Έκλεισε τα μάτια με τις παλάμες του κι έπαιζε ο ήλιος μαζί του,
προσπαθώντας να μπει στο ανάμεσο των δακτύλων.
Μα, μια ο δείκτης κι άλλοτε ο παράμεσος, πύκνωναν τα όχι
κι οι νεκροί μεγάλωναν σαν αριθμός και τα παιδιά μίκραιναν τον πόλεμο.
Και η ειρήνη ήταν στη στάση , μέχρι να φυσήξει το επόμενο αγέρι.
Κι έλεγε Κείνος, «αυτό θ αργήσει»
και αργούσε όπως η τελευταία μπουκιά στο στόμα των προσφύγων.
 
Τότε κατάλαβε πως κι ο ίδιος ήταν στην αναμονή.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Μόνος σε ξένη γη / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


 

Εγώ γεννήθηκα γυμνός
σε μια ξερολιθιά
και με σπαργάνωσαν γριές
σε βρώμικο μποξά.
Μη βύζαξαν αετόπουλα,
την ώρα που ο θεός,
έστελνε τον Αρχάγγελο
με το λαμπρό του φως.
 
Με σήκωσε στα χέρια της
η μάννα και μπροστά
στο εικονοστάσι στάθηκε
κι είπε στην Παναγιά:
-Μαρία, αειπάρθενε,
αυτό μου το παιδί
μην το σταυρώσετε ποτέ
και καν΄ το ποιητή!
 
-Μα αν είναι θέλημα Θεού,
της μοίρας του γραφτό
και φύγει για την έρημο,
μαζί του ας χαθώ.
Θα γίνω αγέρι να φιλώ
τα μαύρα του μαλλιά.
Θα γίνω κτύπος της καρδιάς,
που σπάει τα σωθικά.
 
Μα οι χάρες,  οι τρις - Χάριτες
που αγιάζουν το νερό,
μου έδωσαν του Αι Γιαννιού,
να πιώ απ΄ τον αγιασμό.
Κι αμέσως έβγαλα φτερά
και γίνηκα πουλί
και πέταξα ολομόναχος
να βρω μια ξένη γη.
 
 

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Ύστατος Χαιρετισμός / Δημήτριος Γκόγκας

 




Ωρίων κι Ανδρομέδα
που φέγγετε στα ξένα.
Μου πήρατε μι αγάπη,
πάρτε με κι εμένα!
 
Και κλείστε με σε κάστρο.
Μόνος μου να καώ.
Να γίνω ένα άστρο
και να πυρποληθώ.
 

Να γίνω ένα άστρο,
για κείνη π΄ αγαπώ!
 
Να δείξετε τον δρόμο,
που πάει στον γκρεμό.
Να βρω χαρά στον πόνο,
σαν πέσω και χαθώ. 
 
Και κλείστε μου τα μάτια,
μ΄ ένα γλυκό φιλί.
Να πει και το αηδόνι,
τραγούδι την αυγή.
 
Να πει και τ΄ αηδόνι 
πως είναι στη σιωπή.
 
Ωρίων κι Ανδρομέδα,
αδέλφια, αστερισμοί.
Μου πήρατε μ΄ αγάπη.
Σβήσαν οι ουρανοί.
 
Και μόνος υπομένω
και τούτο τον καημό.
Στη μνήμη μου βαθαίνω,
πεθαίνω κι αγαπώ!
 
Στη μνήμη μου βαθαίνω.
Ζωή λιποτακτώ!

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Όταν γυρίσω απ΄ τον πόλεμο μητέρα / Δημήτριος Γκόγκας

 

Όταν γυρίσω απ΄ τον πόλεμο μητέρα, 
ίσως να είμαι πιο νεκρός. 
Σιωπή η φωνή μου στον αιθέρα
και πίσω της ένας θεός.
 
Το όπλο μου πάνω στον ώμο
κι η τελαμώνα χιαστί.
Ξερνά το σκότος σ΄ έναν δρόμο
κι η ειρήνη τρέχει να κρυφτεί. 
 
Να βρω στρωμένο το τραπέζι.
Απέναντι μου ο Χριστός!
Το φως ψηλά να τρεμοπαίζει.
Ας φάει μαζί μου ο εχθρός!
 
Όταν γυρίσω θα χουν φύγει:
Όνειρα, πόθοι, αγκαλιές.
Βλέπω τον χρόνο μου να λήγει
κι όλοι οι σταυροί να ναι θηλιές!