Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Γράμμα από το παρελθόν ... του Δημητρίου Γκόγκα

 



 

    Πάει και αυτό. Τελείωσε η κηδεία. Ήρεμα χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι κάτοικοι στο χωριό είπαν τα καλύτερα λόγια για την γυναίκα του. Έτσι όπως λένε για κάθε άνθρωπο που αποχωρίζεται το φως και δεν του έχει την ανάγκη του.

    Ένας χρόνος πέρασε από τότε που είχαν χωρίσει. Διαζύγιο δεν είχαν προλάβει, αλλά ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια γάμου, είκοσι πέντε χρόνων υπομονής και των δύο, να μεγαλώσουν μαζί, να κάνουν ένα παιδί και να υπομένουν με πολύ αγάπη ο ένας τις παραξενιές του άλλου, είχε έρθει ο καιρός που συσσωρευμένες αντιστάσεις έσκασαν σαν τρελό ηφαίστειο και παρέσυραν στο διάβα τους, όλες τις καλές στιγμές. Το παιδί ήταν αδύνατο να παρέμβει. Σιωπηλά, δέχτηκε την απόφαση των δικών του και κυρίως την απόφαση του πατέρα, γιατί αυτός τελικά ήταν που άφησε το σπίτι, πήρε το πρώτο τραίνο και έφυγε για τα δυτικά της Κύπρου. Πίστευε ότι εκεί θα έβρισκε την ηρεμία που απουσίαζε από την ζωή του. Η γυναίκα του δεν τον ενόχλησε  από εκείνη την ημέρα. Το ραγισμένο γυαλί δεν αντικαταστάθηκε ποτέ πια.

    Όσες φορές και  αν προσπάθησε να εντοπίσει ουσιαστικά προβλήματα δεν το κατόρθωσε. Η ζήλια του, για τον εκρηκτικό χαρακτήρα της γυναίκας του δεν τον άφηναν να δει αντικειμενικά, τα περισσότερα της ζωής τους. Οι επαφές της με ανθρώπους πολύ μικρότερους σε ηλικία, ο εκτοπισμός από την ζωή του ασχολιών και φίλων που του έδιναν χαρά και ευχαρίστηση τον εκνεύριζε, έλεγε πράγματα που δεν τα πίστευε και προκαλούσε πόνο. Αργότερα, ζητούσε συγνώμη, αλλά συνήθως ήταν πολύ αργά.

    Μπήκε στο μικρό χωριατόσπιτο που είχε νοικιάσει στο χωριό των Κουκλιών. Μακριά από τους στενούς συγγενείς, από τον αδελφό του που τον είχε εντάξει σε κείνη την ομάδα των ηθικοπλαστών της πόλης, λες αυτοί ήσαν αμόλυντοι. Πως είχαν αλλάξει ως άνθρωποι. Ο αδελφός του να εργάζεται στο τζαμί της πόλης και αυτός τόσο μακριά. Είχε να τον δει πάνω από δέκα χρόνια. Πήγε κατ’   ευθείαν στην κουζίνα, έκανε πικρό καφέ, ρούφηξε μια γουλιά, κάηκε το χείλι στου και πήγε στο καθιστικό. Ένα παλιό σαλονάκι, σε κάποια σημείο ξεφτισμένο, έκανε όμως την δουλειά του. Στους τοίχους υπήρχαν, μικροί δικοί του πίνακες, αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων. Τα απογεύματα, κατανάλωνε τις ώρες του σε σεμινάρια ζωγραφικής, για να γεμίσει και τα κενά της ζωής του. Δεν ήτανε πολύ καλός, αλλά ζωγράφιζε συμπαθητικά. Δεν παρέλειπε να λέει στους γείτονες και τους γνωστούς, ότι η δική του έκθεση ζωγραφικής θα καθυστερούσε πολύ ακόμα. Γέλια και πειράγματα ακολουθούσαν.   

    

 

     Άνοιξε το ντουλάπι με τον χαλασμένο μεντεσέ, κάτω από την τηλεόραση Έβγαλε από το βάθος ένα κόκκινο  κουτί παπουτσιών. Το αγαπημένο της χρώμα, σκέφτηκε. Ανοίγοντάς του, αντίκρισε την αγαπημένη του φωτογραφία. Η γυναίκα του ξαπλωμένη σε ένα καναπέ, ριγμένα τα μαλλάκια της στους γυμνούς ώμους της. Φορούσε ένα βαρύ, καφέ πουλόβερ, που κάλυπτε το μεγάλο μπούστο της, αλλά αποκάλυπτε πονηρά τον υπέροχο λαιμό της. Η φούστα κολλημένη επάνω στους χοντρούτσικους γοφούς της, τόνιζε τις κρυφές της καμπύλες. Αναστέναξε. Αυτή την γυναίκα αγάπησε.

      Άρχισε, με σχολαστικότητα, πότε ρουφώντας και πότε βγάζοντας αναστεναγμούς και μικρά αναφιλητά να βλέπει τις στιγμές της ζωής τους, αποτυπωμένες με τα έντονα χρώματα των φωτογραφιών. Τα κλάμα, ακούστηκε σε όλο το σπιτικό. Βόγκηξε και ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος. «Τι καλά, είπε. Αυτό μας έλειπε!»

       Η ώρα είχε πάει δέκα. Ο ήλιος, μπήκε από τα παράθυρα, με τις διαφανείς άσπρες κουρτίνες. Είχαν κιτρινίσει στις άκρες, σαν ξεχασμένες από πολύ καιρό στην μοίρα της απλυσιάς. Δεν τον ενδιέφερε η εμφάνιση και η καθαριότητα γύρω. Την εμφάνιση της  ψυχή του, μπροστά στην απώλεια σκεφτόταν. Ήταν πλυμένη; Καθαρή; Ένιωθε τύψεις για ότι έγινε, ένιωσε υπεύθυνος εκείνη την στιγμή, αλλά πόσο αργά ήταν!

        Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε πεισματικά. «Ει γείτονα» άνοιξε ο ταχυδρόμος είμαι. Έχεις γράμμα». « Εγώ, γράμμα;» αναρωτήθηκε. Την διεύθυνσή του την γνώριζε, μονάχα η γυναίκα  και το παιδί του. Ο γιος του μάλιστα, όταν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο. Από ποιον είναι αναρωτήθηκε ξανά. Σηκώθηκε με δυσκολία, άνοιξε την ξώπορτα την στιγμή που σκούπιζε το πρόσωπό του.  «Έχεις κάτι;»  τον ρώτησε έκπληκτος ο ταχυδρόμος. «Χρειάζεσαι βοήθεια; Να φωνάξω γιατρό; Κυρ Δημήτρη, είσαι καλά;» «Καλά είμαι» απάντησε. «Κάμε την δουλειά σου. Από ποιον είναι το γράμμα;» «Δεν έχει διεύθυνση κύριε Δημήτρη». Του το έδωσε και έφυγε.

          Βυθίστηκε σε μία πολυθρόνα. Δεν το άνοιξε αμέσως. Το κοίταξε λιγάκι, καθώς το κρατούσε στα χέρια του. Σκέφτηκε να το πετάξει. Τώρα δεν ήθελε τίποτα άλλο. Έχασε την γυναίκα του, την χώρισε δύο φορές. Η δεύτερη ήταν η μοιραία.

         Έσκισε στην άκρη τον φάκελο. Έβγαλε αμήχανα και με απορία το γράμμα. Μία διπλωμένη σελίδα, γραμμένη μόνο στο μισό της.

         «Αγαπημένε μου Δημήτρη, θα προσπαθήσω να  είμαι σύντομη. Να μην σε κουράσω. Χρειάζομαι την βοήθειά σου. Θέλω να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλον. Και κυρίως να αναλάβω εγώ τις ευθύνες μου. Δεν μπορώ να πετάξω στην άκρη τόσα χρόνια. Πες μου τι έφταιξα, θα σου πω και εγώ για σένα. Είμαι άρρωστη και νομίζω πιο άρρωστη στην ψυχή. Σε μένα έχουν μείνει πολλά αποθέματα, μέσα στην καρδιά μου. Σε όσα έφταιξα, νομίζω, μήνες τώρα το πλήρωσα. Ανακαλύπτω τώρα πόσο πολύ σε αγάπησα και σε αγαπώ. Νομίζω ότι θέλω να περάσω άλλα τόσα χρόνια μαζί σου. Αν έχει η ψυχή σου καθαρίσει για μένα, θα περιμένω απάντηση. Θέλεις να έρθεις πίσω; Η πόρτα θα είναι ανοικτή»

       Χτύπησε το μπράτσο της πολυθρόνας. Φώναξε. Το γράμμα στάλθηκε λίγες ημέρες πριν. Πως είναι δυνατόν αναρωτήθηκε. Λίγο πριν πεθάνει. Χτύπησε το κεφάλι του με το χέρι.

      Πήρε ξανά το λεωφορείο και έφτασε στην Λάρνακα. Έτρεξε στο νεκροταφείο. Τα λουλούδια σκεπάζανε τον τάφο ακόμα. Το δικό του κόκκινο στεφάνι, γεμάτο από γαρύφαλλα, έξω από το σωρό.  Έπεσε πάνω τους,

      « Γιατί τώρα , γιατί;»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Γράμμα από το παρελθόν (Δημήτριος Γκόγκας)

 


 

   


Πάει και αυτό. Τελείωσε η κηδεία. Ήρεμα χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι κάτοικοι στο χωριό είπαν τα καλύτερα λόγια για την γυναίκα του. Έτσι όπως λένε για κάθε άνθρωπο που αποχωρίζεται το φως και δεν του έχει την ανάγκη του.

    Ένας χρόνος πέρασε από τότε που είχαν χωρίσει. Διαζύγιο δεν είχαν προλάβει, αλλά ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια γάμου, είκοσι πέντε χρόνων υπομονής και των δύο, να μεγαλώσουν μαζί, να κάνουν ένα παιδί και να υπομένουν με πολύ αγάπη ο ένας τις παραξενιές του άλλου, είχε έρθει ο καιρός που συσσωρευμένες αντιστάσεις έσκασαν σαν τρελό ηφαίστειο και παρέσυραν στο διάβα τους, όλες τις καλές στιγμές. Το παιδί ήταν αδύνατο να παρέμβει. Σιωπηλά, δέχτηκε την απόφαση των δικών του και κυρίως την απόφαση του πατέρα, γιατί αυτός τελικά ήταν που άφησε το σπίτι, πήρε το πρώτο τραίνο και έφυγε για τα δυτικά της Κύπρου. Πίστευε ότι εκεί θα έβρισκε την ηρεμία που απουσίαζε από την ζωή του. Η γυναίκα του δεν τον ενόχλησε  από εκείνη την ημέρα. Το ραγισμένο γυαλί δεν αντικαταστάθηκε ποτέ πια.

    Όσες φορές και  αν προσπάθησε να εντοπίσει ουσιαστικά προβλήματα δεν το κατόρθωσε. Η ζήλια του, για τον εκρηκτικό χαρακτήρα της γυναίκας του δεν τον άφηναν να δει αντικειμενικά, τα περισσότερα της ζωής τους. Οι επαφές της με ανθρώπους πολύ μικρότερους σε ηλικία, ο εκτοπισμός από την ζωή του ασχολιών και φίλων που του έδιναν χαρά και ευχαρίστηση τον εκνεύριζε, έλεγε πράγματα που δεν τα πίστευε και προκαλούσε πόνο. Αργότερα, ζητούσε συγνώμη, αλλά συνήθως ήταν πολύ αργά.

    Μπήκε στο μικρό χωριατόσπιτο που είχε νοικιάσει στο χωριό των Κουκλιών. Μακριά από τους στενούς συγγενείς, από τον αδελφό του που τον είχε εντάξει σε κείνη την ομάδα των ηθικοπλαστών της πόλης, λες αυτοί ήσαν αμόλυντοι. Πως είχαν αλλάξει ως άνθρωποι. Ο αδελφός του να εργάζεται στο τζαμί της πόλης και αυτός τόσο μακριά. Είχε να τον δει πάνω από δέκα χρόνια. Πήγε κατ’   ευθείαν στην κουζίνα, έκανε πικρό καφέ, ρούφηξε μια γουλιά, κάηκε το χείλι στου και πήγε στο καθιστικό. Ένα παλιό σαλονάκι, σε κάποια σημείο ξεφτισμένο, έκανε όμως την δουλειά του. Στους τοίχους υπήρχαν, μικροί δικοί του πίνακες, αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων. Τα απογεύματα, κατανάλωνε τις ώρες του σε σεμινάρια ζωγραφικής, για να γεμίσει και τα κενά της ζωής του. Δεν ήτανε πολύ καλός, αλλά ζωγράφιζε συμπαθητικά. Δεν παρέλειπε να λέει στους γείτονες και τους γνωστούς, ότι η δική του έκθεση ζωγραφικής θα καθυστερούσε πολύ ακόμα. Γέλια και πειράγματα ακολουθούσαν.   

     Άνοιξε το ντουλάπι με τον χαλασμένο μεντεσέ, κάτω από την τηλεόραση Έβγαλε από το βάθος ένα κόκκινο  κουτί παπουτσιών. Το αγαπημένο της χρώμα, σκέφτηκε. Ανοίγοντάς του, αντίκρισε την αγαπημένη του φωτογραφία. Η γυναίκα του ξαπλωμένη σε ένα καναπέ, ριγμένα τα μαλλάκια της στους γυμνούς ώμους της. Φορούσε ένα βαρύ, καφέ πουλόβερ, που κάλυπτε το μεγάλο μπούστο της, αλλά αποκάλυπτε πονηρά τον υπέροχο λαιμό της. Η φούστα κολλημένη επάνω στους χοντρούτσικους γοφούς της, τόνιζε τις κρυφές της καμπύλες. Αναστέναξε. Αυτή την γυναίκα αγάπησε.

      Άρχισε, με σχολαστικότητα, πότε ρουφώντας και πότε βγάζοντας αναστεναγμούς και μικρά αναφιλητά να βλέπει τις στιγμές της ζωής τους, αποτυπωμένες με τα έντονα χρώματα των φωτογραφιών. Τα κλάμα, ακούστηκε σε όλο το σπιτικό. Βόγκηξε και ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος. «Τι καλά, είπε. Αυτό μας έλειπε!»

       Η ώρα είχε πάει δέκα. Ο ήλιος, μπήκε από τα παράθυρα, με τις διαφανείς άσπρες κουρτίνες. Είχαν κιτρινίσει στις άκρες, σαν ξεχασμένες από πολύ καιρό στην μοίρα της απλυσιάς. Δεν τον ενδιέφερε η εμφάνιση και η καθαριότητα γύρω. Την εμφάνιση της  ψυχή του, μπροστά στην απώλεια σκεφτόταν. Ήταν πλυμένη; Καθαρή; Ένιωθε τύψεις για ότι έγινε, ένιωσε υπεύθυνος εκείνη την στιγμή, αλλά πόσο αργά ήταν!

        Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε πεισματικά. «Ει γείτονα» άνοιξε ο ταχυδρόμος είμαι. Έχεις γράμμα». « Εγώ, γράμμα;» αναρωτήθηκε. Την διεύθυνσή του την γνώριζε, μονάχα η γυναίκα  και το παιδί του. Ο γιος του μάλιστα, όταν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο. Από ποιον είναι αναρωτήθηκε ξανά. Σηκώθηκε με δυσκολία, άνοιξε την ξώπορτα την στιγμή που σκούπιζε το πρόσωπό του.  «Έχεις κάτι;»  τον ρώτησε έκπληκτος ο ταχυδρόμος. «Χρειάζεσαι βοήθεια; Να φωνάξω γιατρό; Κυρ Δημήτρη, είσαι καλά;» «Καλά είμαι» απάντησε. «Κάμε την δουλειά σου. Από ποιον είναι το γράμμα;» «Δεν έχει διεύθυνση κύριε Δημήτρη». Του το έδωσε και έφυγε.

          Βυθίστηκε σε μία πολυθρόνα. Δεν το άνοιξε αμέσως. Το κοίταξε λιγάκι, καθώς το κρατούσε στα χέρια του. Σκέφτηκε να το πετάξει. Τώρα δεν ήθελε τίποτα άλλο. Έχασε την γυναίκα του, την χώρισε δύο φορές. Η δεύτερη ήταν η μοιραία.

         Έσκισε στην άκρη τον φάκελο. Έβγαλε αμήχανα και με απορία το γράμμα. Μία διπλωμένη σελίδα, γραμμένη μόνο στο μισό της.

         «Αγαπημένε μου Δημήτρη, θα προσπαθήσω να  είμαι σύντομη. Να μην σε κουράσω. Χρειάζομαι την βοήθειά σου. Θέλω να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλον. Και κυρίως να αναλάβω εγώ τις ευθύνες μου. Δεν μπορώ να πετάξω στην άκρη τόσα χρόνια. Πες μου τι έφταιξα, θα σου πω και εγώ για σένα. Είμαι άρρωστη και νομίζω πιο άρρωστη στην ψυχή. Σε μένα έχουν μείνει πολλά αποθέματα, μέσα στην καρδιά μου. Σε όσα έφταιξα, νομίζω, μήνες τώρα το πλήρωσα. Ανακαλύπτω τώρα πόσο πολύ σε αγάπησα και σε αγαπώ. Νομίζω ότι θέλω να περάσω άλλα τόσα χρόνια μαζί σου. Αν έχει η ψυχή σου καθαρίσει για μένα, θα περιμένω απάντηση. Θέλεις να έρθεις πίσω; Η πόρτα θα είναι ανοικτή»

       Χτύπησε το μπράτσο της πολυθρόνας. Φώναξε. Το γράμμα στάλθηκε λίγες ημέρες πριν. Πως είναι δυνατόν αναρωτήθηκε. Λίγο πριν πεθάνει. Χτύπησε το κεφάλι του με το χέρι.

      Πήρε ξανά το λεωφορείο και έφτασε στην Λάρνακα. Έτρεξε στο νεκροταφείο. Τα λουλούδια σκεπάζανε τον τάφο ακόμα. Το δικό του κόκκινο στεφάνι, γεμάτο από γαρύφαλλα, έξω από το σωρό.  Έπεσε πάνω τους,

      « Γιατί τώρα , γιατί;»

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Περιστέρια στο τζαμί* του Δημητρίου Γκόγκα (Συλλογή Διηγημάτων : Πτώσεις Ανθρώπων)



1

       Κοίταξε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στον καθρέφτη. Πλησίαζε τα εξήντα. Τα κοντά μαλλιά του είχαν αραιώσει και ασπρίσει. Πως έφτασα μέχρι εδώ αναρωτήθηκε. Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν. Πάνε πάνω από τριάντα αν θυμάται καλά. «Γέρασες μεγάλε» είπε στα μέσα του. Οι γκρίζες ημέρες της εισβολής είχαν παρέλθει και μαζί τους είχαν πάρει τις περισσότερες μνήμες, τα αγαπημένα πρόσωπα, όλα δικά του πρόσωπα. Από τότε που είχε γίνει γνωστή η συμμετοχή του στην αρπαγή εκείνης της κοπέλας, στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης, όλοι φίλοι και γνωστοί, του γύρισαν την πλάτη. Δεν το ήξερε. Η ζωή που έκανε η κοπέλα ήταν όμοια με αυτή της πουτάνας. Που να το καταλάβει. Διαταγές εκτελούσε.

    Ευτυχώς η κυβέρνηση, εκτιμώντας τις υπηρεσίες του κατά την σκοτεινή περίοδο της χώρας, όπως επικράτησε να λέγεται το χρονικό εκείνο διάστημα, μέχρι στο νησί να επικρατήσει ηρεμία, τον διόρισε επιστάτη του τούρκικου τζαμιού στην άκρη της πόλης, κοντά στις αλυκές. Στην αρχή η ιδέα και η πρόταση δεν του άρεσε. Πως ήταν δυνατόν ένας χριστιανός να λειτουργεί μέσα σε μουσουλμανικό τέμενος. Η αυστηρή όμως ματιά του επιτρόπου, η επισήμανση ότι θα έρθουν δυσκολότερες ημέρες και ίσως δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία για δουλειά με υψηλό εισόδημα, τον έπεισαν. «Τι στο διάολο, όλα συνήθεια είναι».

     Οι πρακτικές καθημερινές του ασχολίες δεν ήταν διαφορετικές από αυτές ενός μέσου κυπριακού σπιτιού. Απουσία μάλιστα μουσουλμάνων πιστών, το πράμα γινότανε από μόνο του ακόμα πιο εύκολο. Κάθε πρωί έπρεπε να σηκώνεται νωρίς, να ανοίξει τα παράθυρα του τζαμιού, για να αεριστεί. Καθάριζε τα έδρανα του ιμάμη και μερικά, ευτυχώς ήταν λίγα, καθίσματα. Δυο φορές την βδομάδα τίναζε τα παλιά χαλιά των πατωμάτων και μία φορά τον μήνα τα έπλυνε στην μεγάλη πέτρινη γούρνα στο βάθος της αυλής. Η εργασία αυτή του ήταν επώδυνη, καθ΄ όσον τον ενοχλούσε μία παλιά δισκοκήλη, αλλά  δεν έβγαζε μιλιά. Πότιζε και καθάριζε τους κήπους, κλάδευε τα δένδρα, σκούπιζε τα σκαλοπάτια, έτριβε τις ακαθαρσίες των πουλιών από τους τοίχους, μάζευε τα πεσμένα φύλλα του Φθινοπώρου. Κάποιοι συμπολίτες του, χριστιανοί ορθόδοξοι, είχαν αντιδράσει με αυτόν τον διορισμό, όχι γιατί έγινε με συνοπτικές διαδικασίες αλλά για την ανώμαλη σύμπραξη, χριστιανισμού και μωαμεθανισμού. Οι γραμματιζούμενοι της πόλης κατέθεσαν σχετικό υπόμνημα, στο οποίο ανέφεραν τους λόγους της αντίθεσής τους. Ο Δήμαρχος δεν το δέχτηκε, τους κατηγόρησε ευθέως για ρατσισμό και μισαλλοδοξία και κάπου εκεί φάνηκε να τελειώνουν τα πράγματα. Όμως η ζωή είχε αποφασίσει αλλιώς.

 

2

       Ακούστηκε το πέταγμα των περιστεριών. Το ατελείωτο γουργουρητό τους τον ενοχλούσε. Σαν ερινύες που σούβλιζαν τα νεύρα του. Οι γέρικες φλέβες στο μέτωπο τεντώνονταν επικίνδυνα, τσίτωναν, έτοιμες να σκάσουν. Μια ζαλάδα πάντα, μια συνεχή ζαλάδα. Το μυαλό του ταλαιπωρούνταν από δεκάδες αρνητικές σκέψεις όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Κοιμόταν με τύψεις ξυπνούσε παρέα με αυτές. Ήθελε να ηρεμήσει και δεν εύρισκε τον χρόνο. Όλα του έφταιγαν και πιο πολύ τα πουλιά. Τα άσπρα περιστέρια.

     Οι περιστερώνες ήταν έξω από το προαύλιο του τζαμιού αλλά εκείνα στέκονταν όλη την ημέρα πάνω από το πέτρινο κτίσμα των νιπτήρων. Με μικρά πετάγματα, κατέβαιναν έπιναν νερό από τους πέτρινους κρουνούς και ξανά έπαιρναν τις θέσεις τους στα γεισώματα. Μισούσε τα περιστέρια, τα έδιωχνε αλλά εκείνα γύριζαν πάλι κοντά του. Δεν τα καταλάβαινε, δεν ήθελε να τα καταλάβει. Ποτέ δεν τα έδινε να φάνε. Ας φροντίζουν μόνα τους σκεφτόταν. Αφού ο θεός είναι μεγάλος θα μεριμνήσει και για τούτα. Μόλις τελείωνε την σκέψη, έλεγε πως αμάρτησε και κρυβότανε στην κάμαρά του.

 

3

       Έξω από τον περίβολο του τζαμιού, ο Δήμος είχε οριοθετήσει, ένα μικρό μονοπάτι , που ξεκινούσε από τον κεντρικό δρόμο έφερνε γύρα τις αλυκές και κατέληγε πάλι εκεί. Οι περιπατητές και οι  φυσιολάτρες είχαν επικροτήσει την προσπάθεια αυτή του Δημάρχου και είχαν σπεύσει πολύ γρήγορα, πριν ακόμα εγκαινιαστεί το μονοπάτι να το δοκιμάσουν. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, περπατούσαν να ξεκουραστούν, άλλοι έτρεχαν για να αθληθούν και άλλοι για να ξεχάσουν το παρελθόν.

     Τους έβλεπε με ευχαρίστηση και συνάμα με θαυμασμό. Κρεμότανε από τον συρμάτινο φράχτη και τους χαιρετούσε. Λίγοι ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό, κάποιους τους ήξερε και από παλιά όταν τις ζεστές νύχτες πριν την εισβολή κατέδιδαν πολίτες στην κυβέρνηση και συνεργάζονταν με τους απέναντι αντικυβερνητικούς. Οι περισσότεροι περνούσαν αδιάφορα από μπροστά του, σχεδόν τον έφτυναν.

     Είχε συμμετάσχει με προθυμία στις μαυροντυμένες ομάδες τήρησης της ηθικής τάξης στην Λάρνακα. Οι οικογενειακές του καταβολές και οι συντηρητικές πεποιθήσεις των δικών του, προδίκαζαν και την δική του πορεία. Δεν μπόρεσε ποτέ όσο και αν προσπάθησε με την νεανική του φύση να αντιδράσει να ακολουθήσει αριστερά και κόκκινα μονοπάτια. Τον είχαν πείσει και είχε δεχτεί αναντίρρητα, σχεδόν με απόλυτο τρόπο, την ιδέα πως για όλα έφταιγαν οι κομουνιστές και οι πουτάνες. Τους πρώτους τους πολέμησε, τους κατέδωσε, συμμετείχε στα βασανιστήριά τους, στο κυνηγητό στις αλυκές, στα αυτοσχέδια  υπαίθρια δικαστήρια και στους εξοστρακισμούς από το κέντρο της πόλης όλων εκείνων των γυναικών που με τον έκφυλο βίο τους μόλυναν τα σπλάχνα της. Όχι πως δεν τις είχε ανάγκη, άνδρας ήτανε, αλλά μέχρι εκεί. Μόλυναν την ατμόσφαιρα, την πόλη του, του έφερναν δύσπνοια. Πως μύριζαν έτσι τα μπουρδέλα! Κολόνια, γυναικεία σάρκα και ανδρικό σπέρμα. Ανατρίχιασε. 

 

4

     Κάποια ημέρα, θυμήθηκε, απόγευμα τον ειδοποίησαν να ετοιμαστεί. Μόλις θα έπεφτε η νύχτα θα ξεκινούσανε να μαζεύουν τις πόρνες από όλα τα σημεία της πόλης. Έβρεχε και είχαν λασπώσει οι δρόμοι. Μικρά ποτάμια είχαν σχηματιστεί που κατέληγαν στις αλυκές. Η Λάρνακα ξεδιψούσε τα μέσα της. Κι είχε να βρέξει πολύ καιρό.    

      Πήραν ένα μικρό σκεπαστό φορτηγό και περνούσαν από τους γνωστούς δρόμους με τα πορνεία. Με το πρόσχημα του πελάτη, έμπαιναν μέσα, τα διέλυαν όλα, πρόσταζαν πλαστά έγγραφα εισαγγελικής αρχής για σύλληψη με βάσει  τον νόμο περί προσβολής της δημόσιας ηθικής της πόλης και αφού τις άρπαζαν με δύναμη τις φόρτωναν και τις μετέφεραν στις κεντρικές φυλακές. Εκεί αφού βίαζαν τις ωραιότερες, τις πετούσαν στα υγρά κελιά τους. Κανένας σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν για αυτές. Με συνοπτικές διαδικασίες η ποινές που τους επιβάλλονταν ήταν εξοντωτικές. Έμπαιναν νεαρές και έβγαιναν όταν τα πρόσωπά τους αποκτούσαν τις πρώτες συννεφιασμένες ρυτίδες.

     Οι πληροφορίες τους έφεραν στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Ήξερε και την γιαγιά με τις υπέροχες πίτες. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Η μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για την γιαγιά που έκαμε τα πάντα για να μεγαλώσει η εγγονή της αλλά και για την κοπέλα.  Ακόμα θυμάται το πρόσωπο της. Όταν την αλυσοδέσανε γιατί είχε την αίσθηση ότι δέσανε λάθος άνθρωπο! Φώναζε και χτυπιότανε ανάμεσα στα ανδρικά μπράτσα. Κόντεψε να σπάσει όταν αντίκρισε την γιαγιά να πέφτει ξωπίσω τους, μέσα στα λασπόνερα της αυλής. Δεν ξέχασε ποτέ τα βουρκωμένα μάτια της και το ουρλιαχτό της κοπέλας.

     «Υπηρεσία εκτελούσε» γαμώτο!

 

5

     Είχε τελειώσει τις δουλειές του και κάθισε στο μικρό δωματιάκι να πιει καφέ. Από το μικρό χωρίς κουρτίνες παράθυρο έβλεπε τις αλυκές. Ίδια εικόνα. Το νερό και το αλάτι αντιφέγγιζαν στον ήλιο, ντόπιοι και ξένοι πηγαινοέρχονταν και μια ποδηλάτισσα ίδια, σαν εκείνη. Καφές έπεσε από τα χείλη. Μια ανολοκλήρωτη γουλιά χύθηκε στα χείλια και τον έκαψε. Μια

γυναικεία κοφτερή ματιά, σαν ζωντανή ερινύα, πέρασε τόσο κοντά, σαν ατελείωτη ταινία. Έστρεψε αλλού τα μάτια.

     Η ποδηλάτισσα κοντοστάθηκε, κατέβηκε και κοίταξε γεμάτη απορία προς το μέρος του. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο. Εκείνη συνέχισε να κοιτά και φώναξε, φώναξε δυνατά περιμένοντας απάντηση. Αναγκάστηκε να εμφανιστεί. Τον ρώτησε αν γνώριζε που οδηγεί ο χωμάτινος δρόμος. «Πουθενά» απάντησε. «Κάπου σας ξέρω» είπε και έστρεψε αλλού το κεφάλι. Τον αναγνώρισε; «Α μπα θα σου θυμίζω κάποιον» « Ίσως, ίσως» Και συνέχισε καβαλώντας την σέλα.

    Δεν είχε απομακρυνθεί, ούτε πενήντα μέτρα. Σταμάτησε απότομα. Γύρισε προς το μέρος του και ούρλιαξε. Ίδιο ουρλιαχτό με κείνο της λασπωμένης νύχτας. Του τρύπησε τα αυτιά, του ράγισε τα μεσόστηθα. Τα περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα Έπεσε χάμω. Λύγισε και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια.

     Έτρεξε να κρυφτεί στο τζαμί. Ίδιος είναι ο θεός σκέφτηκε. Ίδια συγχώρεση θα δώσει. Γονάτισε, ξέχασε να βγάλει τα παπούτσια. Φίλησε τα ιδρωμένα χαλιά, τα λάσπωσε με τα χείλη του. Τα δάγκωσε και μάτωσε το στόμα του. Κουλουριάστηκε σαν φίδι βλέποντας την σκιά  να πλησιάζει προς το μέρος του. Ξωπίσω της εκατοντάδες λευκά περιστέρια να γουργουρίζουν. Γέμισε το τζαμί πετούμενα.

      Τα μάτια του είχανε θολώσει και το μόνο που είδε πριν το δρεπάνι πέσει κοφτερό στην λήθη του μυαλού του, ήταν το γυναικείο χέρι που απλώθηκε να τον σηκώσει. Ή (θεέ μου) να τον συγχωρέσει;

 

 

* Το διήγημα τιμήθηκε με έπαινο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών και Επιστημών και Πολιτισμού Κερατσινίου / 2019

 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

H ποδηλάτισσα...του Δημητρίου Γκόγκα από την συλλογή διηγημάτων : ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ISBN 978-9925-7723-2-2

 


   


Κάθε ημέρα, την ίδια απογευματινή ώρα, την έβλεπε να κατηφορίζει το χωμάτινο μονοπάτι, δίπλα από τις αλυκές, καβάλα σε ένα παλιό σκουριασμένο ποδήλατο. Είχε συνηθίσει πια, να βλέπει την μαυροφορεμένη γυναίκα  να τον προσπερνά στον περίπατό του. Δεν μπορούσε αυτή η γυναίκα να περάσει απαρατήρητη. Κάτω από το μαύρο μαντήλι που είχε περασμένο στα μαλλιά, το ξανθό τους χρώμα της έφεγγε το πρόσωπο. Τα μάτια της αμυγδαλωτά και γαλάζια, όμοια με το χρώμα του ουρανού μετά από καταιγίδα. Φορούσε πάντα μια στενή φούστα που ανέμιζε. Μερικές φορές, όταν μαζευότανε στα γόνατά της, αποκαλύπτονταν δύο υπέροχα λευκά πόδια. Ποτέ δεν την είδε να χαμογελά. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και αντάλλαξαν απορίες. Τίποτα περισσότερο.

         Το πέρασμά της μύριζε αρχοντιά και χάρη. Βασιλικό και δυόσμο. Μπορούσε πλέον από μακριά να αισθανθεί τον ερχομό της. Τα πουλιά κελαηδούσανε πιο έντονα, τα δένδρα έγερναν προς τον νότο, ο βορράς θαρρείς και τραβιότανε και μια απαλή νηνεμία κυριαρχούσε στην φύση. Οι περιπατητές, άνοιγαν δρόμο για την ποδηλάτισσα του μονοπατιού. Και αυτή, όπως πάντοτε, αγέλαστη και μια  προσπάθεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να μείνει ανέκφραστη. Ήταν εκείνες οι στιγμές που το πρόσωπό της, έσκαγε και οι αυλακώσεις φανέρωναν τις δυσκολίες και τις λύπες, τους αγώνες και τις προσδοκίες της από την ζωή. Μια μέρα του Νοέμβρη, καθώς έστριβε πίσω από μια συστάδα δέντρων, του φάνηκε πως είδε να ζωγραφίζεται στην εικόνα του, ένα μειδίαμα. Επιτάχυνε το βήμα του, να λύσει αυτή την φαντασίωση, αλλά η ποδηλάτισσα είχε ήδη απομακρυνθεί.

        Οι μήνες προχωρούσαν μαζί με τους περιπατητές. Η ζωή βημάτιζε πάνω στο χώμα, στα φύλλα των δένδρων, στο αλάτι των αλυκών, στην θέα των πουλιών που τσιμπολογούσαν νερό και σπόρους. Η μαυροντυμένη ποδηλάτισσα και αυτή πιστή στον απογευματινό της  περίπατο.

    Είχε φτάσει το καλοκαίρι. Ο ήλιος πιρούνιαζε  τους ανθρώπους. Η υγρασία στο νησί, είχε γιγαντώσει και όλοι αναζητούσαν λύσεις στην δροσιά των δένδρων και στην τεχνολογία. Οι περίπατοι με δυσκολία ολοκληρώνονταν. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στα σώματά μας και η ζέστη διπλασίαζε την κούραση. Τα κορμιά λύγιζαν και αγκομαχούσαν. Η κυρία με το ποδήλατο, εμφανιζότανε τώρα με πλατύ καπέλο, σκούρου χρώματος. Ίδια έκφραση, όμοια παράσταση με τους περασμένους μήνες .

     Ένα μουντό απόγευμα, που ο ήλιος πρόδιδε την υγρασία πάνω από την λίμνη του αλατιού, η ποδηλάτισσα αφού  τον προσπέρασε,  έστριψε απότομα και σταμάτησε στο παρατηρητήριο των αλυκών. Έπιασε το στήθος της, έβηξε, κατέβηκε βιαστικά από το ποδήλατό της και έκατσε στα ξύλινα σκαλοπάτια. Ανάσανε βαριά  και έστρεψε αλλού το  κεφάλι όταν τον είδε να την πλησιάζει.

    «Είστε καλά;» την ρώτησε.

    «Καλά – καλά είμαι»

    «Ξέρετε αν θέλετε βοήθεια»

    «Δεν θέλω , ποιος σου είπε ότι θέλω, σου ζήτησα την βοήθειά σου;» απάντησε νευρικά και επιθετικά , με το πρόσωπό της γιομάτο συσπάσεις.

     Σήκωσε τα χέρια του, θέλοντας να δηλώσει ότι το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να βοηθήσει. Έκανε στροφή και έκανε να φύγει, όταν άκουσε την φωνή της να γλυκαίνει.

      «Σε παρακαλώ, γύρισε. Συγνώμη. Έχω, ζήσει, νομίζω, άσχημα. Θέλω την βοήθειά σου»

      Το πρόσωπό της είχε πάρει μια γλυκύτατη έκφραση. Έδειχνε την πραγματική ηλικία της. Θα κόντευε τα σαράντα πέντε. Έβγαλε το μαύρο μαντήλι από τα ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς τρυπώνανε, ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων. Έκανε χώρο στα σκαλοπάτια να καθίσει αλλά εκείνος προτίμησε να σταθεί απέναντί της όρθιος. Σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ πιο τίμιο. Οι περιπατητές ρίχνανε κλεφτές ματιές. Έπιασε στον αέρα και κουβέντες αλόγιστες αλλά δεν έδωσε σημασία.

     «Οι ηθικοπλάστες της πόλης» είπε η κυρία.

     «Τι εννοείς;»

     «Είναι μεγάλη ιστορία, δεν είσαι από δω. Τα ελληνικά σου είναι πολύ καλά. Ελλαδίτης είσαι;»

     «Ναι, ήρθα για δουλειά, εσύ»

   «Είναι λίγο περίεργο, να μιλώ σε ένα άγνωστο. Όμως πίστεψέ με, σε βλέπω σχεδόν κάθε ημέρα εδώ. Είσαι από αυτούς που θα ζητιάνευα την βοήθειά τους. Έχω να μιλήσω σε άνθρωπο πολύ καιρό. Πάρα πολύ πίστεψέ με. Σταμάτησα γιατί ένιωσα πόνο στην καρδιά. Θυμήθηκα παλιές ιστορίες και πόνεσα. Έχω και ένα σοβαρό πρόβλημα στο στήθος.»

    «Και πλέκονται και αυτοί;» ρώτησε  δείχνοντας με τα μάτια του τους άνδρες που περπατούσαν στο μονοπάτι.

     «Και αυτοί και άλλοι.» είπε με περιφρόνηση.

     «Πριν από χρόνια, είχα έρθει με την γιαγιά μου, λόγω της εισβολής στην Λάρνακα. Μεγάλη φτώχεια. Μας έδωσαν ένα σπιτάκι στην άκρη της πόλης και μία σύνταξη στην γιαγιά για να ζήσουμε. Οι γονείς μου χάθηκαν. Στους χίλιους επτακόσιους και άλλους τόσους σκοτωμένους ή αγνοούμενους. Βρήκα και εγώ μια δουλειά, σε ... καλούς, με θέση στην κοινωνία, ανθρώπους που από την πρώτη στιγμή προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν.

 

Ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως το μόνο που ήθελαν ήταν παρέα στο κρεβάτι τους. Παράλληλα, με αυτή της γυναίκας τους. Αυτό μην το ξεχνάς. Δεν λέω, ο μισθός αυξανότανε αρκετά. Βλέπεις με πλήρωναν κιόλας. Να περνώ καλά και να ντύνομαι. Με το καιρό, γνώρισα ένα καλό παιδί. Έτσι μου φαινότανε. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχή. Πίστευα ότι θα παντρευτούμε. Ότι μπήκε η ζωή μου σε μια τάξη. Κάποια μέρα όμως, όταν τον είδα με άλλη γυναίκα και ζήτησα να μου εξηγήσει. Μου αποκάλεσε πουτάνα. Ότι δηλαδή έβαλε στο μυαλό του αυτά που είχε ακούσει από την γειτονιά. Από όλους αυτούς που βλέπεις τώρα να περπατούν με τις γυναίκες τους εδώ. Οι περισσότεροι από αυτούς με είχαν πλησιάσει. Και οι πιο πολλές κυρίες που τώρα καμαρώνουν δίπλα τους, ήταν αυτές που ψιθύριζαν τα δικά μου, τα φανερά, τα δικά τους όμως τα κρυφά, τα θάψανε και ξεχάστηκαν. Κατηγορήθηκα για πορνεία από μερικούς και για να σωθεί το όνομα της γειτονιάς και της κοινωνίας μπήκα φυλακή. Περισσότερο λυπήθηκα για την γιαγιά μου. Η καημενούλα. Ακόμα και όταν άκουγε τα μύρια τόσα από αυτούς έλεγε πως μπόρα ήταν θα περάσει. Την θυμάμαι να πέφτει στην αυλή, μουσκεμένη από την βροχή, όταν με συλλαμβάνανε οι αστυνομικοί. Δέκα χρόνια μέσα, για πορνεία. Τι τα θες. Μου φορτώσανε και κάποια τερατουργήματα που δεν έκανα. Που να βρεθούν χρήματα για δικηγόρους. Η μόνη καλή μάρτυρας ήταν η γιαγιά. Έκλαψε, ούρλιαξε, φώναξε, τίποτα. Οι δικαστές ήταν ανένδοτοι. Ένας από αυτούς, με θωρεί κάθε ημέρα και σκύβει το κεφάλι. Τι τα θες. Η γιαγιά περίμενε να βγω και μόλις βγήκα πέθανε. Και ησύχασε η ψυχή της. Για αυτό φορώ μαύρα»

Ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός να βγαίνει από την ψυχή της.

     «Συγνώμη αν σε ζάλισα, ήθελα σε κάποιον να τα πω. Βοήθησες πολύ που με άκουσες»

     Σηκώθηκε αργά, την έπιασε από το μπράτσο. Την ακολούθησε στο μονοπάτι. Πρώτη φορά την είδε να περπατά. Ήταν ψηλή γυναίκα σκέφτηκε.

     Περπάτησαν, λίγη ώρα αμίλητοι.

     «Θα σε ξαναδώ; « την ρώτησε.

     «Θα το ήθελα.»

     Ανέβηκε στο ποδήλατο και απομακρύνθηκε χαμογελώντας. Τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι.

     «Αντρή , με λένε Αντρή» φώναξε.

     «Αύριο λοιπόν» και συνέχισε να περπατά.

Όνειρο ήτανε * του Δημητρίου Γκόγκα από τη συλλογή διηγημάτων: ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


       


Είχε αφήσει τις κόκκινες φράουλες, μέσα σε ένα πλαστικό καλάθι στην άκρη του τραπεζιού της κουζίνας. Τις είχε πάρει από απλή συνήθεια. Δεν έτρωγε πολλά φρούτα. Συνήθως τα αγόραζε από την λαϊκή της Λάρνακας, τα άφηνε να στολίζουν τα τραπέζια του σπιτιού της και ύστερα λίγο πριν χαλάσουν και αναδεύσουν την άσχημη μυρωδιά της σαπίλας τα πετούσε στο καλάθι των σκουπιδιών.

       Ανοίγοντας την πόρτα του μικρού της σπιτιού, στην άκρη της πόλης θυμήθηκε τον άγνωστο φίλο που γνώρισε στις αλυκές. Τον είχε δει πολλές φορές και μόλις χθες τόλμησε να σταματήσει και να του μιλήσει. Διέφερε τόσο πολύ από τους υπόλοιπους άνδρες της ζωής της. Είχε γνωρίσει πολλούς. Άνδρες που ήθελαν την παρέα της, για μία νύχτα μονάχα. Άνδρες που πλήρωναν για τον έρωτά της, πίσω από τις σκιές των δένδρων, τα αχνά φώτα των πάρκων, των έρημων δρόμων της πόλης, του πάρκου του ταχυδρομείου.  Αυτός όμως δεν της ζήτησε τίποτα. Έκατσε απέναντί της, την κοίταξε μέσα στα μάτια της και κατάλαβε την προσπάθειά του, να βυθιστεί στον ωκεανό της. Της άρεσε αυτό. Πρώτη φορά, σκίρτησε στο βλέμμα ενός άνδρα, στην επιθυμία του ομιλητή να ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα πνιγηρά λόγια της. Αναρωτήθηκε αν είχε τέτοιους θησαυρούς. «Όλοι οι άνθρωποι έχουν» σκέφτηκε.

      Μετά την αποφυλάκισή της, γύρισε στο μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης. Η Λάρνακα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η μόνη αλλαγή που βρήκε, ήταν η απουσία της γιαγιά της. Ο θάνατός της ήταν, το δυνατότερο χτύπημα που είχε αισθανθεί στην ζωή της. Ούτε η εισβολή των μισητών εχθρών την είχε πονέσει τόσο πολύ, ούτε η αιχμαλώτισή της από την ομάδα προστασίας της ηθικής της κοινωνίας. Το σπίτι κλειδωμένο, έρημο χορταριασμένο. Θυμήθηκε την ώρα που άνοιγε την ριζωμένη αυλόπορτα και ήρθαν στα πόδια της οι άσπρες γάτες της γιαγιάς και ο μικρός σκύλος. Της έγλυφαν τα μαύρα στενά γοβάκια, προίκα από τη φυλακή, περιμένοντας με ανυπομονησία τροφή, νοσταλγώντας τα τσίγκινα πιατάκια της γιαγιάς που γέμιζαν γάλα, ψωμί, αποφάγια και κόκαλα ψαριών, πίσω από τον φούρνο της αυλής. Τις χάιδεψε και της άφησε στο καλό. Αυτές σαν να είχαν νιώσει της ανάγκη της μοναξιάς, έκαμαν ένα μικρό γύρο και πλάγιασαν στο πλατύσκαλο. Ζάρωσαν στα μπροστινά τους πόδια και βούλιαξαν στην βρώμικη γούνα τους.

     Γδύθηκε και μπήκε στα μπάνιο. Το νερό, της φάνηκε γλυφό μα δεν την αποθάρρυνε. Λούστηκε με σχολαστικότητα. Κάθε φορά που έμπαινε κάτω από το νερό αυτό έκανε. Ήθελε να διώξει όλες τις μυρωδιές της φυλακής

από πάνω της. Τα χνώτα όλων των ανδρών που την φίλησαν. Ποτέ πια, αναφώνησε. Έκλεισε τα μάτια, βυθίστηκε στις σκέψεις της, έπλυνε και τα δάκρυα που κύλησαν στα κόκκινα μάγουλά της. Τυλίχτηκε με την μεγάλη άσπρη πετσέτα και στηρίχτηκε στο μπράτσο της ξύλινης καρέκλας στην κουζίνα. Τα πράγματα πήγαιναν τώρα καλά. Η προσωρινή δουλειά που βρήκε, της έδινε έναν αξιοπρεπή μισθό.

     Είχε πάει δώδεκα. Μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν κατάλευκος. Η περιοχή είχε σκεπαστεί από το λευκότερο στρώμα σύννεφων, που είχε δει ποτέ στην ζωή της. Δεν θα αργούσε να χιονίσει. Μα ήταν Αύγουστος μήνας, αναρωτήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό. Οι πληροφορίες των ειδικών γνώριζε πως ήταν αντικρουόμενες. Οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές και τίποτα δεν προδίκαζε κάτι τέτοιο. Όμως τα άσπρα σύννεφα, είχαν τυλίξει τον ουρανό της πόλης εδώ και λίγες ημέρες. Είχαν στρογγυλοκαθίσει και δεν έλεγαν να φύγουν. Άνοιξε το παραθύρι της, την στιγμή που είχε αρχίσει να χιονίζει. Πυκνό άσπρο χιόνι έπεφτε ως εκεί που έφτανε η ματιά της. Δεν μπορούσε να δει καλά μέσα από το σκοτάδι, όμως τα φώτα της πόλης φανέρωναν το αξιοπερίεργο.

     Βγήκε ξυπόλυτη στους άδειους δρόμους. Κατηφόρισε προς τις αλυκές, μέσα από τα στενά χωμάτινα μονοπάτια. Πήρε το γνώριμό της μονοπάτι, αντικρίζοντας σκιές  ζευγαριών να φιλιούνται και να αγαπιόνται με πάθος. Προσπερνούσε το πλήθος, που όσο προχωρούσε γινότανε μεγαλύτερο. Άκουγε φωνές, αλαλαγμούς,  κλάματα και φωνές απόγνωσης γυναικών. Εκεί στο βάθος, στο ξέφωτο,  που φώτιζαν φακοί και φανάρια, διέκρινε το βαμμένο κόκκινο αλάτι. Στην μέση του κύκλου που σχημάτιζε το πλήθος, μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα, κείτονταν άψυχη. Ένα κοπελούδι, θα ήτανε, δεν θα ήτανε αναρωτήθηκε ούτε είκοσι. Ίσως να ήτανε φαντάρος. Κάποιοι σκεπάσανε την γύμνια του και άλλοι τα περίεργα άσπρα λεπτά, γεμάτα πούπουλα ποδαράκια του.

    Είναι κύκνος που ήθελε να γίνει άνθρωπος; Όχι είπε κάποιος άλλος ήτανε άνθρωπος που ήθελε να γίνει φλαμίνγκο. Κάποιοι χαμογέλασαν. Άδειασε με μιας η αλυκή.

     Έμεινε μόνη και έρημη. Σκεπασμένη από το σκοτάδι, έριξε μια εσάρπα στους ώμους. Το χιόνι άσπρο συνέχιζε να πέφτει και να σκεπάζει το βαμμένο αλάτι και το μικροκαμωμένο κουφάρι. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του και αισθάνθηκε μια ζεστασιά να ριγώνει το κορμί της. Τράβηξε με τρόμο το σακάκι που σκέπαζε το πρόσωπο του νεαρού και θέλησε να ουρλιάξει. Βγήκε ο ήλιος και την τύφλωσε.

      

 

     Πετάχτηκε, ιδρωμένη από το κρεβάτι και κοίταξε γύρω της. Είχε αποκοιμηθεί στη άκρη του. Τυλίχτηκε, με το σεντόνι και ζάρωσε. «Όνειρο ήτανε» σκέφτηκε, «όνειρο».

 

 

 

 

 

 

 

*Το διήγημα Όνειρο ήτανε, έλαβε έπαινο στον 7ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της ιστοσελίδας: https://bonsaistories.gr/

 

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Το βόλι που μίλησε του Δημητρίου Γκόγκα (από το βιβλίο Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων)


         


Ένας μήνας έμενε, ένας ολόκληρος μήνας συλλογίστηκε και ρούφηξε με μανία το τσιγάρο. Σχεδόν το έκοψε στην άκρη των χειλιών του. Σηκώθηκε νυσταγμένος από το κρεβάτι και πήγε κατ΄ ευθείαν στην τουαλέτα. Πρόσεξε πως ήθελε ξύρισμα, δεν βαριέσαι μουρμούρισε, εδώ στα σύνορα ποιος θα με δει. Φόρεσε το στρατιωτικό του παντελόνι, οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν, μύριζε ιδρώτα και απλυσιά. Ήταν ώρες-ώρες που σιχαινότανε τον εαυτό του. Πέταξε το χιτώνιο πάνω του,  κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στην υπερυψωμένη σκοπιά της νότιας πύλης του φυλακίου. Δεν ήταν μακριά, περίπου διακόσια μέτρα μακρύτερα, δίπλα από ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην μέση μιας αλάνας. Σπαρτά καμένα από τον ξερό ήλιο από την μια πλευρά, ατελείωτα συρματοπλέγματα, νεκρή ζώνη και στο βάθος το εγκαταλελειμμένο χωριό του, από την άλλη. Έτσι του είπαν θα είναι τα πράγματα. Όπως όλα και η δική του χώρα , δύο πλευρές, δύο απόψεις, δύο άνθρωποι να την φυλάνε. Ένας από εδώ και ο άλλος στην βαμμένη κόκκινη σκοπιά, στα όρια της νεκρής ζώνης.  Οι δικοί του μιλούσαν για το δίκαιό τους, οι άλλοι για το δίκαιο που χάσανε. Ποιος έχει δίκαιο τελικά; Ο κατακτημένος ή ο κατακτητής; Δεν χρειάστηκε να δώσει τώρα απάντηση. Του την είχαν δώσει οι αγνοούμενοι δικοί του άνθρωποι. Η δική του απάντηση είχε για μελάνι τον πόνο, τη θλίψη, τη προσφυγιά, τον ξεριζωμό.

   Οι απέναντι δεν είχαν ακουμπήσει τα σπίτια. Δεν είχαν φέρει εποίκους στο χωριό. Διεθνείς συνθήκες, είπαν, το προστάτευαν. Το ίδιο και η μητέρα φύση. Τα δέντρα μεγάλωσαν, έγιναν δάσος, τα αγριόχορτα, έπνιξαν τις πλατύφυλλες  τριανταφυλλιές και τις κρεμαστές πολύχρωμες βεγόνιες στις άδειες αυλές των έρημων σπιτιών. Στους δρόμους φύτρωσαν πουρνάρια και γέμισε ο τόπος από φωλιές άγριων ζώων και ερπετών. Φίδια σέρνονταν στους χωματόδρομους και φιλούσαν τις αμαρτίες στα πόδια. Τα κεραμίδα έχασαν το χρώμα τους, σκούρυναν και πιάσανε στις άκρες βρύα και ζωντανή μούχλα. Ασπρόμαυρα όλα.

   Το μικρό νεκροταφείο του χωριού, δεν φαινότανε πλέον από το ψήλωμα των θάμνων. Θυμόταν απλά την τοποθεσία του, κάπου εκεί στην άκρη, πίσω από τα κυπαρίσσια στα δεξιά της εκκλησίας, με του ερημωμένους τάφους των παππούδων του. Το καντηλάκι θα είχε να ανάψει και είκοσι χρόνια.

   Η υπηρεσία αυτή του κάρφωνε την καρδιά και το σταυρουδάκι κρεμασμένο στον λαιμό έκαιγε. Όσες φορές και αν παρακάλεσε τον επιλοχία να τον βάζει υπηρεσία στην άλλη πλευρά που έβλεπε την

 

θάλασσα, εκείνος κρατώντας ινάτι από μια παλιά αντιλογία, όταν πρωτοήρθε στην Μονάδα, του πήγαινε κόντρα. Πάντα φύλαγε εκεί, απέναντι από την κόκκινη σημαία να ματώνει στο στήθος, με το σταυρουδάκι χωμένο στις κατάμαυρες τρίχες του στήθους και την στρατιωτική τσίγκινη κονκάρδα. Τον στρατιωτικό αριθμό και την ομάδα αίματος.

      Πλησίαζε στην σκοπιά.  Φώναξε τον σκοπό να κατέβει. Τον είδε να τον χαιρετά. «Καλό ύπνο ψάρακα» του ευχήθηκε, καθώς του εξηγούσε που  άφησε τα συνθηματικά και τα πυρομαχικά. «Εντάξει» του είπε «σιγά μην χρειαστούνε». Μήνες τώρα τα ίδια πράγματα.

     Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, δύο δεκάδες σκαλιά και έφτασε στην κορυφή. Παντού ακαθαρσίες, αποτσίγαρα, περιοδικά με γυμνόστηθες γυναίκες, χαρτιά από φαγώσιμα. Κλώτσησε το καλάθι με τα σκουπίδια, έσυρε με τα πόδια του ότι υπήρχε στο πάτωμα και έκατσε πάνω στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι από τις κούτες των πυρομαχικών. Από εκεί μπορούσε να βλέπει τον κάμπο του κατακτημένου χωριού του. Μήνες τώρα με την ίδια εικόνα μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια και τα άνοιξε όταν έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Να μην βλέπει όλα εκείνα που του τρυπούν το κεφάλι σαν καρφιά εσταυρωμένου. Δεν είναι δίκαιος ο θεός σκέφτηκε. Αν ήταν έστω και λίγο δίκαιος δεν θα άφηνε να γίνει το κακό. Όλα εκείνα που του έλεγαν, πως αφήνει τον άνθρωπο να διαχειριστεί την τύχη του και να καθορίσει την μοίρα του, κουραφέξαλα. Θεός είναι,  δεν είδε πως ο άνθρωπος είναι ανίκανος να το κάνει αυτό. Τι του τσαμπουνάνε οι ειδικοί. Αλλά τους ήξερε όλους αυτούς, μιλούσαν από θέση ισχύος ή … όχι; Δεν φύλαξαν ποτέ σκοπιά, δεν στάθηκαν ποτέ απέναντι από τον εχθρό, ποτέ δεν είδαν τα μάτια του απέναντι και κυρίως δεν είχαν αγνοούμενο και σκοτωμένο. Ή είχαν; Ειρήνη σου λένε. Αν κλείσεις τα μάτια, ας σε πάρει η ειρήνη. Εδώ όμως γίνεται ένας πόλεμος. Μπορεί να μην ακούγονται τουφέκια, μπορεί να μην χτυπάμε τύμπανα, αλλά η καρδιά, η ζωή δίνει μάχες κάθε ημέρα. Άχρηστοι άνθρωποι. Εμείς ανθρωπάκια, ρε ανθρωπάκια!

   Βολεύτηκε καλύτερα στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι. Έβαλε παραδίπλα το τουφέκι, στα πόδια του μια τελαμώνα, στην τσέπη τα συνθηματικά. Γέλασε, μια ζωή γελούσε με τα ονόματα που έβρισκαν οι υπεύθυνοι. Ξενέρωμα τα ονόματα. Αν ήταν αυτός θα έβαζε κάτι που να τον τσίτωνε. Η καρδιά και η ψυχή του νέου θέλουν τσίτα. Ας πούμε μπούτια, βυζιά, μουνί. Να έρθει λέει η έφοδος και να του πει, βυζί, επανέλαβε το αληθές και να απαντήσει μπούτι. Ε ρε πλάκες.

     «Ρε μαλάκα μου» φώναξε «τι κάνει αυτός». Σηκώθηκε τρομαγμένος. Έπιασε το όπλο με μιας, σχεδόν το αγκάλιασε. Σημάδεψε. Από την απέναντι μεριά προχωρούσε προς το μέρος του ένας εχθρός. Πέρασε στην νεκρή ζώνη και φαινότανε να ψάχνει κάτι. Του φώναξε να απομακρυνθεί.    

   

    Δεν άκουγε. Ρώτησε αν θέλει κάτι, του φάνηκε πως δεν άκουγε. Μοναχά προχωρούσε. Πήρε τηλέφωνο τον αρχιφύλακα. «Άσε την πλάκα» του απάντησε. «Ρε μαλάκα, έρχεται προς το μέρος μου» « Άσε την πλάκα, παράτα μας,  σκότωσέ τον παλιοπούστη, τον παλιότουρκο.» και ακούστηκε ένα τρανταχτό γέλιο.

    Σήκωσε το όπλο, στερέωσε την κάνη στο ανοικτό παράθυρο της σκοπιάς  και φώναξε με την δύναμη της ψυχής του:  «αλτ εις συ» Σήκωσε τα μάτια ο απέναντι. Επιτέλους άκουσε! Ήταν, δεν ήταν είκοσι χρονών. Πέταξε το όπλο χάμω στα χόρτα και ύψωσε τα χέρια. «Τι θέλεις εδώ;» Ρώτησε. «Γύρνα πίσω θα σου την ανάψω».

   Κοιτάχτηκαν μάλλον σαν εχθροί, μα η ματιά δεν είχε χρώμα. Ήταν ασπρόμαυρη, όπως το έρημο χωριό του. Δεν έλεγε τίποτα, σαν τα πουλιά που δεν τα άκουσε ποτέ να κελαηδάνε στο χωριό του. Δεν απάντησε, όπως δεν του απαντάνε οι  γονείς του που χάθηκαν . Δεν μίλησε, γιατί δεν είχε τίποτα να πει. Τι να πει άλλωστε. Εξάλλου δεν ήθελε να τον ακούσει.

  


Χωρίς όπλο προχωρούσε προς το μέρος του. «Ρε συ δεν καταλαβαίνεις μην προχωράς άλλο. Θα πυροβολήσω το εννοώ». «Φίλε ένα τσιγάρο, μοναχά ένα τσιγάρο. Οι δικοί μου στο φυλάκιο δεν έχουν, δεν δίνουν». Ζύγιασε την κατάσταση, χωρίς όπλο ο άλλος ήτανε ακίνδυνος. Εξάλλου τι ζήτησε, ένα τσιγάρο μόνο. «Καλά κατεβαίνω» Μην κουνηθείς. Κατέβηκε τα σιδερένια σκαλοπάτια της σκοπιάς με μεγάλες δρασκελιές. Πόνεσαν τα πόδια του. Απείχε μόλις λίγα μέτρα από τον συνομήλικο του. «Κάμε παραπέρα, θα σου δώσω». Δεν πρόλαβε να βάλει το χέρι στην τσέπη του χιτωνίου και το σιδερένιο πόδι της σκοπιάς τραντάχτηκε από χτύπημα σφαίρας. Ο διαπεραστικός ήχος της, σήκωσε τα ζώα της νεκρής ζώνης. Ασυναίσθητα κυλίστηκε στο έδαφος, πήρε την θέση μάχης και βλέποντας τον αντίπαλο να τρέχει πυροβόλησε και έσκυψε ξανά κάτω. Ο ήχος της δικής του σφαίρας έσπασε την σιωπή. Καθώς άκουσε την νεανική κραυγή, να πετά προς τον ουρανό του φάνηκε πως ο αγέρας μίλησε. Πως πήραν την σωστή τους θέση στην ζωή του οι μνήμες και το πρωινό. Οι αγνοούμενοι και ο μεγάλος θεός. Είχε σκοτώσει. Ήταν πολύ εύκολο.

      Γύρισε στη σκοπιά τρέχοντας σαν άνεμος. Κουλουριάστηκε στη γωνία, μέσα στις ακαθαρσίες, τα αποτσίγαρα, στα περιοδικά με τις γυμνόστηθες γυναίκες. Έβγαλε από τη τσέπη του το τσιγάρο και το άναψε αργά. Ο καπνός του ζάλισε το μεδούλι. Κούρνιασε ανήσυχος.

 

ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (ISBN 978-9925-7723-2-2) ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ

 

Κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο και σε μορφή e-book το βιβλίο διηγημάτων μου: ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (ISBN 978-9925-7723-2-2)
αφιερωμένο:Στην Αφροδίτη της ψυχής μου, Στρατούλα
Σημείωση
Τα διηγήματα γράφτηκαν από το 2007 χρονιά της μετάθεσή μου ως αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο και τελείωσαν το 2020, ιδιώτης πλέον. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει κατά την ανάγνωση, μια μυστική σύνδεση τους, ανάμεσα τους. Κάπου εκεί βρίσκεται και ο ίδιος ο συγγραφέας.