Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξέρω ένα τόπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξέρω ένα τόπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Ξέρω έναν Τόπο: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / e-book / 2018 : Τέσσερα [4] Ποιήματα

 
 

ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
 
Και οι σκαπανείς;
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
 
Ανάμεσα σε αυτούς και ο ποιητής.

**

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
 
 
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.
 
Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.
 
***
 
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
 
 
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
 
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες. 
 
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.
 
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
 
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.
 
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.

****

ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι  δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές  από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
 
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.


https://www.ebooks4greeks.gr/kserw-ena-topo

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ / Δημήτριος Γκόγκας / από την ποιητική συλλογή : ξέρω έναν τόπο


 

Το χωριό μου έχει μια μάννα που κλαίει τα βράδια.
Το δάκρυ της στάζει στην ροδιά της αυλής.
 
Έχει ένα σπίτι.
Παραθύρια ορθάνοικτα,
εκεί που μιλούν τα παιδιά του.
 
Στην Εκκλησιά υπάρχει ένα μνήμα.
Χαμογελά και πλαγιάζει ο πατέρας.
 
Το χωριό μου έχει ένα δάσος.
Να το περπατήσει κανείς δεν μπορεί.
Ζει πάνω στις ρίζες.
 
Κάθε που φεύγω,
πετώ στους δυο λόφους.
Μιλώ του βουνού μου και κλαίω.

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

[Τώρα η καρδιά μου χτυπά] / Δημήτριος Γκόγκας / Ποιητική Συλογή: ξέρω έναν τόπο / 2018


 

Τώρα, το ξέρω η καρδιά μου χτυπά,
για κείνο τον όμορφο τόπο,
για κείνη την γέρικη ιτιά,
πού ΄σπειρε η μάννα με κόπο.
 
Στης αυλής τη μεγάλη ροδιά,
κάποτε έκατσα λίγο.
Στη σκιά της να βρω τη δροσιά
και κατόπι σαν ξένος να φύγω.


 
Μα πάλι η καρδιά μου χτυπά
και γυρίζει η σκέψη στο σπίτι.
Στην πέτρινη εκείνη φωλιά
που πετούσα σαν το σπουργίτι.

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ / Δημήτριος Γκόγκας : Ποιητική Συλλογή " Ξέρω έναν τόπο " / 2018




Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
 
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.

Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ / Δημήτριος Γκόγκας / Ποιητική Συλλογή : Ξέρω έναν τόπο / 2018


 


Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες, σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο.
Όση δύναμη της απόμεινε δηλαδή, να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους, ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες και φτηνές εργάτριες
σκυφτές  από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου.
Λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη, κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
 
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
 
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ / Δημήτριος Γκόγκας ... από τη ποιητική συλλογή: Ξέρω έναν τόπο / 2018


 

Την έσυραν χιλιόμετρα μακριά
αιχμάλωτη της ξενιτιάς
και μιας Άνοιξης που την περίμενε χρόνια.
Από το γκρίζο πέτρινο σπίτι,
το μάτι του παιδιού έβλεπε τα χελιδόνια.
Δεν ήθελε να ξανάρθουν καμία Άνοιξη.
 
Την βάλανε γυμνή μπροστά στους δικαστές,
με τις άσπρες ρόμπες.
Θόλωσε για μια στιγμή
(τόσες δεκάδες παιδάκια σαν δικαστές)
Της κοίταξαν τα δόντια,
τα πόδια
και (αλλοίμονο) τα χέρια.
Ποιος θα έπαιρνε εργάτη χωρίς χέρια.
 
Το μόνο που δεν ζήτησαν ήταν να μιλήσει.
Την φωνή της δεν την άκουσε κανείς.
Την έκλεισε μέσα στα γράμματα της Άνοιξης
κι απλώθηκε στους χρόνους της ένα χειμώνας,
σαν σημαία στο πέτρινο σπίτι.
 
Τα χελιδόνια δεν ήρθαν όσο διαρκούσε η ξενιτιά.
Η Άνοιξη φευγαλέα,
μια ηλιαχτίδα
κι ύστερα ανάσα της
μέσα στην ανάσα του κόσμου.
Λίγο νερό, λίγο χώμα,
αυτό ήταν το τραπέζι της.
Λίγο νερό και λίγο χώμα.
 
Το χέρι του παιδιού που ζητούσε,
μ΄ ένα σπαθί το έκοψαν.
Ήταν άσκεφτο αυτό που πίστευε είπαν.
Ζητιάνευε την Άνοιξη.
 
Κι οι δικαστές;
Αχ αυτοί οι δικαστές
άλλαξαν τις ρόμπες τους
και χρόνια τώρα φορούν τα μαύρα
και κρατούν τα γρανάζια των εποχών.
«Πότε θα αλλάξει τούτο;
Δεν θα το μάθει ποτέ της » ψέλλισε.

Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Η ΚΑΠΝΟΠΟΥΛΗΣΗ / Δημήτριος Γκόγκας (Ποιητική Συλλογή: Ξέρω έναν τόπο: έτος 2018)


 

                         Λεπτομέρεια από τον περίφημο πίνακα του χαράκτη Τάσσου (1914-1985), «Η καλλιέργεια του καπνού»
 
Χειμώνας. Κάπου στο σπίτι μια σόμπα ανάβει,
ο πατέρας κι η μάνα σκυφτοί σε μια κάσα,
ο παππούς με βελόνα, τα δέματα ράβει
κι εμείς στο σοφρά με κοφτή την ανάσα.
 
«Όταν θα έρθει ο έμπορας, βράδυ,
μάνα να βγάλεις το σπιτίσιο γλυκό,
να χορτάσει το μάτι». Δίνει στον άνδρα το αστείρευτο χάδι
πάει να γεμίσει το ποτήρι νερό.
 
Ο ήχος στην πόρτα, ένα τσίμπημα, πόνος.
Τα μάτια του θόλωναν, κοιτούσαν παντού.
Σαν να σταμάτησε στο σπίτι ο χρόνος.
«Έλα, έλα θα βρούμε μια άκρη  αλλού»
 
Πώς να του σφίξεις το χέρι; Κατράμι
στα δάκτυλα, μαύρο σαν πίσσα.
Ανείπωτος κόπος που πήγε χαράμι,
στα χείλη η γλυκύτητα, έγινε λύσσα.
 
«Μην απελπίζεσαι, του χρόνου η σοδειά σου,
θα είναι καλύτερη» την πλάτη χτυπάει.
«Για δες ομορφούλικα που ειν΄ τα παιδιά σου.
Είναι καλή η τιμή». Μα κανείς δεν γελάει.
 
Κλείνει η πόρτα, η ώρα κυλάει.
Ο πατέρας κι η μάνα ξανά παν΄  στην κάσα.
Ο παππούς σε μυριάδες κομμάτια. Την μοίρα κεντάει,
κι αφήνει να φύγει απ΄ το κορμί του η ανάσα.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

ΠΟΝΟΣ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ξέρω ένα Τόπο (2018) / Δημήτριος Γκόγκας


 
 

Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσανε.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους  χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.
 




Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος  κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
 
Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ και ΠΟΝΟΣ : 2 ποιήματα από την Συλλογή ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ /2018 /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ
 
Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
 
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
 
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.


ΠΟΝΟΣ
 
 
Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσανε.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους  χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.
 
Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος  κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
 
Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.



https://www.openbook.gr/xero-enan-topo/

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ (Στρυμονικό Σερρών) / Δημήτριος Γκόγκας /2018


 



Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,
 
του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το  χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
 
Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
 
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
 
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν  φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
 
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην  πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
 
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν  μυγδαλιές στα σχολεία.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

Α. Ξέρω ένα Τόπο: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book) (Απόσπασμα: 10 ποιήματα)

 

Στον παππού Δημήτρη και τους γονείς μου
Στο γιο μου Αντώνη
Στους φίλους μου που χάθηκαν από τη ζωή μου
 
Οι φίλοι μου, στου Πέγκου* τα τρεχάματα,
στης Μαγκίλας* την ανεμώνη,
στου Κρίστο* τα αγριοκρινάκια,
στου Αι Αντώνη* το θυμίαμα…
στο Στρυμονικό* Σερρών


Επεξηγήσεις:
 
Στρυμονικό: Κοινότητα του Νομού Σερρών/ Δήμου Ηράκλειας. Γενέτειρα του ποιητή. Πρώτη ονομασία: Όρλιακο
Σιβρί ή Κορφοβούνι: Όρος της περιοχής. Πρώτος χώρος δημιουργίας του οικισμού
Πέγκο: Περιοχή δασώδη της περιοχής. Ανάμεσά της ρέει το ρέμα (ο ξεροπόταμος) της Κοινότητας
Μαγκίλα, Κρίστο: Λόφοι της περιοχής
Άγιος Αντώνιος: Πολιούχος άγιος της Κοινότητας/ Εκκλησία
 
ΓΕΝΝΗΣΗ
 
Πάνω απ΄ τις μαύρες πέτρες έσταζε ο ιδρώτας
ζυμώνανε στο χρόνο οι οδοιπόροι της μετανάστευσης.
Μέσα στη ξύλινη σκάφη το νερό και το χώμα.
Φούσκωνε αργά η κοιλιά της πρωτόβγαλτης κόρης
να γεννήσει τους ώριμους κλώνους  με τα πράσινα φύλλα.
Να βλεφαρίσει το άγριο βουνό, να σκάσουν τα σπαρτά του κάμπου όλου.
 
Μέσα από τις αγριο – σχισμάδες των ψηλών βουνών ξεπήδησαν
χαρές και πόνοι, μικρές ζωές που χαθήκανε.
Λίγο ξαπόστασαν, μια ανασπασμένη ανάσα,
μέσα από τα στήθια τους, στον δρόμο προς το βορρά.
Μια στάση εκεί, όσο να βγάλουν την μάνα ζύμηαπ΄ το βρεγμένοτους δισάκι.
Να γίνει το νιούτσικοψωμί σταρένιο και νόστιμο.
Να μοιραστεί στα ατσάλινα χέρια κολόνες,
σαν μεριάζουν με σιδερένια δρεπάνια τ΄ αγριόχορτα
και τα πικρά πουρναρόγκαθα.
 
Στη μέση της αυλής οι πέτρινες μυλόπετρες
πιο πάνω η τρίποδη πυροστιά και τ΄ αναμμένο μαγκάλι.
 
Ξέσπασε με μιας και χρόνους μετά, η δακρυσμένη γη,
κατέβηκαν τ΄ αρματωμένα ξωτικά από το αντίκρυ βουνό,
αλλάξανε ταπληγωμένα ονόματα και τα μαχαίρια στις ζώνες
ακονίστηκαν, έτοιμα για την πάλη με τον ξεροπόταμο και το βαθύ πηγάδι.
 
Όρλιακο, Σιβρί, Τσάλτεπε, Μαγκίλα και Κρίστο.
Ιστορίες μακρόσυρτες και μικροί θρύλοι,
στάζουν από τα μάτια μας μελάνι και αιώνιο αίμα.

*
 
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
 
Το χωριό μου έχει μια μάννα που κλαίει τα βράδια.
Το δάκρυ της στάζει στην ροδιά της αυλής.
 
Έχει ένα σπίτι.
Παραθύρια ορθάνοικτα,
εκεί που μιλούν τα παιδιά του.
 
Στην Εκκλησιά υπάρχει ένα μνήμα.
Χαμογελά και πλαγιάζει ο πατέρας.
 
Το χωριό μου έχει ένα δάσος.
Να το περπατήσει κανείς δεν μπορεί.
Ζει πάνω στις ρίζες.
 
Κάθε που φεύγω,
πετώ στους δυο λόφους.
Μιλώ του βουνού μου και κλαίω.

*
 
ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ
 
Τα ποτάμια,τα ρυάκια και οι κρυφοί ξεροπόταμοι,
γλύφουν τ΄ αγέρωχα βουνά και τους ήρεμους κάμπους
φιλούν τις ξαναμμένες ρεματιές,
μέχρι να χωθούν στην αγκαλιά του μάγιστρου Στρυμόνα.
 
Οι υγρές καλαμποκιές και τα μεστωμένα στάχυα,
το λευκό βαμβάκι και ο αέρας του γλυκού κάμπου,
των περήφανων καβακιών το φύλλωμα,
μετρούνε το ύψος των ανθρώπων.
 
Σοδιές χωρικών,
χρυσά σιτάρια, μελαψά χωράφια, μεστωμένα μποστάνια, πλούσια περβόλια, ματιές που χάνονται στα κρεμάμενα φρούτα, στα κυδώνια της Εκκλησιάς του Άγιου Αντωνίου, στις λασπουριές των δρόμων οι βηματισμοί των παιδιών,  σοδιές και αυτά.
 
Κόπος
 
Ένα μικρό χωριό μαγκωμένο στον αγώνα.
Ένα μικρό χωριό από νερό και χώμα.
 
 *

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
 
Γυρίζω το κεφάλι.
Οι φίλοι μου...
Παιδικά χαλάσματα…
 
Χαθήκαν μέσα στα νερά του ξεροπόταμου,
με τις χάρτινες βαρκούλες ν΄ αρμενίζουν
στα πράσινα ρυάκια του.
 
Οι φίλοι μου, 
στου Πέγκου τα τρεχάματα,
στης Μαγκίλας την ανεμώνη,
στου Κρίστο τα αγριοκρινάκια.
Γυρίζω το κεφάλι μου, πίσω οι φίλοι μου,
στραγγίζοντας τις σκέψεις μόνο εικόνες
στα πρωτοβρόχια των περιβολιών,
στα πικραμύγδαλα, στους ζωντανούς και μαραμένους μπαξέδες.
 
Γυρίζω το κεφάλι μου,
οι φίλοι μου.
Χρόνια τώρα
δρομολόγια στην Βόρεια Ελλάδα,
στην Θράκη, Μακεδονία, Νησιά
στο χακί, στους μαύρους μπερέδες, στις σκονισμένες ερπύστριες
με την προσμονή να φύγουν.
 
Πάντα γυρίζω πίσω το κεφάλι μου.
Γυρίζω πίσω κι οι φίλοι μου δεν είναι εκεί.
 
*
 
ΞΕΡΟΠΟΤΑΜΟΣ
 
Ο στεγνός ξεροπόταμος ένα χλωρό ποτάμι.
Πρώτος στο χαμένο όνειρο.
Πρώτος στη ξέπλυμα της νύχτας.
Κατράμι στο κελαριστό νερό
και η ζήση του, λάσπη, πέτρα, άμμος.
 
Ένα μικρό σκίτσο στο νερό και χάνεται
ο νυχτερινός διαβάτης στη πεζογέφυρα.
Η κρυφή του ανάσα πριν γίνει το δάκρυ καταρράκτης
ποτίζει την τελευταία εικόνα του Χειμώνα.
Στην καρδιά μιας μάνας, μια αρτηρία ο ξεροπόταμος.
Κυλούσε, σφάδαζε
ως τα φίδια της γης αγκάλιαζαν τα παιδιά της.

*
 
ΟΙ ΦΩΛΙΕΣ ΜΟΥ
 
Σε κόκκινες φωλιές έπλεξα τις πληγές μου.
Στις λιτές γραμμές των βουνοκορφώνκρύφτηκα
με τους ερχομούς των πελαργών.
 
Μέσα στις διογκωμένες ρυτίδες των φύλλων,
ανάμεσα στα τσαλακωμένα κίτρινα ξερόκλαδα,
δυο μεγάλα ορθάνοιχτα παραθύρια, οι  φωλιές μου.
 
Βλέπανε εμένα, σήμαναντην ερημιά μου.
 
Πάνω και λίγο πιο πάνω από τα κόκκινα κεραμίδια,
οι δικοί μου καλοί και άμοιροι άνθρωποι.
Σκιάχτρα,φυλακτά, του κάμπου και του βουνού σκιάχτρα
Φυλακτά κρεμάμενα στους λαιμούς
Απλησίαστοι, πετούμενοι χρόνοι.
 
Μια αόρατη μηχανική παγανιά,
θέλει τις ξύλινες φωλιές πίσω και τα κόκκινα κεραμίδια.
 
 *

ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ
 
Προσπάθησα με την αλήθεια και το ψέμα να κρύψω ματαίως  τα δάκρυα
σαν άπλωνες τα ατελείωτα χέρια κι έπιανες τα νιάτα μου
μην πλαντάξεις, φτάνει πια, έλεγες:
Μην κλάψεις θα κλάψω κι εγώ μπροστά στους φίλους και τους γνωστούς.
 
Κι έφευγες,
έφευγες
έφευγα κι εγώ.
 
Περιπλανώμεναμαύρα πουλιά οι ψυχές μας,
Ματωμένες από την αποστράγγιση τους.
Δυο τρία πήγαινε έλα, να βρεθούμε προφτάνουμε.
Τα κυπαρίσσια ίσαμε κάτω σκυφτά δίπλα από τα μνήματα
κι οι φίλοι, οι συγγενείς χαμένοι
μέσα στα λερωμένα παλτά τους
μέσα στις μάχες της ειρήνης
που τους αφήνουν και ζούνε
χωρίς ένα ζεστό όνειρο
στην καυτή θράκα.
 
 
 *

ΓΝΩΡΙΜΗ ΦΩΝΗ

Γνώριμη μητρική μορφή, κινούσες τα σύρματα
στις ανοικτές όχθες του ξεροπόταμου.
Με τα γκρίζα μαλλιά σου φόβιζες τα πουλιά.
Μαυροπούλια, τα έκανες μακρύ καμουτσίκι και βίτσα
Αλογίσιο μαστίγιο, χτυπούσες το ξεραμένο μάγουλο
μέχρι να ματώσει , πύο το αίμα να στάξει
και το θολό νερό του ποταμού να ντροπιαστεί.
Έπειτα έπλυνες το πρόσωπό σου
και το σκούπιζες με τις αγριωπές τσουκνίδες.
 
*
 
ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
 
Και οι σκαπανείς;
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
 
Ανάμεσα σε αυτούς και ο ποιητής.

*
 
ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΣ
 
Αυτή την όλη νύχτα με περίμενες.
Έμαθα, με περίμενες
κι έμαθα από το ρήμα
και εγώ έμαθα,
εκεί στο άσπρο νταμάρι της ποίησης
σε περίμενα εκ νέου.
 
Κι ήρθε το βράδυ, όλο το βράδυ
όπου το φεγγάρι στο ξεσκονισμένο αλώνι
κατέβασε βροχή
και τι βροχή
στα μάτια σου
που χόρεψε μεσονύχτια μαζί της.
Ο ξεροπόταμος μούγγριζε και έτρεχε,
έτρεχε γρήγοραπιο γρήγορα από σένα
να προλάβει τη θάλασσα, νομίζω την πρόλαβε.
Κανείς δεν την προλάβαινε τότε,
πόσο μάλλον τώρα,
μα εσύ δεν πρόλαβες ούτε τον ξεροπόταμο. 

 https://www.ebooks4greeks.gr/kserw-ena-topo