Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα χωρίς ετικέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα χωρίς ετικέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Χαιρετισμός ...


Δεν κράτησα επαρκείς σημειώσεις
ώστε τώρα που ξέφυγα από τη χλεύη εκείνων που
με περιέπαιζαν στο άκουσμα πως ξεσκόνιζα στίχους,
να γνωρίζω με απόλυτη ακρίβεια πότε έγραψα το πρώτο ποίημα.
Κι ίσως τούτο να είναι μία ασημαντότητα
όμως πόσες ασημαντότητες κάνουν τη ζωή πιο όμορφη και πιο τρυφερή;
Κι όσο πλησιάζει ο καιρός που θα διαβούμε
τα κατώφλια της ένδοξης αιωνιότητας και θα μακαριζόμαστε
για μία- δύο γενιές,
δεν γνωρίζω (ίσως όσο αντέξουν τα ήθη και τα έθιμα) να σας πω και
τούτο με ακρίβεια.
Οι μακαρισμοί πολλές φορές κουβαλούν επάνω τους ένα βαρύ φορτίο συμφερόντων, σφιχταγκαλιές και ασπασμούς που μετά την αποδήμηση λαμβάνουν ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Πως ένα λερωμένο εσώρουχο αποκτά αμύθητη αξία επειδή είχε τη τιμή
να περιβάλλει επιδέξιους κώλους.
Στον δρόμο αυτό που επέλεξα να προχωρήσω, δεν ήλπιζα ποτέ,
ότι θα χαρακτηριστώ μονομάχος σε μια αρένα.
Αλήθεια πόση φαυλότητα, πόσος στόμφος μα κυρίως πόση έπαρση επιστρατεύονται στις προσωπικές και απρόσωπες συναναστροφές των ποιητών, ώστε να δειχθεί κάποιος καλύτερος και
να σκοτώσει τα ποιήματα των άλλων. Τις ζωές των άλλων.
Διότι το κάθε ποίημα είναι ένα κύτταρο, είναι κομμάτι του σώματος από τη ζωή ενός ποιητή.
Και εμείς γινόμαστε φονιάδες.
Αν το ποίημα είναι πέτρα, κρατάμε σφυρί
Αν το ποίημα είναι φωτιά, ρίχνουμε νερό
Αν το ποίημα είναι αέρας, κλειδωνόμαστε έσω μας
Αν το ποίημα είναι νερό, το πίνουμε
Αν το ποίημα είναι κρασί, το χύνουμε
Αν το ποίημα είμαστε εμείς, το θυσιάζουμε
Αν το ποίημα είναι ξύλο, το καίμε…

Αλήθεια γιατί τόσο λίγο κρατά το ποιητικό αεράκι
που έστω γλυκά και ακυβέρνητα σκουντά το καραβάκι στα πελάγη και τις θάλασσες. Πόσο μας ενοχλεί, που στο βάθος του ορίζοντα θαρρούμε πως είναι γκρεμός και παρακαλούμε να πέσει;
Τέλος – τέλος όταν πλησιάζει το φεγγάρι στη μέση και βγαίνουν οι βρικόλακες και οι πόρνες στα θαμπόγυαλα,
όλοι μα όλοι γελούν ακατάπαυστα
(υποτασσόμενοι σε μια παγκόσμια θεωρεία πως το γέλιο κάνει καλό στην υγεία)
γιατί πιστεύουν ακράδαντα πως όλα σε τούτη την τεντωμένη σε μια μικρούλα κλωστή ζωή, ακόμα και η ποίηση είναι ένας ασκός γεμάτος αστεία.
Αγαπητέ μου Ποιητή, μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα!

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Της Λάρνακας / του Δημητρίου Γκόγκα


 

Στις νύχτες μας, η Λάρνακα, γοργόνα μου θυμίζει!
Χτυπά -θεριό- τη θάλασσα, το κύμα της αφρίζει.
Μες στις παρόδους τριγυρνούν, από τη μάννα μας φαντάροι.
Μετρούν στις μέρες τους, κρυφά, καημός ποιος θα τους πάρει!
 
Οι νυχτοβάτες , χωρίς αιδώ, τοίχους μουντζουρώνουν
κι οι προύχοντες απ΄ τη γωνιά, θαρρώ τους καμαρώνουν.
Δεν είναι άχτι και  θυμός για τη κακή γραφή τους,
μα που της Σκάλας η καρδιά, δεν είναι στο κορμί τους.
 
Περνούν τα χρόνια και οι μοίρες της ασθμαίνουν.  
Στο κάστρο γλυκό- πίνουν και γιομίζουν τα κανόνια.  
Από τα χείλια τους βγαίνουν ευχές, που δεν σημαίνουν
τίποτα πλέον και ας ζουν ψυχές κι αυτές αιώνια.
 
Κι ο βιολιτζής, ο ποιητής από την πύλη Αμμοχώστου,
εκλιπαρεί για επιστροφή, μα αυτή αργεί ακόμα.
Πλάθει στιχάκια μαζί με νότες για του αγνώστου
Στρατιώτη τη ψυχή, που ζει  έξω απ΄ το σώμα
 
Λάρνακα, πόλη του φωτός, πόλη μας των Αγίων
των περισσών Ειλώτων, των κομπάρσων των Πληβείων.
Των φοινικιών, των πεύκων, των δακρύων
των εργατών και των ανθρώπινων θηρίων.
 
Για σε, τα βήματα μας, παν΄ στην άμμο που ζεσταίνει!
Για σε, το βλέμμα του θεού που μας βαραίνει!
Για σε, το χθες, το σήμερα, το πέρα
Για σε, των ουρανών η πλατυτέρα! 


Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ / Δημήτριος Γκόγκας

 

 

Στο δένδρο που φυτέψαμε,  
δεν κάθονταν ποτέ πουλιά.
Σάββατο το κλαδέψαμε
κι έπεσε γύρω σκοτεινιά.
 
Καρπούς ποτέ δεν είδαμε,
πράσινα φύλλα στα κλαδιά.
Κι ως την δροσιά του πήραμε,
έπεσε βαρυχειμωνιά.
 
Με ξύλα το χτυπούσανε,  
παιδιά ντυμένα ξωτικά.
Κι όσοι από κει περνούσανε,
ρίχνανε δάκρυα για γιατρειά.  
 
Ξαπόστασε κι ένας φτωχός
και έγειρε στο πλάι του.
Κι έριξε φύλλα ένας Θεός,
να γίνουν μαξιλάρι του.
 
Άνεμοι πάλι φύσηξαν
κι ακούστηκαν κελαηδισμοί.
Σ όλο τον κόσμο κήρυξαν,
πως ήρθε πάλι η αυγή.

 

 

 

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Αναμονή / Δημήτριος Γκόγκας

 

 
Ξάπλωσε αργά στης ημέρας τον ίσκιο, ίδιος ανήμερος χρόνος,
μ΄ ένα γεράκι συντροφιά και τα γκρίζα σύννεφα πάνω του ν΄ αργοσαλεύουν.  
Ένα ταξιδιάρικο όνειρο, παιδικό γνώριμο από τη γύμνια του,
να επιπλέει μέσα στις πρώτες σταγόνες της Άνοιξης.
Αγέρας ήταν δροσερός ή κραυγές που ήρθαν απ΄ τον Άδη
-ερώτημα στον αόριστο-
με τα θροΐσματα  των φύλλων και τις προσευχές των αγρίων ζώντων;
 
Έκλεισε τα μάτια με τις παλάμες του κι έπαιζε ο ήλιος μαζί του,
προσπαθώντας να μπει στο ανάμεσο των δακτύλων.
Μα, μια ο δείκτης κι άλλοτε ο παράμεσος, πύκνωναν τα όχι
κι οι νεκροί μεγάλωναν σαν αριθμός και τα παιδιά μίκραιναν τον πόλεμο.
Και η ειρήνη ήταν στη στάση , μέχρι να φυσήξει το επόμενο αγέρι.
Κι έλεγε Κείνος, «αυτό θ αργήσει»
και αργούσε όπως η τελευταία μπουκιά στο στόμα των προσφύγων.
 
Τότε κατάλαβε πως κι ο ίδιος ήταν στην αναμονή.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Μόνος σε ξένη γη / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


 

Εγώ γεννήθηκα γυμνός
σε μια ξερολιθιά
και με σπαργάνωσαν γριές
σε βρώμικο μποξά.
Μη βύζαξαν αετόπουλα,
την ώρα που ο θεός,
έστελνε τον Αρχάγγελο
με το λαμπρό του φως.
 
Με σήκωσε στα χέρια της
η μάννα και μπροστά
στο εικονοστάσι στάθηκε
κι είπε στην Παναγιά:
-Μαρία, αειπάρθενε,
αυτό μου το παιδί
μην το σταυρώσετε ποτέ
και καν΄ το ποιητή!
 
-Μα αν είναι θέλημα Θεού,
της μοίρας του γραφτό
και φύγει για την έρημο,
μαζί του ας χαθώ.
Θα γίνω αγέρι να φιλώ
τα μαύρα του μαλλιά.
Θα γίνω κτύπος της καρδιάς,
που σπάει τα σωθικά.
 
Μα οι χάρες,  οι τρις - Χάριτες
που αγιάζουν το νερό,
μου έδωσαν του Αι Γιαννιού,
να πιώ απ΄ τον αγιασμό.
Κι αμέσως έβγαλα φτερά
και γίνηκα πουλί
και πέταξα ολομόναχος
να βρω μια ξένη γη.
 
 

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Ύστατος Χαιρετισμός / Δημήτριος Γκόγκας

 




Ωρίων κι Ανδρομέδα
που φέγγετε στα ξένα.
Μου πήρατε μι αγάπη,
πάρτε με κι εμένα!
 
Και κλείστε με σε κάστρο.
Μόνος μου να καώ.
Να γίνω ένα άστρο
και να πυρποληθώ.
 

Να γίνω ένα άστρο,
για κείνη π΄ αγαπώ!
 
Να δείξετε τον δρόμο,
που πάει στον γκρεμό.
Να βρω χαρά στον πόνο,
σαν πέσω και χαθώ. 
 
Και κλείστε μου τα μάτια,
μ΄ ένα γλυκό φιλί.
Να πει και το αηδόνι,
τραγούδι την αυγή.
 
Να πει και τ΄ αηδόνι 
πως είναι στη σιωπή.
 
Ωρίων κι Ανδρομέδα,
αδέλφια, αστερισμοί.
Μου πήρατε μ΄ αγάπη.
Σβήσαν οι ουρανοί.
 
Και μόνος υπομένω
και τούτο τον καημό.
Στη μνήμη μου βαθαίνω,
πεθαίνω κι αγαπώ!
 
Στη μνήμη μου βαθαίνω.
Ζωή λιποτακτώ!

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Όταν γυρίσω απ΄ τον πόλεμο μητέρα / Δημήτριος Γκόγκας

 

Όταν γυρίσω απ΄ τον πόλεμο μητέρα, 
ίσως να είμαι πιο νεκρός. 
Σιωπή η φωνή μου στον αιθέρα
και πίσω της ένας θεός.
 
Το όπλο μου πάνω στον ώμο
κι η τελαμώνα χιαστί.
Ξερνά το σκότος σ΄ έναν δρόμο
κι η ειρήνη τρέχει να κρυφτεί. 
 
Να βρω στρωμένο το τραπέζι.
Απέναντι μου ο Χριστός!
Το φως ψηλά να τρεμοπαίζει.
Ας φάει μαζί μου ο εχθρός!
 
Όταν γυρίσω θα χουν φύγει:
Όνειρα, πόθοι, αγκαλιές.
Βλέπω τον χρόνο μου να λήγει
κι όλοι οι σταυροί να ναι θηλιές!

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Ένας γέρος / Δημήτριος Γκόγκας



Σ ένα παραθύρι της ακρογιαλιάς,
στο μουράγιο.
Κάθεται ο γέρος και αναζητά,
στο κουράγιο.
Λίγους χρόνους που του έμειναν
στη μαύρη γη.
Να διπλώσει, να μαζέψει
κάθε του πληγή.
Μη του λέει κάποιος, μη βαρυγκομας,
δεν σου πρέπει.
Πέτα από τη πίκρα που σε κυβερνά
κάθε λεπι.
Κι ύστερα ξεκινά για τη λευτεριά,
στα ουράνια.
Να γίνεις και συ, ένα απ' του Θεού
τα φεγγάρια.
Μάζεψε τα ρούχα του, της λασπουριας,
ξεφτισμενα.
Τα όνειρα που μείναν όνειρα,
τα πεταμένα.
Κι έκλεισε τα μάτια του, γλυκά
να ηρεμήσει.
Ποιος απ' όλους που ξε-μείνανε
θα τον ξυπνήσει;
Δίστασε για λίγο, έσταξε
πικρό το δάκρυ.
Έπιασε, του μπαστουνιού,
γυρτη την άκρη.
Μα κατάλαβε, ήταν σκιά , τον είχαν πάρει
Ήτανε ψηλά και ήτανε
ένα φεγγάρι!

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Η λιοχαρη κι ο γιος /Δημήτριος Γκόγκας



Είχε πλεξούδες τα μαλλιά
και θαλασσί στα μάτια.
Έχτιζε μες στα όνειρα
στη θάλασσα παλάτια.
Ήταν του φεγγαριού ο γιος.
Το σφύριγμα τ ανέμου.
Κι ένιωθε μέγας και τρανός
σαν πέταγε θεέ μου.
Πρωί είδε τη λιοχαρη,
τη λουλούδοστολισμένη.
Ανεμελη σ' ένα σκαρί
και κάτι να προσμένει.
Το όνομα της ρώτησε.
Ποιο άστρο την ορίζει.
Κι όλο ο καμπος φώτισε
κι άρχισε να μυρίζει.
Είμαι η Πούλια που γροικας.
Τη νύχτα ανασαίνω.
Στα σύννεφα του ουρανού
γεννιέμαι και πεθαίνω.
Ενώθηκαν οι μοίρες τους.
Δροσιστηκαν οι χρόνοι.
Οι ανεμώνες άνοιξαν
και λύγισαν οι κλώνοι.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Ακέφαλη καρέκλα / Δημήτριος Γκόγκας


 

Απέναντί του μια ακέφαλη καρέκλα
Την αντικρύζει κάθε μέρα.
Και μάρτυρά του ο Θεός 
την ομοιάζει με σκελετό που ξεθάφτηκε χωρίς το κρανίο.
Έχει κορμί, έχει πόδια μα ακέφαλη ως είναι δεν απαντά στις εκκλήσεις του
Δεν απαντά στις ερωτήσεις του
Γιατί;
 
Έτσι με ταπεινότητα ρίχνει το βλέμμα στο Θεό
Α τούτος φταίει που τον έκανε λεύτερο
Επέλεξε τη σκοτοδίνη κι ήρθε ο θάνατος
Κι έτσι απουσιάζει τις Κυριακές από το τραπέζι στο πατρικό
Κι έτσι είναι αδειανή και ακέφαλη η καρέκλα
Κι έτσι μένει κενό το πιάτο
Κι έτσι υψώνει το πνεύμα στον ουρανό και πλησιάζει το ετοιμόρροπο ταβάνι
 
κι αυτή η εικόνα είναι θεϊκή;
Αναρωτιέται και σταματά τη γλώσσα που έκπληκτη αναμασά προσευχές και παρεκκλίσεις
Ύστερα πάει στο εικονοστάσι κι ανάβει το καντήλι
Τουλάχιστον να ζεσταίνεται κάτω από τα κλινοσκεπάσματα της γης
Κι ας μένει ακέφαλη η καρέκλα!
 

 

 

 

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ίχνη υστεροφημίας // Δημήτριος Γκόγκας

 


 

Θεωρούσε πως πάντοτε είχε κάτι να πει ως ποιητής,
αρκεί να μην ενοχλούσε τον Θεό κι ύστερα τους ανθρώπους. 
Μα τι ποίηση θα ήταν αν δεν ενοχλούσε; 
Όταν επέστρεφε από την πλάνη στα μέρη που μεγάλωσε
καθόταν επί ώρες πάνω στην άσπρη ταφόπλακα.
Ήξερε πολύ καλά, πως κάτω από το χώμα ήταν ολοζώντανος ο άνθρωπος!
Μύριζε αποσυνθεμένο το σώμα του,
άκουγε την ασθενική φωνή του. 
Εκείνου που αγάπησε.
Εκείνου που δεν έζησε.
Εκείνου που δεν χαιρέτησε.
Κείνου που κατέβαινε με το καμουτσίκι στο χέρι από το βουνό,
χαράζοντας με τις ρόδες του κάρου την κακοτράχαλη κατηφόρα, κάθετα.
Λες κι ήθελε να αφήσει το αποτύπωμα στους αιώνες.
Δεν ήθελε;
Δεν υπολόγιζε καν τη φύση, που θα έσβηνε το ίχνος μιας υστεροφημίας.
Κι ήταν ακόμα ποιητής ή κάτι ως αυτόν.

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Του κόσμου μας φεγγάρι / Δημήτριος Γκόγκας

 


 
Κυλάει ο χρόνος μες στο καλοκαίρι.
Σε κάποιο κάδρο σ΄ έχω ξαναδεί.
Πιάσε γυναίκα, το δεξί μου χέρι
και κράτα το, πριν σβήσει η αυγή.
 
Κι ένα φεγγάρι, ανθός στη θύμησή μας,
τις νύχτες θα φωτίζει τη ζωή μας.
 
Στα κύματα σειρήνες τραγουδάνε.
Ο ουρανός συννέφιασε μαθές!
Οι νότες τσιγαρόχαρτα και σπάνε
κι η Πηνελόπη κόβει τις ραφές!
 
Και συ ρωτάς: θα φέξει το φεγγάρι;
Σου απαντώ: πως ναι τον Αλωνάρη.
 
Ξυπνά το σκότος, φρίττω τον Ιούλη
Ανάποδα χτυπάει η καρδιά!
Ακόμα να ξυπνήσουνε οι δούλοι
με προσευχές μιλούν και ωσαννά!
 
Μα σαν χαθεί τ ολόγιομο φεγγάρι.
Θα γεννηθεί στον κόσμο ένα βλαστάρι!

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Θεία κοινωνία! / Δημήτριος Γκόγκας



Επιλέγω σαν Απόστολος τη σιωπή.
Να οι κραυγές της,
καθώς γεννιέται στίχος.
Στην ειρήνη που ηττάται και στον πόλεμο που μεθά.
Στη κοφτερή πέτρα που σπάει τη πέτρα.
Στον αμάραντο ήλιο,
στο βαθύ ύπνο του φεγγαριού,
στην αγάπη σου που συγχωρεί.
Κι είμαι προσκυνητής στο έλεος της.
Η σιωπή σα θεία κοινωνία.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Στους αδελφούς μου… / Δημήτριος Γκόγκας



Πουλιά και άστρα, πετούνε γύρω μου.
Χτίζονται κάστρα, γι όλο το είδος μου!
Ρίζες και χώμα, στον ήλιο απλώνονται.
Σιωπή και λόγος, αναδιπλώνονται!
 
Τους αδελφούς μου, αν συναντήσετε.
«Ήρωας είμαι;» να τους ρωτήσετε.
Κι αν απαντήσουν, με κάποια άρνηση,
στο πυρ θα πέσω, με αυταπάρνηση.
 
Φιλιά και χάδια, πατρίς σου ζήτησα.
Στην απιστία, μαζί σου γλίστρησα.
Δράκοι γεννιούνται. Παιδιά που χάνονται.
Απλοποιούνται, αυτά που αισθάνονται!
 
Τους αδελφούς μου, αν συναντήσετε.
Μην αμελείστε, να τους ρωτήσετε:
«Ποιος φταίει τώρα, πέρσι ποιος έφταιξε;»
Φωτιά στη μπόρα, αχός την διέτρεξε.

Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Αγγελία /Δημήτριος Γκόγκας

 

 

«Ζητείται ποιητής,  
να μένει άγρυπνος τη νύχτα.
Να έχει τη ρίζα στη καρδιά.  
Να συντάσσει διαθήκες,  
για τους ανθρώπους που δεν πρόκαμαν,
να κεντήσουν αετούς στους ώμους τους.
Να προδίδει τις ευθύνες
σε κείνους που ζυγιάσανε με λάθη τη ζωή των ανθρώπων.
Να τηρεί την ενδεκάτη εντολή, μ΄ ένα φιλί στον Κύριο»
 
Σήκωσε τα μάτια κι απάντησε με τη ψυχή μεσούρανα:
«Δεν μπορώ να ασπαστώ τη βουλή σου.
Επιταγή ανεξόφλητη και το χρέος θυσία»
 
Αμήχανος, λίγος και στεγνό ποτάμι, ο ποιητής μπροστά στην αγγελία.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Αν είναι να έρθω / Δημήτριος

 



 
«Αν είναι να έρθω» επαναλάμβανε συνεχώς
με το σάλιο να πέφτει από τα ασπρισμένα χείλη του,
« Αν είναι να έρθω,  θα έρθω σαν ένας διαβολεμένος έρωτας,
μια μολυσμένη αγάπη»
«Κι αν είναι  να φύγω, θα φύγω σαν ένα όνειρο
ή μια καιόμενη βάτο στο όρος Χωρήβ.
«Δεν θέλω» ψέλλισε «να με ορίσεις ως ενδεκάτη εντολή,
μου αρκούν οι δέκα εντολές του κόσμου.
Όλες απέθαντες, σαν να βαπτίστηκαν στο αθάνατο  και της στυγός τα νερό.
Απέθαντες και μαρτυρικά βασανιστικές για την ελευθερία των ανθρώπων»
Τι να του κάνουν οι υπογραφές και τα μυρωμένα κιτάπια από δάκρυα
ως στέγνωσαν, μ΄ αφήσαν πίσω τους αποτυπώματα και στεναγμούς.
 
«Αν είναι να έρθω, κλείσε τα κιτάπια και τα παραθύρια.
Ο ερχομός μου μόνο θλίψη και μαύρο θα ρίξει.
Μια καταχνιά και μια πρωινή ομίχλη τριγύρω θα είναι στο διάβα μου,
έτοιμες να με προϋπαντήσουν, έτοιμες να με σκανδαλίσουν  
κι ύστερα μετά από το δείπνο πάλι μια αντάρα και μια ομίχλη θα με σκεπάσει.»

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Υστεροφημία / Δημήτριος Γκόγκας

 


 

Μέσα σε δύο δεκαετίες σκότωσε πενήντα εννέα γυναικείες λέξεις.
Όσες και οι χρονιές που ζούσε.
Για το ακριβέστερο, πενήντα εννέα λέξεις θηλυκού γένους !
Του είχε μείνει μία εξαίρετη μα δύσκολη συνάμα,  η υστεροφημία.
Πάντα πίστευε ότι αυτή θα τη σκοτώσει η δικαιοσύνη.
Σε ονειρική ενέδρα, κάποια μελαγχολική Κυριακή, κάποιο δείλι.
Αυτός θα περνούσε στην αιώνια αφάνεια.
Κατά συρροή δολοφόνος της ποίησης.
Ένα κείμενο σύνηθες με τυπογραφική γραμματοσειρά.
 
Είχε μεγάλες προσδοκίες.
Όλοι το γνώριζαν, αναμφίβολα θα έστηναν συμπληγάδες.
Στα έλη των λέξεων καραδοκούσαν οι Στυμφαλίδες όρνιθες.
Περίεργες ληστρικές αμαζόνες.
Και δεν ήταν ο ήρωας που θα τις χειραγωγούσε.
Τα βέλη τους
με τη περίεργη τροχιά στης κριτικής σκέψης το πλατύσκαλο,
δεν άφησαν αδιάφορο το ποιητικό δίκαιο.
Η υστεροφημία τον πλήγωσε.
 
Πριν σβήσει σαν διάττοντας γέλασαν όλοι στην πλατεία.
Ο επικήδειος τσιμέντωσε το περιθώριο.
Κι ήταν ωραία κηδεία!

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Δικαιολογία Ποιητή / Δημήτριος Γκόγκας

 

Η σκιά του άνθιζε αναπάντεχα
πότε στη ζωή και πότε στον θάνατο. 
Μύριζε κόκκινη παραρούνα και ανεμώνα του Πέγκου*
μύριζε λιβάνι του Αγίου Αντωνίου. 
Έπιανε τα βήματά του, μικρός τυμπανιστής, των βρεγμένων σκελετών του 
να κάνουν ανεπαίσθητο θόρυβο στους υγρούς δρόμους των πόλεων 
και τα λασπωμένα δρομάκια των χωριών του. 
Γήινοι παράδεισοι που προδόθηκαν 
στις κάννες της αδιαφορίας και της υποκριτικής λογικής. 
Σύγχρονη φαυλότητα!
Πήναινε μπροστά, κρατώντας στον ώμο το όπλο, η σκιά εκεί. 
Βάδιζε πίσω, τον ακολουθούσε πιστά. 
Ο ασκεπής τάφος, το μόνο ασφαλές καταφύγιο. 
Πλήρης δικαιολογία ποιητή. 

*Πέγκο: Περιοχή του Στρυμονικού Σερρών 

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

[ Όσο κινείται ο χρόνος ] του Δημητρίου Γκόγκα


 Όσο κινείται ο χρόνος

θυμάμαι και λιγότερα.
Μέχρι να έρθει το πλήρωμά του,
που δεν υπάρχει μνήμη μέσα μου.
Και μαζί με την απουσία
θα λείπει κι η αγάπη μου.
Θα σφαλιστούν τα χείλη μου
Κι οι μόνες λέξεις θα 'ναι της αναζήτησης
Τι δυστυχία να μην ζήσω σε ολα που ονειρευτήκαμε
Και ενώ εγώ θα κολυμπώ στην λήθη
εσύ θα ψιθυρίζεις τι έφταιξε.

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Ο ανθρωπος με το μπαστουνι / Ποιήματα χωρίς ετικέτα


Καθόμουν στο στασίδι,
αριστερά του ψαλτηρίου.
Υπέμενα τη τιμωρία άνωθεν
ορθοστάτης τίμιος και αβλαβής
της ακρόασης της λειτουργίας.
Είχα την πεποίθηση
πως ή εκκλησία προσφέρει
νέκταρ και αμβροσία ευαγγελίου
ως εκ τούτου έφερα εικόνα
στη πτωχή μου σκέπη ενός συμποσίου.
Να και κει πέρα καθόταν έτρωγε και έπινε
ο Κύριος.
Ήτο ο γάμος στη Κανά.
Ύστερα κατά το τέλος πέρασε από μπρος μου
ο άνθρωπος μέγιστης ηλικίας
κρατώντας ένα μπαστούνι
κι έσκυψα ευγενικά.
Ήμουν ακόμα στο μυστήριο
κι όχι σε φαγοπότι.