Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Β μέρος της Ποιητικής Συλλογής «16 αριθμοί και 24 γράμματα» : του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-6-40) /(e-book))β΄μέρος: 24 γράμματα..

 

24 γράμματα
 
Ισούνται με την προσευχή της ζωής
 
 
 
α .
 
Το δέρμα των βουνών
                      είναι το πράσινο.
Το δικό μου ενός μύδρου που δεν λιώνει
ή το φίδι.
 




 
β.
 
Βραδιάζει
ξημερώνει
το τριαντάφυλλο ανθίζει
όπως  και η ψυχή μου.
 
 Στο σκέλεθρο η πνοή
ασθμαίνει.
 
 
γ.
 
Το κλάμα του ανθρώπου
χωρίς γιατί,
είναι παράδεισος.
Αν απαντήσεις,
συναντάς φωτιά !
 
Πως γίνεται να μην ρωτήσεις!

 
δ.
 
Όταν μιλάς μονάχος
είσαι σπασμένος καθρέφτης.
Βλέπεις
την αλήθεια
απ΄ τα ραγίσματα.
 
Δεν τον κρατάς.
Αγοράζεις καινούργιο
και πετάς την αλήθεια.
 
 
ε.
 
Μια θάλασσα που λείπει
όπως η παρουσία σου,
είναι μια θάλασσα
η αυλή που γεννήθηκα.
 
Οι ευχές μου, νησιά ακατοίκητα.
 
ζ.
 
Κι όταν ανέστησες τη μήτρα
 -ήρθανε πρώτες οι μοίρες-
Αναρωτήθηκα,
που είναι ο Θεός;
 
Είδα δεξιά,
έστρεψα ψηλά
κι  αντίκρισα εμένα. 
 
Όλοι φωνάξανε με μιας: Ντροπή
Δεν γνωρίζουν ότι ο καθένας μας είναι Θεός.
 
η.
 
Φορτώθηκαν τα γέλια
με τόσα περιττά,
που βούλιαξαν
στη θλίψη.
 
Χαμογέλασες λιγότερο
και σηκώθηκες.
 
 
θ.
 
Πόσο πονούν
 οι άνθρωποι,
 που πήρε ο πόνος
 τ΄ όνομά τους;
 
 
ι.
 
Πόσο πονούν,
που ο Ιούδας
κρεμάστηκε
κι άλλοι φορέσανε
το  φωτοστέφανο;
 
Είναι πρακτικό το πρόβλημα.
Αν κρεμαστείς,
τα πόδια δεν φτάνουνε στο έδαφος.
Και πώς θα περπατήσεις;

κ.
 
Το αίμα φουσκώνει
 και η φλέβα σπάει.
Η λύπη γίνεται χαρά
και η χαρά αγκάθι.
 
Κι αναρωτιόμαστε:
τι είναι παράπλευρες απώλειες;
Να κλαις εσύ
και να γελώ εγώ;
 
λ.
 
Ζωή είναι ότι ζύμωσες
και πρόσφερες στους άλλους.
Θάνατος είναι: ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες,
στο τραπέζι της Κυριακής.
 
μ.
 
Γι αυτό πρέπει να βγεις!
Ζωντάνεψε το δέρμα
που μάζωξε
τη ζωή μέσα
σε μια σιδερόφρακτη
               μάντρα από σύννεφα.
ν.
 
Και αν μου πεις πως
δεν λογαριάζεις 
που θα πας,
πρέπει να πας
εκεί που λογαριάζεις.
 
Λίγο πριν
ράγισε το σώμα σου.
 
 
 
 
ξ.
 
Πάλι  δεν βγάζεις νόημα.
Είμαι εδώ
να πάρω χρώμα
από τον ήλιο και να
στήσω βουνά και  θάλασσες.
 
ο.
 
Και δεν είναι παράξενο;
Ρίχνεις τα δίχτυα,
πλησιάζουν τα  ψάρια.
Μα πιάνεις όνειρα
με τρύπια πανέρια;
Με τα  νερά να ξεγλιστρούν,
να βρέχουνε τα πόδια σου.
 
π.
 
Κλείνω τα μάτια
μήπως και σφαλιστεί η καρδιά.
Μα δεν μπορεί
στο σκοτάδι να ζει η καρδιά σου.
 
Με την καρδιά σου λυχνάρι,
φώτισε το σώμα σου.
 
ρ.
 
Κι έτσι γλυκιά μου,
γύρε το κεφάλι
στο στήθος.
Άκου
την καρδιά που ακουμπά
στα βράχια των πνευμόνων.
Μην φοβηθείς να πέσεις στις λάμες τους. 
 
 
 
 
σ.
 
Μόνο ως καημός,
μόνο ως δάκρυ
κύλησε ανάμεσα
στις ρίζες
του ασημένιου στήθους μου.
Μικρά κλαδιά
που κρατούν το είναι σου.
 
τ.
 
Στην αυλή της μάνας
υπάρχει μια μυλόπετρα.
Μέσα στο χώμα.
Μισή μέρα και μισή νύχτα.
 
υ.
 
Τη μέρα
 οι λέξεις
γίνονται ακτίνες,
το βράδυ άστρα.
Τη μέρα
τα λόγια μας πονάνε,
το βράδυ ακονίζονται.
 
φ.
 
Το πρωί που ξυπνάς
ένα ποτήρι γάλα,
ψωμί και βούτυρο,
Η αγάπη μου
επάνω στο τραπέζι.
 
 
 
 
 
 
 
 
χ.
 
Κάθε μέρα
θέλω να βραδιάζει.
Κάθε βράδυ,
να ξημερώνει.
Πότε σαν ακτίνα,
πότε σαν άστρο.
Μες στη καρδιά μου
σκοτάδι και φως.
 
 
ψ.
 
Φθινόπωρο
Άνοιξη
Χειμώνας
Καλοκαίρι
Τετράφυλλη η καρδιά μου.
Ποιό φύλλο να βαστάξω;
 
 
ω.
 
Το μόνο που με σώνει:
 γεννιέμαι
ξανά και ξανά
μες στην αγκαλιά σου.
 
Ποτέ μην χαλάσεις τη φωλιά μου!

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

Χαικού του Δημητρίου Γκόγκα*

 


* είχε την τύχη να λάβει 4ο έπαινο στον 3ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2021) του περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ στην σχετική κατηγορία Ενηλίκων

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Ανθολόγιο Ποιήσεως από τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ (Καλοκαίρι 2017) (Συμμετοχή του Δημητρίου Γκόγκα)

Στο Ανθολόγιο Ποιήσεως των εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ (Καλοκαίρι 2017) συμμετείχα με τα παρακάτω  ποιήματα 




ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ


Στεκότανε μ΄ ένα άτολμο μειδίαμα, μα βουβός  κι άκουγε τη καρδιά του. 
Χτυπούσε στις Αλκυονίδες μέρες πιο δυνατά απ΄ το ανάλαφρο του αέρα. 
Ζούσε ακόμα, κι ας προτιμούσε τον γρήγορο θάνατο. 
Στο απέναντι σιδερόφρακτο μπαλκόνι μια λυγερόκορμη κόρη,  
άπλωνε τ΄ ασπρόρουχα της, όμορφη θέα στα μάτια μας. 
Έριχνε κλεφτές ματιές στους άνδρες που διασταύρωναν τον δρόμο. 
Ο μαύρος καφές πάντα πικρός μαλάκωνε ένα ξερόβηχα.
Ότι απέμεινε απ΄ την εποχή της δικτατορίας.
Ούτε αγώνες, ούτε σημαίες, ούτε συνθήματα. 
Μόνο ένας ξερόβηχας που τράνταζε τα σωθικά του. 
Όχι τώρα πως πήγαιναν καλύτερα τα πράγματα.
Στις λαϊκές αγορές, πίσω από τους πάγκους,  
όπου στήνονταν μικρές συνεδρίες, 
μιλούσε πλέον όλο και λιγότερο. 
Φοβότανε.
Το βράδυ ξάπλωνε συνήθως μόνος. 
Κοίταζε τη πρασινογάλαζη θάλασσα που κρεμότανε στο τοίχο.
Στη παραλία πεταμένα φύκια, μισά όξω απ΄ τη κινούμενη άμμο. 
Μια σκουριασμένη βάρκα τσαλακωμένη στο κάδρο
κι ένας γλάρος που ποτέ του δεν πέταγε. 
Κι όμως,  πάντα τον έβρισκε ένα πόντο πιο πέρα.

ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΗ

Ότι αγόραζε μισο τιμής,  του χάλαγε σε λίγες μέρες. 
Έτσι ήταν σκέφτηκε. Ότι πληρώνεις παίρνεις. 
Μια ζωή, στα παζάρια της Τρίτης, στα πεταμένα φτηνιάρικα.  
Για σταθερό αποκούμπι κράτησε μια φωλιά από τούβλα στο χωριό του.
Να ΄χει ένα κεραμίδι πριν το τέλος που δεν θ΄ αργούσε. 
«Τι να το κάνει τότε…» μονολόγησε. 
Σαν η καρδιά δεν αγαπά, τι να κάμεις το σώμα; 
Άδειο κιβώτιο σε θάλασσα. Μουλιάζει, σαπίζει, χάνεται. 

Έσκαψε σαν γκρίζος κάστορας την τρύπα του. 
Ζώστηκε τους χρόνους γύρω από τη μέση του. 
Δεν ξεχώριζε τώρα από το υπόλοιπο σώμα. 
Ρύθμισε  τον πυροκροτητή στην ώρα που έπρεπε. 
Όταν βγήκε στην άλλη πλευρά. 
Δείλιασε. 
Πάλι ένα τούβλο και μια κεραμίδα τον περίμεναν. 
Η πολυπόθητη δραπέτευση που σχεδίαζε απέτυχε. 
Στο φως που σβήνει δεν έφτασε ποτέ του.