Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Περιστέρια στο τζαμί* του Δημητρίου Γκόγκα (Συλλογή Διηγημάτων : Πτώσεις Ανθρώπων)



1

       Κοίταξε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στον καθρέφτη. Πλησίαζε τα εξήντα. Τα κοντά μαλλιά του είχαν αραιώσει και ασπρίσει. Πως έφτασα μέχρι εδώ αναρωτήθηκε. Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν. Πάνε πάνω από τριάντα αν θυμάται καλά. «Γέρασες μεγάλε» είπε στα μέσα του. Οι γκρίζες ημέρες της εισβολής είχαν παρέλθει και μαζί τους είχαν πάρει τις περισσότερες μνήμες, τα αγαπημένα πρόσωπα, όλα δικά του πρόσωπα. Από τότε που είχε γίνει γνωστή η συμμετοχή του στην αρπαγή εκείνης της κοπέλας, στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης, όλοι φίλοι και γνωστοί, του γύρισαν την πλάτη. Δεν το ήξερε. Η ζωή που έκανε η κοπέλα ήταν όμοια με αυτή της πουτάνας. Που να το καταλάβει. Διαταγές εκτελούσε.

    Ευτυχώς η κυβέρνηση, εκτιμώντας τις υπηρεσίες του κατά την σκοτεινή περίοδο της χώρας, όπως επικράτησε να λέγεται το χρονικό εκείνο διάστημα, μέχρι στο νησί να επικρατήσει ηρεμία, τον διόρισε επιστάτη του τούρκικου τζαμιού στην άκρη της πόλης, κοντά στις αλυκές. Στην αρχή η ιδέα και η πρόταση δεν του άρεσε. Πως ήταν δυνατόν ένας χριστιανός να λειτουργεί μέσα σε μουσουλμανικό τέμενος. Η αυστηρή όμως ματιά του επιτρόπου, η επισήμανση ότι θα έρθουν δυσκολότερες ημέρες και ίσως δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία για δουλειά με υψηλό εισόδημα, τον έπεισαν. «Τι στο διάολο, όλα συνήθεια είναι».

     Οι πρακτικές καθημερινές του ασχολίες δεν ήταν διαφορετικές από αυτές ενός μέσου κυπριακού σπιτιού. Απουσία μάλιστα μουσουλμάνων πιστών, το πράμα γινότανε από μόνο του ακόμα πιο εύκολο. Κάθε πρωί έπρεπε να σηκώνεται νωρίς, να ανοίξει τα παράθυρα του τζαμιού, για να αεριστεί. Καθάριζε τα έδρανα του ιμάμη και μερικά, ευτυχώς ήταν λίγα, καθίσματα. Δυο φορές την βδομάδα τίναζε τα παλιά χαλιά των πατωμάτων και μία φορά τον μήνα τα έπλυνε στην μεγάλη πέτρινη γούρνα στο βάθος της αυλής. Η εργασία αυτή του ήταν επώδυνη, καθ΄ όσον τον ενοχλούσε μία παλιά δισκοκήλη, αλλά  δεν έβγαζε μιλιά. Πότιζε και καθάριζε τους κήπους, κλάδευε τα δένδρα, σκούπιζε τα σκαλοπάτια, έτριβε τις ακαθαρσίες των πουλιών από τους τοίχους, μάζευε τα πεσμένα φύλλα του Φθινοπώρου. Κάποιοι συμπολίτες του, χριστιανοί ορθόδοξοι, είχαν αντιδράσει με αυτόν τον διορισμό, όχι γιατί έγινε με συνοπτικές διαδικασίες αλλά για την ανώμαλη σύμπραξη, χριστιανισμού και μωαμεθανισμού. Οι γραμματιζούμενοι της πόλης κατέθεσαν σχετικό υπόμνημα, στο οποίο ανέφεραν τους λόγους της αντίθεσής τους. Ο Δήμαρχος δεν το δέχτηκε, τους κατηγόρησε ευθέως για ρατσισμό και μισαλλοδοξία και κάπου εκεί φάνηκε να τελειώνουν τα πράγματα. Όμως η ζωή είχε αποφασίσει αλλιώς.

 

2

       Ακούστηκε το πέταγμα των περιστεριών. Το ατελείωτο γουργουρητό τους τον ενοχλούσε. Σαν ερινύες που σούβλιζαν τα νεύρα του. Οι γέρικες φλέβες στο μέτωπο τεντώνονταν επικίνδυνα, τσίτωναν, έτοιμες να σκάσουν. Μια ζαλάδα πάντα, μια συνεχή ζαλάδα. Το μυαλό του ταλαιπωρούνταν από δεκάδες αρνητικές σκέψεις όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Κοιμόταν με τύψεις ξυπνούσε παρέα με αυτές. Ήθελε να ηρεμήσει και δεν εύρισκε τον χρόνο. Όλα του έφταιγαν και πιο πολύ τα πουλιά. Τα άσπρα περιστέρια.

     Οι περιστερώνες ήταν έξω από το προαύλιο του τζαμιού αλλά εκείνα στέκονταν όλη την ημέρα πάνω από το πέτρινο κτίσμα των νιπτήρων. Με μικρά πετάγματα, κατέβαιναν έπιναν νερό από τους πέτρινους κρουνούς και ξανά έπαιρναν τις θέσεις τους στα γεισώματα. Μισούσε τα περιστέρια, τα έδιωχνε αλλά εκείνα γύριζαν πάλι κοντά του. Δεν τα καταλάβαινε, δεν ήθελε να τα καταλάβει. Ποτέ δεν τα έδινε να φάνε. Ας φροντίζουν μόνα τους σκεφτόταν. Αφού ο θεός είναι μεγάλος θα μεριμνήσει και για τούτα. Μόλις τελείωνε την σκέψη, έλεγε πως αμάρτησε και κρυβότανε στην κάμαρά του.

 

3

       Έξω από τον περίβολο του τζαμιού, ο Δήμος είχε οριοθετήσει, ένα μικρό μονοπάτι , που ξεκινούσε από τον κεντρικό δρόμο έφερνε γύρα τις αλυκές και κατέληγε πάλι εκεί. Οι περιπατητές και οι  φυσιολάτρες είχαν επικροτήσει την προσπάθεια αυτή του Δημάρχου και είχαν σπεύσει πολύ γρήγορα, πριν ακόμα εγκαινιαστεί το μονοπάτι να το δοκιμάσουν. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, περπατούσαν να ξεκουραστούν, άλλοι έτρεχαν για να αθληθούν και άλλοι για να ξεχάσουν το παρελθόν.

     Τους έβλεπε με ευχαρίστηση και συνάμα με θαυμασμό. Κρεμότανε από τον συρμάτινο φράχτη και τους χαιρετούσε. Λίγοι ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό, κάποιους τους ήξερε και από παλιά όταν τις ζεστές νύχτες πριν την εισβολή κατέδιδαν πολίτες στην κυβέρνηση και συνεργάζονταν με τους απέναντι αντικυβερνητικούς. Οι περισσότεροι περνούσαν αδιάφορα από μπροστά του, σχεδόν τον έφτυναν.

     Είχε συμμετάσχει με προθυμία στις μαυροντυμένες ομάδες τήρησης της ηθικής τάξης στην Λάρνακα. Οι οικογενειακές του καταβολές και οι συντηρητικές πεποιθήσεις των δικών του, προδίκαζαν και την δική του πορεία. Δεν μπόρεσε ποτέ όσο και αν προσπάθησε με την νεανική του φύση να αντιδράσει να ακολουθήσει αριστερά και κόκκινα μονοπάτια. Τον είχαν πείσει και είχε δεχτεί αναντίρρητα, σχεδόν με απόλυτο τρόπο, την ιδέα πως για όλα έφταιγαν οι κομουνιστές και οι πουτάνες. Τους πρώτους τους πολέμησε, τους κατέδωσε, συμμετείχε στα βασανιστήριά τους, στο κυνηγητό στις αλυκές, στα αυτοσχέδια  υπαίθρια δικαστήρια και στους εξοστρακισμούς από το κέντρο της πόλης όλων εκείνων των γυναικών που με τον έκφυλο βίο τους μόλυναν τα σπλάχνα της. Όχι πως δεν τις είχε ανάγκη, άνδρας ήτανε, αλλά μέχρι εκεί. Μόλυναν την ατμόσφαιρα, την πόλη του, του έφερναν δύσπνοια. Πως μύριζαν έτσι τα μπουρδέλα! Κολόνια, γυναικεία σάρκα και ανδρικό σπέρμα. Ανατρίχιασε. 

 

4

     Κάποια ημέρα, θυμήθηκε, απόγευμα τον ειδοποίησαν να ετοιμαστεί. Μόλις θα έπεφτε η νύχτα θα ξεκινούσανε να μαζεύουν τις πόρνες από όλα τα σημεία της πόλης. Έβρεχε και είχαν λασπώσει οι δρόμοι. Μικρά ποτάμια είχαν σχηματιστεί που κατέληγαν στις αλυκές. Η Λάρνακα ξεδιψούσε τα μέσα της. Κι είχε να βρέξει πολύ καιρό.    

      Πήραν ένα μικρό σκεπαστό φορτηγό και περνούσαν από τους γνωστούς δρόμους με τα πορνεία. Με το πρόσχημα του πελάτη, έμπαιναν μέσα, τα διέλυαν όλα, πρόσταζαν πλαστά έγγραφα εισαγγελικής αρχής για σύλληψη με βάσει  τον νόμο περί προσβολής της δημόσιας ηθικής της πόλης και αφού τις άρπαζαν με δύναμη τις φόρτωναν και τις μετέφεραν στις κεντρικές φυλακές. Εκεί αφού βίαζαν τις ωραιότερες, τις πετούσαν στα υγρά κελιά τους. Κανένας σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν για αυτές. Με συνοπτικές διαδικασίες η ποινές που τους επιβάλλονταν ήταν εξοντωτικές. Έμπαιναν νεαρές και έβγαιναν όταν τα πρόσωπά τους αποκτούσαν τις πρώτες συννεφιασμένες ρυτίδες.

     Οι πληροφορίες τους έφεραν στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Ήξερε και την γιαγιά με τις υπέροχες πίτες. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Η μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για την γιαγιά που έκαμε τα πάντα για να μεγαλώσει η εγγονή της αλλά και για την κοπέλα.  Ακόμα θυμάται το πρόσωπο της. Όταν την αλυσοδέσανε γιατί είχε την αίσθηση ότι δέσανε λάθος άνθρωπο! Φώναζε και χτυπιότανε ανάμεσα στα ανδρικά μπράτσα. Κόντεψε να σπάσει όταν αντίκρισε την γιαγιά να πέφτει ξωπίσω τους, μέσα στα λασπόνερα της αυλής. Δεν ξέχασε ποτέ τα βουρκωμένα μάτια της και το ουρλιαχτό της κοπέλας.

     «Υπηρεσία εκτελούσε» γαμώτο!

 

5

     Είχε τελειώσει τις δουλειές του και κάθισε στο μικρό δωματιάκι να πιει καφέ. Από το μικρό χωρίς κουρτίνες παράθυρο έβλεπε τις αλυκές. Ίδια εικόνα. Το νερό και το αλάτι αντιφέγγιζαν στον ήλιο, ντόπιοι και ξένοι πηγαινοέρχονταν και μια ποδηλάτισσα ίδια, σαν εκείνη. Καφές έπεσε από τα χείλη. Μια ανολοκλήρωτη γουλιά χύθηκε στα χείλια και τον έκαψε. Μια

γυναικεία κοφτερή ματιά, σαν ζωντανή ερινύα, πέρασε τόσο κοντά, σαν ατελείωτη ταινία. Έστρεψε αλλού τα μάτια.

     Η ποδηλάτισσα κοντοστάθηκε, κατέβηκε και κοίταξε γεμάτη απορία προς το μέρος του. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο. Εκείνη συνέχισε να κοιτά και φώναξε, φώναξε δυνατά περιμένοντας απάντηση. Αναγκάστηκε να εμφανιστεί. Τον ρώτησε αν γνώριζε που οδηγεί ο χωμάτινος δρόμος. «Πουθενά» απάντησε. «Κάπου σας ξέρω» είπε και έστρεψε αλλού το κεφάλι. Τον αναγνώρισε; «Α μπα θα σου θυμίζω κάποιον» « Ίσως, ίσως» Και συνέχισε καβαλώντας την σέλα.

    Δεν είχε απομακρυνθεί, ούτε πενήντα μέτρα. Σταμάτησε απότομα. Γύρισε προς το μέρος του και ούρλιαξε. Ίδιο ουρλιαχτό με κείνο της λασπωμένης νύχτας. Του τρύπησε τα αυτιά, του ράγισε τα μεσόστηθα. Τα περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα Έπεσε χάμω. Λύγισε και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια.

     Έτρεξε να κρυφτεί στο τζαμί. Ίδιος είναι ο θεός σκέφτηκε. Ίδια συγχώρεση θα δώσει. Γονάτισε, ξέχασε να βγάλει τα παπούτσια. Φίλησε τα ιδρωμένα χαλιά, τα λάσπωσε με τα χείλη του. Τα δάγκωσε και μάτωσε το στόμα του. Κουλουριάστηκε σαν φίδι βλέποντας την σκιά  να πλησιάζει προς το μέρος του. Ξωπίσω της εκατοντάδες λευκά περιστέρια να γουργουρίζουν. Γέμισε το τζαμί πετούμενα.

      Τα μάτια του είχανε θολώσει και το μόνο που είδε πριν το δρεπάνι πέσει κοφτερό στην λήθη του μυαλού του, ήταν το γυναικείο χέρι που απλώθηκε να τον σηκώσει. Ή (θεέ μου) να τον συγχωρέσει;

 

 

* Το διήγημα τιμήθηκε με έπαινο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών και Επιστημών και Πολιτισμού Κερατσινίου / 2019

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Η επιλεκτική ευαισθησία της Δύσης για τους πολέμους της υφηλίου


 
γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

   

Πάντα
οι πολιτισμένες χώρες έδειχναν τις προτιμήσεις τους για τους πολέμους που διεξάγονταν είτε στην γηραιά ήπειρο  (όνομα και πράμα) είτε στις άλλες ηπείρους του πλανήτη. Έδειχναν με τις επιλογές τους σε ποιους έπρεπε να επέμβουν και σε ποιους όχι, ανάλογα με τον πολιτικό – οικονομικό προσανατολισμό του πολέμου και φυσικά σταθμίζοντας πότε με ακρίβεια και πότε σχετικά τα συμφέροντά τους. Έτσι λοιπόν από τη  μια δεν μας φαίνεται περίεργο που στον πόλεμο Ουκρανίας – Ρωσίας, οι χώρες της Δύσης δια των συνασπισμών τους (ΕΕ, ΝΑΤΟ, Κοινοπολιτεία των Άγγλων καθώς και οι πειθήνιοι και επιστήθιοι φίλοι τους: Αυστραλία, Καναδάς κτλ) προδίδουν μια άνευ προηγουμένου υπερ- ευαισθησία στην προάσπιση των δικαιωμάτων μιας χώρας για αυτοδιάθεση και σύσσωμοι στέλνουν κάθε είδους βοήθεια στην πολύπαθη Ουκρανία και από την άλλη σε όλους μένει η πικρή απορία αναπάντητη γιατί στην Ουκρανία και όχι και σε άλλες περιοχές- χώρες του κόσμου όπου χρόνια τώρα μαίνονται ψυχροί και θερμοί πόλεμοι και η πολιτισμένη συμμαχία των Δυτικών χωρών απλώς κοιτάζει και σφυρίζει αδιάφορα.

Ας δούμε όμως στο σημείο αυτό ποιοι είναι οι πόλεμοι αυτοί που σιωπηλά και μακριά από τα Μέσα της Δημοσιότητας συνεχίζονται με χιλιάδες θύματα ή ποιοι είναι αυτές οι διαμάχες που έχουν αφεθεί στο έλεος του χρόνου και γράφουν τη δική τους ιστορία.
 
1.    Αφγανιστάν: Μια εναλλάξ κατοχή της χώρας από Ρωσία – Ανεξάρτητη Δύναμη Δύσης (επί της ουσίας ΝΑΤΟ με επικεφαλής την Αμερική)έφεραν σε απόγνωση τον ντόπιο πληθυσμό με τις αντιμαχόμενες φατρίες να παίρνουν το μέρος πότε της μιας και πότε της άλλης δύναμης. Δέκα χρόνια κατοχής από Ρωσία, είκοσι χρόνια από τις Δυτικές Δυνάμεις το μόνο που κατορθώθηκε είναι η ύπαρξη πάνω του 1εκατ. νεκρών και την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, αυτούς δηλαδή τους οποίους πολεμούσαν για να εκδημοκρατίσουν τη χώρα. Και τώρα τι. Φεύγοντας οι Δυτικοί παρέδωσαν τους Αφγανούς σε ένα καθεστώς στυγνό και άκρως θεοκρατικό και βαθειά φασιστικό. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή!
2.     Συρία: Εμφύλιος πόλεμος, ξεκίνησε το 2011 με την υποκίνηση των ΗΠΑ και όπως ήταν φυσικό μπλέχτηκαν η Ρωσία, ως βοήθεια της Συρίας, και η Τουρκία παίρνοντας πότε το μέρος των μεν και πότε των δε, κατά πως τρέχουν και τα συμφέροντά της. Μέχρι τώρα οι νεκροί, κυρίως άμαχοι ξεπέρασαν τις 600.000 ανθρώπους. Ο πόλεμος αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε … ύφεση χωρίς να γνωρίζει κανείς με ακρίβεια την εξέλιξή του.
3.    Υεμένη: Εμφύλιος πόλεμος για την κατάληψη της εξουσίας. Ξεκίνησε το 2014, οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τις 100.000 ανθρώπους και πίσω από την υπεράσπιση της φερόμενης ως νόμιμης κυβέρνησης βρίσκονται οι ΗΠΑ
4.    Μεξικό: Πάνω από 250.000 νεκροί σε έναν ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ του Κράτους του Μεξικού και των διαφόρων οργανώσεων διακίνησης ναρκωτικών.
5.    Σομαλία: Εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε το 1980. Πάνω από 500.000 νεκροί.
6.    Νιγηρία: Συγκρούσεις θρησκευτικών μειονοτήτων, με σφαγές κυρίως χριστιανών. Πάνω από 20.000 νεκροί.
7.    Μπόκο χαράμ, Ισλαμικό Κράτος. Πόλεμος σε διάφορες χώρες του κόσμου. Πάνω από 60.000 νεκροί.
8.    Ινδία: Πόλεμος στη περιοχή του Κασμίρ με κατά καιρούς διαμάχες. Ξεκίνησε το 1947 και μέχρι σήμερα μετρά πάνω από 60.000 νεκρούς.
9.    Ισραήλ- Παλαιστίνη: Ένας αιώνιος πόλεμος που η διεθνής κοινότητα αδυνατεί να ελέγξει. Οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τις 30.000 και η ίδρυση του Παλαιστινιακού κράτους ίσως είναι η μόνη λύση για ειρήνη, κάτι που το Ισραήλ αρνείται κατηγορηματικά.
10.  Τουρκία- Κούρδοι. Διαμάχη για την ίδρυση κουρδικού κράτους ή παραχώρηση αυτονομίας. Οι Κούρδοι μάχονται από το 1925 και μέχρι σήμερα ο στόχος τους δεν επετεύχθη. Νεκροί πάνω από 50.000  
11. Λιβύη: Εμφύλιος πόλεμος. Ξεκίνησε το 2011 για την κατάκτηση της εξουσίας. Γαλλία, ΗΠΑ και Αγγλία πίσω από τον πόλεμο αυτό.
12.  Αρμενία- Αζαρμπαιτζάν: Οι νεκροί ξεπέρασαν τις 30.000 χιλιάδες. Οι παίκτες του πολέμου συνεχώς ανακοινώνουν εκεχειρία που δεν τηρείται από κανέναν.
13.  Κύπρος: Η κατάληψη του βόρειου τμήματος της χώρας συνεχίζεται και η Διεθνής Κοινότητα δεν μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή της στην Τουρκία εδώ και μισό αιώνα
 
         Ανέφερα ενδεικτικά 13 περιπτώσεις έντονων διαμαχών ανά την Υφήλιο, όπου σήμερα οι πολιτισμένες χώρες απλώς στέκονται και παρακολουθούν χωρίς να μπορούν να επέμβουν είτε γιατί δεν θέλουν, είτε γιατί τα συμφέροντά τους έχουν μετατοπιστεί. Ποια μπορεί να είναι αυτά: Γεωπολιτική αντιπαλότητα, σφαίρες επιρροής, οικονομικοί λόγοι, ηγεμονισμός, φυλετικές διακρίσεις, θρησκευτικές διακρίσεις, προσωπικές φιλοδοξίες κτλ
 
         Όποιοι όμως  και να είναι οι λόγοι, δεν δικαιολογείται η επιλεκτική ευαισθησία και το ενδιαφέρον κυρίως των προηγμένων χωρών για συγκεκριμένες περιοχές και χώρες. Ή θα προσπαθεί η Διεθνής Κοινότητα να επιβάλλει το δίκαιο σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και διατάξεις του ΟΗΕ ή θα πρέπει να πάψει να εμπλέκεται στα εσωτερικά των κρατών της υφηλίου. Διαφορετικά εκτίθεται και η εμπιστοσύνη προς τους οργανισμούς και κυβερνήσεις εκπίπτει και λαμβάνει το φαινόμενο ανεξέλεγκτες διαστάσεις. 

         Και παίρνει ήδη. Η Δύση με συντονισμένες προσπάθειες, ενώ προκαλεί ασφυξία στις οικονομίες των πολιτών της, λαμβάνει πρόσθετα μέτρα πίεσης όχι γιατί απέναντι έχει ένα οικονομικό κολοσσό αλλά πρωτίστως γιατί απέναντι έχει μια πολεμκή δύναμη που μπορεί να μην έχει την αίγλη του παρελθόντος κατέχει όμως πυρηνικά. Η πίεση λοιπόν στον οικονομικό τομέα θα φέρει και την σταδιακή εξόντωση του μεγαθηρίου που ονομάζεται Ρωσία. Και ενώ αντιλαμβανόμαστε πλήρως τις ενέργειες των ΗΠΑ, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τις ανόητες ενέργειες της ΕΕ. Που πετάει στο κάλαθο των αχρήστων την πάγια τακτική της οικοδόμησης καλών σχέσεων με τους γείτονες. 

         Το έχω πει πολλές φορές, ο πόλεμος της Ουκρανίας με την Ρωσία θα μπορούσε να αποφευχθεί. Η Ουκρανία θα μπορούσε να παραμείνει στρατιωτικά ουδέτερη και να συνάψει μια ειδική σχέση με την ΕΕ και να δοθεί μερική αυτονομία στους ρωσόφωνους της. Δηστυχώς με τις ανώφελες προτροπές των σοφών της Δύσης οδηγήθηκε ο Πούτιν σε ενέργειες που βλάπτουν βάναυσα την χώρα του. Που σημαίνει ότι έπεσε στην παγίδα που του στήθηκε. Το πως θα βγει κανείς δεν γνωρίζει. Το σίγουρο είναι πως και οι δύο χώρες έχουν εξαιρετικά σοβαρές απώλειες κυρίως στο ανθρώπινο δυναμικό. Η Ουκρανία δε θυσιάζει και αμάχους. Πόνος, θλίψη, απογοήητευση. 

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

H ποδηλάτισσα...του Δημητρίου Γκόγκα από την συλλογή διηγημάτων : ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ISBN 978-9925-7723-2-2

 


   


Κάθε ημέρα, την ίδια απογευματινή ώρα, την έβλεπε να κατηφορίζει το χωμάτινο μονοπάτι, δίπλα από τις αλυκές, καβάλα σε ένα παλιό σκουριασμένο ποδήλατο. Είχε συνηθίσει πια, να βλέπει την μαυροφορεμένη γυναίκα  να τον προσπερνά στον περίπατό του. Δεν μπορούσε αυτή η γυναίκα να περάσει απαρατήρητη. Κάτω από το μαύρο μαντήλι που είχε περασμένο στα μαλλιά, το ξανθό τους χρώμα της έφεγγε το πρόσωπο. Τα μάτια της αμυγδαλωτά και γαλάζια, όμοια με το χρώμα του ουρανού μετά από καταιγίδα. Φορούσε πάντα μια στενή φούστα που ανέμιζε. Μερικές φορές, όταν μαζευότανε στα γόνατά της, αποκαλύπτονταν δύο υπέροχα λευκά πόδια. Ποτέ δεν την είδε να χαμογελά. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και αντάλλαξαν απορίες. Τίποτα περισσότερο.

         Το πέρασμά της μύριζε αρχοντιά και χάρη. Βασιλικό και δυόσμο. Μπορούσε πλέον από μακριά να αισθανθεί τον ερχομό της. Τα πουλιά κελαηδούσανε πιο έντονα, τα δένδρα έγερναν προς τον νότο, ο βορράς θαρρείς και τραβιότανε και μια απαλή νηνεμία κυριαρχούσε στην φύση. Οι περιπατητές, άνοιγαν δρόμο για την ποδηλάτισσα του μονοπατιού. Και αυτή, όπως πάντοτε, αγέλαστη και μια  προσπάθεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να μείνει ανέκφραστη. Ήταν εκείνες οι στιγμές που το πρόσωπό της, έσκαγε και οι αυλακώσεις φανέρωναν τις δυσκολίες και τις λύπες, τους αγώνες και τις προσδοκίες της από την ζωή. Μια μέρα του Νοέμβρη, καθώς έστριβε πίσω από μια συστάδα δέντρων, του φάνηκε πως είδε να ζωγραφίζεται στην εικόνα του, ένα μειδίαμα. Επιτάχυνε το βήμα του, να λύσει αυτή την φαντασίωση, αλλά η ποδηλάτισσα είχε ήδη απομακρυνθεί.

        Οι μήνες προχωρούσαν μαζί με τους περιπατητές. Η ζωή βημάτιζε πάνω στο χώμα, στα φύλλα των δένδρων, στο αλάτι των αλυκών, στην θέα των πουλιών που τσιμπολογούσαν νερό και σπόρους. Η μαυροντυμένη ποδηλάτισσα και αυτή πιστή στον απογευματινό της  περίπατο.

    Είχε φτάσει το καλοκαίρι. Ο ήλιος πιρούνιαζε  τους ανθρώπους. Η υγρασία στο νησί, είχε γιγαντώσει και όλοι αναζητούσαν λύσεις στην δροσιά των δένδρων και στην τεχνολογία. Οι περίπατοι με δυσκολία ολοκληρώνονταν. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στα σώματά μας και η ζέστη διπλασίαζε την κούραση. Τα κορμιά λύγιζαν και αγκομαχούσαν. Η κυρία με το ποδήλατο, εμφανιζότανε τώρα με πλατύ καπέλο, σκούρου χρώματος. Ίδια έκφραση, όμοια παράσταση με τους περασμένους μήνες .

     Ένα μουντό απόγευμα, που ο ήλιος πρόδιδε την υγρασία πάνω από την λίμνη του αλατιού, η ποδηλάτισσα αφού  τον προσπέρασε,  έστριψε απότομα και σταμάτησε στο παρατηρητήριο των αλυκών. Έπιασε το στήθος της, έβηξε, κατέβηκε βιαστικά από το ποδήλατό της και έκατσε στα ξύλινα σκαλοπάτια. Ανάσανε βαριά  και έστρεψε αλλού το  κεφάλι όταν τον είδε να την πλησιάζει.

    «Είστε καλά;» την ρώτησε.

    «Καλά – καλά είμαι»

    «Ξέρετε αν θέλετε βοήθεια»

    «Δεν θέλω , ποιος σου είπε ότι θέλω, σου ζήτησα την βοήθειά σου;» απάντησε νευρικά και επιθετικά , με το πρόσωπό της γιομάτο συσπάσεις.

     Σήκωσε τα χέρια του, θέλοντας να δηλώσει ότι το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να βοηθήσει. Έκανε στροφή και έκανε να φύγει, όταν άκουσε την φωνή της να γλυκαίνει.

      «Σε παρακαλώ, γύρισε. Συγνώμη. Έχω, ζήσει, νομίζω, άσχημα. Θέλω την βοήθειά σου»

      Το πρόσωπό της είχε πάρει μια γλυκύτατη έκφραση. Έδειχνε την πραγματική ηλικία της. Θα κόντευε τα σαράντα πέντε. Έβγαλε το μαύρο μαντήλι από τα ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς τρυπώνανε, ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων. Έκανε χώρο στα σκαλοπάτια να καθίσει αλλά εκείνος προτίμησε να σταθεί απέναντί της όρθιος. Σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ πιο τίμιο. Οι περιπατητές ρίχνανε κλεφτές ματιές. Έπιασε στον αέρα και κουβέντες αλόγιστες αλλά δεν έδωσε σημασία.

     «Οι ηθικοπλάστες της πόλης» είπε η κυρία.

     «Τι εννοείς;»

     «Είναι μεγάλη ιστορία, δεν είσαι από δω. Τα ελληνικά σου είναι πολύ καλά. Ελλαδίτης είσαι;»

     «Ναι, ήρθα για δουλειά, εσύ»

   «Είναι λίγο περίεργο, να μιλώ σε ένα άγνωστο. Όμως πίστεψέ με, σε βλέπω σχεδόν κάθε ημέρα εδώ. Είσαι από αυτούς που θα ζητιάνευα την βοήθειά τους. Έχω να μιλήσω σε άνθρωπο πολύ καιρό. Πάρα πολύ πίστεψέ με. Σταμάτησα γιατί ένιωσα πόνο στην καρδιά. Θυμήθηκα παλιές ιστορίες και πόνεσα. Έχω και ένα σοβαρό πρόβλημα στο στήθος.»

    «Και πλέκονται και αυτοί;» ρώτησε  δείχνοντας με τα μάτια του τους άνδρες που περπατούσαν στο μονοπάτι.

     «Και αυτοί και άλλοι.» είπε με περιφρόνηση.

     «Πριν από χρόνια, είχα έρθει με την γιαγιά μου, λόγω της εισβολής στην Λάρνακα. Μεγάλη φτώχεια. Μας έδωσαν ένα σπιτάκι στην άκρη της πόλης και μία σύνταξη στην γιαγιά για να ζήσουμε. Οι γονείς μου χάθηκαν. Στους χίλιους επτακόσιους και άλλους τόσους σκοτωμένους ή αγνοούμενους. Βρήκα και εγώ μια δουλειά, σε ... καλούς, με θέση στην κοινωνία, ανθρώπους που από την πρώτη στιγμή προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν.

 

Ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως το μόνο που ήθελαν ήταν παρέα στο κρεβάτι τους. Παράλληλα, με αυτή της γυναίκας τους. Αυτό μην το ξεχνάς. Δεν λέω, ο μισθός αυξανότανε αρκετά. Βλέπεις με πλήρωναν κιόλας. Να περνώ καλά και να ντύνομαι. Με το καιρό, γνώρισα ένα καλό παιδί. Έτσι μου φαινότανε. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχή. Πίστευα ότι θα παντρευτούμε. Ότι μπήκε η ζωή μου σε μια τάξη. Κάποια μέρα όμως, όταν τον είδα με άλλη γυναίκα και ζήτησα να μου εξηγήσει. Μου αποκάλεσε πουτάνα. Ότι δηλαδή έβαλε στο μυαλό του αυτά που είχε ακούσει από την γειτονιά. Από όλους αυτούς που βλέπεις τώρα να περπατούν με τις γυναίκες τους εδώ. Οι περισσότεροι από αυτούς με είχαν πλησιάσει. Και οι πιο πολλές κυρίες που τώρα καμαρώνουν δίπλα τους, ήταν αυτές που ψιθύριζαν τα δικά μου, τα φανερά, τα δικά τους όμως τα κρυφά, τα θάψανε και ξεχάστηκαν. Κατηγορήθηκα για πορνεία από μερικούς και για να σωθεί το όνομα της γειτονιάς και της κοινωνίας μπήκα φυλακή. Περισσότερο λυπήθηκα για την γιαγιά μου. Η καημενούλα. Ακόμα και όταν άκουγε τα μύρια τόσα από αυτούς έλεγε πως μπόρα ήταν θα περάσει. Την θυμάμαι να πέφτει στην αυλή, μουσκεμένη από την βροχή, όταν με συλλαμβάνανε οι αστυνομικοί. Δέκα χρόνια μέσα, για πορνεία. Τι τα θες. Μου φορτώσανε και κάποια τερατουργήματα που δεν έκανα. Που να βρεθούν χρήματα για δικηγόρους. Η μόνη καλή μάρτυρας ήταν η γιαγιά. Έκλαψε, ούρλιαξε, φώναξε, τίποτα. Οι δικαστές ήταν ανένδοτοι. Ένας από αυτούς, με θωρεί κάθε ημέρα και σκύβει το κεφάλι. Τι τα θες. Η γιαγιά περίμενε να βγω και μόλις βγήκα πέθανε. Και ησύχασε η ψυχή της. Για αυτό φορώ μαύρα»

Ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός να βγαίνει από την ψυχή της.

     «Συγνώμη αν σε ζάλισα, ήθελα σε κάποιον να τα πω. Βοήθησες πολύ που με άκουσες»

     Σηκώθηκε αργά, την έπιασε από το μπράτσο. Την ακολούθησε στο μονοπάτι. Πρώτη φορά την είδε να περπατά. Ήταν ψηλή γυναίκα σκέφτηκε.

     Περπάτησαν, λίγη ώρα αμίλητοι.

     «Θα σε ξαναδώ; « την ρώτησε.

     «Θα το ήθελα.»

     Ανέβηκε στο ποδήλατο και απομακρύνθηκε χαμογελώντας. Τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι.

     «Αντρή , με λένε Αντρή» φώναξε.

     «Αύριο λοιπόν» και συνέχισε να περπατά.

Όνειρο ήτανε * του Δημητρίου Γκόγκα από τη συλλογή διηγημάτων: ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


       


Είχε αφήσει τις κόκκινες φράουλες, μέσα σε ένα πλαστικό καλάθι στην άκρη του τραπεζιού της κουζίνας. Τις είχε πάρει από απλή συνήθεια. Δεν έτρωγε πολλά φρούτα. Συνήθως τα αγόραζε από την λαϊκή της Λάρνακας, τα άφηνε να στολίζουν τα τραπέζια του σπιτιού της και ύστερα λίγο πριν χαλάσουν και αναδεύσουν την άσχημη μυρωδιά της σαπίλας τα πετούσε στο καλάθι των σκουπιδιών.

       Ανοίγοντας την πόρτα του μικρού της σπιτιού, στην άκρη της πόλης θυμήθηκε τον άγνωστο φίλο που γνώρισε στις αλυκές. Τον είχε δει πολλές φορές και μόλις χθες τόλμησε να σταματήσει και να του μιλήσει. Διέφερε τόσο πολύ από τους υπόλοιπους άνδρες της ζωής της. Είχε γνωρίσει πολλούς. Άνδρες που ήθελαν την παρέα της, για μία νύχτα μονάχα. Άνδρες που πλήρωναν για τον έρωτά της, πίσω από τις σκιές των δένδρων, τα αχνά φώτα των πάρκων, των έρημων δρόμων της πόλης, του πάρκου του ταχυδρομείου.  Αυτός όμως δεν της ζήτησε τίποτα. Έκατσε απέναντί της, την κοίταξε μέσα στα μάτια της και κατάλαβε την προσπάθειά του, να βυθιστεί στον ωκεανό της. Της άρεσε αυτό. Πρώτη φορά, σκίρτησε στο βλέμμα ενός άνδρα, στην επιθυμία του ομιλητή να ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα πνιγηρά λόγια της. Αναρωτήθηκε αν είχε τέτοιους θησαυρούς. «Όλοι οι άνθρωποι έχουν» σκέφτηκε.

      Μετά την αποφυλάκισή της, γύρισε στο μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης. Η Λάρνακα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η μόνη αλλαγή που βρήκε, ήταν η απουσία της γιαγιά της. Ο θάνατός της ήταν, το δυνατότερο χτύπημα που είχε αισθανθεί στην ζωή της. Ούτε η εισβολή των μισητών εχθρών την είχε πονέσει τόσο πολύ, ούτε η αιχμαλώτισή της από την ομάδα προστασίας της ηθικής της κοινωνίας. Το σπίτι κλειδωμένο, έρημο χορταριασμένο. Θυμήθηκε την ώρα που άνοιγε την ριζωμένη αυλόπορτα και ήρθαν στα πόδια της οι άσπρες γάτες της γιαγιάς και ο μικρός σκύλος. Της έγλυφαν τα μαύρα στενά γοβάκια, προίκα από τη φυλακή, περιμένοντας με ανυπομονησία τροφή, νοσταλγώντας τα τσίγκινα πιατάκια της γιαγιάς που γέμιζαν γάλα, ψωμί, αποφάγια και κόκαλα ψαριών, πίσω από τον φούρνο της αυλής. Τις χάιδεψε και της άφησε στο καλό. Αυτές σαν να είχαν νιώσει της ανάγκη της μοναξιάς, έκαμαν ένα μικρό γύρο και πλάγιασαν στο πλατύσκαλο. Ζάρωσαν στα μπροστινά τους πόδια και βούλιαξαν στην βρώμικη γούνα τους.

     Γδύθηκε και μπήκε στα μπάνιο. Το νερό, της φάνηκε γλυφό μα δεν την αποθάρρυνε. Λούστηκε με σχολαστικότητα. Κάθε φορά που έμπαινε κάτω από το νερό αυτό έκανε. Ήθελε να διώξει όλες τις μυρωδιές της φυλακής

από πάνω της. Τα χνώτα όλων των ανδρών που την φίλησαν. Ποτέ πια, αναφώνησε. Έκλεισε τα μάτια, βυθίστηκε στις σκέψεις της, έπλυνε και τα δάκρυα που κύλησαν στα κόκκινα μάγουλά της. Τυλίχτηκε με την μεγάλη άσπρη πετσέτα και στηρίχτηκε στο μπράτσο της ξύλινης καρέκλας στην κουζίνα. Τα πράγματα πήγαιναν τώρα καλά. Η προσωρινή δουλειά που βρήκε, της έδινε έναν αξιοπρεπή μισθό.

     Είχε πάει δώδεκα. Μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν κατάλευκος. Η περιοχή είχε σκεπαστεί από το λευκότερο στρώμα σύννεφων, που είχε δει ποτέ στην ζωή της. Δεν θα αργούσε να χιονίσει. Μα ήταν Αύγουστος μήνας, αναρωτήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό. Οι πληροφορίες των ειδικών γνώριζε πως ήταν αντικρουόμενες. Οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές και τίποτα δεν προδίκαζε κάτι τέτοιο. Όμως τα άσπρα σύννεφα, είχαν τυλίξει τον ουρανό της πόλης εδώ και λίγες ημέρες. Είχαν στρογγυλοκαθίσει και δεν έλεγαν να φύγουν. Άνοιξε το παραθύρι της, την στιγμή που είχε αρχίσει να χιονίζει. Πυκνό άσπρο χιόνι έπεφτε ως εκεί που έφτανε η ματιά της. Δεν μπορούσε να δει καλά μέσα από το σκοτάδι, όμως τα φώτα της πόλης φανέρωναν το αξιοπερίεργο.

     Βγήκε ξυπόλυτη στους άδειους δρόμους. Κατηφόρισε προς τις αλυκές, μέσα από τα στενά χωμάτινα μονοπάτια. Πήρε το γνώριμό της μονοπάτι, αντικρίζοντας σκιές  ζευγαριών να φιλιούνται και να αγαπιόνται με πάθος. Προσπερνούσε το πλήθος, που όσο προχωρούσε γινότανε μεγαλύτερο. Άκουγε φωνές, αλαλαγμούς,  κλάματα και φωνές απόγνωσης γυναικών. Εκεί στο βάθος, στο ξέφωτο,  που φώτιζαν φακοί και φανάρια, διέκρινε το βαμμένο κόκκινο αλάτι. Στην μέση του κύκλου που σχημάτιζε το πλήθος, μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα, κείτονταν άψυχη. Ένα κοπελούδι, θα ήτανε, δεν θα ήτανε αναρωτήθηκε ούτε είκοσι. Ίσως να ήτανε φαντάρος. Κάποιοι σκεπάσανε την γύμνια του και άλλοι τα περίεργα άσπρα λεπτά, γεμάτα πούπουλα ποδαράκια του.

    Είναι κύκνος που ήθελε να γίνει άνθρωπος; Όχι είπε κάποιος άλλος ήτανε άνθρωπος που ήθελε να γίνει φλαμίνγκο. Κάποιοι χαμογέλασαν. Άδειασε με μιας η αλυκή.

     Έμεινε μόνη και έρημη. Σκεπασμένη από το σκοτάδι, έριξε μια εσάρπα στους ώμους. Το χιόνι άσπρο συνέχιζε να πέφτει και να σκεπάζει το βαμμένο αλάτι και το μικροκαμωμένο κουφάρι. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του και αισθάνθηκε μια ζεστασιά να ριγώνει το κορμί της. Τράβηξε με τρόμο το σακάκι που σκέπαζε το πρόσωπο του νεαρού και θέλησε να ουρλιάξει. Βγήκε ο ήλιος και την τύφλωσε.

      

 

     Πετάχτηκε, ιδρωμένη από το κρεβάτι και κοίταξε γύρω της. Είχε αποκοιμηθεί στη άκρη του. Τυλίχτηκε, με το σεντόνι και ζάρωσε. «Όνειρο ήτανε» σκέφτηκε, «όνειρο».

 

 

 

 

 

 

 

*Το διήγημα Όνειρο ήτανε, έλαβε έπαινο στον 7ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της ιστοσελίδας: https://bonsaistories.gr/

 

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Το βόλι που μίλησε του Δημητρίου Γκόγκα (από το βιβλίο Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων)


         


Ένας μήνας έμενε, ένας ολόκληρος μήνας συλλογίστηκε και ρούφηξε με μανία το τσιγάρο. Σχεδόν το έκοψε στην άκρη των χειλιών του. Σηκώθηκε νυσταγμένος από το κρεβάτι και πήγε κατ΄ ευθείαν στην τουαλέτα. Πρόσεξε πως ήθελε ξύρισμα, δεν βαριέσαι μουρμούρισε, εδώ στα σύνορα ποιος θα με δει. Φόρεσε το στρατιωτικό του παντελόνι, οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν, μύριζε ιδρώτα και απλυσιά. Ήταν ώρες-ώρες που σιχαινότανε τον εαυτό του. Πέταξε το χιτώνιο πάνω του,  κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στην υπερυψωμένη σκοπιά της νότιας πύλης του φυλακίου. Δεν ήταν μακριά, περίπου διακόσια μέτρα μακρύτερα, δίπλα από ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην μέση μιας αλάνας. Σπαρτά καμένα από τον ξερό ήλιο από την μια πλευρά, ατελείωτα συρματοπλέγματα, νεκρή ζώνη και στο βάθος το εγκαταλελειμμένο χωριό του, από την άλλη. Έτσι του είπαν θα είναι τα πράγματα. Όπως όλα και η δική του χώρα , δύο πλευρές, δύο απόψεις, δύο άνθρωποι να την φυλάνε. Ένας από εδώ και ο άλλος στην βαμμένη κόκκινη σκοπιά, στα όρια της νεκρής ζώνης.  Οι δικοί του μιλούσαν για το δίκαιό τους, οι άλλοι για το δίκαιο που χάσανε. Ποιος έχει δίκαιο τελικά; Ο κατακτημένος ή ο κατακτητής; Δεν χρειάστηκε να δώσει τώρα απάντηση. Του την είχαν δώσει οι αγνοούμενοι δικοί του άνθρωποι. Η δική του απάντηση είχε για μελάνι τον πόνο, τη θλίψη, τη προσφυγιά, τον ξεριζωμό.

   Οι απέναντι δεν είχαν ακουμπήσει τα σπίτια. Δεν είχαν φέρει εποίκους στο χωριό. Διεθνείς συνθήκες, είπαν, το προστάτευαν. Το ίδιο και η μητέρα φύση. Τα δέντρα μεγάλωσαν, έγιναν δάσος, τα αγριόχορτα, έπνιξαν τις πλατύφυλλες  τριανταφυλλιές και τις κρεμαστές πολύχρωμες βεγόνιες στις άδειες αυλές των έρημων σπιτιών. Στους δρόμους φύτρωσαν πουρνάρια και γέμισε ο τόπος από φωλιές άγριων ζώων και ερπετών. Φίδια σέρνονταν στους χωματόδρομους και φιλούσαν τις αμαρτίες στα πόδια. Τα κεραμίδα έχασαν το χρώμα τους, σκούρυναν και πιάσανε στις άκρες βρύα και ζωντανή μούχλα. Ασπρόμαυρα όλα.

   Το μικρό νεκροταφείο του χωριού, δεν φαινότανε πλέον από το ψήλωμα των θάμνων. Θυμόταν απλά την τοποθεσία του, κάπου εκεί στην άκρη, πίσω από τα κυπαρίσσια στα δεξιά της εκκλησίας, με του ερημωμένους τάφους των παππούδων του. Το καντηλάκι θα είχε να ανάψει και είκοσι χρόνια.

   Η υπηρεσία αυτή του κάρφωνε την καρδιά και το σταυρουδάκι κρεμασμένο στον λαιμό έκαιγε. Όσες φορές και αν παρακάλεσε τον επιλοχία να τον βάζει υπηρεσία στην άλλη πλευρά που έβλεπε την

 

θάλασσα, εκείνος κρατώντας ινάτι από μια παλιά αντιλογία, όταν πρωτοήρθε στην Μονάδα, του πήγαινε κόντρα. Πάντα φύλαγε εκεί, απέναντι από την κόκκινη σημαία να ματώνει στο στήθος, με το σταυρουδάκι χωμένο στις κατάμαυρες τρίχες του στήθους και την στρατιωτική τσίγκινη κονκάρδα. Τον στρατιωτικό αριθμό και την ομάδα αίματος.

      Πλησίαζε στην σκοπιά.  Φώναξε τον σκοπό να κατέβει. Τον είδε να τον χαιρετά. «Καλό ύπνο ψάρακα» του ευχήθηκε, καθώς του εξηγούσε που  άφησε τα συνθηματικά και τα πυρομαχικά. «Εντάξει» του είπε «σιγά μην χρειαστούνε». Μήνες τώρα τα ίδια πράγματα.

     Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, δύο δεκάδες σκαλιά και έφτασε στην κορυφή. Παντού ακαθαρσίες, αποτσίγαρα, περιοδικά με γυμνόστηθες γυναίκες, χαρτιά από φαγώσιμα. Κλώτσησε το καλάθι με τα σκουπίδια, έσυρε με τα πόδια του ότι υπήρχε στο πάτωμα και έκατσε πάνω στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι από τις κούτες των πυρομαχικών. Από εκεί μπορούσε να βλέπει τον κάμπο του κατακτημένου χωριού του. Μήνες τώρα με την ίδια εικόνα μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια και τα άνοιξε όταν έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Να μην βλέπει όλα εκείνα που του τρυπούν το κεφάλι σαν καρφιά εσταυρωμένου. Δεν είναι δίκαιος ο θεός σκέφτηκε. Αν ήταν έστω και λίγο δίκαιος δεν θα άφηνε να γίνει το κακό. Όλα εκείνα που του έλεγαν, πως αφήνει τον άνθρωπο να διαχειριστεί την τύχη του και να καθορίσει την μοίρα του, κουραφέξαλα. Θεός είναι,  δεν είδε πως ο άνθρωπος είναι ανίκανος να το κάνει αυτό. Τι του τσαμπουνάνε οι ειδικοί. Αλλά τους ήξερε όλους αυτούς, μιλούσαν από θέση ισχύος ή … όχι; Δεν φύλαξαν ποτέ σκοπιά, δεν στάθηκαν ποτέ απέναντι από τον εχθρό, ποτέ δεν είδαν τα μάτια του απέναντι και κυρίως δεν είχαν αγνοούμενο και σκοτωμένο. Ή είχαν; Ειρήνη σου λένε. Αν κλείσεις τα μάτια, ας σε πάρει η ειρήνη. Εδώ όμως γίνεται ένας πόλεμος. Μπορεί να μην ακούγονται τουφέκια, μπορεί να μην χτυπάμε τύμπανα, αλλά η καρδιά, η ζωή δίνει μάχες κάθε ημέρα. Άχρηστοι άνθρωποι. Εμείς ανθρωπάκια, ρε ανθρωπάκια!

   Βολεύτηκε καλύτερα στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι. Έβαλε παραδίπλα το τουφέκι, στα πόδια του μια τελαμώνα, στην τσέπη τα συνθηματικά. Γέλασε, μια ζωή γελούσε με τα ονόματα που έβρισκαν οι υπεύθυνοι. Ξενέρωμα τα ονόματα. Αν ήταν αυτός θα έβαζε κάτι που να τον τσίτωνε. Η καρδιά και η ψυχή του νέου θέλουν τσίτα. Ας πούμε μπούτια, βυζιά, μουνί. Να έρθει λέει η έφοδος και να του πει, βυζί, επανέλαβε το αληθές και να απαντήσει μπούτι. Ε ρε πλάκες.

     «Ρε μαλάκα μου» φώναξε «τι κάνει αυτός». Σηκώθηκε τρομαγμένος. Έπιασε το όπλο με μιας, σχεδόν το αγκάλιασε. Σημάδεψε. Από την απέναντι μεριά προχωρούσε προς το μέρος του ένας εχθρός. Πέρασε στην νεκρή ζώνη και φαινότανε να ψάχνει κάτι. Του φώναξε να απομακρυνθεί.    

   

    Δεν άκουγε. Ρώτησε αν θέλει κάτι, του φάνηκε πως δεν άκουγε. Μοναχά προχωρούσε. Πήρε τηλέφωνο τον αρχιφύλακα. «Άσε την πλάκα» του απάντησε. «Ρε μαλάκα, έρχεται προς το μέρος μου» « Άσε την πλάκα, παράτα μας,  σκότωσέ τον παλιοπούστη, τον παλιότουρκο.» και ακούστηκε ένα τρανταχτό γέλιο.

    Σήκωσε το όπλο, στερέωσε την κάνη στο ανοικτό παράθυρο της σκοπιάς  και φώναξε με την δύναμη της ψυχής του:  «αλτ εις συ» Σήκωσε τα μάτια ο απέναντι. Επιτέλους άκουσε! Ήταν, δεν ήταν είκοσι χρονών. Πέταξε το όπλο χάμω στα χόρτα και ύψωσε τα χέρια. «Τι θέλεις εδώ;» Ρώτησε. «Γύρνα πίσω θα σου την ανάψω».

   Κοιτάχτηκαν μάλλον σαν εχθροί, μα η ματιά δεν είχε χρώμα. Ήταν ασπρόμαυρη, όπως το έρημο χωριό του. Δεν έλεγε τίποτα, σαν τα πουλιά που δεν τα άκουσε ποτέ να κελαηδάνε στο χωριό του. Δεν απάντησε, όπως δεν του απαντάνε οι  γονείς του που χάθηκαν . Δεν μίλησε, γιατί δεν είχε τίποτα να πει. Τι να πει άλλωστε. Εξάλλου δεν ήθελε να τον ακούσει.

  


Χωρίς όπλο προχωρούσε προς το μέρος του. «Ρε συ δεν καταλαβαίνεις μην προχωράς άλλο. Θα πυροβολήσω το εννοώ». «Φίλε ένα τσιγάρο, μοναχά ένα τσιγάρο. Οι δικοί μου στο φυλάκιο δεν έχουν, δεν δίνουν». Ζύγιασε την κατάσταση, χωρίς όπλο ο άλλος ήτανε ακίνδυνος. Εξάλλου τι ζήτησε, ένα τσιγάρο μόνο. «Καλά κατεβαίνω» Μην κουνηθείς. Κατέβηκε τα σιδερένια σκαλοπάτια της σκοπιάς με μεγάλες δρασκελιές. Πόνεσαν τα πόδια του. Απείχε μόλις λίγα μέτρα από τον συνομήλικο του. «Κάμε παραπέρα, θα σου δώσω». Δεν πρόλαβε να βάλει το χέρι στην τσέπη του χιτωνίου και το σιδερένιο πόδι της σκοπιάς τραντάχτηκε από χτύπημα σφαίρας. Ο διαπεραστικός ήχος της, σήκωσε τα ζώα της νεκρής ζώνης. Ασυναίσθητα κυλίστηκε στο έδαφος, πήρε την θέση μάχης και βλέποντας τον αντίπαλο να τρέχει πυροβόλησε και έσκυψε ξανά κάτω. Ο ήχος της δικής του σφαίρας έσπασε την σιωπή. Καθώς άκουσε την νεανική κραυγή, να πετά προς τον ουρανό του φάνηκε πως ο αγέρας μίλησε. Πως πήραν την σωστή τους θέση στην ζωή του οι μνήμες και το πρωινό. Οι αγνοούμενοι και ο μεγάλος θεός. Είχε σκοτώσει. Ήταν πολύ εύκολο.

      Γύρισε στη σκοπιά τρέχοντας σαν άνεμος. Κουλουριάστηκε στη γωνία, μέσα στις ακαθαρσίες, τα αποτσίγαρα, στα περιοδικά με τις γυμνόστηθες γυναίκες. Έβγαλε από τη τσέπη του το τσιγάρο και το άναψε αργά. Ο καπνός του ζάλισε το μεδούλι. Κούρνιασε ανήσυχος.

 

ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (ISBN 978-9925-7723-2-2) ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ

 

Κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο και σε μορφή e-book το βιβλίο διηγημάτων μου: ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (ISBN 978-9925-7723-2-2)
αφιερωμένο:Στην Αφροδίτη της ψυχής μου, Στρατούλα
Σημείωση
Τα διηγήματα γράφτηκαν από το 2007 χρονιά της μετάθεσή μου ως αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο και τελείωσαν το 2020, ιδιώτης πλέον. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει κατά την ανάγνωση, μια μυστική σύνδεση τους, ανάμεσα τους. Κάπου εκεί βρίσκεται και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Ο θρήνος στις αλυκές* του Δημητρίου Γκόγκα

 


     


Τον φωτεινό Ιούλη, όταν οι εχθροί, που τους ονομάζανε φίλους και καμαρώνανε δαφνο-στεφανωμένοι στο βορρά, Κυπραίοι λέγανε είμαστε, μπαίνανε στα υποστατικά και τα φορτωμένα κτήματά τους με τις σοδειές του καλοκαιριού, αυτός δέκα χρονών τότε, έπαιρνε τον δρόμο για τον πνιγηρό νότο. Είχε αφήσει τα παιδικά του όνειρα στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού, αποχαιρέτησε βιαστικά τους παιδικούς, αλλόθρησκους φίλους, που ξάφνου του φάνηκε πως τα μάτια τους  γέμισαν σκοτάδι, ανέβηκε στην καρότσα του φορτηγού του πατέρα του, μαζί με ολάκερη την γειτονιά, θα ήτανε και σαράντα νοματαίοι και έφτασαν στην Λάρνακα. Το ταξίδι δεν ήταν μακρινό. Μια ώρα, δύο το πολύ, δρόμο. Όμως του φάνηκε αιώνιο. Στο βάθος διακρίνονταν, μέσα στην κάψα και στην αντηλιά οι καπνοί και τα μπουμπουνητά του άνισου αγώνα. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα της μάνας του και το σκεπαστό με το μαύρο τσεμπέρι, πρόσωπο της γιαγιάς. Θυμάται ακόμα πως τα μαλλιά του πατέρα του, άσπρισαν μέσα σε μία ημέρα. Τόση ήταν η στεναχώρια του.

      Στην καινούργια παιδική του πατρίδα, το πρώτο σπίτι ήταν μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την πόλη της Λάρνακας, κοντά στις αλυκές. Με τον καιρό συνήθισε το πρόγραμμα του καταυλισμού. Ξύπνημα νωρίς, πολύ νωρίς τις περισσότερες φορές, πρωινό, προσπάθεια για παιχνίδι και πάλι ένα γύρω την σκηνή. Ο πατέρας εξαφανιζότανε για ώρες. Όταν ερχότανε, όλο μιλούσε με την μητέρα, τις περισσότερες φορές κάπου απόμερα, μην ακούσει αυτός. Άλλες φορές όταν τα μυστικά ήταν σπουδαία, μιλούσανε μπροστά του, μα δεν ακούγονταν άχνα, κάνανε όνειρα φωναχτά, μα μόνο τα μάτια ήταν ορθάνοικτα, κάποιες φορές είχαν βρει και κουράγιο να γελάσουνε και του χάιδευαν  τα κατσαρά μαλλιά. Κάνε λιγάκι υπομονή του έλεγε ο πατέρας. Όλα θα σιάξουν.

        Τα απογεύματα, δειλά- δειλά, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την στρατιωτική σκηνή. Έπαιρνε τα μονοπάτια που οδηγούσανε στις αλυκές και χανότανε στο χοντρό αλάτι και την μυρωδιά της αλμύρας. Κάποιες φορές τα αγκάθια από τα πουρνάρια και τους αντρούκλιαγρους του γδέρνανε τα δέρμα, αλλά άντεχε αυτόν τον πόνο. Τα λεπτά του πόδια τσούζανε, όταν το αλάτι πασπάλιζε τις πληγές αλλά δεν τον ένοιαζε. Φανταζότανε τον εαυτό του πουλί, φλαμίνγκο, να περπατά μέσα στο άσπρο των αλυκών, να ξεπλένεται στην άκρη, στις αβαθείς γούρνες με το εναπομένον νερό του καλοκαιριού και να περιδιαβαίνει το δάσος με τους ευκαλύπτους, τους φραμούς και τα ζυγόφυλλα. Όταν γύριζε στην σκηνή,

 

χανότανε στις οπτασίες  που έβλεπε στην οροφή της, μέσα στις σκιές και τα περιγράμματα των νυχτόβιων πετούμενων, που χόρευαν πίσω από το φως της λάμπας.

        Ο χρόνος κυλούσε μέσα στο γκρίζο και στο κλάμα. Οι πληροφορίες από τον αγώνα αποθάρρυναν τον κόσμο. Οι πιότεροι όμως και μάλιστα οι γεροντότεροι, έδειχναν να γνωρίζουν, πως το κακό έφτανε στο τέλος του. Οι ήχοι του πολέμου τα βράδια, τον τρόμαζαν. Την ημέρα, στον καταυλισμό επικρατούσε μια περίεργη αναταραχή. Ένα πρωινό, κάλεσαν και τον πατέρα του στο μέτωπο. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα που χάνονταν στο αλάτι. Δεν τον είδε ξανά. Ούτε έλαβε ποτέ του μήνυμα. Με μια φωτογραφία του στο προσκεφάλι και στις πορείες, σιμά με την μάννα και την μαυροντυμένη γιαγιά του. Μια φορά πήγε σε μια πορεία. Τα μαλάκια του άσπρισαν. Σαν περπατούσε μονάχο μέσα στα μονοπάτια των αλυκών δεν το ξεχώριζες πλέον. Ένα σύννεφο αυτό και ένα τα λευκά φλαμίνγκο. Ήρθαν και έφυγαν. Ξανά ήρθαν και ξανά έφυγαν. Μετρούσε, ξανά- μετρούσε, λάθευε.

        Μεγάλωσε, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε. Τα φλαμίνγκο ζευγάρια  φτερούγισαν, περπατούσαν μέσα στις αλυκές, μεγάλωναν και έφευγαν. Αυτός έμεινε. Η κυβέρνηση, τους έδωσε ένα μικρό σπίτι, δουλειά για την μητέρα. Η γιαγιά είχε βαλαντώσει στο κλάμα, πίσω από το μαύρο τσεμπέρι. Έκλαιγε πάντα δύο φορές την ημέρα. Μία για τον παππού και την άλλη για τον γιο της. Σαν τελείωσε το λύκειο, ήρθε η ειδοποίηση να πάει στο στρατό. Η μάννα πάλι δάκρυζε, έλεγε από υπερηφάνεια, αυτός δεν γελούσε. Χανότανε και έπαιζε κρυφτό, πίσω από τις πρώτες ανδρικές σκέψεις και τα άσπρα μαλλάκια του, που έπεφταν συνήθως αχτένιστα μπροστά από τα σκούρα μάτια. Σαν γιος πολεμιστή, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα σε στρατόπεδο στην Λάρνακα. Δίπλα από τις αλυκές. Να είναι κοντά και στην μητέρα του.

        Του άρεσε ο στρατός. Τον απομόνωνε από την κοινωνία και αυτό του άρεσε. Μα πιο πολύ, του άρεσε να φυλά σκοπιά στην ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Έβλεπε από εκεί όλη την περιοχή των αλυκών και το τέμενος του Χαλά Σουλτάν. Άσπρη, το ζεστό καλοκαίρι, υγρή το θαμπό Φθινόπωρο. Γιόμιζε νερό η μεγάλη λεκάνη και πουλιά. Όλα γίνονταν φλαμίνγκο. Οι παντοτινοί εχθροί μοιάζανε με εριστικούς κυνηγούς που με τα όπλα τους τριγύριζαν στα δικά του μονοπάτια. Αυτός κατέβαινε από την σκοπιά, άφηνε το κράνος και τις εξαρτήσεις  στα σκαλοπάτια της, έβγαζε τις αρβύλες και τα στρατιωτικά ρούχα.  Περπατούσε γυμνός μαζί με τα Φλαμίνγκο. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Τον κάλεσε ο διοικητής, τον επέπληξε, τον τιμώρησε, του είπε για τους κυνηγούς, μίλησε για ντροπή, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Τα σγουρά μαλλάκια του έγιναν ακόμα πιο άσπρα.  Τον έστειλαν σε γιατρούς, αλλά δεν του βρήκανε τίποτε. Όλα φυσιολογικά.

      

        Γύρισε πάλι στην σκοπιά του. Γύριζε πάντα στη σκοπιά του.

        Κάποια μέρα, είδε τον πατέρα του να τριγυρνά, μέρα μεσημέρι, στις αλυκές μαζί με τα πουλιά. Φώναζε το όνομά του. Γδύθηκε στα βιαστικά, άφησε στην άκρη το όπλο, έτρεξε  με μανία, τα πουλιά τρόμαξαν και πέταξαν μακριά. Ο ήχος και οι συνεχείς λάμψεις  από τον βορρά τρόμαξαν και τον ίδιο. Γονάτισε στο αλάτι. Καθώς έγερνε, είδε τα Φλαμίνγκο τριγύρω να οσμίζονται το αίμα του. «Τόση ομορφιά μπαμπά» σκέφτηκε «τόση ομορφιά»  και έδυσαν τα μάτια του, πίσω από το μαύρο, μουσκεμένο  τσεμπέρι της γιαγιάς.

 

 

 

*Το διήγημα: Ο θρήνος στις αλυκές,  έλαβε το β’ βραβείο στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό / 2019, της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού.

 

 

 

 

Το σπίτι στην άκρη της πόλης* του Δημητρίου Γκόγκα


     


Η μαυροντυμένη γερόντισσα έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που της δόθηκε από την κυβέρνηση, μετά και την τελευταία σύναξη των αρμοδίων. Φαίνονταν ξεκάθαρα, ότι εκεί έμεναν νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ας ήτανε ετούτοι της απέναντι όχθης. Δυο μικρά δωμάτια, μια κουζίνα, ένα ζεστό καθιστικό, το μπάνιο ήταν εξωτερικό, μια μικρή πέτρινη αυλή, φροντισμένη με αγάπη, γεμάτη με κάθε λογής λουλούδια και πλατύφυλλο βασιλικό. Μοσχομύριζε το πρωινό και έρχονταν οι δικές της  εικόνες, από το γκριζωπό χθες, να ζωντανέψουν, μέσα στο σπιτικό των άλλων. Χόρευαν κάτω από το απλωμένο αγιόκλημα, πάνω από τις μπλε πήλινες γλάστρες με τις κόκκινες βεγόνιες και τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Είχαν φύγει και αυτοί βιαστικά, από τα μέρη αυτά, αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο. Σκουπίδια, γεμάτη η αυλή, πεταμένα φύλλα και άδεια ποτήρια πάνω στο τραπέζι του κήπου και της κουζίνας.

      Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό χρηματικό βοήθημα. Δεν ήταν πολλές οι λίρες, μα έφταναν να ζήσουνε αυτήν και την ορφανή εγγονή της. Μια ζωντανή προίκα που της κληροδότησε η πονεμένη ζωή του πρόσφυγα. Με την πενιχρή σύνταξη κατόρθωσε και έκανε το δικό της παράδεισο, στο σπίτι που της κληροδότησε η πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζε να το λέει.

      Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός οικογενειακού της φίλου, τουρκοκύπριου, έτσι για να συνεχιστούν κάποιες σχέσεις που διακόπηκαν άδοξα ένα περασμένο Ιούλη, το άσπρισε για να της θυμίζει τις ευτυχισμένες ημέρες. Πρόσθεσε ξύλινα, ζωγραφιστά παντζούρια, τα έβαψε κόκκινα και γύρω μια γραμμή πράσινη, έχτισε ένα φούρνο στην αυλή για να μυρίζει τις πίττες της η γειτονιά, μια πέτρινη βρύση και ένα εικονικό πηγάδι. Αγάπησε τρεις αδέσποτες αγνοούμενες άσπρες γάτες και ένα μικρό σκύλο, τα τάιζε τα ορφανά και τα μάζεψε από τον δρόμο. Έκανε το δικό της αγαπημένο κόσμο και περίμενε κάθε ημέρα την αυγή να την καλημερίσει. Δεν παρέλειπε να κάμει τον σταυρό της και ας μην πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Η παναγιά η Φανερωμένη ήξερε πως στεκότανε πάντα δίπλα της.  

   

 

      Καθημερινό της μέλημα η επούλωση των ανοιγμένων πληγών της  εγγονής της. Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιά και παχυλό κομπόδεμα στην άκρη. Η ολιγόωρη δουλειά της, μόλις που έφτανε να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα. Η κόρη της είχε πεθάνει στη γέννα, στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου. Ο μπαμπάς της, ένα από τους δεκάδες, εκατοντάδες αγνοούμενους. Η γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά η γονική της φροντίδα άρχιζε και τελείωνε μόλις αντίκριζε τα πανέμορφα μάτια της εγγονή της.

      Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα που ανάδυε η ειρήνη. Οι γκρίζες ημέρες της κατοχής και της μετέπειτα εισβολής που ανάστησαν ξεχασμένους ήρωες, την βασάνιζαν. Παρακάλεσε, έπεσε χωρίς ντροπή στα γόνατα και ζητιάνεψε μια θέση στο δημόσιο για την εγγονούλα της, αλλά στην νέα τάξη που δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε, ο κόσμος πήγαινε δεξιά και αυτή ριζωμένη αλλού. Ακόμα και το σπιτάκι της έτυχε να είναι στα αριστερά της πόλης. Κρίμα που η καρδιά έγερνε προς τα αριστερά του στήθους.

      Η γερόντισσα είχε την έννοια της. Έβλεπε τους αγαπητικούς να περνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε τα αρσενικά ίχνη τους πάνω στα μεσοφόρια της εγγονής, στα λευκαρίτικα σεντόνια αλλά δεν έλεγε τίποτα. Είχε την έννοια της. Δεν άργησε η γειτονιά να ξεστομίσει και την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα της να είναι καλά. Όμως δεν ήταν. 

     Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν στο σπίτι μια ομάδα μαυροντυμένοι άνδρες. Ρωτούσανε διάφορα, για την εγγονή, για το μικρό σπιτάκι, για την ζωή της. Θυμήθηκε τους αντίπερα και τις ημέρες τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποια μέρα ήρθαν να πάρουν την μικρή. Έπρεπε είπε κάποιος, να σωθεί η τιμή της κοινωνίας, πήραν την ζωή της. Οι κατηγορίες ήταν τόσο απλές, όσο και η προσφυγιά, ο πόλεμος, τα άδεια ποτήρια στο τραπέζι των ξεριζωμένων, τα σπαρτά που δεν πρόλαβαν να θερίσουν, η προχειρότητα της αντίστασης, η αγωνία για τις τύχες των αγνοουμένων και τόσα άλλα που δεν χωρούσαν στο γέρικο μυαλό της.

     Πορνεία. Η μικρή καθώς της έβαζαν τις σιδερένιες χειροπέδες στα μικρούλικα χεράκια της, την κοίταζε περιμένοντας βοήθεια. Πονούσε πολύ και δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της. Ο ουρανός και το αντιφέγγισμα την πλήγωναν. Φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε. Κράτησε με βία το χέρι του ενός. «Που την πάτε» ξεστόμισε, «δεν έκανε τίποτα» Του κάκου. Η γειτονιά βγήκε μια βόλτα χαιρέκακη να δει τα καθέκαστα. Η σιωπή τους πρόδωσε την ευθύνη της.

    

 

    Το απόβραδο  έβρεχε με το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκε μονάχη με  την μαντίλα στους ώμους και το φόρεμα να σέρνεται στην λάσπη. Έψαχνε τις γάτες, τις φώναζε, μα αντηχούσε μοναχά η σιωπή στην αυλή της. Άστραψε στα μισόκλειστα μάτια της και το μόνο που αισθάνθηκε ήτα η μεθυστική μυρωδιά του βασιλικού, καθώς ακουμπούσαν τα σκασμένα ξεραμένα χείλη της στο βρεγμένο χώμα. Παραδόθηκε στην πράσινη γραμμή και στο έλεος της μοίρας.


*«Το σπίτι στην άκρη της πόλης» διακρίθηκε στην κατηγορία: Διηγήματος του 9ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ.

 

 Από τη συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις ανθρώπων: ISBN 978-9925-7723-2-2