Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Ξέρω έναν Τόπο: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / e-book / 2018 : Τέσσερα [4] Ποιήματα

 
 

ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
 
Και οι σκαπανείς;
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
 
Ανάμεσα σε αυτούς και ο ποιητής.

**

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
 
 
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.
 
Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.
 
***
 
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
 
 
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
 
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες. 
 
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.
 
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
 
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.
 
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.

****

ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι  δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές  από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
 
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.


https://www.ebooks4greeks.gr/kserw-ena-topo

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ / Δημήτριος Γκόγκας / από την ποιητική συλλογή : ξέρω έναν τόπο


 

Το χωριό μου έχει μια μάννα που κλαίει τα βράδια.
Το δάκρυ της στάζει στην ροδιά της αυλής.
 
Έχει ένα σπίτι.
Παραθύρια ορθάνοικτα,
εκεί που μιλούν τα παιδιά του.
 
Στην Εκκλησιά υπάρχει ένα μνήμα.
Χαμογελά και πλαγιάζει ο πατέρας.
 
Το χωριό μου έχει ένα δάσος.
Να το περπατήσει κανείς δεν μπορεί.
Ζει πάνω στις ρίζες.
 
Κάθε που φεύγω,
πετώ στους δυο λόφους.
Μιλώ του βουνού μου και κλαίω.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Αν είναι να έρθω / Δημήτριος

 



 
«Αν είναι να έρθω» επαναλάμβανε συνεχώς
με το σάλιο να πέφτει από τα ασπρισμένα χείλη του,
« Αν είναι να έρθω,  θα έρθω σαν ένας διαβολεμένος έρωτας,
μια μολυσμένη αγάπη»
«Κι αν είναι  να φύγω, θα φύγω σαν ένα όνειρο
ή μια καιόμενη βάτο στο όρος Χωρήβ.
«Δεν θέλω» ψέλλισε «να με ορίσεις ως ενδεκάτη εντολή,
μου αρκούν οι δέκα εντολές του κόσμου.
Όλες απέθαντες, σαν να βαπτίστηκαν στο αθάνατο  και της στυγός τα νερό.
Απέθαντες και μαρτυρικά βασανιστικές για την ελευθερία των ανθρώπων»
Τι να του κάνουν οι υπογραφές και τα μυρωμένα κιτάπια από δάκρυα
ως στέγνωσαν, μ΄ αφήσαν πίσω τους αποτυπώματα και στεναγμούς.
 
«Αν είναι να έρθω, κλείσε τα κιτάπια και τα παραθύρια.
Ο ερχομός μου μόνο θλίψη και μαύρο θα ρίξει.
Μια καταχνιά και μια πρωινή ομίχλη τριγύρω θα είναι στο διάβα μου,
έτοιμες να με προϋπαντήσουν, έτοιμες να με σκανδαλίσουν  
κι ύστερα μετά από το δείπνο πάλι μια αντάρα και μια ομίχλη θα με σκεπάσει.»

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Υστεροφημία / Δημήτριος Γκόγκας

 


 

Μέσα σε δύο δεκαετίες σκότωσε πενήντα εννέα γυναικείες λέξεις.
Όσες και οι χρονιές που ζούσε.
Για το ακριβέστερο, πενήντα εννέα λέξεις θηλυκού γένους !
Του είχε μείνει μία εξαίρετη μα δύσκολη συνάμα,  η υστεροφημία.
Πάντα πίστευε ότι αυτή θα τη σκοτώσει η δικαιοσύνη.
Σε ονειρική ενέδρα, κάποια μελαγχολική Κυριακή, κάποιο δείλι.
Αυτός θα περνούσε στην αιώνια αφάνεια.
Κατά συρροή δολοφόνος της ποίησης.
Ένα κείμενο σύνηθες με τυπογραφική γραμματοσειρά.
 
Είχε μεγάλες προσδοκίες.
Όλοι το γνώριζαν, αναμφίβολα θα έστηναν συμπληγάδες.
Στα έλη των λέξεων καραδοκούσαν οι Στυμφαλίδες όρνιθες.
Περίεργες ληστρικές αμαζόνες.
Και δεν ήταν ο ήρωας που θα τις χειραγωγούσε.
Τα βέλη τους
με τη περίεργη τροχιά στης κριτικής σκέψης το πλατύσκαλο,
δεν άφησαν αδιάφορο το ποιητικό δίκαιο.
Η υστεροφημία τον πλήγωσε.
 
Πριν σβήσει σαν διάττοντας γέλασαν όλοι στην πλατεία.
Ο επικήδειος τσιμέντωσε το περιθώριο.
Κι ήταν ωραία κηδεία!

βία νεαρών... μία παράμετρος: αμαρτίες γονέων

 

Τους τελευταίους μήνες έχει πάρει ανυσηχητικές διαστάσεις η βία μεταξύ νέων και γενικότερα η βία των νέων. Καθημερινά μεταδίδονται από τις ειδήσεις περιστατικά που θα πρέπει να μας προβληματίζουν. Ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, ειδήμονες έχουν επιστρατευτεί για να εξηγήσουν το ....φαινόμενο. Και οι εξηγήσεις που δίνουν δεν απέχουν πολύ από τις απόψεις των ανθρώπων στα ...καφενεία. Φταίει ο εγκλεισμός λόγω του κορωνοιού, φταίνε τα αδιέξοδα, φταίνε οι εκθέσεις στο διαδίκτυο, οι ρητορικές μίσους, φταίνε... κτλ. Θα σας αναφέρω μία παράμετρο μέσα από ένα περιστατικό στο Metropolis Mall της Λάρνακας. Και ελπίζω να σας οδηγήσει στο αμαρτίες γονέων. 
Δύο νεαροί, ηλικίας 16-18 ετών φωνασκούσαν, πείραζαν κοπέλες, χτυπούσαν τα παγκάκια, δημιουργούσαν φασαρία. Ήρθε ο υπεύθυνος ασφαλείας και έκανε παρατήρηση στους νεαρούς, προσπαθώντας να τους ηρεμήσεις και τους εξήγησε πως αν δεν σταματούσαν την κακή συμπεριφορά τους θα τους έβγαζε η ομάδα ασφαλείας έξω από το Mall.  Δεν πέρασε μισή ώρα και εμφανίστηκε ο πατέρας του ενός παιδιού, που αντί να τραβήξει το αυτί του παιδιού του και να το σύρει στο σπίτι του, επιτέθηκε λεκτικά στον υπεύθυνο ασφαλείας με ύφος καρδιναλίου υλοποιώντας εκείνο το ανεκδιήγητο: Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε...
Κάπως έτσι παγιώθηκε η εικόνα στο μυαλό του παιδιού του πως μπορεί να κάνει ότι θέλει και να ...βγαίνει και από πάνω. 

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Δικαιολογία Ποιητή / Δημήτριος Γκόγκας

 

Η σκιά του άνθιζε αναπάντεχα
πότε στη ζωή και πότε στον θάνατο. 
Μύριζε κόκκινη παραρούνα και ανεμώνα του Πέγκου*
μύριζε λιβάνι του Αγίου Αντωνίου. 
Έπιανε τα βήματά του, μικρός τυμπανιστής, των βρεγμένων σκελετών του 
να κάνουν ανεπαίσθητο θόρυβο στους υγρούς δρόμους των πόλεων 
και τα λασπωμένα δρομάκια των χωριών του. 
Γήινοι παράδεισοι που προδόθηκαν 
στις κάννες της αδιαφορίας και της υποκριτικής λογικής. 
Σύγχρονη φαυλότητα!
Πήναινε μπροστά, κρατώντας στον ώμο το όπλο, η σκιά εκεί. 
Βάδιζε πίσω, τον ακολουθούσε πιστά. 
Ο ασκεπής τάφος, το μόνο ασφαλές καταφύγιο. 
Πλήρης δικαιολογία ποιητή. 

*Πέγκο: Περιοχή του Στρυμονικού Σερρών 

ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

 


                                                    γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα και οι εορτές για τον ερχομό του Νέου Έτους από τις εκπομπές της Τηλεόρασης και των Ραδιοφώνων ακούγονται τραγούδια του ελληνικού αλλά και του ξένου ρεπερτορίου άλλα καλά, άλλα λιγότερο όμορφα και άλλα ανούσια γύρω από από το αιώνιο θέμα της αγάπης. Βλέπετε τις ημέρες αυτές βασιλεύει η αγάπη, εν μέσω δύο πολύ σημαντικών πολέμων. Αυτών στην Ουκρανία και στην Γάζα, όπου Ρωσία και Ισραήλ αντίστοιχα έχουν εισβάλλει, το κάθε κράτος για τους δικούς του λόγους και σπέρνουν τον όλεθρο. 
Ακούγοντας αυτά τα τραγούδια, αναρωτιέμαι γιατί οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί αγνοούν τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια της Λαικής παράδοσης που αναντίρρητα είναι πολύ πιο μελωδικά και οι στίχοι τους πολλοί πιο ουσιώδεις αλλά και εγγύτεροι του θέματος των Χριστουγέννων και των εορτών του Νέου έτους. Και χωρίς να το καταλάβουμε γινόμαστε απαθείς μάρτυρες της απομάκρυνσής μας από τις ρίζες μας. Στις σοβαρές συζητήσεις πετάμε κάποιες φτηνές δικαιολογίες και υπερασπίζουμε τις επιλογές των ακουσμάτων μας (όχι ότι δεν πρέπει να έχουμε και τέτοιες επιλογές) με φτηνά δικαιολογητικά και σύγχρονα συγχωροχάρτια. Οι εποχές αλλάζουν νομίζουμε και όχι ότι επαναλάμβάνονται σε νέα μοτίβα, όπως θα υποχτηρίζω εγώ. Και κάποια στιγμή θα ξυπνήσουμε αλλά θα είναι πολύ αργά να σβήσουμε τις φωτιές που οι ίδιοι ανάψαμε. 
Ας ακούσουμε ένα από τα ωραιότερα Κάλαντα του ελληνισμού: Τα κάλαντα των Χριστουγέννων της Κύπρου. 

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ * του Δημητρίου Γκόγκα

 


Την ώρα που τα βλέφαρα θα κλείνεις
κι οι δούλοι το δωμάτιο θα σκουπίζουν.
Την αυγή θα ονειρεύεσαι, π αφήνεις
τις ποιήσεις στο συρτάρι να σαπίζουν.
 
Θα χαϊδεύουν οι αγάπες σου το χέρι.
Θα ζητούν να συγχωρέσεις κάποια λάθη.
Να ρωτήσεις τον Θεό σου αν θα ξέρει,
πως ματώνει της ζωής τους το αγκάθι.
 
Το σαρκίο σου με λίβανο θα ραίνουν.
Οι στιγμές σου μυροφόρες θα ντυθούνε.
Λυπημένες και δειλές θα ξεμακραίνουν
κι οι αόρατες ματιές σου θ απορούνε.
 
Πώς δεν σταύρωσες τη φύση σου, ν αλλάξεις.
Μ έναν όφη η καρδιά σου χαραγμένη.
Τις ψυχές των ποιητών να απαλλάξεις,
απ' την μοίρα τους, την καταδικασμένη.

* Β΄ βραβείο στην κατηγορία Ποίηση στον 13ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων) 2022-2023


Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Ακέφαλη καρέκλα / Δημήτριος Γκόγκας


 

Απέναντί του μια ακέφαλη καρέκλα
Την αντικρύζει κάθε μέρα.
Και μάρτυρά του ο Θεός 
την ομοιάζει με σκελετό που ξεθάφτηκε χωρίς το κρανίο.
Έχει κορμί, έχει πόδια μα ακέφαλη ως είναι δεν απαντά στις εκκλήσεις του
Δεν απαντά στις ερωτήσεις του
Γιατί;
 
Έτσι με ταπεινότητα ρίχνει το βλέμμα στο Θεό
Α τούτος φταίει που τον έκανε λεύτερο
Επέλεξε τη σκοτοδίνη κι ήρθε ο θάνατος
Κι έτσι απουσιάζει τις Κυριακές από το τραπέζι στο πατρικό
Κι έτσι είναι αδειανή και ακέφαλη η καρέκλα
Κι έτσι μένει κενό το πιάτο
Κι έτσι υψώνει το πνεύμα στον ουρανό και πλησιάζει το ετοιμόρροπο ταβάνι
 
κι αυτή η εικόνα είναι θεϊκή;
Αναρωτιέται και σταματά τη γλώσσα που έκπληκτη αναμασά προσευχές και παρεκκλίσεις
Ύστερα πάει στο εικονοστάσι κι ανάβει το καντήλι
Τουλάχιστον να ζεσταίνεται κάτω από τα κλινοσκεπάσματα της γης
Κι ας μένει ακέφαλη η καρέκλα!
 

 

 

 

Το βόλι που μίλησε * του Δημητρίου Γκόγκα



    


Ένας μήνας έμενε, ένας ολόκληρος μήνας συλλογίστηκε και ρούφηξε με μανία το τσιγάρο. Σχεδόν το έκοψε στην άκρη των χειλιών του. Σηκώθηκε νυσταγμένος από το κρεβάτι και πήγε κατ΄ ευθείαν στην τουαλέτα. Πρόσεξε πως ήθελε ξύρισμα, δεν βαριέσαι μουρμούρισε, εδώ στα σύνορα ποιος θα με δει. Φόρεσε το στρατιωτικό του παντελόνι, οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν, μύριζε ιδρώτα και απλυσιά. Ήταν ώρες-ώρες που σιχαινότανε τον εαυτό του. Πέταξε το χιτώνιο στη ράχη του, κρέμασε όπως- όπως το τουφέκι στον ώμο και πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε στην υπερυψωμένη σκοπιά της νότιας πύλης του φυλακίου. Δεν ήταν μακριά, περίπου διακόσια μέτρα απόσταση, δίπλα από ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην μέση μιας αλάνας. Σπαρτά καμένα από τον ξερό ήλιο από την μια πλευρά, ατελείωτα συρματοπλέγματα, νεκρή ζώνη και στο βάθος το εγκαταλελειμμένο χωριό του, από την άλλη, απ΄ την αντίπερα, έτσι πάντα έλεγε, έτσι του έμαθαν να μονολογεί.  Έτσι θα ήταν τα πράγματα από δω και πέρα. Όπως όλα και η δική του χώρα, δύο πλευρές, δύο απόψεις, δύο άνθρωποι να την φυλάνε. Ένας από εδώ και ο άλλος στην βαμμένη κόκκινη σκοπιά, στα όρια της νεκρής ζώνης.  Οι δικοί του μιλούσαν για το δίκαιό τους, οι άλλοι για το δίκαιο που χάσανε. Ποιος έχει δίκαιο τελικά; Ο κατακτημένος ή ο κατακτητής; Δεν χρειάστηκε να δώσει τώρα απάντηση. Του την είχαν δώσει οι αγνοούμενοι δικοί του άνθρωποι. Η δική του γνώμη είχε για μελάνι τον πόνο, τη θλίψη, τη προσφυγιά, τον ξεριζωμό.

     Οι απέναντι δεν είχαν ακουμπήσει τα σπίτια. Δεν είχαν φέρει εποίκους στο χωριό. Διεθνείς συνθήκες, είπαν, το προστάτευαν. Το ίδιο και η μητέρα φύση. Τα δέντρα μεγάλωσαν, έγιναν δάσος, τα αγριόχορτα, έπνιξαν τις πλατύφυλλες  τριανταφυλλιές και τις κρεμαστές πολύχρωμες βεγόνιες στις άδειες αυλές των σπιτιών. Τα γιασεμιά στις πόρτες των αυλών, μύριζαν ακόμα μα έγερναν λυπημένα προς το ματωμένο χώμα. Στους δρόμους φύτρωσαν πουρνάρια και γέμισε ο τόπος από φωλιές άγριων ζώων και ερπετών. Φίδια σέρνονταν στους χωματόδρομους και φιλούσαν τις αμαρτίες στα πόδια. Τα κεραμίδα έχασαν το χρώμα τους, σκούρυναν και πιάσανε στις άκρες βρύα και ζωντανή μούχλα. Ασπρόμαυρα όλα.

    Το μικρό νεκροταφείο του χωριού, είχε χαθεί από την εικόνα, πίσω από το ψήλωμα των θάμνων. Θυμόταν απλά την τοποθεσία του, κάπου εκεί στην άκρη, πίσω από τα κυπαρίσσια στα δεξιά της εκκλησίας, με του ερημωμένους τάφους των παππούδων του. Το καντηλάκι δεν είχε ανάψει από τη δεύτερη εισβολή.

     Η υπηρεσία αυτή του κάρφωνε την καρδιά και το σταυρουδάκι κρεμασμένο στον λαιμό έκαιγε. Όσες φορές και αν παρακάλεσε τον επιλοχία να τον βάζει υπηρεσία στην άλλη πλευρά που έβλεπε την θάλασσα, εκείνος κρατώντας  ινάτι από μια παλιά αντιλογία, όταν πρωτοήρθε στην Μονάδα, του πήγαινε κόντρα. Πάντα φύλαγε εκεί, απέναντι από την κόκκινη σημαία να ματώνει στο στήθος, με το σταυρουδάκι χωμένο στις κατάμαυρες τρίχες  και την στρατιωτική τσίγκινη κονκάρδα. Τον στρατιωτικό αριθμό και την ομάδα αίματος.

     Πλησίαζε στην σκοπιά.  Φώναξε τον σκοπό να κατέβει. Τον είδε να τον χαιρετά με ένα ασαφές μειδίαμα. Ο Ανδρέας τελείωνε τη στρατιωτική του θητεία και επέλεγε την υπηρεσία στο φυλάκιο για να περάσει ανώδυνα ο τελευταίος μήνας. Τα πήγαινε καλά μαζί του. Ήταν παλιός, αυτός ήταν νέος! «Καλό ύπνο ψάρακα» του ευχήθηκε, καθώς του εξηγούσε που άφησε τα συνθηματικά και τα πυρομαχικά. «Εντάξει» του είπε «σιγά μην χρειαστούνε». Μήνες τώρα η ίδια ανιαρή καθημερινότητα του στρατού.  

     Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, δύο δεκάδες σκαλιά και έφτασε στην κορυφή. Παντού ακαθαρσίες, αποτσίγαρα, περιοδικά με γυμνόστηθες γυναίκες και φωτογραφίας έρωτα, χαρτιά από φαγώσιμα. Κλώτσησε το καλάθι με τα σκουπίδια, έσυρε με τα πόδια του ότι υπήρχε στο πάτωμα και έκατσε πάνω στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι από τις μαύρες κούτες των πυρομαχικών. Από εκεί μπορούσε να βλέπει τον κάμπο του κατακτημένου χωριού του. Μήνες τώρα με την ίδια εικόνα μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια και τα άνοιξε όταν έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Να μην βλέπει όλα εκείνα που του τρυπούν το κεφάλι, σαν καρφιά εσταυρωμένου. Δεν είναι δίκαιος ο θεός σκέφτηκε. Αν ήταν έστω και λίγο δίκαιος δεν θα άφηνε να γίνει το κακό. Όλα εκείνα που του έλεγαν, πως αφήνει τον άνθρωπο να διαχειριστεί την τύχη του και να καθορίσει την μοίρα του, κουραφέξαλα. Θεός είναι,  δεν είδε πως ο άνθρωπος είναι ανίκανος να το κάνει αυτό. Τι του τσαμπουνάνε οι ειδικοί. Αλλά τους ήξερε όλους αυτούς, μιλούσαν από θέση ισχύος ή… όχι; Δεν φύλαξαν ποτέ σκοπιά, δεν στάθηκαν ποτέ απέναντι από τον εχθρό, ποτέ δεν είδαν τα μάτια του απέναντι και κυρίως δεν είχαν αγνοούμενο και σκοτωμένο. Ή είχαν; Ειρήνη σου λένε. Αν κλείσεις τα μάτια, ας σε πάρει η ειρήνη. Εδώ όμως γίνεται ένας πόλεμος. Μπορεί να μην ακούγονται τουφέκια, μπορεί να μην χτυπάμε τύμπανα, αλλά η καρδιά, η ζωή δίνει μάχες κάθε ημέρα. Άχρηστοι άνθρωποι. Εμείς ανθρωπάκια, ρε ανθρωπάκια!

      Βολεύτηκε καλύτερα στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι. Έβαλε παραδίπλα το τουφέκι, στα πόδια του μια τελαμώνα, στην τσέπη τα συνθηματικά. Γέλασε, μια ζωή γελούσε με τα ονόματα που έβρισκαν οι υπεύθυνοι. Ξενέρωνε με τα ονόματα στο χαρτάκι των συνθηματικών. Αν ήταν αυτός θα έβαζε κάτι που να τον τσίτωνε. Η καρδιά και η ψυχή του νέου θέλουν τσίτα. Ας πούμε μπούτια, βυζιά, μουνί, σεξ, πουτάνα. Να έρθει λέει η έφοδος και να του πει, βυζί, επανέλαβε το αληθές και να απαντήσει πουτάνα. Ε ρε πλάκες.

     «Ρε μαλάκα μου» φώναξε τι κάνει αυτός. Σηκώθηκε τρομαγμένος. Έπιασε το όπλο με μιας, σχεδόν το αγκάλιασε. Σημάδεψε. Από την απέναντι μεριά προχωρούσε προς το μέρος του ένας κόκκινος εχθρός. Πέρασε στην νεκρή ζώνη και φαινότανε να ψάχνει κάτι. Του φώναξε να απομακρυνθεί. Δεν άκουγε. Ρώτησε αν θέλει κάτι, του φάνηκε πως δεν άκουγε. Μοναχά προχωρούσε. Πήρε τηλέφωνο τον αρχιφύλακα. «Άσε την πλάκα» του απάντησε. «Ρε μαλάκα, έρχεται προς το μέρος μου» « Άσε την πλάκα, παράτα μας,  πυροβόλησε τον πούστη και αν δεν σταματήσει πυροβόλησε, σκότωσέ τον » και ακούστηκε ένα τρανταχτό γέλιο από την άλλη άκρη του ασυρμάτου.

     Σήκωσε το όπλο, στερέωσε την κάνη στο ανοικτό παράθυρο της σκοπιάς  και φώναξε με την δύναμη της ψυχής του:  «αλτ εις συ» Σήκωσε τα μάτια ο απέναντι. Επιτέλους άκουσε! Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Πέταξε το όπλο χάμω στα χόρτα και ύψωσε τα χέρια. «Τι θέλεις εδώ;» ρώτησε. «Γύρνα πίσω θα σου την ανάψω».

    Κοιτάχτηκαν μάλλον σαν εχθροί, μα η ματιά δεν είχε χρώμα. Ήταν ασπρόμαυρη, όπως το έρημο χωριό του. Δεν έλεγε τίποτα, σαν τα πουλιά που δεν τα άκουσε ποτέ να κελαηδάνε στο χωριό του. Δεν απάντησε, όπως δεν του απαντάνε οι παππούδες και οι γονείς του που χάθηκαν. Δεν μίλησε, γιατί δεν είχε τίποτα να πει. Τι να πει άλλωστε. Εξάλλου δεν ήθελε να τον ακούσει.

    Χωρίς όπλο προχωρούσε προς το μέρος του. «Ρε συ δεν καταλαβαίνεις μην προχωράς άλλο. Θα πυροβολήσω το εννοώ». «Φίλε ένα τσιγάρο, μοναχά ένα τσιγάρο. Οι δικοί μου στο φυλάκιο δεν έχουν, δεν δίνουν». Ζύγιασε την κατάσταση, χωρίς όπλο ο άλλος ήτανε ακίνδυνος. Εξάλλου τι ζήτησε, ένα τσιγάρο μόνο. «Καλά κατεβαίνω» Μην κουνηθείς. Κατέβηκε τα σιδερένια σκαλοπάτια της σκοπιάς με μεγάλες δρασκελιές. Πόνεσαν τα πόδια του. Απείχε μόλις λίγα μέτρα από τον συνομήλικο του. «Κάμε παραπέρα, θα σου δώσω». Δεν πρόλαβε να βάλει το χέρι στην τσέπη του χιτωνίου και το σιδερένιο πόδι της σκοπιάς τραντάχτηκε από χτύπημα σφαίρας. Ο διαπεραστικός ήχος της, σήκωσε τα πετούμενα της νεκρής ζώνης. Γέμισε ο ουρανός από μαύρα κοράκια. Ασυναίσθητα κυλίστηκε στο έδαφος, πήρε την θέση μάχης που έμαθε στην εκπαίδευση και βλέποντας τον αντίπερα να τρέχει,  πυροβόλησε και έσκυψε ξανά κάτω. Ο ήχος της δικής του σφαίρας έσπασε την σιωπή της νεκρικής ζώνης. Καθώς άκουσε την νεανική κραυγή, να πετά προς τον ουρανό του φάνηκε πως ο αγέρας της πατρίδας του μίλησε. Πως πήραν την σωστή τους θέση στην ζωή του οι αλύτρωτες μνήμες και το δικό του πρωινό. Οι αγνοούμενοι και ο μεγάλος θεός. Είχε σκοτώσει. Ήταν πολύ εύκολο.

    Ανέβηκε βιαστικά στη σκοπιά σα μαγεμένος άνεμος. Κουλουριάστηκε στη γωνία, μέσα στις ακαθαρσίες, τα αποτσίγαρα, στα περιοδικά με τις γυμνόστηθες γυναίκες. Έβγαλε από τη τσέπη του το τσιγάρο και το άναψε αργά. Ο καπνός του ζάλισε το μεδούλι. Ο ασύρματος χτυπούσε ανελέητα. Σήκωσε το ακουστικό και άκουσε τον Αρχιφύλακα να τον ζαλίζει με τις ερωτήσεις και να γελά από ικανοποίηση. Όταν τελείωσε την αναφορά, βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στη γωνιά σκεπάζοντας το τρομαγμένο πρόσωπό του με το χιτώνιο.  Κοιμήθηκε με μια πρωτόγνωρη ανησυχία. Ίσως αναλογίστηκε να είναι τούτη η ηρεμία του νικητή!



* Έπαινος στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος έτους 2021 του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής (Κύπρου) 

* Η φωτογραφία είναι από την ταινία : Η ιστορία της Πράσινης Γραμμής και έχει ληφθεί από την σελίδα: https://www.filmy.gr/movies-database/the-story-of-the-green-line/