Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

"Τέσσερα τζιαι τέσσερα" & "Στις ξερολιθιές" στο Μουσικό Κουτί | 03/05/20...

Καιάδας: Ο μύθος της Θανάτωσης ασθενικών παιδιών από τους Σπαρτιάτες

 αναδημοσίευση με μέριμνα του Δημητρίου Γκόγκα από την ιστοσελίδα: https://www.pare-dose.net/3873?print=pdf 

Τα πνευματκά δικαιώματα της εργασίας ανήκουν στους δημιουργούς της εργασίας. 


     


Ένας απ’ τους πιο ατιμωτικούς θανάτους κατά την αρχαιότητα, ήταν ο κατακρημνισμός σε βάραθρο. Εφαρμοζόταν στην Αθήνα, στην Κόρινθο, στους Δελφούς, στη Θεσσαλία κι αλλού και αφορούσε τους αιχμαλώτους, εγκληματίες, ιερόσυλους και προδότες. Εκτός από το αυτονόητο μαρτύριο, η ποινή εμπεριείχε και μεταφυσικές προεκτάσεις, καθώς το σώμα παρέμενε άταφο και η ψυχή αδυνατούσε να λυτρωθεί. «Κόρακες» ονομαζόταν ο τόπος τιμωρίας στη Θεσσαλία, «βάραθρο» ή «όρυγμα» στην Αθήνα, όπου πάντως μετά το 406 π.Χ. φαίνεται πως η τιμωρία παύει να εφαρμόζεται, «Καιάδας» στη Σπάρτη. Ο τελευταίος είναι και ο πιο διάσημος, καθώς είναι ευρέως διαδεδομένη σήμερα η φήμη, πως εκεί έριχναν οι Σπαρτιάτες, εκτός από αιχμαλώτους και κατάδικους, τα ανάπηρα και ασθενικά βρέφη ή παιδιά της Σπάρτης. Ο Καιάδας, που ο Στράβων τον αποκαλεί «δεσμωτήριον το παρά Λακεδαιμονίους σπήλαιο τι», ταυτίζεται σήμερα με το σπηλαιοβάραθρο του χωριού Τρύπη (10 χλμ. βορειοδυτικά της Σπάρτης), βάσει των περιγραφών του αρχαίου περιηγητή Παυσανία (τον αποκαλεί «απότομο και βαθύ βάραθρο»), του Πλούταρχου κ.ά., καθώς και του σύγχρονου Γάλλου περιηγητή O. Rayet, ο οποίος το επισκέφτηκε το 1879. Κατά ιστορικές αναφορές, στον Καιάδα ρίχτηκαν από τους Σπαρτιάτες ο ήρωας του Β΄ Πελοποννησιακού πολέμου ο Αριστομένης ο Ανδανιεύς μαζί με 50 αιχμαλώτους Μεσσηνίους. Επίσης στον Καιάδα οι Σπαρτιάτες κατακρήμνισαν και το νεκρό σώμα του βασιλέως των Παυσανία που είχε καταδικαστεί σε θάνατο επί προδοσία. Οι αρχαίες αναφορές (Θουκ. 1.134, Παυσαν. 4.18, Στράβ. Η 376) καθιστούν σαφές ότι στον Καιάδα απορρίπτονταν «…οι επί μεγίστοις τιμωρούμενοι» και οι αιχμάλωτοι πολέμου. 

       Πως όμως διαμορφώθηκε ο μύθος περί κατακρήμνισης καχεκτικών παιδιών στον Καιάδα; Εν αρχή ην ο Πλάτων, ο οποίος στην «Πολιτεία» του πρότεινε τη θανάτωση των ασθενικών βρεφών σε βάραθρο της κλασικής Αθήνας, αλλά ανεξήγητα το εφιαλτικό όνειρό του Πλάτωνα χρεώθηκε η Σπάρτη. Ο Καιάδας έχει -μάλλον κακώς- ταυτιστεί με τους, επίσης τρομερούς, «Αποθέτες». Τον τόπο δηλαδή που οι Σπαρτιάτες απέθεταν τα μη αρτιμελή βρέφη, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος και μόνον αυτός, στον βίο του Λυκούργου. Συγκεκριμένα ο αρχαίος ιστορικός γράφει ότι οι γονείς του κάθε νεογέννητου το έφερναν εμπρός σε μία επιτροπή γερόντων που το εξέταζαν. Εάν το έβρισκαν υγιές και αρτιμελές το παρέδιδαν στην πόλη να ανατραφεί, ενώ στην αντίθετη περίπτωση το «απέπεμπον εις τας λεγομένας Αποθέτας», έναν βαραθρώδη τόπο στον Ταΰγετο, έτσι ώστε το δύσμορφο βρέφος να πεθάνει μεν από βέβαιο φυσικό θάνατο, αλλά η πολιτεία να μη μιανθεί από την εκτέλεση του. Πάντως, ακόμη και έτσι, οι σύγχρονοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτή την τύχη είχαν μόνο τα παιδιά με βαριές δυσμορφίες και όχι ελαφρές αναπηρίες, αλλά και παιδιά από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. 

        Πιθανότατα, οι αόριστες αναφορές για την εγκατάλειψη νεογνών στους «Αποθέτες» του Ταΰγετου, που συνδέονται συχνά με τον αρχαίο Καιάδα, συγχέονταν με τη γνωστή, σε όλη την αρχαιότητα, πρακτική της βρεφοκτονίας. Η πρακτική της βρεφοκτονίας, αποτελούσε έσχατο και επώδυνο μέσο οικογενειακού προγραμματισμού σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, από την απώτερη προϊστορία μέχρι τη σύγχρονη ιατρική επανάσταση και την εφαρμογή προηγμένων μεθόδων αντισύλληψης και αποφυγής ανεπιθύμητων κυήσεων. Η δε, έκθεση των παιδιών με κάποια γενετική δυσπλασία ή δυσμορφία αποτελούσε κοινή πρακτική και δεν παρατηρούνται διακρίσεις ή πολυνομία από πόλη σε πόλη και από εποχή σε εποχή. Όμως, ακόμη και η συνθήκη της ψυχικά επώδυνης βρεφοκτονίας, βρίσκεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την αποτρόπαιη και αήθη παραβίαση της έμφυτης ανθρώπινης αίσθησης του φυσικού και νομικού δικαίου, που συνεπάγεται οποιαδήποτε αντίληψη εγκατάλειψης ανυπεράσπιστων και εν ζωή νεογνών, στις διαθέσεις επιθετικών καιρικών συνθηκών και άγριων ζώων. Συνεπώς, η άποψη αυτή φαίνεται να αποτελεί πάρεργο της ίδιας δυσφημιστικής παρερμηνείας του Καιάδα και της εγχώριας ιστορικής υποβάθμισης της αρχαίας Σπάρτης (με την ελληνική Εκκλησία να υποστηρίζει αυτόν τον μύθο, με ιδιαίτερο «ζήλο»). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι εκτελέσεις καταδίκων (ή αιχμαλώτων) γίνονταν πάντα τη νύχτα και πολλές ερμηνείες μπορούν να δοθούν πάνω σε αυτό, που αφορούν είτε σε κάποια τελετουργική πρακτική είτε σε ψυχολογικά αίτια ή στην επιθυμία να κρυφτεί από την κοινή θέα το επαίσχυντο τέλος ενός Σπαρτιάτη. Επιπλέον, οι εκτελέσεις γίνονταν στη φυλακή, προφανώς διά απαγχονισμού, τουλάχιστον έως την εποχή του Ηροδότου. Ο Καιάδας δεν αναφέρεται πουθενά ούτε κάποιο άλλο είδος κατακρημνισμού. Ίσως ο Καιάδας να χρησιμοποιούνταν ως ένα μέρος όπου ρίχνονταν τα σώματα μετά την εκτέλεση. Η αλήθεια είναι, πάντως, πως έχουμε ελάχιστες μαρτυρίες για υποθέσεις ανθρωποκτονίας στη Σπάρτη και ακόμη λιγότερες για τις ποινές που επιβάλλονταν εκεί. Γενικότερα, στην αρχαιότητα οι αναφορές για τη θανάτωση βρεφών στον Καιάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένες και χαρακτηρίζονται από ασάφεια και απροσδιοριστία, ενώ στη σύγχρονη εποχή αποκτούν μεγαλύτερη αποδοχή και διάδοση και μάλιστα σε συγγράμματα της στοιχειώδους εκπαίδευσης, παρά την παντελή έλλειψη τεκμηρίωσης και υποστήριξης της αινιγματικής μυθοπλασίας. Αντίθετα, στη διεθνή ιστοριογραφία οι σχετικές αναφορές αμφισβητούνται ή αγνοούνται παντελώς. Ο θρύλος αυτός, φαίνεται να παίρνει σάρκα και οστά το 1904, όταν κατά την διεξαγωγή αρχαιολογικής έρευνας, τα αρχαιολογικά ευρήματα εντός του Καιάδα οδήγησαν την τότε ομάδα των ξένων αρχαιολόγων στη διαπίστωση, που έως σήμερα κακώς παραμένει, ότι οι αρχαίοι Σπαρτιάτες έριχναν στον γκρεμό τα ανάπηρα παιδιά, με το σκεπτικό ότι τους ήταν βάρος και άχρηστα για την κοινωνία τους. Η επιστημονική ομάδα βασίστηκε στο μικρό μέγεθος των οστών, που αποκάλυψε η αρχαιολογική έρευνα, τα οποία απεδόθησαν σε οστά μικρών παιδιών. Το 1956, μισό αιώνα μετά, η μέθοδος του άνθρακος C14 αξιολόγησε τα συγκεκριμένα ευρήματα ως μη ανήκοντα σε παιδιά αλλά σε ενήλικους άνδρες και γυναίκες και μόνον σε ένα ποσοστό 15% ανήλικων. Άπαντες δε, είχαν κατάγματα. Κατά τη δεκαετία του 1980, αλλά και το 2003, πολλοί αρχαιολόγοι, σπηλαιολόγοι αλλά και ορειβάτες κατέβηκαν στον Καιάδα και έδωσαν διάφορα στοιχεία για τα ευρήματα που υπάρχουν στο εσωτερικό του. Επικρατεί, βέβαια, μια σύγχυση για το κατά πόσο έφτασαν στον «πάτο» του πηγαδιού. Άλλωστε, δεν γνωρίζουμε αν με τα χρόνια λόγω των σεισμών η δομή του Καιάδα έχει αλλάξει. Κατά τον Πλούταρχο (Κίμων 16.4) ο σεισμός τού 464 π.Χ. ήταν τρομακτικά ισχυρός: «Η χώρα των Λακεδαιμόνιων χάσμασιν ενώλισθε πολλοίς και των Ταϋγέτων τιναχθέντων κορυφαί τινές απερράγησαν» (άνοιξαν χάσματα και αποκόπηκαν βράχοι από τις κορφές τού Ταΰγετου). Είναι επομένως φυσικό να έπεσαν από τότε μεγάλοι βράχοι και στο εσωτερικό τού Καιάδα. Παρατηρήθηκε ότι και πάνω σε πεσμένους ογκολίθους υπήρχαν οστά ανθρώπινων σκελετών, πού ρίχτηκαν προφανώς από την άνω, αρχική είσοδο και μετά το 464 π.χ. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι τα οστά που βρήκαν εκεί ανήκουν σε ενηλίκους, ηλικίας 18-35 ετών. Βρέθηκε μόνο ένας σκελετός παιδιού, όχι πολύ μικρής ηλικίας, το οποίο πιθανολογείται ότι έπεσε κατά λάθος μέσα στον Καιάδα. Μαζί με τα οστά βρέθηκαν αιχμές από βέλη και δόρατα, ενώ ένα θραύσμα κρανίου είχε καρφωμένη πάνω του την αιχμή ενός βέλους. Πολλοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα από τα σώματα που ρίχτηκαν εκεί ήταν ήδη νεκρά. Βρέθηκαν, επίσης, λύχνοι και σιδερένιοι χαλκάδες-δεσμά. 

     Σε κάθε περίπτωση δεν διαπιστώθηκε η παρουσία σκελετικών ευρημάτων νεογέννητων ατόμων ή βρεφών, τα οποία αποτελούν το πιο αμφιλεγόμενο και αμφισβητούμενο στοιχείο της σχετικής ιστοριογραφίας που συνδέεται με το σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα και την αρχαία Σπάρτη. Επίσης, δεν μπόρεσε να διαπιστωθεί μέχρι σήμερα, παρά τις επανειλημμένες έρευνες, η παρουσία σκελετικών ευρημάτων μικρών παιδιών, βιολογικής ηλικίας 1-4 ετών ή μεγαλύτερων παιδιών ηλικίας 5-10 ετών, στο χώρο του σπηλαιοβαράθρου. Όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, τα περισσότερα από τα ανθρώπινα σκελετικά ευρήματα, που βρέθηκαν στο χώρο του σπηλαιοβαράθρου, ανήκουν σε άνδρες βιολογικής ηλικίας, μεταξύ 18 και 35 ετών. Μόνο δύο κρανία ενηλίκων ανδρών εμφανίζουν ενδείξεις πιθανής βιολογικής ηλικίας μεγαλύτερης των πενήντα ετών, ενώ βρέθηκαν λίγα σκελετικά ευρήματα δύο εφήβων, πιθανής ηλικίας 14-17 ετών, καθώς και τμήματα μετωπιαίου οστού και άνω γνάθου που πρέπει να ανήκουν σε ένα ακόμη νεαρό άτομο ηλικίας, περίπου, δώδεκα ετών. Αλλά και αυτή ακόμη η περίπτωση του νεαρότερου ατόμου δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τεκμήριο θανάτωσης βρεφών στον Καιάδα. Αντίθετα είναι γνωστή, ακόμη και από τη σύγχρονη ιστορική περίοδο, η συχνή εμπλοκή μεγαλύτερων παιδιών και εφήβων σε βίαιες αντιπαραθέσεις και πολεμικές συρράξεις. Τα συμπεράσματα περί ευγονίας των Σπαρτιατών, στο πλαίσιο μιας στρατοκρατούμενης κοινωνίας, ο υπερβάλλων ρόλος των φυλετών στις οικογενειακές και ατομικές υποθέσεις, στο πλαίσιο του κοινοβιακού χαρακτήρα της σπαρτιατικής κοινωνίας, προέρχονται και αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του σπαρτιατικού μύθου, του οποίου ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες ήταν και ο Πλούταρχος. Συνεπώς, η ούτως ή άλλως αμφισβητήσιμη αναφορά στη σκόπιμη θανάτωση βρεφών στον Καιάδα, για λόγους ευγονικής, φαίνεται να κλονίζεται σοβαρά. Το παραμύθι περί «…ωραίων Σπαρτιατών, Καιάδα ανάπηρων τέκνων» άλλωστε δεν συμπορεύεται με τον ποιητή Τυρταίο (εκ γενετής τυφλόν), τον βασιλιά Αγησίλαο της Σπάρτης (εκ γενετής χωλόν) και πλείστους άλλους διακεκριμένους Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεν ήταν αρτιμελείς, καθώς και από την επίσημη ιστορία. 

       Χαρακτηριστικό είναι δε, πως όταν κάποτε ειρωνεύτηκαν έναν κουτσό Σπαρτιάτη που πήγαινε να πολεμήσει, αυτός απάντησε πως «ο πόλεμος χρειάζεται άτομα που μένουν στη θέση τους και όχι άτομα που το βάζουν στα πόδια», ενώ σε παρόμοια περίπτωση τυφλού Σπαρτιάτη, αυτός απάντησε πως «και τίποτα να μην κάνω, όλο και κάποια λεπίδα του εχθρού θα στομώσω με το σώμα μου». Αποθετήριο αναπήρων τέκνων πρωτολειτούργησε επί Βυζαντίου (τα ανάπηρα τέκνα τα απέθεταν στα «άντρα», τα οποία ήταν σπηλιές), προηγήθηκε όμως η απόθεση τέκνων υγιών και μη υγιών από τους Ρωμαίους κατά την τελευταία περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γνωστή και ως πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για άλλους λόγους (κοινωνικούς κατ’ εξοχήν).

 

 

ΠΗΓΕΣ:

--noesi.gr (Σταματίνα Χασομέρη, αρχιτέκτων μηχανικός)

--metajournalist.blogspot.com (Θεόδωρος Πίτσιος, καθηγητής Φυσικής Ανθρωπολογίας – Περιοδικό «Forbidden History»)

--el.wikipedia.org | aparadektoi.gr («Τρίτο Μάτι», τεύχος 127, Νοέμβριος 2004, άρθρο «Ο φονικός Καιάδας», Βασίλης Μπακούρος, σελίδα 65)

--politikokafeneio.com (Πέτρος Θέμελης, καθηγητής τού Πανεπιστημίου της Κρήτης και Έφορος Αρχαιοτήτων – «Καιάδας», Αρχαιολογία, 15,1985, οελ. 5-62 )

--lakonizein.blogspot.com | ixorcosmos.gr | toxolyros.gr



Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Ο Παναγιώτης Τουμάζου από το Βαρώσι ... γράφει ο Αντώνιος Γκόγκας

 


Ο Παναγιώτης Τουμάζου από το Βαρώσι, έριξε χειροβομβίδα εναντίον μηχανοκίνητης περιπόλου, από δυο μεγάλα αυτοκίνητα πλήρης στρατιωτών.

Χτύπησε στις 7:15 ώρα εσπερινήν με χειροβομβίδα, στον τεσσαρακοστό μιλιοδείκτη του δρόμου Κακοπετριάς.
Ο Παναγιώτης βλήθηκε από σφαίρα στο κεφάλι, και ο θάνατος του ήταν ακαριαίος.

Μη μου θυμώνεις... / Δημήτριος Γκόγκας

 


Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΛΑΙΜΠΑΧ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 / Αντώνιος Γκόγκας



''Κύριοι σύνεδροι, σήμερα θα σας μιλήσω όπως δεν έχω μιλήσει ποτέ. Όντως η Ευρώπη περνά μία κρίση και είναι ίσως αναγκαίο να κατασταλούν από την Ιερά Συμμαχία αρκετές από αυτές τις επαναστάσεις. Ίσως πάλι ο θεός να μας κρίνει για το αν οι κοινωνικές επαναστάσεις παίζουν ή θα παίξουν κάποιο καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας, όμως η Ελληνική όπως την αποκαλείται επανάσταση δεν είναι επανάσταση κοινωνική, είναι εθνική, και αποτελεί μία εξέργερση ενάντια σε ένα δυνάστη όπου και εσείς ο ίδιος αποκαλέσατε ''μεγάλο'' ασθενή. Καλώ τα μέλη της Συμμαχίας να αγκαλιάσουν τους Έλληνες και να θεωρήσουν το ξεσηκωμό τους ως αρχή για την ελευθερία ενός έθνους που έχει δώσει στην ανθρωπότητα τα πάντα. Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων είναι εθνικός ξεσηκωμός και όχι κοινωνικός για αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί αναλώγος'' Ι. Καποδίστριας στο συνέδριο του Λάυμπαχ

Η γιαγιά μου η Πανικάβα* του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

        Το μικρό σπιτικό ήταν χρισμένο στην άκρη μιας αυλής, στην κοινότητα της Γαλάνης στη Ξάνθη. Τι σπίτι δηλαδή, μια αποθήκη φορτωμένη με χίλια δυο πράγματα. Ένα κρεβάτι, μια ξυλόσομπα, ένα ντουλάπι για  τα ποτήρια και τα πιάτα, κι ένα μικρό κομοδίνο για τις πετσέτες του προσώπου. Ο καναπές στην άλλη άκρη, με τρυπημένα τα καθίσματά του. Αμέσως μετά η τουαλέτα και το στενό μπάνιο. Ακαταστασία. Πώς να μπορέσει αναρωτήθηκα γριά γυναίκα να καθαρίσει. Δεν την παίρνανε και πολύ τα πόδια της. Μόλις περνούσαν λίγα λεπτά της ώρας ένας πόνος ανέβαινε ίσα με τη πλάτη και δεν την άφηνε όλη τη μέρα. Το μεγάλο σπίτι, αυτό που έχτισε ο άνδρας της ο Πανίκος στη μέση της αυλής. Ένα από τα παιδιά τη, ο Χρήστος έμενε εκεί, με την οικογένειά του.

        Η γιαγιά Σοφία, με την μαύρη ποδιά στη μέση της, σήκωσε το ποτηράκι με τη μέντα και το ήπιε μονορούφι, καθώς ήταν ξαπλωμένη. «Θες και συ λίγο; Πιες μωρό μου καλό κάνει.»

Εγώ ήμουν αόρατος. Παρ΄ όλα αυτά μου έβαλε και έβρεξα τα χείλη μου.

 

       «Έλα εδώ έξω, δίπλα από την τριανταφυλλιά. Έλα να κάτσουμε να σου πω μια ιστορία μα θες.» Συνήθιζε να μου λέει ιστορίες από τον ξεριζωμό της. Ήμουν ο αγαπημένος της γαμπρός στο σόι και μια και κανένας άλλος δεν έδινε σημασία να χρόνο να ακούει τις ιστορίες της, η αγάπη  της έπεσε πάνω μου, σαν βαρύ φορτίο. Ασήκωτο!

 

     «Μας έφεραν στο Κρωμνικό. Πριν από μας το κατοικούσαν οι Τούρκοι, αναθεματισμένος, δυστυχισμένος όμως κόσμος, το λέγανε Σαρνίτς. Έρημα σπίτια από ανθρώπους που έφυγαν, σαν και μας. Δεν τα υπολόγισαν σωστά οι μεγάλοι, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις  και τα σπίτια δεν έφταναν για όλους. Μέχρι να δουν τι να κάνουν μένανε και δυο οικογένειες μαζί. Αργότερα βρήκαν για όλους σπίτια, αφού έσιαξαν κάτι καλύβες και στάβλους.  Εμάς μας έδωσαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και μερικά μικρά χωραφάκια. Ίσα- ίσα να βάζουμε λίγο καπνό και να φτιάχνουμε μπαξέδες. Ο Παναγιώτης, καλά το σκέφτηκες ο παππούς ο Πανίκος,  το έκανε παλάτι, «για σένα» μου έλεγε. Έπιαναν τα χέρια του. Δουλευταράς σε όλα. Με λίγα χρήματα που είχε στη τσέπη του, αγόρασε ένα άλογο, αργότερα γελάδα, κότες, βρήκαμε κι ένα σκύλο. Δεν μας έλειψε τίποτα. Φτωχοί στην αρχή, τα πρώτα χρόνια μα είχαμε τα πάντα. Στον πρώτο χρόνο έμεινα και έγκυος. Γεννήθηκε το δεύτερο παιδί. Μην απορείς το δεύτερο σου λέω. Γιατί το πρώτο…»

 

     Έβγαλε ένα άσπρο μαντήλι και σκούπισε το δάκρυ της. Είχε ακόμα κουράγιο να σκουπίζει τα λίγα δάκρυα που πήγαζαν από τα μάτια της.

 

      «Για στάσου λοιπόν, να σου πω για το πρώτο. Από πού να ξεκινήσω. Αχ, τόσα τα βάσανα μωρέ, από πού να ξεκινήσω; Έφταναν ειδήσεις από παντού. Οι τούρκοι είχαν οργανώσει ομάδες πάνω σε άλογα και μουλάρια  και φοβέριζαν τον κόσμο στου κάμπου τα χωριά.  Τον λήστευαν, τον χτυπούσαν, τον έκλεβαν. Κάποιους τους φυλάκιζαν και όσοι αντιστέκονταν τους σκότωναν. Σπαρμένα σώματα στα χωράφια. Έπαιρναν τα παιδιά και τα στρατολογούσαν σαν τουρκόπουλα. Οι μάνες έκλαιγαν, ούρλιαζαν, οι φωνές τους έφταναν μέχρι τα ψηλά βουνά, έφταναν στα αυτιά μου. Στο χωριό μας άργησαν να έρθουν. Βλέπεις ήταν χτισμένο, μη νομίζεις λίγα σπιτάκια φτωχικά και πλούσια μαζί, στο βουνό. Δεν υπήρχαν δρόμοι σωστοί, μονοπάτια, άγρια ακόμα και για τα άλογα. Για άμαξες και κάρα δύσκολα. Έφταναν ίσα που άρχιζε το βουνό, σε μια αλάνα δέναμε τα άλογα και τα κάρα κι ύστερα το χωριό με τα σπιτάκια του. Μένανε ανάμεσά μας και δυο τρεις οικογένειες μουσουλμάνων. Γείτονες χρόνια. Μας ένωνε το τραπέζι, το καλό φαγητό, το μόνο που θέλαμε ήταν να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε, να ερωτευτούμε και να κάνουμε παιδιά. Μας εκτιμούσαν και μείς το ίδιο.  Άσε που κάνανε και τον σταυρό του. «Ο δικό σας θεός μου φαίνεται λιγάκι καλύτερος» μου είχε πει μια μέρα η Αισέ. Ο Πανίκος ο δικός μου άνδρας ήταν γειτονόπουλο. Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί πήγαμε σχολείο, μαζί τρώγαμε. Πώς να μην αγαπηθούμε! Το έβλεπαν οι δικοί μας, το νιώθαμε και εμείς».

 

   «Στην πρώτη τους επιδρομή, ήμουν δεν ήμουν δεκαεπτά χρονών. Βολτάραμε με τον Πανίκο σας  αγριοκάτσικα στο βουνό, ανάμεσα στα πεύκα όταν είδαμε τους χωριανούς να τρέχουν σαν τρελοί κατά πάνω μας. «Πίσω- πίσω» μας είπε ο πατέρας που τραβούσε βιαστικά τη μάνα από τα χέρια. Πιο πίσω οι γονείς του Πανίκου, τα αδέλφια μου, όλοι τρέχανε. Πανικός, τρόμος, φόβος. Οι σφαίρες βούιζαν σαν άγριες μέλισσες. Μα δεν μας έφταναν λες και άγγελοι τις σταματούσαν. Φτάσαμε στη κορφή του βουνού, τριακόσιοι και πλέον άνθρωποι σε μια σπηλιά. Τη φράξανε θυμάμαι οι άνδρες με βατσινιές και κλαδιά από δένδρα. Γίναμε ένα με το βουνό. Γλυτώσαμε. Σε μια δυο μέρες κατέβηκε ο πρόεδρος με μια ομάδα και γυρίσανε ύστερα από … δεν θυμάμαι. Γυρίσανε όμως, όλοι τους και καλά στην υγεία. «Θα κατέβουμε» μας είπαν. «Θα γυρίσουμε στα σπίτια μας. Τα πράγματα είναι καλύτερα» Πως γίνανε καλύτερα σε ούτε μια βδομάδα δεν κατάλαβα ποτέ. Αυτοί όμως ξέρανε. Ήταν οι μεγαλύτεροι, ο πρόεδρος. Γυρίσαμε. Ο Πανίκος βλέποντας αυτά τα πράγματα και νομίζοντας ότι θα με χάσει σε καμιά έφοδο των Τουρκαλάδων, ήρθε και με ζήτησε. Με τιμές και δόξες. Οι γονείς του μπροστά και αυτός ξωπίσω. Ένα βράδυ. Έτσι απλά. Μόλις είχε αρχίσει να ξυρίζεται. Δουλευταράς όμως. Οι γονείς μου καμιά αντίρρηση. Το περίμεναν εξάλλου. Το μόνο που δεν γνώριζαν ήταν το πότε. Μας έδωσαν όλοι την ευχή τους μετά χαράς. Γιορτή στο σπίτι. Και επειδή όλα έγιναν γρήγορα, είπαμε να κάνουμε γλέντι την επαύριον. Στην αυλή του σπιτιού του Πανίκου. Ήρθε όλο το χωριό. Και τι δεν στρώσανε στα τραπέζια. Χοιρινό, πισία, βαρένικα, μουχούλια, πιλάφι. Τι να σου πω μωρό μου. Όλα του Θεού και της Παναγίας».

 

     «Αρραβωνιασμένοι με τον Πανίκο, μέναμε πότε στο σπίτι του και πότε σε μένα, στο πατρικό μου. Η ζωή μου κυλούσε ήρεμα τους επόμενους μήνες, έμεινα έγκυος και σκεφτόμασταν τον γάμο. Ο παπάς δάγκωσε τα χείλια του σαν το έμαθε, αλλά ο πατέρας του το έκοψε. «Έρωτας παπά μου» είπε, «έρωτας. Άντε να δώσει ο θεός την ευχή του, να τελειώνουμε!» Γρήγορα- γρήγορα και ο γάμος. Γλέντι τρικούβερτο. Τι να σου πρωτοπώ. Αλλά αυτό άλλη φορά. Τι γλέντι! Τώρα πρέπει να σου πω για το πρώτο παιδί.»

 

      Μύρισε την τριανταφυλλιά. Χάιδεψε τα τριαντάφυλλα, τα φίλησε ένα, ένα κι ύστερα με κοίταξε στα μάτια και ξεκίνησε πάλι η γλώσσα να σπέρνει λέξεις.

 

      «Όταν φύγαμε από το χωριό στον Πόντο, γιατί έγινε και δεύτερη επιδρομή,  κυνηγημένοι στο βουνό, είχαμε ήδη ένα παιδί, αβάπτιστο. Από την ώρα που γεννήθηκε ήταν άρρωστο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρούνε τι είχε. Παρ΄ όλα αυτά το προσέχαμε όσο μπορούσαμε. Του δίναμε σιρόπια, έλεγαν θα γιάνει, αλλά αυτό κάθε μέρα ήταν όπως και τα χθες. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό, κακό χρόνο να έχουν και εμείς βιαστικά φύγαμε χωρίς τίποτα στα χέρια να κρατούμε, δώσαμε το παιδί στους γείτονες. Που να το πάρεις στο βουνό, θα πέθαινε με μιας, ασθενικό ως ήταν. Μουσουλμάνοι, καλοί άνθρωποι, χωρίς παιδιά, τουλάχιστον να σωθεί το παιδί. Τους είπαμε να το κρατήσουν, όσο θα λείπουμε και μόλις ηρεμήσουν και πάλι τα πράγματα, θα γυρίσουμε να το πάρουμε. Η Αισέ έκλαιγε συνεχώς, με φίλησε, ο Οσμάν έδωσε τα χέρια στον Πανίκο «Μην ανησυχείς» του είπε «Θα το προσέχουμε σαν να είναι δικό μας παιδί» Σε κείνη την επιδρομή των άπιστων, χάσαμε και τους γονείς μας. Όταν μαζευτήκαμε στη σπηλιά και μετρηθήκαμε έλλειπαν. Κανείς δεν τους είδε. Άλλοι είπανε ότι έστριψαν από το μονοπάτι για την θάλασσα πίσω από το βουνό, άλλοι έλεγαν ότι τους είδαν να τρέχουν στην Εκκλησιά και άλλοι σώπαιναν. Ότι και να έγινε εμείς δεν τους είδαμε ξανά.  Κι ούτε μάθαμε ποτέ κάτι για τους γονείς μας. Έκλαψα, κλάψαμε πολύ με τον Πανίκο, μέρες κλαίγαμε. Ώσπου σώθηκαν και τα δάκρυα. Ξανακατέβηκαν οι προεστοί χάμω με λευκές σημαίες και μαντήλια. Ένας γύρισε μόνο. Τους δείρανε μέχρι θανάτου. «Να φύγουμε» μας είπε «Να φύγουμε. Δεν είναι πλέον τόπος για μας» Το χωριό τουρκοκρατήθηκε, μπήκαν στα σπίτια μας, τα ρημάξανε, ότι σπαρτά είχαμε τα κάψανε, καμιά δεκαριά γέροντες που μείνανε πίσω τους κρέμασαν στην πλατεία, σώθηκαν μόνο οι οικογένειες των Μουσουλμάνων. Άρα και το παιδί μου σκέφτηκα. Την άλλη μέρα  όλοι άρχισαν να κατηφορίζουν το μονοπάτι για την θάλασσα πίσω από το βουνό. Ανάμεσα στα πουρνάρια και τους αγκαθωτούς θάμνους. Θα περίμεναν έλεγαν πλοία και βάρκες να τους πάνε στο Βόσπορο κι από κει στην Ελλάδα. Πλοία των συμμάχων. Δεν καταλάβαινα και πολλά, αλλά αφού είναι δικοί μας για το καλό μας θα είναι».

 

    «Κοιταχτήκαμε στα μάτια με τον Πανίκο. Θα φεύγαμε και εμείς. Όχι όμως χωρίς το παιδί μας. Πάτε εσείς είπαμε στους άλλους και θα σας προλάβουμε. Δεν άκουγα τίποτα. Θα κατέβαινα κάτω, θα έπαιρνα το παιδί μου, θα μας βοηθούσε και ο Οσμάν με την Αισέ και θα φεύγαμε για την Ελλάδα. Μπροστά εγώ, πετούσα, ήθελα να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. «Στάσου» μου φώναξε ο Πανίκος «μια στιγμή. Έτσι θα μας καταλάβουν. Άσε να βρούμε τούρκικα ρούχα και βλέπουμε» Περιμέναμε μέσα στη νύχτα, κινιόμασταν σαν φαντάσματα στο χωριό, βρήκαμε στο πρώτο σπίτι απλωμένα ρούχα, τα φορέσαμε και κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι του Οσμάν και της Αισέ. Φώτα παντού, κλάματα, φωνές, θρήνοι. Έτρεξα από την πίσω πόρτα, είχε προλάβει ο Πανίκος, μιλούσε με τον Οσμάν, με κοίταξε, κατάλαβα, έπεσα κάτω, έχανα την ανάσα μου, θόλωσα. Έλεγα που είναι ο Θεός, γιατί, έλεγα που είναι ο καλύτερος Θεός μου, χτυπούσα το στήθος μου. Με σήκωσε ο Πανίκος και μας έβαλαν στην κουζίνα. Ήρθε η Αισέ, έκανε καφέ, μου έβρεξε το πρόσωπο, καλά να είναι και μου είπε. «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Ήταν τόσο βιαστικό. Σαν όνειρο» Με αγκάλιασε, την αγκάλισα, τη φίλησα. Δεν μας χωράει όλους ο τόπος αυτός μας είπε. Άντε να πάτε στο καλό. Να σωθείτε. Κι έτσι έχασα και τη φίλη μου. Την Αισέ.

 

    «Ήταν το παιδί μας, το πρώτο μου παιδί. Δεν άντεξε στον κόσμο τούτο. Μας άφησε όπως το αφήσαμε και μεις. Και έφυγε χωρίς όνομα. Σαν να μην ήρθε ποτέ στον κόσμο. Έκλαψα, έκλαψα, ποια μάνα δεν θα έκλαιγε για το πρώτο της παιδί. Ξεκόλλησε ένα κομμάτι από μέσα μου. Έσπασε η καρδιά μου. Όμως ο Παναγιώτης εκεί δίπλα μου. «Μην βαλαντώνεις κορίτσι μου» θα κάνουμε άλλα! Και κάναμε άλλα επτά παιδιά. Γέμισε η αυλή από παιδάκια. Γέμισε η αγκαλιά μου. Πήραμε το αβάπτιστο νεκρό παιδί μας και μας έδωσε ένα μουλάρι ο Οσμάν. Ανεβήκαμε στο βουνό, χωθήκαμε στη σπηλιά. Δεν μιλιόμασταν για μια μέρα ολάκερη. Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι και το νεκρό παιδί δίπλα. Μέσα σε ένα τελάρο. Μέσα σε μια κουρελού. Όταν ξύπνησε ο Πανίκος με είδε να ανάβω φωτιά στην είσοδο της σπηλιάς. «Τι κάνεις. Θα μας πάρουνε χαμπάρι» Θα κάψω το παιδί μου του είπα, θα πάρω τις στάχτες του μαζί μου. Δεν μπορώ να το κουβαλώ. Θα το πάρω μαζί μου σε ένα μποξά.

Ούτε που μου έφερε αντίρρηση. Είχα χάσει τα λογικά μου. Άρχισε να μυρίζει ο τόπος γύρος ανθρώπινη σάρκα, να μαυρίζει ο ουρανός, να θολώνει το μάτι μου. Ότι απόμεινε, περίμενα υπομονετικά να κρυώσει. Ο Πανίκος έστριψε αλλού το κεφάλι. Έβαλα τη στάχτη σε ένα μποξά, τον τύλιξα με ακόμα ένα κι ύστερα μέσα σε ένα ασκί έβαλα το παιδί μου. Εγώ το γέννησα, εγώ το έκαψα, εγώ θα το κουβαλώ τον μπόγο του είπα.»

 

   «Μην στα πολυλογώ, ήρθαμε στην Ελλάδα και κάποια στιγμή μας έφεραν στο Κρωμνικό. Από την πρώτη στιγμή ανακάτεψα τη στάχτη και …»

 

Κόμπιασε για μια στιγμή, με κοίταξε όπως κοιτάζουν τον Θεό, με φόβο κι ελπίδα και συνέχισε

 

   «Ανακάτεψα τη στάχτη με κοπριά και έσπειρα μια τριανταφυλλιά. Αυτή εδώ που βλέπεις. Και χρόνια τώρα μου κάνει τα ομορφότερα και τα πιο ευωδιαστά τριαντάφυλλα. Ποτέ δεν τα κόβω, μόνο τα μυρίζω. Τα αφήνω να μαραθούν μόνο τους. Κι όταν μαραθούν τα αφήνω να πέσουν στη γη, τα μαζεύω και κάνω λίπασμα. Κι ύστερα φυτεύω κι άλλες γλάστρες. Όλη μου η ζωή η στάχτη στη Τριανταφυλλιά, αγόρι μου. Αγγελούδι μου που χάθηκες, χωρίς να χαρείς τη μάνα σου, τον πατέρα σου. Πως σε αφήσαμε, πως μας άφησες. »

 

Δάκρυα πικρά από τα μάτια της. Δάκρυα βαριά.

 

   «Στο χρόνο πάνω γέννησα το δεύτερό μου  παιδί τον Κώστα. Το πρώτο στην Ελλάδα. Μεγάλωνε μια χαρά. Αρρώστησε άσχημα όμως και αυτός. Είπα αυτό δεν θα το έχανα. Ο Παναγιώτης από πολύ πρωί, έλειπε στα χωράφια με το άλογο. Ήμουνα νηστική εκείνη τη μέρα, δεν είχα φάει τίποτα. Φόρτωσα το παιδί τυλιγμένο με μια κουβέρτα στον ώμο και κατηφόρισα προς τη Γαλάνη. Από εκεί θα πήγαινα στους Τοξότες και μετά στη δημοσιά για τη Ξάνθη. Έπρεπε να το δει γιατρός. Υπολόγισα ότι σε 4 με 5 ώρες θα έφτανα. Τέτοια θέληση είχα και τέτοια πίστη. Αν έβρισκα και κανένα κάρο στο δρόμο ακόμα καλύτερα. Όμως εξαντλήθηκα. Όταν έφτασα στο μονοπάτι δίπλα από το ποτάμι, τον Νέστο ντε, δεν είχα άλλες δυνάμεις. Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω, τα μούτρα μου γέμισαν χώμα. Το φόρεμα γέμισε λάσπη. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Σαν να με ακολουθούσε ο θάνατος. Έχανα το φως μου, νόμιζα πως θα πεθάνω. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σε κείνη τη στάση. Μπορεί και να με πήρα ο ύπνος. Δεν θυμάμαι καλά. Ξύπνησα από το κλάμα του Κωστάκη. Είπα: Παναγία μου σώσε εμένα και το παιδί μου. Μην αφήσεις να πεθάνει και τούτο.  Άρχισα να κόβω χόρτα, να σκάβω με τα χέρια μου και να βγάζω ρίζες από μικρά δένδρα, θάμνους και να τα μασάω. Άλλα έφτυνα άλλα έτρωγα. Πόνεσε το στομάχι μου. Έψαξα τις τσέπες μου και βρήκα δυο μαραμένα τριαντάφυλλα.  Τα όμορφα τριαντάφυλλα του πρώτου μου παιδιού.  Στυλώθηκα. Κατέβηκα πιο κάτω στο ποτάμι, έπλυνα το πρόσωπο του παιδιού, το δικό μου, ήπιαμε νερό, ξεδιψάσαμε, φούσκωσε η κοιλιά μας και φτάσαμε στους Τοξότες. Η Παναγιά έκανε το θαύμα της. Βρήκαμε έναν χωρικό που πήγαινε Ξάνθη, μας κατέβασε στο νοσοκομείο. Ιλαρά, βαριάς μορφή Ιλαρά, είχε το παιδί, υψηλό πυρετό. Το κάμανε καλά. Δεν είχε την τύχη του πρώτου. Μα είχε κακή τύχη αργότερα. Θα σου πω άλλη φορά.

 

    Γράψε τώρα ότι γέννησα συνολικά οκτώ παιδιά. Ένα που άφησα πίσω στο Πόντο και πέθανε, χωρίς όνομα, τον Κώστα, τη Σοφία, τον Χρήστο, τον Αχιλλέα, τον Γιώργο, τη Μαρία και τη Βασιλική. Και για όλους έχω να σου πω και μια ιστορία, όχι όμως σήμερα, μα όταν ξανάρθεις, έτσι μωρό μου;»

 

Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρα το μπλοκάκι και το στυλό, της φίλησα το χέρι και το μέτωπο. Σήκωσε το ποτηράκι με την μέντα και ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο.  

«Καλό απόγευμα γιαγιά Σοφία. Θα ξανάρθω αύριο»

 

 Σημείωση: β΄βραβείο στον 13ο λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος του ΕΠΟΚ (2023)

 

 

·    Πανικάβα: Η γυναίκα του Πανίκου


Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

Σαν Εύα...

 


Κλείνω τα μάτια
Κι η νύχτα χάνεται
Στα βλέφαρα του κόσμου
Οι σκιές παραπετάσματα
Και συ
Δικαιωμενη στην εξομολόγηση
Παίρνεις το πρόσφορο ξεδιάντροπα
Ίχνη προδοσιας το κρασί
λεκες στα κόκκινα σου χείλη
Σαν Εύα
Δίνεις το μήλο να το δαγκώσω εγώ
Γυμνή και φοβισμενη

Το προσωπείο / Δημήτριος Γκόγκας

Το προσωπείο


Του αγόρασε - πολύ μικρός ήτανε-  
του είχε αγοράσει ένα προσωπείο ο πατέρας του
-εθνικιστής με σοσιαλιστικές ιδέες μέχρι που διορίστηκε στο Δημόσιο-
και ήτανε τόσο όμορφο, μα τόσο ωραίο
χαιρότανε όχι μόνο να το κουβαλά παραμάσχαλα
αλλά να το βάζει ως κράνος στο κεφάλι του,
μην του χτυπήσουν και αιμορραγήσει οι περίεργες ιδέες
που ένωναν ακόμα πιο περίεργα τους ανθρώπους και το κόμματα.
Τις τελείες, τις οξείες, τα αποσιωπητικά. Και εσχάτως και τα πνεύματα.

Καθώς μεγάλωνε είχε καταντήσει πόρνος του πεζοδρομίου
δινότανε με περισσή ευκολία και άνεση στο προσωπείο,  δώρο του πατέρα του
αλλά πλέον είχε προχωρήσει περισσότερο.
Αντάλλαζε τα προσωπείο κατά πως πήγαινε ο άνεμος.
Μα προσωπείο ήταν η σταθερά.

Με τον τρόπο αυτό είχε δικά του όλα όσα ποθούσε και
κυρίως μπορούσε να αποκτήσει και όλα όσα δεν ποθούσε,
με ένα κούνημα του προσωπείου, σημαία, αυλαία, παντιέρα, λάβαρο
που άλλοτε γινότανε κόκκινο, άλλοτε μπλε ή μαύρο, πορτοκαλί, ή πράσινο.

Κάποιες φορές
επαναστατούσε,
συμβιβαζότανε,
νικούσε,
προχωρούσε,
προσχωρούσε
μα ποτέ δεν νικιότανε,
ποτέ δεν μιλούσε ο ίδιος για ήττες,
δεν υπήρχε καθόλου χρόνος για ήττες.
Συνεχώς ένας πόλεμος, μια πάλη ιδεών και σωμάτων.

Ισόβια σκοπιμότητα της ζωής του.
Οι λεκέδες στο μυαλό του μ΄ αυτό το προσωπείο φάνταζαν αιώνια ρητά.
Σταθερές ηθικές αξίες και ιδανικά.