Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μνήμες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μνήμες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Το τσαγκαράδικο του Κύρ Απόστολου (Γκόγκα)

 


Τον θείο μου τον Αποστόλη, τον θυμάμαι αμυδρά πλέον. Φταίει ο χρόνος; Μας άφησε χτυπημένος από την κακή ασθένεια και εγώ δεν πρόκαμα να τον δώ. Πάντα όμως έρχονται στο νου, τα αστεία του, τα παιχνίδια του και κείνα τα τραγούδια που έλεγε, "του αρχοντο- γιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα" και μας κρατούσε συντροφιά με την όμορφη φωνή του. Ήταν αγρότης αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έκανε και τον τσαγκάρη. Όχι από χόμπυ, αλλά γιατί είχε σπουδάσει την τέχνη, σε μια σχολή στις Σέρρες, κάποια στιγμή μου είχε αναφέρει για την βασιλική σχολή των τσαγκάρηδων, εννοώντας βέβαια κάποια τεχνική σχολή όπου μάθαιναν όσα παιδιά θέλανε τέχνες και ...γράμματα.
Ο θείος μου ο Τόλης, έτσι τον φωνάζαμε ίσως ήταν ο μοναδικός τσαγκάρης, όχι μόνο του χωριού αλλά και της περιοχής. Το τσαγκαράδικό του, ήταν ένας μικρός χώρος, στην είσοδο κάποιας αποθήκης, στον δρόμο, μετά την ανηφόρα που οδηγούσε στα σπίτι του, απέναντι από το σπίτι του Ιωάννη Γκόγκα (Ο οποίος απεβίωσε μέσα στο 2013)όπου σήμερα στεγάζεται το μαρμαράδικο του γιου του Κωνσταντίνου Γκόγκα. Για τις κρύες ημέρες του χειμώνα πάντα υπήρχε μια ξυλόσομπα, που το καλοκαίρι μετατρεπότανε σε πάγκο για τα παπούτσια. Ένα μικρό τραπεζάκι, ο πάγκος, μια ξύλινη καρέκλα και δεκάδες εργαλεία. Μικρές και μεγάλες βελόνες, τρυπυτήρια, σακοράφες, σουβλιά, καλαπόδια, καρφιά,  φαλτσέτα, σφυράκια, η κλωστή (τζίβα), η τάβλα, Σόλες, τακούνια, δέρμα, φόντια, πέταλα, μπογιές, κόλλα, ψαρόκολλα, πινέλο, γυαλόχαρτο το οποίο χρειάζεται για να μην μείνουν ατέλειες, το γυαλιστικό, το λάδι και τέλος οι λίμες και οι τανάλιες. Και βέβαια η βενζινόκολα με την υπέροχη μυρωδιά της.
Παρ΄ όλο που ήξερε,  δεν τον θυμάμαι να κατασκευάζει παπούτσια. Είχε όλα τα απαραίτητα σύνεργα και καλούπια. Ποιος να τα αγοράσει έλεγε. Όμως ήταν πολύς καλός στην δουλειά του. Μόνος του πήγαινε στις Σέρρες και αγόραζε τα σύνεργα και τα παρελκόμενα που ήθελε. Άστεία ήταν η προσπάθεια να ξεκολλήσει την βενζινόκολα από τα χέρια του, κάτι που μας άρεσε και εμάς, για τον λόγο αυτό πηγαίναμε και αλλείφαμε τα χέρια μας με την κόλλα αυτή, την αφήναμε να ξεραθεί και μετά πασχίζαμε να απαλλαγούμε. Φυσικά ακούγαμε και τις φωνές του.
Στο μικρό μαγαζάκι, αποθήκη, δεν ήθελε βοήθεια. Αν χρειαζότανε κάτι, τον βοηθούσανε τα παιδιά του και κυρίως ο Ιωάννης, ο μεγάλος του γιός.
Από που όμως βγαίνει το τσαγκάρης; Ανοίγοντας ένα λεξικό θα δούμε το μεσαιωνικό λήμμα τσαγγάρις, που προέρχεται και αυτό από το τσάγκα που ήταν ένα είδος μαλακού παπουτσιού. Ο θείος μου ο Τόλης το έφερε με υπερηφάνεια που ήτανε τσαγκάρης. Έβγαζε ένα καλό μεροκάματο, αλλά δεν έφτανε για την οικογένεια οπότε και στράφηκε στην γεωργία. Η φήμη του σαν καλός τεχνίτης είχε διαδοθεί στην περιοχή και δεχότανε πελάτες από το Ζευγολατειό, το Καλόκαστρο, την Τριάδα και τον Χείμαρο. Την δεκαετία του 1990, δυστηχώς δεν είχε κουράγιο, να συνεχίσει την δουλειά του. Η μαζική παραγωγή και το μικρό κόστος των νέων παπουτσιών στην αγορά μείωσαν και την δουλειά του. Μοιραία ήρθε το τέλος. Σήμερα ως χώρος υπάρχει αλλά είναι άγνωστο εάν είναι ακόμα στην θέση τους τα σύνεργα και κείνη η βενζινόκολα που ακόμα την μυρίζω!

Το περίπτερο του Γιαννίκα

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


Έτσι το μάθαμε να το λέμε έτσι το είχαμε συνηθίσει. Δεν ήταν λίγοι που πιστέβανε ότι δεν θα κλείσει ποτέ. Χτισμένο με πρόχειρα υλικά, δίπλα από την κεντρική γέφυρα του ξεροπόταμου, αποτελούσε για πάρα πολλά χρόνια σημείο συνάθροισης και μείζονος κουτσομπολιού στο Στρυμονικό. Σημείο αναφοράς.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο ιδιοκτήτης χάθηκε μαζί με τις αναμνήσεις των περισσοτέρων από εμάς, που μεγαλώσαμε τριγύρω του. Σε κάποια στιγμή του χρόνου, όπως ήταν φυσικό, οι δικαιούχοι το γκρέμισαν. Στη θέση του δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο δυό δένδρα να μας το θυμίζουν μέχρι και κείνο να χαθεί από τη μνήμη μας. 

Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Δημοτικό Σχολείο Στρυμονικού΄/ Δημήτριος Γκόγκας

 


Το έτος 1930 το ιδρύθηκε Δημοτικό Σχολείο. Χρηματοδότης ήταν ο κ.Δούντας. Κατά μια πληροφορία, ο Κυριος Μιχαήλ Δούντας κατ΄εντολή 25-30 οικογενειών που είχαν έρθει από το χωριό Κωστή της Ανατολικής Ρωμυλίας, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών,  είχε παραλάβει τις αποζημιώσεις τους από τις περιουσίες που άφησαν με την μετακίνηση των πληθυσμών και με εκείνα τα χρήματα χρηματοδοτήθηκε το έργο.






οι φωτογραφίες ανήκουν στον Κο Χρήστο Ζτάλιο

Ο Αγελαδάρης του Χωριου.....γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

 


Το επάγγελμα του αγελαδάρη έχει εξαφανιστεί εδώ και πολλά χρόνια. Οι σύγρονες απαιτήσεις της κτηνοτροφίας αλλά και η αλλαγή στον τρόπο διαβίωσης των οικογενειών στο Στρυμονικό, εκτόπισαν στο περιθώριο αυτό το συμαθέστατο επάγγελμα του παρελθόντος. Συναντάται κατά κόρον στην χρονική περίοδο του Στρυμονικού που όλες σχεδόν οι οικογένειες, εκτός από αυτές που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, αναγκάζονται να έχουν στο σπίτι τους και στους ειδικά διαμορφωμένους χώρους, τους σταύλους, μερικά ζώα, Αγελάδες, βόδια, άλογα και γαιδούρια, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν βασικές καθημερινές διατροφικές και μη ανάγκες ( γάλα, τυρί, κρέας κτλ ) Ο Αγελαδάρης σαν επάγγελμα εμφανίστηκε στην περιοχή του Στρυμονικού, μετά την μικρασιατική καταστροφή, μετά δηλαδή το 1922, όταν άρχισαν να εγκαθίστανται στο χωριό, πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Βρίσκεται σε άνθιση το χρονικό διάστημα από το 1940 μέχρι το 1975 και τα ίχνη του χάνονται στις παρυφες του 1980.  

Η διαρκής ενασχόληση των γεωργών με τις αγροτικές δουλειές ( σπορά, θέρος, καπνός, άρωση κτλ) δεν τους επέτρεπαν την περιποίηση των ζώων. ( ταίσμα, πότισμα κτλ) Όλοι αυτοί λοιπόν καθημερινά τα έδιναν σε κάποιον άνθρωπο, ο οποίος τα μάζευε σε συγκεκριμένο σημείο του χωριού, ( στο συγκεκριμένο σημείο τα πήγαιναν οι αγρότες ) τα οδηγούσε στους βοσκοτόπους της περιοχής του κάμπου, του ποταμού Στρυμόνα και τα πρόσεχε μέχρι αργά το βράδυ όσο αφορά το ταίσμα και το πότισμά τους. Μαζί του σχεδόν πάντα είχα και ένα δυο σκυλιά για την φύλαξη των ζώων. Αργά το απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει τα επέστρεφε στο χωριό και τα ζώα (αυτή  ήταν η ωραιότερη εικόνα ) γύριζαν μόνα τους στο σπιτι γιατί γνώριζαν πολύ καλά την διαδρομή. Αυτός λοιπόν ήταν ο Αγελαδάρης του Χωριού.
Ο αγελαδάρης, όταν παραλάμβανε όλα τα ζώα, ξεκινούσε για τον προορισμό του που συνήθως ήταν μια περιοχή που διέθετε βοσκή και νερό, καθώς επίσης και μέρος για να ξεκουράζονται τα ζώα. Έπρεπε όλη τη μέρα να είναι προσεκτικός για να μη χαθεί κανένα ζώο ή πάλι να τα προσέχει να μη μαλώνουν μεταξύ τους. Ακόμη έπρεπε να τα προσέχει από τα τσιμπήματα των δηλητηριωδών φιδιών, όπως ήταν οι οχιές, που σύχναζαν σε μέρη με πέτρες και νερό. Την εποχή εκείνη η πληρωμή του αγελαδάρη γινόταν σε είδος. Δεν είχε τότε ο κόσμος πολλά χρήματα ή δεν είχε καθόλου. Κατά μέσο όρο, λέγεται ότι κάθε οικογένεια έδινε σε αυτόν έναν τενεκέ σιτάρι, καλαμπόκι, σίκαλη ή κάποιο άλλο είδος από την ετήσια παραγωγή του (φασόλια, καρπόυζια, ρεβύθια κτλ)  Βέβαια, ο αγελαδάρης δεν ήταν δυνατό να συντηρεί την οικογένειά του μόνο με αυτήν την αμοιβή. Πάντα είχε και αυτός κάποια ζώα ή χωράφια, από τα οποία συμπλήρωνε το εισόδημά του. Την ευθύνη της  καθημερινή του διατροφής την αναλάμβανε επί εβδομαδιαίας βάσεως συνήθως εκ περιτροπής μια από τις οικογένειες που ο Αγελαδάρης φυλούσε τα ζώα. Κάθε πρωί εμφανιζότανε ο Αγελαδάρης με ένα κατσαρολάκι και το τσορβά ( ταγάρι ) του και η υπεύθυνη οικογένεια του έβαζε το πρωινό, ( σαλάμι, ελιές , τυρί) το μεσημεριανό ( ότι φαγητό είχε μαγειρέψει η νοικοκυρά) και κάτι για το απόγευμα (συνήθως φρούτα) . Παράπονα υπήρχαν πολλές φορές αν το συσσίτιο ήταν φτωχικό, αλλά οι δυνατότητες την εποχή εκείνη ήταν ελάχιστες και η φτώχεια εμφανής.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

η βέργα της Δασκάλας, η βίτσα του Δασκάλου .....γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

 


βέργα:   1. λεπτό και ίσιο κλαδί δέντρου ή θάμνου, καθαρισμένο από τα φύλλα: ~ αμπελιού. Ένα δεμάτι βέργες. Ο δάσκαλος έπαιρνε τη ~ και μας τάραζε στο ξύλο, τη βίτσα.
              2. μακρύ και λεπτό στέλεχος από ξύλο, μέταλλο, πλαστικό: 
βίτσα η [vítsa]  : λεπτή και ευλύγιστη βέργα: Πήρε μια ~ και άρχισε να τον χτυπάει.

             [μσν. βίτσα < σλαβ. vitsa]

Η βεργα ή η βίτσα της Δασκάλας και του Δασκάλου, ήταν το μακρύ χέρι του παιδαγωγικού νόμου, του σωφρονισμού των ατάκτων, των αδιάβαστων μαθητών, των ζωηρών συμμαθητών αλλά πολλές φορές και των παιθαρχιμένων. Εξάλλου η βέργα αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές των Δημοτικών σχολείων και το Δημοτικό του Στρυμονικού δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η βέργα δεν αποτελούσε μόνο ένα πρόσθετο όπλο στα χέρια των Δασκάλων, αλλά επιτάχυνε την σκληρότητά τους και εξαντλούσε πολλές φορές μια αυνήθιστη σκληρότητα πάνω στα σώματα των μαθητών. Οι γονείς την επόχή εκείνη θεωρούσαν επιβεβλημένη αυτή τη σκληρότητα των δασκάλων και δεν αντιδρούσαν, ακόμη κι αν τραυματιζόταν το παιδί τους από το δάσκαλό του. Πολλές φορές εξάλλου είχαν ήδη δώσει εν λευκώ εξουσιοδότηση του δάσκαλου να χτυπά το παιδί τους για να συναιτιστεί . Το αγαπητό αυτό όργανο των δασκάλων, κατασκεύαζονταν από κυδωνιά, ή βατσινιά για να είναι εύκαμπτη και θραυστη. Το κτύπημά της ήταν πολύ οδυνηρό γιατί αγκάλιαζε σαν ένα μαστίγιο την πλάτη, τους μηρούς, τα χέρια. Αυτή η κατασκευή της δεν επέφερε βαρείς τραυματισμούς και το συνηθέστερο ήταν τα μεγάλα κόκκινα σημάδια πάνω στα κορμιά μας. Είχαμε φτάσει σε σημείο να φοβόμαστε την καθημερινή εικόνα του δασκάλου με την βέργα πάνω στο θρανίο παρά τους...Τούρκους. Έτσι αναγκαζόμασταν να διαβάζουμε άχρηστα πράγματα και να μαθαίνουμε πολλές φορές παπαγαλία τα μαθήματά μας. Αυτό ηρεμούσε τον δάσκαλο.....θαρρείς και ήταν το ναρκωτικό του.



Η αγριότητα της βέργας ήταν πολύ μεγάλη. Πολλές φορές οι δαρμένοι μαθητές, ουρούσαν επάνω τους, έκλαιγαν, φωνάζανε ότι δεν θα το ξανακάνουν (να πάνε αδιάβαστοι, ή να κάνουν αταξίες) ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούσαμε απαθείς (με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο ξύλινο θρανίο) χωρίς ποτέ να μπορούμε να αντιδράσουμε.....Κολαστήριο και μεσαίωνας. Ευτυχώς έγκαιρα κάποιο κατάλαβαν ότι αυτή η μέθοδος σωφρονισμού δεν ήταν και η κατάλληλη και απομάκρυναν την βέργα από την έδρα. Φυσικά η ρήση " το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο" δεν αναφέρετε σε αυτές τις καταστάσεις.



Μερικοί δάσκαλοι, όταν η βέργα για κάποιους λόγους έσπαγε ή χανότανε, χρησιμοποιούσαν ως σωφρονιστικό μέσο το χάρακα για να κτυπούν τις ανοικτές μαθητικές παλάμες. Αλλοι τραβούσαν τα αυτιά και μπάτσιζαν τα μάγουλα. Πολύ λίγοι έβαζαν τα παιδιά να περπατούν με τα γόνατα πάνω στα χαλίκια. Τακτικά έπεφταν και ορισμένες κλωτσιές.Ορισμένοι μαζί με το τράβηγμα των αυτιών, χτυπούσαν και το κεφάλι στον τοίχο.  Θυμάμε πολύ καλά την κυρία Ασημίνα Λάγκα, μια εξαίρετη δασκάλα, που την είχα στο Δημοτικό άπό την πρώτη και μέχρι την τρίτη τάξη, αλλά θεωρούσε την βέργα ως το έσχατο μέσο επιβολής της πειθαρχίας μέσα στην αίθουσα. 'Έκανε και συλλογή από βέργες που της έφερναν οι μαθητές όταν οι πατεράδες τους πήγαιναν στο Τσάλτεπε ή το Σιβρί για ξυλεία. Και φυσικά αυτοί που τις έφεραν τις δοκίμαζαν πρώτοι (Διαστροφή; , Συνήθεια;) Φυσικά δεν ισχύει αυτό που ακούγεται πολλές φορές.....τι έγινε πάθαμε τίποτα που φαγαμε ξύλο.....τελικά πάθαμε, ακόμα το κρατάμε μέσα μας...



Ελάχιστοι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν την καλή πλευρά του χαρακτήρα τους για να μεταδώσουν γνώσεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ κάποιον νεαρό δάσκαλο από το Δημιτρίτσι στην Πέμπτη Τάξη. Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο με τον αξέχαστο συμμαθητή Ιωάννη Στρουμπίνη (νομίζω τώρα ότι είναι πνευματικός στο Άγιο όρος ) και όταν λέγαμε καλό μάθημα μας έδινε σοκολατάκια, όπως και σε αυτούς που δεν έλεγαν. Γλυκειά μάθηση.

τα ποιήματα του αλφαβηταρίου των παιδικών μας χρόνων /Δημήτριος Γκόγκας

 


















Το αλφαβητάριο των παιδικών μας χρόνων, των Ι.Κ. Γιαννέλη και Γ. Σακκά που κυκλοφόρησε το 1956, βρέθηκε μετά από 45 περίπου χρόνια στα χέρια μου, από τις εκδόσεις «ΚΑΛΟΚΑΘΗ» που τύπωσαν το βιβλίο αυτό «για να θυμίζουν στους παλιούς τα πρώτα σχολικά χρόνια και να τα διηγούνται στους νέους», όπως αναφέρουν στο τέλος του.  
Ανάμεσα στις σελίδες του,  υπάρχουν υπέροχα παιδικά ποιήματα δημοτικής προέλευσης αλλά και σπουδαίων ελλήνων ποιητών που αξίζει να αναγνώσουμε ξανά.


Στο Α΄ μέρος του αναγνωστικού υπάρχουν τα παρακάτω ποιήματα



«Χαίρεται ο πεύκος το βουνό
και η ρεματιά τη λεύκα,
με το λευκό της το κορμί
και τα ασημένια φύλλα»

σελ:83
Δημοτικό
ο βασιλικός

«Μάνα, σγουρός βασιλικός,
πλατύφυλλος και δροσερός.
Μάνα, ποιος τον επότιζε
και τον εδροσολόγιζε;

Έβγαλε φύλλα και κλωνιά
κι εσκέπασαν τη γειτονιά.
 Εσκέπασαν κι εμένα,
που με έχει η μάνα ένα…»

σελ:108-109
Δημοτικό

«Φεγγαράκι φωτεινό,
φέγγει από τον ουρανό.
Σαν καντήλι κάθε βράδυ,
φέγγει μέσα στο σκοτάδι.»

σελ: 114-115
Δημοτικό

Άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα.
 Όλα τα βιβλία φέρ΄ τα
και μολύβι και χαρτί
για να γράφω κάθε τι.
Για να γράφω γραμματάκια,
του θεού τα πραγματάκια.

Σελ:131
Δημοτικό

Στο β΄ μέρος του βιβλίου υπάρχουν τα παρακάτω ποιήματα



«Μόλις πρωί ξυπνήσω,
 Εσένα θα υμνήσω.
Θεέ μου και πατέρα
και Σε παρακαλώ,
πάλι να με φωτίσης
 και να με βοηθήσης
και τούτη την ημέρα
να είμαι παιδί καλό.»

σελ: 137



«Νάνι, νάνι το κουκλί μου,
νάνι, νάνι το μωρό μου,
νάνι, νάνι το παιδί μου
νάνι, νάνι το χρυσό μου.

Έλα ύπνε, αγκάλιασέ το
έλα, πάρ΄ το αγάλι- αγάλι
κι ελαφρά να το κοιμήσης
στη ζεστή σου την αγκάλη.

Κοιμήσου και παρήγγειλα
στην πόλη τα προικιά σου.
Στα Γιάννενα τα ρούχα σου
και τα χρυσαφικά σου»

σελ: 140-141

Δημοτικό

Χελιδόνι μου γλυκό

-Χελιδόνι μου γλυκό,
που πετάς στον ουρανό,
που ήσουνα τόσο καιρό;
Σε ζητούσα σαν τρελό.

-Ήμουνα στην ξενιτιά
κι έπαιζα μ΄  άλλα παιδιά.
Τώρα έρχομαι ξανά
στην παλιά μου τη φωλιά.

-Χελιδόνι μου γλυκό,
που πετάς στον ουρανό,
έλα κάτω να σου πω,
πως πολύ σε αγαπώ

σελ: 144
Δημοτικό
«Ήρθε η Άνοιξη παιδιά,
 και μας έφερε κλαδιά,
πεταλούδες και πουλάκια
και ωραία λουλουδάκια.»

σελ: 146


στη σημαία


Της Πατρίδας μας η σημαία
έχει χρώμα γαλανό
και στη μέση χαραγμένο
ένα κάτασπρο σταυρό.

Κυματίζει με καμάρι
Δεν φοβάται τον εχθρό.
Σαν την θάλασσα ειν΄ γαλάζια
Και λευκή σαν τον αφρό.

Σελ: 149
Αδαμ. Μαντούδη

Στο δρόμο

Στο δρόμο σαν βαδίζω,
είμαι προσεκτική.
Το βλέμμα δεν γυρίζω
εγώ εδώ κι εκεί.

Μα πιο πολύ ακόμη
προσέχω όταν φτάσω
μπρος σ΄ ένα σταυροδρόμι 
που πάω να περάσω

σελ: 153

 Πασχαλιά

Ήρθε πάλι  η Πασχαλιά
με αγάπη, με φιλιά
με αυγό και με αρνί
Χαίρετε,  Χριστιανοί.

Τι φορέματα καλά,
τι γλυκίσματα πολλά.
Τι τραγούδι και φωνή.
Χαίρετε,  Χριστιανοί.

Σελ: 160
Α. Κατακουζηνού

Οι πεταλούδες

Η Άννα

«Έλα πεταλουδίτσα μου,
στάσου να σε τσακώσω,
δεν θα σου τσαλακώσω
καθόλου τα φτερά. 
Θα σε ταΐζω ζάχαρη,
θα σού χω για σπιτάκι,
μεταξωτό κουτάκι,
θα ζήσης μια χαρά ….»

η πεταλούδα

«Για τη δική σου ζάχαρη
καθόλου δεν με μέλει.
Των λουλουδιών το μέλι,
μ΄ αρέσει πιο πολύ.
 Έχω τον κάμπο τον πλατύ,
την χλόη τη δροσάτη,
βασιλικό παλάτι,
κοπέλα μου καλή.»

σελ: 162-164

Πρωτομαγιά


Ήρθε η Πρωτομαγιά παιδιά,
στους κάμπους σκορπιστείτε,
μες στη δροσούλα κι ευωδιά,
πετάξετε, χαρήτε.

Λουλούδια φέρτε δροσερά,
κάντε όμορφο στεφάνι
και τραγουδήστε με χαρά:
«Ο Μάης, να τος φτάνει!»

Σελ:165
Ι. Συκώκη

Το καλοκαίρι

Ήρθες, ήρθες καλοκαίρι
κι ο θεός πολλά
με το άγιο του το χέρι
σκόρπισε καλά.

Στις μυρτιές κρυμμέν΄ αηδόνια
τραγουδούν γλυκά
και πετούν τα χελιδόνια
μ ΄ ελαφρά φτερά.

Όμορφ΄ άνθη στον αέρα
χύνουν μυρουδιά
 Και λουλούδια στη μητέρα
φέρνουν τα παιδιά.

Σελ: 174
Γ. Βιζυηνού
Η αυγούλα

Πρόβαλε, αυγούλα,
πρόβαλες αυγή,
και στον κόσμο χύνεις
μια γλυκιά πνοή.

Πρόβαλες αυγούλα,
πρόβαλες αυγή
κι άπλωσες το φως σου
σ΄ όλη μας τη γη.


Πρόβαλες αυγούλα,
πρόβαλες αυγή
κι άρχισε να ψέλνει
 πάλι το πουλί.

Σελ: 176

Τα δώρα του ήλιου

-Ήλιε από πού έρχεσαι;
-Από την Ανατολή
-Τι καλά μας έφερες;
-Φέρνω μήλα στις μηλιές,
ρόδα στις τριανταφυλλιές,
φέρνω αηδόνια, χελιδόνια
και τα κρύα λιώνω χιόνια.
-Και σε μένα τι έφερες;
-Δυο δροσάτα μαγουλάκια
και δυο κόκκινα χειλάκια.


Σελ: 177
Δημοτικό
Φεγγαράκι

Φεγγαράκι ταπεινό,
περπατεί στον ουρανό.
Ανεβαίνει στα ψηλά
 και μας βλέπει και γελά.

Έλα κάτω  στρογγυλό
Φεγγαράκι μου καλό.
Έλα μην αργείς πολύ,
το παιδί παρακαλεί.

Σελ: 179
Α. Κατακουζηνού
Η αγελάδα

Η καλή μας η αγελάδα
τρώει κάτω στη λιακάδα
μικρά χόρτα και μεγάλα
 για να κατεβάση γάλα.

 Να το κάνουνε τυράκι,
να το κάνουν βουτυράκι,
να το βάλουνε στο πιάτο,
να μου πουν : ορίστε φά΄ το.

Σελ: 183
Γ. Βιζυηνού
Ο κόκορας

Ένας κόκορας ολάσπρος
με ψηλό λειρί
καμαρώνει και φουσκώνει
και λιλιά φορεί
 και θαρρεί πως το κοτέτσι
μόλις τον χωρεί.

Άμα βρει κανένα σπόρο
μέσα στην αυλή,
το κεφάλι του σηκώνει
και το διαλαλεί,
να το μάθουνε σε Δύση
και σ΄ Ανατολή.

Σελ: 190
Ζ. Παπαντωνίου

«Στου παππού το περιβόλι,
που το αγαπούμε όλοι,
είναι μια κολοκυθιά,
πλάι- πλάι στη ροδιά.
Κάνει πέντε κολοκύθια,
στρογγυλά μα την αλήθεια.
Θα τα δώσει ο παππούς,
 μποναμά της αλεπούς.
Δύο να δέσει στην ουρά της
 κι όλα τ΄ άλλα στα παιδιά της».

«Στου χαμένου την αυλή
άσπρος κόκορας λαλεί.
Και του πήρα τη λαλιά
να τραγουδήσω τη μηλιά».

-Μηλίτσα που΄ σαι στο γκρεμό
με μήλα φορτωμένη,
τα μήλα σου λιμπίζομαι
και τον γκρεμό φοβούμαι.
-Σαν τον φοβάσαι τον γκρεμό,
 έλ΄ απ΄ το μονοπάτι.
Να σου χαρίσω τα γλυκά
 και μυρωδάτα μήλα.

Σελ: 191-195