Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βραβευμένα Ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βραβευμένα Ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ * του Δημητρίου Γκόγκα

 


Την ώρα που τα βλέφαρα θα κλείνεις
κι οι δούλοι το δωμάτιο θα σκουπίζουν.
Την αυγή θα ονειρεύεσαι, π αφήνεις
τις ποιήσεις στο συρτάρι να σαπίζουν.
 
Θα χαϊδεύουν οι αγάπες σου το χέρι.
Θα ζητούν να συγχωρέσεις κάποια λάθη.
Να ρωτήσεις τον Θεό σου αν θα ξέρει,
πως ματώνει της ζωής τους το αγκάθι.
 
Το σαρκίο σου με λίβανο θα ραίνουν.
Οι στιγμές σου μυροφόρες θα ντυθούνε.
Λυπημένες και δειλές θα ξεμακραίνουν
κι οι αόρατες ματιές σου θ απορούνε.
 
Πώς δεν σταύρωσες τη φύση σου, ν αλλάξεις.
Μ έναν όφη η καρδιά σου χαραγμένη.
Τις ψυχές των ποιητών να απαλλάξεις,
απ' την μοίρα τους, την καταδικασμένη.

* Β΄ βραβείο στην κατηγορία Ποίηση στον 13ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων) 2022-2023


Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Χαικού * του Δημητρίου Γκόγκα


  


Επί λειψάνων,
κοράκια καραδοκούν.
Αποκάλυψη!

 **
Θάλασσα πλατιά.
Γλάρος τη κουβαλά στην
πλάτη μονάχος.
 
 ***

Στο τζάμι βλέπεις,
χελιδόνια να χτυπούν,
τη λευτεριά μας!


*Χαικού του έλαβε το Α΄ βραβείο στον Ε΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Σωματείου ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ ΕΦΑΛΤΗΡΙΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ της ΛΕΜΕΣΟΥ /2022-2023

Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

ΣΜΥΡΝΗ* του Δημητρίου Γκόγκα

 


Δεν παρέλειψε 
να πάρει τη Σμύρνη σε ένα κάδρο.
Χωρούσε, δεν χωρούσε, 
πήρε όση μπόρεσε να πάρει.
Στρίμωξε ουρανό, χώμα, την αυλή της.
 
Μέσα στο δισάκι της η Σμύρνη.
Μέσα στην εικόνα της εξορίας, 
ο ασαβάνωτος άνδρας της
και στην άκρη νεκρή η Σμύρνη
Στο πρώτο τσιγάρο του γιου της η Σμύρνη.
«Η φωτιά μάνα φώναξε δεν ήρθε απ΄ τη κάφτρα! Πάψε!»  
Το άλλο, σε ένα τσουβάλι τυλιγμένο με φίμωτρο μην κλάψει,
να προλάβει να το πετάξει σε μια βάρκα;
Δεν θα προλάβει;
 
Τρέξε, τρέξε εκείνη η φωνή να τη σπρώχνει,
οι καμπάνες, ο κόσμος, στο μπόγο της η Σμύρνη.
Πίσω οι Τσέτες, οι Κούρδοι, έξω από το μπόγο της όλοι οι οχτροί της.
 
Ένας φαντάρος με δεκανίκι την κοιτάει χωρίς μάτια, χωρίς γλώσσα.
Τι να πει;
Χωρίς χέρι, «πως κρατά το δεκανίκι χωρίς χέρι;»
«Παναγιά μου χωρίς μάτια!»
 
Φυσούσε μια πίκρα.
Πόνο ο βοριάς, μπλέχτηκε και η αύρα της θάλασσας
τα δίχτυα ιστοί αράχνης, ψάρευες νεκρούς ανθρώπους,
ξέβραζε η θάλασσα τη Σμύρνη.
Μα περίεργο, μύριζε ακόμα, βασιλικό κι αγιόκλημα!
 
Και κει στη προκυμαία, να ένα γδούπος.
Το τσουβάλι με το παιδί στη βάρκα μέσα.
Λες- λες να αναπνεύσει.
«Ελπίζω» της φωνάζει  φαντάρος, της κλείνει το μάτι.
Μες στο χαμό «πως είδε Παναγιά μου;»
 
*Το ποίημά του «ΣΜΥΡΝΗ» έλαβε 3ο έπαινο στον 18ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης και Πεζογραφίας της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδας 
και συμπεριλήφθηκε στην Ανθολογία που προέκυψε από τον εν λόγω Λογοτεχνικό διαγωνισμό με τίτλο : Το δάκρυ της Μικρασίας

Τρίτη 9 Μαΐου 2023

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας

 


 Συνήθιζα να της φέρνω λουλούδια.
Χρόνια τώρα το πουλί του παραδείσου.
Κι αν,  εξέλειψε αυτή η τραγική συνήθεια,
κι αν μερικώς αποσιωπήθηκε από τη βαθύτατη εκτίμηση,
είναι γιατί πλην των θεατρικού τίτλου: «Ο έρωτας που έγινε αγάπη»
ο χρόνος γέμισε και υποχρεώσεις, αποχρώσεις δύσμορφες και αναιμικές.
Κάθε υποχρέωση και ένα λουλούδι, πιθανόν του πουλιού του παραδείσου.




έπαινος στον Ποιητικό Διαγωνισμό "«Νίκος Καζαντζάκης» των εκδόσεων Ραδάμανθυς  κατά το έτος 2020

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΕΤΕ ΟΡΘΙΟ* του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Είναι κάτι βράδια, που σκέφτομαι πως θέλω να ταφώ όρθιος.
Αρκετά ξάπλωσα στη ζωή μου, όχι ιδιαίτερα από ανάγκη ξεκούρασης.
Και τώρα που θα μου δοθεί η ευκαιρία να είμαι αιωνίως όρθιος
τουλάχιστον το ανάστημά μου, κάτω από τα κλινοσκεπάσματα της γης,
είναι κάτι και τούτο.
Μη νομίζετε πως δεν το όρθωσα όσο ζω, όσο ζούσα.
Ε ΄ καλά τώρα δεν κάνει να μιλώ ως πεθαμένος, όντας πεθαμένος.
Μα πεθαμένο δεν με θέλουν όλοι αυτοί;
 
Θα ΄μαι λοιπόν ένας όμορφα όρθιος πεθαμένος
Κι όλα τα ασπόνδυλα των υπόγειων στοών και οι έρποντες υπό της γης
που περιμένουν νυχθημερόν, θα απορούν, με τούτο το θέαμα.  
Δεν το είδαμε ποτέ, θα μονολογούν.
 
Και ευτυχώς για μένα θα είμαι απόλυτα μόνος,
καθώς τους λοιπούς συνταξιδιώτες, θα τους θωρείτε ξαπλωμένους
να μιλούν με τις ρίζες των δένδρων, να προσπαθούν να ξεδιψάσουν
όταν σταγόνες βροχής θα ξεγλιστρούν ανάμεσα από πέτρες και χώματα.
Και θα ακούω καλύτερα τα βήματα και τα συμπονετικά λόγια των επισκεπτών,
θ΄ ακούω το κλάμα και τα δάκρυα που θα σβήνουν πριν ακουστεί ο ήχος τους, πάνω στο λασπωμένο χώμα. Και δεν θα μου λύνεται καμιά απολύτως απορία.
 
Κι άλλοι που δεν πρόλαβαν το τραίνο, να χάνονται στο βάθος,
στις ακροποταμιές, στα αναχώματα, μέσα στα σκεπάσματα των ερώτων,
στους λογαριασμούς που φράζουν τα  γραμματοκιβώτια,
στις απελπισμένες εξόδους των σαββατοκύριακων
και δεν ξέρουν το γιατί, δεν απαντούν στα γιατί, αφήνοντας μόνο
ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, ζουμπούλια τα προτιμώ ή και χρυσάνθεμα,
όμορφα μυρίζουν, πάνω από την μικρή ταφόπλακα, άσπρη κατά βάση.
 
Και γω θα είμαι όρθιος, νεκρός μα όρθιος, όχι όπως τώρα όρθιος νεκρός,  
ανάμεσα στους άλλους όρθιους νεκροζώντανους, που αναδύουν σήψη
ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, στον καναπέ, πάνω στο δείλι και την αυγή, πάνω στο αργυρό μελάνωμα.  
Κι όχι, πρώτη φορά νεκρός από τους ώμους των τεσσάρων,
στους κουρασμένους ώμους της γης.
 
*Το ποίημα: "Να με θάψετε όρθιο" έλαβε το Γ΄βραβείο στον Γ΄ Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού 2019 – 2020 από τους Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού (Κατηγορία Ποίηση ενηλίκων στον ελεύθερο στίχο)

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Κλειδωμένη Ελευθερία* του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

Τι να ΄ναι αυτή, η παλιό-ελευθερία;
Έκλεισε τα μάτια, κοίταξε τον ήλιο,
ύψωσε τα χέρια, έσφιξε τις γροθιές, ξέχασε τους αγώνες.
Ένας δύσμοιρος πόνος αναρίγησε τα εύθραυστα κόκκαλα του. 
Πόσο μπορεί να ασθενήσει η λευτεριά;
Πόσο ακόμα η θνητότητα του ανθρώπου;
 
Χρόνια καιροφυλακτούσε μια αδιόρατη ασχήμια
πίσω από τα σκουριασμένα συρματοπλέγματα.
Κλείδωσαν, όπως – όπως με πρόχειρα άνοα διατάγματα,
τις ξώπορτες των σπιτιών, των αυλών, τα παραθύρια
κι άνοιξαν τις κερκόπορτες του ουρανού βράδυ.
Άρεσε το φεγγάρι να κλαίει παρήγορα, το νυχτολούλουδο στο βάζο.
Αδελφικός χαιρετισμός στην πρόωρη εξόδιο.
Η απτή σιωπή μετέδιδε τη σιωπή της ψυχής.
Το αόρατο του εντός της, γίνηκε ορατό στον άνεμο.
Μια ορατή αέρινη θνησιγενής σιωπή. 
 
Έβαλε με επιμέλεια τη μάσκα στο γερασμένο πρόσωπο.
Πήρε το πρώτο λεωφορείο της μέρας από μια ξεχασμένη στάση.
Άδειο, κενό, μια ανάσα στον αέρα, έκλεισε τις κουρτίνες!
Μυρωδιά μούχλας.
Κρατώντας ένα μπουκέτο κόκκινο τριαντάφυλλα,
ήλπιζε ότι θα άλλαζε την εικόνα του.
Η λευτεριά που ποθούσε, ως δάσκαλος του έμαθε να ζει στα χρώματα.
Απίθωσε τα, στον άσπρο τάφο και ράγισε ο θρήνος από τον ανασασμό.
 
Ξερίζωσε τη μάσκα, μάτωσαν τα μάγουλα, γέμισε αίμα το χείλος, δάκρυσαν τα μάτια.
 
Τούτο θα πει ελευθερία.
Να αντέξεις τον πόνο σα βγάζεις τη μάσκα.
Πάνω από αυτούς που δεν πρόκαμες να φροντίσεις.
Τη μια έκαμε το σταυρό του, την άλλη γονάτιζε ευλαβικά με τα χέρια προς τον θεό.
Αιτήθηκε το απέραντο έλεός του και χάθηκε στη λευτεριά.


*Έπαινος στον 4ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμοό 2021 – 2022 των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Σμύρνη, πόλη μου Αγαπημένη *… του Δημητρίου Γκόγκα

 

 


«Συνωστίζονταν;»
«Συνωστίζονταν» αδελφές μου;
Αμαρτία εκ θεού.
Με το σχολικό βιβλίο να κραδαίνει στο δεξί μου χέρι,
έτρεχα να τους προλάβω τη λάθος ανάγνωση.
Δεν ήμουν εγώ, παρά ένας ασύνορος άνδρας χωρίς πλούτη,
χωρίς τη πόλη μου, όπως όλοι εκείνοι που δεν πίστεψαν στο χαμό της.
Η πίστη φορές λαθεύει!
 
Ήμουν τριών ετών, τώρα υπερήλικας.
Κάποτε – κάποτε το προτιμώ να σβήνω τρία κεριά στη γενέθλια μέρα,
γιατί τότε τελείωσε η ζωή μου.
Πονούσα, σα με κρατούσε η μάνα μου το χέρι.  
 
Σμύρνη πόλη μου αγαπημένη, κόρη του σιωπηλού γιαλού,
που τ΄ όνομά σου σημαίνει θλίψη.
Τι παράξενη φασαρία είναι αυτή;
Οχλαγωγία από την Αγία Φωτεινή που στενάζει, ως τον Μπουρνόβα.
Φωνάζουν αλλόφρονες οι Αρμένιοι, ουρλιάζουνε οι προδομένοι Έλληνες
καθώς ανοίγουνε οι κερκόπορτες στους δρόμους.
Ρακένδυτοι στρατιώτες χάνονται μέσα στο φως τους.
 
Βιαστικοί που είναι οι ανθρώποι, καλή μου μάνα.
Πως τρέχουν ασύντακτοι, τρομαγμένοι.
Οι ώρες βιάζονται και κείνες να τελειώσουν τη μέρα.
Συνθλίβεται το στήθος της από τους κτύπους των γροθιών.
Τρέχουνε μάνα –τρέχουνε- να ξεφύγουν
από τη σκιές των μαύρων σύννεφων που στραγγίζουνε οι Τσέτες
Δες τους, ορμούν με το μίσος και τη καταχνιά στα μάτια τους,
παραμονεύουν στις γωνιές με το χαλάζι στα χέρια,
και το σουγιά στο ζωνάρι.
Τα άλογα ποδοπατούν την αιμόφυρτη ειρήνη,
χλιμιντρίζοντας τη πανούργα ωραιοπαθή Πανδώρα.
 
Πως μικραίνει μάνα έτσι ο ουρανός;
Πως μακραίνουν πατέρα έτσι οι δρόμοι;
Χάνεται ο κόσμος μας, μια θάλασσα αλμυρή μας πνίγει.
Σπαραγμός.
Ο θάνατος ολοένα και πλησιάζει,
με την αιμάτινη ρομφαία να κυματίζει στην προβλήτα.
Να προλάβουμε;
Θα προκάμουμε;
 
Μας κυνηγά ένας καπνός και μια φωτιά στα στήθια.
Πέφτουν βαριές οι σκεπές και χτίζουν μαύρους τους τάφους μας
αναποδογυρίζουν τα όνειρα
και ένας δροσερός αγέρας παράταιρος μέσα στο Σεπτέμβρη τα παρασέρνει
μέσα σε μπόγους μια ζωή,
[χωρά η ζωή σε μπόγους;]
στα ορθάνοιχτα μάτια των παιδιών,
στο κλάμα των ανήμπορων γερόντων.
Σβήνω μαζί με τα κάρβουνα, σβήνω ζωή μαζί σου.
Σπονδή με το κρασί του Φθινοπώρου.
 
Ο αγέρας λιγοστός κυκλοφορούσε ελεύθερος ανάμεσά μας
ώσπου κουράστηκε και αυτός,
έπεσε βαρύς στα τσιμεντένια κεφαλόσκαλα,
βαριανάσαινε, μαζί με τις κοπελιές που πνίγονταν στα δάκρυά τους.
Οι βιαστές γδύνανε τη παρθενιά τους.
 
Και ο δίκαιος χρόνος ας γράψει πως δεν οδεύαμε σε ταξίδι αναψυχής,
δεν είχαμε εισιτήρια α΄ θέσης, παρ εκτός κάτι διαρκείας για τις ψυχές μας.
Κι αυτή η απέραντη γελαστή και μυριστικά ευωδιαστή πόλη μου,
δεν έχει θέση στη καρδιά τους, δεν έχει θέση στην ιστορία των απολίτιστων.
 
Αυτά να πείτε και να γράψετε για τους ανθρώπους.


*Το ποίημά : Σμύρνη πόλη μου αγαπημένη, έλαβε Τιμητική διάκριση στον Η' Ποιητικό Διαγωνισμό της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά και επιλέγει να συμπεριληφθεί σε σχετική έκδοση της Εταιρείας.

[… λάβα βασίλευσε στον Κάμπο] * του Δημητρίου Γκόγκα



 
 
Πριν έρθουν οι Τσέτες, διάβαζα για την έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Διονύσιος μιλούσε και μου έλεγε πως:
«Άκρα του τάφου σιωπή, στον κάμπο βασιλεύει…»
Πώς να τον πιστέψω με τόση χαρά Ελλάδας στα χώματα μας;
 
Ήθελα ν΄ ανοίξω ολοζώντανους δρόμους στη θάλασσα,
να τους στρώσω χαλίκια, κοχύλια και φύκια.
Με φτυάρι και αξίνα.
Να έσκαβα το νερό του Αιγαίου.
 
Μέρα παρά μέρα βρισκόμασταν,
όμορφες μέρες και κείνη η Τρίτη πιο όμορφη από ποτέ,
φώναξα τη γειτόνισσα: «Κυρά Σμυρνιά, κόπιασε να πιούμε το σέρτικο»
Με μια φθαρμένη βαλίτσα κι αρχοντιά,  μ΄ απάντησε στάζοντας σάλιο
και βαριά ανάσα : «Όρεξη την έχεις, πλησιάζουν κι ούτε που σκιάζεσαι.
 Βάζουν φωτιές… πάμε καημένε»
 
Μα που να πάω.
Πώς να αφήσω αυτά τα σύννεφα που όριζαν τον ουρανό μου.
Πως ν΄ αφήσω τις μυρωδιές της αυλής μου.
Όλο ψέματα έλεγα.
Έβαζα κέρινα φτερά κι όποτε σηκωνόμουν ένα Δαιδάλειος ήλιος μου τα έκαιγε.
 Κι ας μύριζαν Πασχαλιές στο πέλαγος, ας μύριζε Πατρίδα.
Πατρίδα μου ήταν η Σμύρνη, φωλιά μου.
 
Πήρα ακόμα ένα κλαράκι να την αρματώσω.
Κι ούτε που κατάλαβα πως ένα κύμα δροσιάς έφυγε
και μια λάβα βασίλευσε στον Κάμπο.





* Α΄βραβείο στον 22ο Ετήσιος Διεθνή Διαγωνισμός Ποίησης, του Λογοτεχνικού περιοδικού «Κελαινώ»  με Θέμα: Την Πατρίδα μ’ έχασα… [2022]

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

ΠΡΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 




Αγάπησα τους ποιητές που κείτονται θαμμένοι.
Για ζωντανούς - μη με ρωτάς- καμιά τιμή δεν μένει!
Αγάπησα κι αυτούς, που δεν γεννήθηκαν ακόμα
κι εγκυμονούν στα όνειρα των γυναικών σε κώμα.
 
Αγάπησα κι αυτούς που πνίγηκαν στο Αιγαίο.
Θαρρώ πως το ξανάβαψαν, το ΄κάμαν πιο ωραίο!
Αγάπησα τους ποιητές τους πρόσφυγες,  που στρώνουν
τους ουρανούς της προσφυγιάς και στο θεό σιμώνουν.
 

Αγάπησα τους ποιητές που χάθηκαν στις μάχες
και οι φωνές τους αντηχούν στα πέρατα μονάχες.
Ψάχνοντας κάποια σώματα,  φτωχές ψυχές να μπούνε
και απ’ των αιώνων τις ρωγμές να μας γλυκολαλούνε.
 
Αγάπησα τους ποιητές που ΄ναι καταραμένοι
και στη κατάρα τους πιστοί. Και καταδικασμένοι
να περπατούν στα σύννεφα και πίσω απ’ τις σκιές τους, 
να σέρνονται ανδρείκελα οι μαύρες συλλογές τους.
 
Αγάπησα τους ποιητές που κλείδωσαν τους χρόνους
κι  αγάπησαν και δόξασαν  στη γη,  όλους τους πόνους
των ανθρώπων. Και πιθανόν,  αγάπησαν της νύχτας τη γαλήνη
κι ένα κερί στον τάφο τους που πάντα αναβοσβήνει.
 
Τέλος αγάπησα πολύ τους ποιητές εκείνους
που γέμισαν τους στίχους μας μ΄ αμέτρητους καρκίνους.
Και δεν μπορεί ποτέ κανείς, όσο και αν προσπαθήσει
κείνους τους στίχους που γερνούν, να τους γεροκομήσει.
 
 
 

Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Χρόνος Ανάτασης * του Δημητρίου Γκόγκα


 Ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στα Καλάβρυτα. Πίνακας του Λουδοβίκου Λιπαρίνι (1800-1856). Λιθογραφία του πίνακα εκτίθεται στην μόνιμη έκθεση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.


Την ώρα που ανθίζανε οι πασχαλιές στον κάμπο,
στους λόγγους και στις λαγκαδιές φυτρώνανε λειχήνες,
ψηλά στα όρη, στα βουνά, αστράφτανε οι ήλιοι,  
κάποιες ακτίνες γυάλιζαν ξυστά στα κυπαρίσσια.  
 
Στα πέλαγα σηκώνονται κυματισμοί, σημαίες
και τ΄ άσπρα σύννεφα φιλούσανε το ίσο της θαλάσσης.
Στην πλώρη κάθε καραβιού στεκόταν μια γοργόνα.  
Μαρμαρωμένος βασιλιάς που χάθηκε κινούσε.  
 
Κι όλες οι λέξεις μια φωνή και μια κραυγή ελπίδας.
Το κάθε κύμα έφερνε τη δόξα της Ελλάδας.
Στο χώμα δάκρυ – φίλημα, στα χέρια μία σπάθη
και δυο φτερά στους ώμους της, αετός και περιστέρα.
 
Κείνο τον χρόνο οι νυχτιές γινήκαν μαύρες μέρες.
Σ΄ ώρες αλύτρωτες ακούγονταν το κλάμα και ο θρήνος,  
και μέσα σε κρυφό σχολειό ανάβανε φιτίλια
ως η ψυχή μπαρούτιαζε μ΄ ένα αμβλύ αγέρι!
 
Αγία Λαύρα, Τρίπολη, Σούλι και Μεσολόγγι,  
Σπέτσες, Ψαρά. Το Ζάλογγο που εχάθη,
παντιέρες ανεμίζανε στο μέσο του Αιγαίου,
κι όλα τ΄ αδέλφια σμίξανε κάτω απ΄ τη Παναγιά μας.
 
Και τραγουδώντας, ψάλλοντας, χορεύοντας με μέθη,
λέγαν με μια τρανή φωνή, φωνή στον κόσμο όλο:
«Ελευθερία ή Θάνατος» Ελευθεριά στη μνήμη
στον χρόνο τον καρτερικό, η δόξα της Πατρίδας.
 
 * Β΄ Βραβείο στον 11ο Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό [2021]του ΕΠΟΚ

Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

«Τι ωραία που σου πάνε τα κόκκινα πατέρα!» * του Δημητρίου Γκόγκα

 


Στον Νικήτα Σταματελόπουλο
(Νικηταράς, o τουρκοφάγος)
 

Ως το πληγωμένο γόνυ λύγιζε,
το μπλε τ΄ ουρανού μύριζε καμένη ελευθερία.
Ως χτυπούσε το σήμαντρο της εκκλησιάς
και η ψυχή μεσουρανούσε στ΄ ανυπότακτα στήθη,
του αετού η ματιά γυαλί κοιτούσε,
στου ανέλπιδου και εαρινού αγριοπόταμου τη ράχη.
Κι η ποθητή ανάσταση όσο αργούσε,
θόλωνε το βλέμμα του [βαθειά στη κόλαση ενός τάφου]
νύχτωνε στο κοιμητήριο μονάχη.
 
Ο ήλιος αντιφέγγιζε στη άσπρη πέτρα του προχώματος,
καθώς η χαίτη άλουστη κάλυπτε την κάρα,
κι ένα φωτοστέφανο αγίου στο μέτωπό του. 
Στης έρμης στεγνής φυλακής το ξέφωτο.
Και το υγρό της θλίψης, μαύρο στη ματιά,
τσεμπέρι στης δόξας την λαβωμένη ακτίνα.
Ένα πικρό περιστέρι ξεκοκάλιζε μια αιμορραγούσα άνοιξη
κι ένα πεταμένο αγρίμι τίναζε τη βαριά χλαίνη της ιστορίας.
[αέρηδες οι προδότες, χείμαρροι οι Φαρισαίοι
και στα στενά πάντοτε φυλούσαν καραούλια]
 
Ο ιδρώτας αλμύρα, έδενε την αγκυλωμένη σπάθη
στα ριζωμένα ακριανά του σώματος.
Πέντε δάκτυλα όλη η γης και το βιός του.
Επτά νίκες οι κομμένες ανάσες στο κατόπι του εχθρού.
Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Αγιονόρι, Μεχμέταγα, Αράχωβα.  
Ένας ανάδελφος χείμαρρος κι ένας σπόρος να σπάει,
γιομίζοντας με χρώμα κόκκινο, τραγικά αιμάτινο, το ξανθό πρόσωπο, 
το κατάκοπο κορμί, τα ακούραστα χέρια,
τα τρύπια τσαρούχια λερά και νοτισμένα
στάζουνε ολάκερη του γραικού τη μοίρα, 
την ασυγκίνητη υποκρισία των απόλεμων,
στην ταπεινωτική άδεια της επαιτείας,
το ευσυγκίνητο της χλόης, τον καιρό που διάλεξε ο θεός για τη λευτεριά, 
η παπαρούνα και το γιασεμί μυριστικά επάνω του,
το αδιαίρετο της ζωής του, ως ανθρώπου και ως έλληνα
και τη φωνής της κόρης περίτρανα να διαλαλεί:
«Τι ωραία που σου πάνε τα κόκκινα πατέρα!»
 
*Φράση που ειπώθηκε από την κόρη του Νικηταρά
όταν τον επισκέφτηκε στην φυλακή
και τον αντίκρισε αιμόφυρτο ύστερα από  βασανισμό.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

ΔΙΕΞΟΔΟΣ* του Δημητρίου Γκόγκα

 Το ποίημά του "ΔΙΕΞΟΔΟΣ" έλαβε το Γ΄βραβείο στον Λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού "ΚΕΛΑΙΝΩ" /2020


 

Όσο πλησίαζε η αναμενόμενη επιστροφή,
κοιμόταν σε καμένη ηλιαχτίδα.
Δεν μπορούσε να πλησιάσει την άκρια του ανέμου.
Που να πάει;
Φύλλο ξεραμένο, λησμονημένο από τα αδέλφια του.
 
Η λιπόσαρκη σκιά του, 
όμοια σκιά ενός δένδρου στην έρημο.
Μια στεγνή δροσοσταλιά πάνω στο διψασμένο δέρμα του,
αλλόκοτη ανησυχία.
 
Δεν υπήρχε Πακτωλός, άφαντος ο Αχέροντας.
Μια Κερκόπορτα ρημαδιό
κι αυτή σε σελίδα ενός ευαγγελίου.
Σφαλιστή.
Λιώμα το αιμάτινο βουλοκέρι.
Γέλωτες και μειδιάματα οι πολεμόχαροι οσιομάρτυρες.
«Διέξοδος» ψέλλιζε κι έβλεπε μια όαση,
λουλούδια, γιρλάντες και νερό να πλημμυρίσει ένα καινό όνειρο.
 
Πήρε δυο χάλκινα άστρα από τις επωμίδες
κι όπως εξοστράκισε τον ουρανό
είδε το φίδι να του χαρίζει το κόκκινο μήλο.
 

ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ * / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ


* Γ΄Βραβείο στον 10ο λογοτεχνικό διαγωνισμό 
του ΕΠΟΚ στην κατηγορία: Μουσικός Στίχος



Γι αυτή τη πόλη του βορρά δείξτε συμπόνια, γιατί ένας μύθος μες στη θάλασσά της ζει.
Είναι ένας μύθος που κραδαίνει χίλια χρόνια  και αναβλύζει μία αύρα μυθική.
Κάποιο καράβι με τρεις- τέσσερις εμπόρους, πρωί σαλπάρισε με τ΄ άσπρα του πανιά.
Τριακόσιοι αμφορείς γεμάτοι σπόρους, στ΄ αμπάρι του  γλυκόπιοτα κρασιά.

Κακή του τύχη λίγο έξω απ΄ το λιμάνι, ο Ποσειδώνας με την τρίαινα χτυπά.
Η μαύρη θάλασσα την ψυχραιμία χάνει και καταπίνει ότι στη ράχη της πετά.
Δέκα αιώνες σ΄ ένα ύπνο βυθισμένο, από το σκότος λίγο ήλιο πεθυμά.
Το ξύλινο κορμί μονάχο, σαπισμένο και το κατάρτι σε κομμάτια ξεψυχά.

Ένας τενόρος βουτηχτής μ΄ ένα αγκίστρι, σε χρόνο διάφορο το βρήκε μιαν αυγή.
Δένει την πρύμνη και την πλώρη μ΄ ένα δίχτυ και τ΄ ανασταίνει η φωνή του ν΄ ακουστεί.
Οι ναυτικοί που χάθηκαν μαζί του, φαντάσματα στου κάστρου τις ρωγμές.
Μικρά αστέρια στην βαριά αναπνοή του, σαν ζωντανεύουν στο κατάστρωμα ψυχές.

Κι ο Ανδρέας* που το βρήκε να κοιμάται, με τη μάσκα του, του έδωσε πνοή.
Γι αυτή την πόλη που το δένει να λυπάσαι, γιατί βρίσκεται σε μαύρη κατοχή.
Το καράβι σου Κερύνεια θυμίζει, μια ειρήνη που βυθίστηκε νωρίς.
Μια ειρήνη που τη χώρα σου χωρίζει. Δυο κομμάτια που αιωρούνται επί γης.




*Ανδρέας Καριόγλου: Ανακάλυψε το ναυάγιο το Νοέμβριο του 1965 σε μια κατάδυσή του.Όταν αναδύθηκε δεν άφησε κάποια σημαδούρα με αποτέλεσμα να χάσει τα ίχνη του. Με το χρόνο  βούτηξε πολλές φορές  ώσπου κατάφερε να το ξαναβρεί το 1968.

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ, γ΄έπαινος στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας.

Στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 
ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, 
και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή:
 Μανδραγόρας.
το ποίημά : ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ 
έλαβε τον γ΄έπαινο. 

ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ

Προσπαθώ να συγκρατήσω την ορμή των εικόνων.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το τσεκούρι στον ώμο κι ένα τραγούδι στη πλαγιά.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Δεν θέλω τώρα να παρακαλέσω
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
Πυροτεχνήματα τα χρώματα,
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
Κι ένα ποίημα πελεκητό
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ* του Δημητρίου Γκόγκα



Προσπάθησε να θυμηθεί τις τελευταίες συμβουλές του.
Να ασφαλίσει το ποίημα και προπάντων τις λέξεις.
Εάν χαθούν τι θα απομείνει;
Μια κάτασπρη, κενή σελίδα τετραδίου με δείκτη το αόρατο κι ένας σταυρός στο χέρι.
Τη μοναξιά να στραγγίζεται από τη κορυφή, στις παρυφές του ανθρώπου.
 
Όπου χρειαζότανε στήριξε τις λέξεις και τις προτάσεις με τελεία.
Να σώσει με ανάπαυλα, τη φωνή της ψυχής και τη δύναμη του πόνου.
Να εδραιώσει τη βάση του δίκαιου και του αδίκου, με την αλήθεια.
Κάπου – κάπου κάρφωνε την τελεία άνω, εντόνως.
Άνω δεξιά και άνω αριστερά.
Να χωρίσει τους παράδρομους, τα καλντερίμια και τα σοκάκια της σκέψης.
Χρησιμοποίησε διστακτικά το κόμμα,
για να προκαλέσει αιφνιδίως την προσδοκία πως κάτι θα συμβεί,
χωρίς πίεση αλλά με κάποιο αβέβαιο λόγο.
Κι ας επαναστατούσαν -έστω και- προσωρινά,
οι δευτερεύουσες προτάσεις, οι ερωτηματικές εξάρσεις,
οι συμπερασματικές απόπειρες, οι διαζευκτικές της αβεβαιότητας,
οι παντογνώστες χωρισμοί και τα παραστρατήματα του έντεχνου λόγου.
Όταν απαιτούνταν να δώσει περισσότερες εξηγήσεις, έσπερνε δύο τελείες.
Έτσι απλά, δίδασκε τα αποφθέγματα και τα σοφά λόγια των προκατόχων.
Την παύλα την απέφευγε και το υποστήριζε με παρρησία, λέγοντας: «δεν ωφελεί,
ούτε στον προσδιορισμό των προσώπων σε ένα τυπικό διάλογο.»
Πιότερο προκαλεί σύγχυση, σαν ένα σπαθί χωρίς σταυρό.
Σαν ένα βέλος χωρίς την άκριά του.
 
Τις παρενθέσεις, τις αγκύλες και τα εισαγωγικά, όλα τα αγάπησε στην φυλακή.
Καρφωμένα στα παράθυρα και στις πόρτες, έκλειναν όλα όσα ένιωθε κατάστηθα,
μα πιο πολύ την ελευθερία.
Κι όταν έκανε την εμφάνισή του το θαυμαστικό, απορούσε σιωπηλός
και σημείωνε με κόκκινη μελάνι ένα τεράστιο ερωτηματικό για την πορεία του ποιήματός
του. Σκήνωμα το βάφτιζε, λείψανο μέχρι να το αναστήσει.
Απέφευγε τους αστερίσκους.
Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ειλικρινή παράθεση των λέξεων.
Να μιλά με το όνομά της η λέξη, κι όχι με διφορούμενα.
Στο τέλος ξεβοτάνιζε τα αποσιωπητικά.
Πάντα ήθελε να πει περισσότερα,
μα τον σταματούσε το φεγγάρι της Άνοιξης και η αύρα του Αυγούστου.

*Το ποίημά: "Σημεία Στίξης" έλαβε Έπαινο ( 4ο με αξιολογική σειρά) του 5ου διαγωνισμού ποίησης Bonsaistories / 2019

Ακατέργαστη Μπαλάντα για Κείνους Χωρίς όνειρα, Απέραντη Σιωπή, Παράκληση του Πάσχα : 3 Ποιήματα που έλαβαν το Β΄Βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης της Βιβλιοθήκης Σπάρτου



και συμπεριλήφθησαν στην Ανθολογία που κυκλοφόρησε με ακόμα δύο ποιήματα από τον κάθε ποιητή. Στη σελίδα αυτή παραθέτω τα 5 ποιήματά μου. 


ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΥΣ, ΧΩΡΙΣ ΟΝΕΙΡΑ

Κι έρχονται οι μέρες πολύ νωρίς,
ίσα που καταλαβαίνεις τον βαρύ ερχομό τους.
Ύστερα, καθώς κυλούν χωρίς ούτε ένα κυματισμό,
λες: πέρασαν τόσο γρήγορα.

Καθώς γυρνάς από τα γερασμένα καφενεία,
στην κενή πλατεία,
-γερασμένος και συ-
τι περιμένεις πρωί, βράδυ;
Κάποια λευκά σεντόνια κρέμονται
σε ατσαλένια σύρματα στις χωμάτινες αυλές.
Αυλές που θα είναι παράδεισοι ονείρου, στο μακρινό σου μέλλον.

Οραματίστηκες; Μα καθόλου, ούτε καν, ψελλίζεις: δεν…

Πότε- πότε πιάνεις το σώμα σου από τις άκρες των ώμων
και το τινάζεις από το μπαλκόνι χωρίς κάγκελα,  
το χτυπάς με ένα ραβδί να φύγουν οι σκόνες.
Πασπαλίζουν ότι φοράς και ότι σε σκεπάζει
ακόμα και κείνη η σκιά, η ομίχλη, η αντάρα.

Και πρέπει σκέφτεσαι,  στο τόπο που αγάπησες να ναι ο ομφάλιος
δεμένος στα τσάκνα της φωλιάς
πάνω στα κεραμίδια και δεν έχει αποκολληθεί ακόμα.
Κι είναι και τούτο επικίνδυνο,
ένα ασθενικό συμβαίνει,
μια περιπέτεια ρημάτων που τρώγουν ότι τολμά κι ότι ξεμένει πίσω.

Κι έρχονται έτσι οι μέρες, σημειωτόν και τροχάδην.
Κι είναι τελικά όραμα, ένα κομμάτι ψωμί πάνω στο τραπέζι.
Κι ένα χαμόγελο στην χωμάτινη αυλή, πίσω από τα λευκά σεντόνια;



 ***

ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΣΙΩΠΗ

Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι.
Τεράστιες χώρες στο μήνα Σεπτέμβρη.
Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας.

 Είναι μια απέραντη σιωπή αυτή οι λόφοι
 Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους.
 Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
 και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος.
 Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες
 Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας.

Είναι μια απέραντη σιωπή:
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες,
το κλαδί που έσπασες,
το πρώτο πουλί που σκότωσες,
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους.

Πάνω στις ράχες αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση.
Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις
μα δώρα μουρμουράς και δεν μοιράζονται.

Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων


 ***


ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Εσείς που γνωρίζετε πως οι νόμοι φυτρώνουν στα λούλουδα
Έχει ειπωθεί : οι νόμοι υπάρχουν στη δύναμη
Γελιέστε οι νόμοι υπάρχουν για το κράτος, εάν το κράτος είστε εσείς. 
Αν πάλι λέτε αυτή η φωνή, είναι η φωνή των νόμων
Που γίνονται από σας και για σας υπάρχουν
Τότε δώστε εξήγηση κι υπογραφή
Δώστε τον λόγο: Κτίστης κανείς δεν έγινε άρχοντας
Δώστε γραφή και νόμο: Ξυλουργός σταυρώθηκε και φαρισαίοι βασιλεύουν
Αν πάλι είμαστε σκόνη στο άπειρο, γιατί είμαστε σκόνη;
Τινάζουμε τη σκόνη από τα ιμάτιά μας;

Δεν αντέχω άλλο, δεν ….
Θα βάψω την πόρτα μου κόκκινη.
Να,  βλέπετε πως αίμα ανθρώπων τρέχει δρομέας.
Μέσα στο κύμα του αίματος κρύβεται μια ελπίδα.
Κι εσείς που γνωρίζετε τους νόμους ελπίζετε!
Καλώς ελπίζετε πως το πόδι του δρομέα θα σηκώσει τη σκόνη που ρίξατε.
Κι η σκόνη είστε εσείς.
Μη θωρείτε πως το αίμα σας είναι σκόνη.
Μην θωρείτε διάφορο το χρώμα του αίματος.
Και την υφή της σκόνης.
Η σκόνη – σκόνη, το αίμα κόκκινο.
Και η ελπίδα στο χρώμα του αίματος.
Μια κόκκινη σκόνη.

Και τώρα που οι μίσχοι γίνανε δρόμοι πνευμόνων,
περνούν οι αέρηδες και πνίγουν τα στήθη.
Μια σκόνη κόκκινη.
Θωρείτε τη σκόνη στις λέξεις σας.
Μέσα στις λέξεις μια ελπίδα.
Μέσα στις λέξεις οι λύκοι κι οι ύαινες.
Μέσα στη γλώσσα ένα μαχαίρι, μια πέτρινη σπάθη,
ένας πυρωμένος ήλιος, ένας άνθρωπος που πνίγεται.
Μέσα στη σκόνη ο νόμος μας.

Πριν κλείσω το ποίημα
Παράκληση του Πάσχα.
Τι πονάει περισσότερο στον κόσμο μας;
Το ακάνθινο στεφάνι, το ψέμα, η συκοφαντία, το καρφί
ή ο κουρνιαχτός που σκέπασε τους νόμους μας;  


Σχετικά: https://vivliothikispartou.blogspot.com/

**



Απολέπιση


Τα βράδια στη περιοχή του Makenzie
κυκλοφορεί μισόγυμνος ένα αέρας τρισάθλιος και μεθυσμένος
Θα είναι ο αέρας της ξενιτιάς σκέφτηκα

Ξετσίπωτοι Άγγλοι τουρίστες
με τη ζωή –έτσι λένε- κλεισμένη σ΄ ένα μπουκάλι
Όμορφα κορίτσια θαρρείς γυμνόστηθα
Ούτε που κρύβουν πλέον την πεθυμιά του έρωτα
Ψωνίζουν ήλιο όσο- όσο
Και τεμαχίζουν τη νιότη τους αργά

Στο βάθος το γκάζι μυρίζει θάνατο
Ένα χέρι υψώνει αντίσταση
Κι είναι το χέρι του θύτη
Τα θύματα φορούν τις λεοντές τους
Παρελαύνοντες στην παραλιακή
Κι ύστερα
Ύστερα μην υπάρχει ο θάνατος μέσα στο φεγγάρι;
Πως λαμποκοπά καθώς πνίγεται στα αβαθή των Φοινικούδων !

Μια αχιβάδα- δεν υπάρχουν αχιβάδες μου λέει ο ντόπιος-
Μια αχιβάδα σφίγγω τα δόντια μου
Κλείνει την αγάπη μου για σένα σε μια δίφυλλη φυλακή οστράκων
και σβήνει
Σβήνει
χάνεται με την μεταμεσονύκτια μουσική της ξενιτιάς 
Στους δρόμους με τα αγκάθια και τις παπουτσοσυκιές που θυσιάστηκαν

για τη βρεγμένη άμμο στα πόδια μας.

**

ΙΧΝΟΣ ΑΓΑΠΗΣ

Κάθε πρωί που σηκώνομαι αντικρύζω μια γυναίκα
και αναφωνώ ψιθυριστά να ακούσει η καρδιά μου
Ποιος απωθεί τη σκέψη να μην πεθάνει στην ομορφιά της;

Μέχρι να ξυπνήσει έχω παραγγείλει στον ήλιο καλό μεσημέρι
Έχω ανταλλάξει το κρύο με την ελπίδα
Έχω ζητήσει από τα σύννεφα ένα απαλό αεράκι
Να μπλεχτούν τα δάκτυλα στα καστανά μαλλιά της

Και να σου θεέ μου μια θάλασσα για κείνη
Ήρεμη κι απάνεμη
Ένας μικρός όρμος να δένουν τα όνειρά μας
Τόσος παιδεμός μια κόλαση και μια ο παράδεισος

Ξέρω πως είναι μια λύτρωση να πεθάνεις
μα είναι λαμπρή ευτυχία να ζεις και ν΄ αντικρύζεις το χαμόγελό της
Δεν είναι μια μικρή γραμμή στα χείλη της
Είναι μια λάμψη στο βλέμμα της
Μια τρομερή λάμψη

Κι είναι τρόπος λατρείας όταν το καταλαβαίνει!
Μια φλόγα κι ένα μικρό μαγκάλι θυμιατήρι
το πρωί που αντικρύζω μια γυναίκα