Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θάνατος είναι ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θάνατος είναι ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Η ομιλία του φιλόλογου- συγγραφέα Κώστα Κατσώνη κατά την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Δημητρίου Γκόγκα: Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες ενώ μπορούσες

 

γράφει ο Κώστας Κατσώνης (δ.φ.), 
φιλόλογος-συγγραφέας,
 
Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες ενώ μπορούσες (ποίηση), Λάρνακα 2023 (Παρουσίαση: Παρασκευή, 19 Ιανουαρίου 2024, 
Πολυχώρος Δήμου Λάρνακας, ώρα 6.00 μ.μ.)
 
Όταν θέλω να πετάξω,
καταθέτω τα φτερά μου
και πιάνω χαρτί και μολύβι,

γράφει ο Δημήτριος Α. Γκόγκας στο προτελευταίο ποίημα της πιο πρόσφατης ποιητικής του συλλογής[1], στην οποία έχει δώσει τον χαρακτηριστικό τίτλο  Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες ενώ μπορούσες. Κι αυτό έπραξε   με το χαρτί και το  μολύβι ανά χείρας, αφήνοντας  τη σκέψη και την ψυχή του να μας ταξιδέψουν στον όμορφο κόσμο της  ποίησής του, όπως πετώντας με τα φτερά του Πήγασου την εμπνεύστηκε, την κατέγραψε και την ταξινόμησε.  Πρόκειται για την   6η κατά σειρά ποιητική του συλλογή, η οποία κυκλοφόρησε στη Λάρνακα το 2020 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και επανεκδόθηκε  το 2023.
 
   Ο Δημήτριος Γκόγκας, ο οποίος γεννήθηκε στο Στρυμονικό Σερρών, έκανε σπουδές στη Σχολή Μόνιμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα και εργάστηκε για αρκετά χρόνια ως στρατιωτικός, διαμένει μόνιμα στη Λάρνακα από το 2007  με τη σύζυγό του δημοσιογράφο Στρατούλα Τραμουντάνη και τον γιο τους Αντώνη (γεωπόνο), ενώ από το 2010, οπόταν αφυπηρέτησε, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του,  ασχολείται συστηματικά με την ποίηση και με το διήγημα. Έχει στο ενεργητικό του ως σήμερα εφτά  ποιητικές συλλογές-δύο από τις οποίες σε ηλεκτρονική μορφή (e-book), αρχής γενομένης από το 2015, οπότε εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ωράρια επιστροφών» (από τις εκδόσεις Διάνυσμα), ενώ συμμετείχε επίσης σε έξι συλλογικά ποιητικά έργα στο διάστημα από το 2014-2021. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν τύχει σημαντικών διακρίσεων σε παγκύπριους,  πανελλήνιους και παγκόσμιους διαγωνισμούς, ενώ έργα του έχουν αναρτηθεί σε σελίδες του διαδικτύου και σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.
 
   Κι είναι επίσης  σημαντικό να σημειώσουμε, πριν ενδιατρίψουμε στην υπό επισκόπηση ποιητική συλλογή του, ότι έχει την ευθύνη και την επιμέλεια δύο σημαντικών  ποιητικών  διαδικτυακών τόπων:  
α) Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου
και β) Κυπρίων ποίηση και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου, μέσα από τους οποίους αναδεικνύει σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, τη σύγχρονη κυπριακή και νεοελληνική ποιητική δημιουργία, όπως επίσης και τους δημιουργούς, με μεγάλη απήχηση και επισκεψιμότητα.  Έχει επίσης σημαντική δράση και συμμετοχή στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης μας ως μέλος της Πολιτιστικής Κίνησης Λάρνακας Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού (ΦΙΛΟΠΟΛ), της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου κ.λπ.
 
Παίρνοντας στα χέρια μας τη νέα ποιητική του συλλογή,  δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε το εξώφυλλο, το οποίο  κοσμεί μια αρκούντως εμπνευσμένη και έυγλωττη εικαστική δημιουργία της  Ιωάννας Φιλίππου, που απεικονίζει μια γυναικεία  μορφή χωρίς μάτια-για να μη  βλέπει άραγε τη φρίκη του σύγχρονου κόσμου (;)  σε φόντο ροδοκόκκινο-αιμάτινο ίσως, που το διασπούν οι ακτίνες ενός ήλιου που ποτέ δεν ανέτειλε (κατά τη δική μου ταπεινή και αυθαίρετη ίσως ερμηνεία).
 
Σταματούμε επίσης στον τίτλο της συλλογής που είναι στην ουσία ένας ορισμός του θανάτου, όπως ο ποιητής, με τη δική του ποιητική στοχαστική διάθεση και σκέψη τον αντιλαμβάνεται και τον αποτυπώνει: «Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες ενώ μπορούσες», διαβάζουμε στον τίτλο, ενώ προς το τέλος του βιβλίου, στην εισαγωγική σελίδα του τελευταίου μέρους της συλλογής, επεκτείνει και συμπληρώνει την ιδέα του τίτλου ως εξής:  «Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες ενώ μπορούσες, στην αρχή, στο μισό και στο τέλος του δρόμου»[2], υπονοώντας ενδεχομένως την πεποίθησή του  ότι η ζωή του ανθρώπου έχει νόημα και λόγο ύπαρξης ενόσω μπορεί και ξέρει να δίνει, να προσφέρει δηλαδή στους συνανθρώπους του - τι άλλο ίσως εκτός από την αγάπη, την ενσυναίσθηση, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την ανιδιοτελή αλληλεγγύη, την προσήλωση στην ειρηνική ζωή και συνύπαρξη και τόσα άλλα καλά, που ομορφαίνουν και γεμίζουν τη ζωή και την ψυχή του ανθρώπου, εάν και εφόσον   θέλει «να λέγεται άνθρωπος», όπως ορίζει στο γνωστό εμβληματικό του ποίημα  ο Τάσος Λειβαδίτης[3].
 
Το νέο ποιητικό βιβλίο του Γκόγκα, που έχει τη σφραγίδα της επιμέλειας που έκανε η σύζυγός του Σρατούλα Τραμουντάνη, με γλωσσική επιμέλεια της φιλόλόγου Ξένιας Στρούθου και με σελιδοποίηση του ιδίου, εκδόθηκε στην Ελλάδα στη Δράμα (από το τυπογραφείο toquark) και περιλαμβάνει στις 44 σελίδες του  27  ποιήματα.
 
Καθώς ο αναγνώστης αρχίζει το σεριάνι στους ποιητικούς λειμώνες του Γκόγκα συναντάται στην αρχή του βιβλίου με τον αείμνηστο ποιητή και μουσικό  Στέφανο Ζυμπουλάκη,[4] ο οποίος σε ένα σύντομο προλογικό του σημείωμα πλέκει το εγκώμιο του Γκόγκα σημειώνοντας, ανάμεσα σε άλλα,  ότι «ο δημιουργός ποιητής Δημήτριος Γκόγκας φωτίζει με τις ΛΕΞΕΙΣ της ποίησής του την Άνοιξη της αγάπης και της περηφάνιας...χρωματίζει την ανθρωπιά με ομορφιά και αγάπη και στέλνει με αρμονική αλυσίδα το μήνυμα της ειρήνης». Ένα μήνυμα που είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε το κύριο ζητούμενο για όλη την  ανθρωπότητα και πρώτιστα και κατεπειγόντως για  τη χειμαζόμενη και σκληρά δοκιμαζόμενη Παλαιστίνη, αλλά και για   την Ουκρανία, για μας εδώ στη μοιρασμένη για μισό πια αιώνα πολύπαθη πατρίδα και όπου αλλού η πολεμική παράνοια σκοτώνει τόσο ανάλγητα και εγκληματικά τις ζωές και τα όνειρα των παιδιών.
 
Τα 27 ποιήματα της συλλογής, που άλλα είναι πολύστιχα αφηγηματικά και άλλα λιτά και ευσύνοπτα,  δίνουν το στίγμα του ποιητή  και αναδεικνύουν τη στοχαστική του ποιητική δύναμη, την υπαρξιακή του αγωνία, τον κόσμο των ιδεών του, την έγνοια  του για την ειρήνη, για τη  μοιρασμένη πατρίδα και για όσα δεινά βιώσαμε  ως λαός από το 1974 και μετέπειτα, ενώ αποκαλύπτουν  κι έναν  πλούσιο συναισθηματικό  κόσμο-τον ψυχισμό του, που είναι ανοιχτός, ευπρόσιτος και ενσυναίσθητος ώστε να χωράει όλο τον κόσμο. Οι τίτλοι των ποιημάτων, αρκετά από τα οποία είναι ποιήματα ποιητικής,  υποδηλούν τις προθέσεις του ποιητή αλλά και το θεματικό επίκεντρο  των ποιητικών του αναζητήσεων. Παραθέτουμε κάποιους από τους τίτλους για του λόγου το αληθές:  Περιγραφή για έναν θάνατο, Πέντε δάκρυα, Μέσα στις συλλαβές  της ανέχειας, η Προφυγιά, Ο πόνος του αγνοούμενου ποιητή, Λυπάμαι τα ποιήματα, Η ροδιά που δεν άνθισε, Μεσονύχτιες κραυγές, Απόπειρα αποκατάστασης  κ.λπ.
 
Αν επιχειρήσουμε μια κατάταξη των ποιημάτων της συλλογής με βάση το θεματικό τους περιεχόμενο, θα μπορούσαμε να τα ταξινομήσουμε για σκοπούς μελέτης σε τρείς επί μέρους κατηγορίες: στα ποιήματα ποιητικής, στα  ποιήματα της προσφυγιάς- που είναι εμπνευσμένα από το δράμα της μοιρασμένης πατρίδας και στα «υπαρξιακά» ή ποιήματα στοχαστικής αναζήτησης, όπως θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε, όπου ο ποιητής αποτυπώνει με φιλοσοφική στοχαστική διάθεση και ποιητική δύναμη την υπαρξιακή του αγωνία, την έγνοια  και τους προβληματισμούς του για το σήμερα και για το αύριο, ενώ εμπνέεται και στοχάζεται ποιητικά για απλά καθημερινά θέματα και προβλήματα.  .
 
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το πρώτο ποίημα της συλλογής έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Περιγραφή για έναν θάνατο»[5],  γεγονός ενδεικτικό των υπαρξιακών και μεταφυσικών στοχασμών και προβληματισμών του ποιητή, ενώ διαβάζοντας  το ποίημα, που ανήκει στα πολύστιχα ποιήματα της συλλογής (με 28 στίχους), διαπιστώνουμε ότι εκτός από «υπαρξιακό» είναι ταυτόχρονα και ένα  ποίημα ποιητικής, όπως καταδεικνύουν και οι πιο κάτω στίχοι:
Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
Και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα...
Είναι ο χειμώνας που λιώνει στη ζωή
Κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
Ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε τη ζωή να τη ζήσουμε
Και εάν προλάβουμε να τη ζήσουμε, ρωτάμε: τη ζήσαμε;
 
Με απλή, στρωτή και προσεγμένη γλώσσα, αλλά και με εικονοπλαστική δύναμη και ποιητικλή δεξιοτεχνία, ο ποιητής εικονογραφεί ποιητικά την έννοια του θανάτου, ενώ στη συνέχεια, στο ίδιο ποίημα,   δίνει το στίγμα της δικής του αδιέξοδης ποιητικής πορείας και της πικρής  μοναξιάς-που είναι κατά τον Ίωνα Δραγούμη[6] μια «γλυκιά πατρίδα» για τον ποιητή,  θέτοντας ταυτόχρονα και το διαιώνιο ερώτημα για τη σημασία και τον ρόλο της ποίησης στη ζωή μας. Γράφει ο Γκόγκας στο τέλος του ποιήματος, με την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης  ποιητικής γραφής, η οποία μεταβαίνει αβίαστα στη δευτεροπρόσωπη και θέλει τον  ποιητή να μονολογεί, απευθυνόμενος στον ευατό του δίκην εσωτερικού διαλόγου:   
Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα,
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται σις λιάστρες για να το ξεράνει ο άνεμος.
Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρουλα σου,
Σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
Στην κεφαλή.
Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου,
Μ’ ένα μολύβι κουπί ως πού να φτάσεις;
 
Ώσπου μπορείς να φτάσεις λοιπόν ποιητή, μ’ ένα μολύβι κουπί; διερωτάται ο Γκόγκας, θέτοντας ,  λιτά και απέριττα το ερώτημα που απασχολεί κάθε ποιητή και κάθε πνευματικό δημιουργό. «Και τι χρειάζονται οι ποιητές σ’ έναν μικρόψυχο κόσμο;» διερωτάται, για παράδειγμα, ο ποιητής Φρίντριχ Χέλντερλιν[7]. Κι ο Νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης δίνει την απάντηση,  όταν σημειώνει στο εμβληματικό του Άξιον εστί: «Ποιητή, στον αιώνα σου λέγε, τι βλέπεις;»[8], υπονοώντας και υποδεικνύοντας το χρέος του ποιητή να εμπνέεται και να γράφει ή ακόμα και να κραυγάζει με τον οίστρο της ποιητικής του δεξιοτεχνίας και με την ευαισθησία της ψυχής του,   ως ευαίσθητος δέκτης των γύρω του δρώμενων, για να αναδεικνύει την ομορφιά, τον έρωτα και τη χαρά της ζωής και της ειρηνικής συνύπαρξης, αλλά και με λόγο καταγγελτικό όταν χρειάζεται,  να στηλιτεύει με το νυστέρι της πένας του το άδικο, τη μισαλλοδοξία, την πολεμική παράνοια, την ιδιοτέλεια, την  υποκρισία, την αναλγησία  και όλα όσα θλιβερά και τραγικά, ενίοτε και εν πολλοίς, ταλανίζουν και κατατρύχουν τους κολασμένους του σύγχρονου κόσμου.
 
Στο ερώτημα λοιπόν του Γκόγκα ώσπου μπορεί ο ποιητής να φτάσει με μοναδικό του όπλο το χαρτί και το μολύβι, η απάντηση είναι πως το ταξίδι  αξίζει. «Να εύχεσαι να΄ναι μακρύς ο δρόμος»», όπως και ο  Καβάφης προστάζει[9].  Κι αν ακόμα δεν καταφέρεις να φτάσεις ως  ποιητής και πνευματικός δημιουργός στην Ιθάκη των προσδοκιών και των οραμάτων σου μη λυπηθείς. «Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι…/Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε/΄Ετσι σοφός που έγινες με τόση πείρα/ ‘ηδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν».
 
Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Τα πιο πάνω σχόλια με αφορμή έναν στίχο που μπορεί από κάποιους να θεωρηθούν ως πλατειασμός ή και παρέκβαση από το εξεταζόμενο αντικείμενο που είναι η νέα ποιητική συλλογή του Γκόγκα,  είναι ενδεικτικά για το πόσο μπορεί να δονήσει τη σκέψη, τη συνείδηση και την ψυχή μας ένα ποίημα ή κι ένας ακόμα στίχος και σε ποιες στοχαστικές ατραπούς  μπορεί να μας οδηγήσει και να μας ταξιδέψει.   (Παράδειγμα με μαθητές μου).
 
Με ανάλογο τρόπο μπορούμε να αναλύσουμε και να σχολιάσουμε όλα τα ποιήματα της συλλογής, χωρίς όμως  αυτό να μας το επιτρέπει σίγουρα ο χρόνος. Θα σταθούμε όμως στη συνέχεια και σε άλλα ποιήματα, που καταξιώνουν τον ποιητή και αποτελούν μια σημαντική κατάθεση στον χώρο της σύγχρονης κυπριακής ποίησης αλλά και της ευρύτερης ελληνόγλωσσης ποιητικής δημιουργίας.
 
Στο ίδιο μοτίβο του στοχαστικού ποιητικού προβληματισμού κινούνται και τα  ποιήματα: Φόβος, Πέντε δάκρυα, Όραση, Μέσα στις συλλαβές της ανέχειας, Κραυγές ενός σκύλου, Ακατέργαστη μπαλάντα για εκείνους χωρίς όνειρα, Απέραντη σιωπή, Παράκληση του  Πάσχα, Μικρά αναχώματα και άλλα. Δίνουμε στη συνέχεια ενδεικτικά, σκόρπιους επιλεγμένους στίχους  από τα πιο πάνω ποιήματα που καταδεικνύουν το βάθος και το εύρος της ποιητικής σκέψης και της στοχαστικής αναζήτησης που διακρίνει και χαρακτηρίζει την ποίηση του Γκόγκα.
 
Στα «πέντε δάκρυα»[10], που είναι μια ποιητική σύνθεση με πέντε μικρά ποιήματα, ο ποιητής αναδεικνύει το θέμα της απώλειας, του χωρισμού και του χρέους προς την πατρίδα που ποτέ δεν ξεπληρώνεται, ενώ γράφει στο καταληκτικτικό ποίημα με τίτλο «Αίμα», όπου με αλληγορικό ποιητικό τρόπο στοχάζεται με την πένα και με τον στίχο, για τη λαίλαπα της κλιματικής αλλαγής πουν δεν είναι πια μια απειλή αλλά μια οδυνηρή πραγματικότητα για τραγικές ενίοτε συνέπειες για εκατομμύρια συνανθρώπους μας:
 
Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας,
Όταν τα δέντρα θα διψούν,
Θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους
Το αίμα μας να πιούμε…
 
Αλλά και στο ποίημα «Μέσα στις συλλαβές της ανέχειας»[11], που είναι και ποίημα ποιητικής μέσα από το οποίο αναδεικνύεται η περιπέτεια της γραφής και τα έντονα συναισθήματα που βιώνει ο ποιητής αναζητώντας τι λέξεις, οι καταληκτικοί στίχοι στέλνουν  ένα ανάλογο και κάπως διαφορετικό μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας, με την επίκληση της θείας παρέμβασης:
 
 
Θέε μου,
Βρέξε αντάμα με τη στείρα μου ποίηση.
Βρέξε ελπίδα.
Κάμε το τέλος κλωνάρι, να μυρίσουν οι χρόνοι του βασιλικό και μέντα.
 
Έτσι λοιπόν θέλει ο ποιητής το ποίημα να τελειώνει, μυριστικά και αισιόδοξα, ενώ στο ίδιο ποίημα ιδού τι γράφει, ανεβάζοντας την  αγωνία της ποιητικής ευαισθησίας και  αναζήτηση    στο απώγειό της:
 
Άνοιγε το ντουλάπι της ψυχής του , δεν έβρισκε τίποτε .
Εκλεινε τις χούφτες με δύναμη,
Ίσα να ματώσει των δακτύλων  το σύνορο
Κι ύστερα βυθιζόταν άπλυτος στο βούρκο των δακρύων...
 
Στο ποίημα «Όραση»[12] από την άλλη αναδεικνύει το  θέμα της μοναξιάς   μέσα από στίχους όπως οι πιο κάτω, με θαυμαστή εικονοπλαστική δύναμη, απλότητα, στίχο υπαινιχτικό και στοχαστικό, με κοινωνικές προεκτάσεις.  
 
Μέσα στην ερημική  πόλη που ζούσε,
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν  πυκνόφυλλα δέντρα
-δάφνες τα έλεγαν-έγραφε στους τοίχους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου  σαν την πίκρα της μοναξιάς,
 κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί-πού καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία;
 
Ποίημα κοινωνικού προβληματισμού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το ποίημα «Κραυγές ενός σκύλου»[13], όπου ο ποιητής  θέλει τον σκύλο να μιλά με την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης ποιητικής αφήγησης και να σχολιάζει με κριτική ματιά τους ανθρώπους, όπως καθημερινά συναγελάζεται  μαζί τους και τους βιώνει. Και ιδού πώς αποτιμά την ανθρώπινη συμπεριφορά και στάση ζωής:  

 Δεν κατανοούσα,
πάλευαν να γίνουν καλύτεροι, πιστοί,
μα όταν ξέπλεκαν το λουρί από τον λαιμό μου
κι έκλειναν την πόρτα του σπιτιού μας,
κυριαρχούσε η αντωνυμία του εγώ
και το ουσιαστικό του εγωισμού.

Στο ίδιο ποίημα αναδεικνύεται επίσης το θέμα «πόλεμος και ειρήνη», με τον σκύλο αφηγητή, σε μια έξοχη ποιητική αφήγηση νοσταλγικής και πικρής μνήμης, να αναφέρει:

Ο κύριός μου μόνος πια
με αναμνήσεις από τεμαχισμένες εποχές.
Πότε φωτιά, πότε πάγος μέσα στην ψυχή και πάνω στο σώμα.
΄Εξυνε το αριστερό πόδι, τα δύσκολα πρωινά με τις υγρασίες,
ένα θραύσμα πολέμου.
΄Εξυνε κι εμένα στο κάτω μέρος της κοιλιάς.
Εγώ του έγλειφα τα χέρια, κουνούσα την ουρά.
Σκυλίσιες συνήθειες!
Αγαπούσε την ειρήνη,
την ομορφιά των κάμπων και των βουνών.
Να  είχε τη δύναμη να τα δρασκελίσει.
Δίπλα του κι εγώ.
 
Από την άλλη, στο ποίημα «Παράκληση του Πάσχα»[14] ο ποιητικός λόγος γίνεται αιχμηρός και καταγγελτικός, στηλιτεύοντας  τη φαρισαϊκή υποκρισία των αρχόντων, με σαφείς υπαινιγμούς για τη θεσμοθετημένη διαφθορά και την ανυπαρξία των νόμων, ενώ αναδεικνύεται και η δύναμη, η διαχρονία και η πολυσημία του ποιητικού λόγου. Δίνουμε ένα σχετικό απόσπασμα:

…Δώστε γραφή και νόμο,
Ξυλουργός σταυρώθηκε και φαρισαίοι βασιλεύουν…
Η σκόνη-σκόνη το αίμα κόκκινο
Κι η ελπίδα στο χρώμα του αίματος,
Μια κόκκινη σκόνη…
Θωρείτε τη σκόνη στις λέξεις σας.
Μέσα στις λέξεις μια ελπίδα.
Μέσα στις λέξεις οι λύκοι κι οι ύαινες.
Μέσα στη γλώσσα ένα μαχαίρι, μια πέτρινη σπάθη,
ένας πυρωμένος ήλιος, ένας άνθρωπος που πνίγεται…
Τι πονάει περισσότερο στον κόσμο μας;
Το ακάνθινο στεφάνι,
το ψέμα, η συκοφαντία, το καρφί ή
ο κουρνιαχτός που σκέπασε τους νόμους μας;
 
Ο ποιητής δεν μένει ασυγκίνητος από το δράμα του τόπου, την τραγωδία του πολέμου και της προσφυγιάς του 1974. Καταθέτει και αποτυπώνει μέσα από τον εμπνευσμένο στίχο του,  με ποιητική ευαισθησία και στοχαστική ματιά, την πίκρα και τον άμετρο πόνο του πρόσφυγα, της μαυροφορεμένης μάνας, της μάνας του αγνοούμενο, του παλικαριού που  ποτέ δεν γύρισε, ενώ την ίδια ώρα εκφράζει ελπίδα και αισιοδοξία για το αύριο. Γράφει για παράδειγμα στο ποίημα «Κάτω στην πατρίδα που σίγησε» [15]:

Κοντεύει πια μισός αιώνας
 με τις καμινάδες στον τόπο μου.
 Την Κερύνεια, την  Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπηθο
ν’ αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς
και της έρμης πορτοκαλιάς.
Τ’ ατσάλινα πόδια τους
δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας….
Χρόνια τώρα
Τα πρόσωπά τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες.
Κι  είναι μια δόλια σκλαβιά στη   σκλαβιά όλου του κόσμου.
Μάνες, δεν είστε έτοιμες.
Πάρτε τα γαρύφαλλά  από τους τάφους των παιδιών σας,
στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες
να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκκλήσια της Πατρίδας…
 
Συγκλονίζουν επίσης τα ποιήματα «Η Προσφυγιά», και «Ο πόνος του αγνοούμενου ποιητή», που είναι ένα έξοχο αφηγηματικό ποίημα, μέσα από το οποίο αναδεικνύεται το δράμα των αγνοουμένων αλλά και η αναγκαιότητα της αγάπης και της ειρήνης: Παραθέτουμε ενδεικτικά κάποιους στίχους:
 
Ήταν δεκαοχτώ χρονών.’Ητανε ποιητής.
«Δεν είμαι ποιητής. Δεν είμαι ποιητής».
Επαναλάμβανε ως  το μαστίγιο καψάλιζε το δέρμα.
Εγώ όμως ήξερα, ποιήματα δεν έγραψε,
Πλην αυτά της αγάπης και της Ειρήνης.
Είναι αγνοούμενος Ποιητής, γιατί φοβάται.
«Θέλω τη μάνα μου. Να βλέπω ένα λυχνάρι στα μάτια της.
Θέλω ένα μνήμα.Τη σιγουριά του θανάτου. Να έχω μια σκεπή χώμα.
Να ξέρει η μάνα μου, να γνωρίζουν τ’ αδέρφια μου οι ποιητές.
Το δάκρυ τους στη γη τι  ποτίζει; Οράματα και στίχους».
 
Τέλος,θα ήταν παράλειψη πιστεύω να  κλείσουμε αυτή την αναφορά χωρίς να αναφερθούμε ακροθιγώς και στα ποιήματα ποιητικής του Γκόγκα, αν και έχουμε κάνει ήδη κάποιες νύξεις,  μια και είναι προφανές ότι οι ποιητικοί του  προβληματισμοί για  την ποίηση και για τη σημασία της στη ζωή μας διαχέονται σε αρκετά από τα ποιήματα της νέας ποιητικής του  δημιουργίας. «Λυπούμαι τα ποιήματα», είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος ενός μακροσκελους  ποιήματος 40 στίχων, που κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς διερωτάται τι άραγε γράφει και γιατί άραγε ένας ποιητής να λυπάται τα ποιήματα[16];

Και ιδού η απάντηση του ποιητή:
 
Λυπάμαι τα ποιήματα
Λυπάμαι τα ποιήματα, 
που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών, 
στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων, 
έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα, 
γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες, 
με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν, 
έναν επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο, 
ένα κόμμα, μία τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο,
μια λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι έναν θάνατο. Λυπάμαι εκείνα τα ποιήματα 
που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν, 
δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες,
 στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες, 
κάμν ουντους ανάπηρους,
Ακρωτηριασμένοι στην ψυχή,
 γεμίζουν με συγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους,
  σαλιαρίζοντας πάνωαπότους πληγωμένους ήχους των κερμάτων. 
Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.
Τι να τα κάμω αυτά τα ποιήματα;
 Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια,
 διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια,
στους ιστούς αραχνών σκεβρωμένα οστά
που εκλιπαρούν ανάνηψη,
των ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων,
των απροσάρμοστων ήχων.
Να λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί, 
να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα, 
ένα μαύρο χελιδόνι, ένα μαύρο χελιδόνι,
είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
Πάνω από τη φωλιά των ποιημάτων,
 παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.
 Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές.  
Παίζει με τη θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος. 
Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.
Κλωτσάει τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος. 
Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας. 
Κι ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα. 
Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.
Τέλος,ύστερα από τη σταύρωση δεν ξέρω αν είναι λάθος
 η ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.
 
Δεν χρειάζεται νομίζω ο οποιοσδήποτε σχολιασμός.
 
Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Αν και ο Γκόγκας στο ποίημά του «Μεσονύχτιες κραυγές» [17]-που είναι επίσης ποίημα ποιητικής θεωρεί ότι «ο ήλιος τον κατέταξε στους άσημους ποιητές των αιώνων»-ενδεικτικό κι αυτό της μετριοφροσύνης του, προσωπικά πιστεύω ότι διαβάζοντας αυτήν την ποιητική συλλογή, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσεις ότι μιλάμε για έναν καταξιωμένο ήδη και δεξιοτέχνη ποιητή, έναν ταλαντούχο αθλητή του στίβο της ποίησης, που ξέρει πολύ καλά να μάχεται   με περισσή  άνεση και ευρηματικότητα στο πεδίο της ποιητικής έμπνευσης και δημιουργίας, γιατί είναι προφανές ότι έχει  στη φαρέτρα του τα βασικά όπλα που πρέπει να διαθέτει ο κάθε επίδοξος ποιητής: την ευαισθησία μιας δονημένης ψυχής και συνείδησης, την ικανότητα να χειρίζεται με άνεση τις λέξεις και να μπορεί να τις αντλεί με ευχέρεια από το θησαυροφυλάκιο της ελληνικής γλώσσας, να τις συνδέει  και να τις μεταπλάθει ποιητικά,   και   οπωσδήποτε τη ποιητικό τάλαντο, την ποιηική ευστροφία και δεξιοτεχνία, που ομολογώ και θα συμφωνήσετε κι εσείς πιστέυω μαζί μου, ότι τα διαθέτει,  σε μεγάλο βαθμό,  και αυτό επιβεβαίωνεται από το αποτέλεσμα όπως εμπεριέχεται στην υπό επισκόποηση νέα ποιητική του συλλογή με τίτλο «Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες,  ενώ μπορούσες. Θερμά συγχαρητήρια αγαπητέ μου Δημήτρη και καλή συνέχεια! Γερός, δυνατός να είσαι, να γράφεις και να δημιουργείς.
 
Επιτρέψτε μου, τέλος,  να κλείσω με ένα ποίημα αληθινό διαμάντι, με πολλαπλά μηνύματα, σε ομοιοκατάληκτο στίχο, που έχει τίτλο «Η προσφυγιά» και στηλιτεύει ανάμεσα σε άλλα, την αναλγησία του σύγχρονου κόσμου μπρος στο δικό μας το δράμα της προσφυγιάς, με προέκταση διαχρονική, φυσικά,  για κάθε προσφυγιά και ιδιαίτερα για τη γενοκτονία που γίνεται σήμερα  στη Γάζα, στη γειτονιά μας υπό τα απαθή βλέμματα των δυνατών της γης, με προεξάρχοντες τους υπερατλαντικούς αφεντάδες-διαχρονικούς φονιάδες των λαών και τους θλιβερούς αχυράνθρωπους ασπόνδυλους Ευρωπαίους ηγέτες, που κρατούν, και  τη δική μας τύχη, ατυχώς και δυστυχώς, στα δικά τους τα χέρια, με την παγκόσμια σιωπή και ανοχή να σκοτώνει καθημερινά εδώ και 112 μέρες τα όνειρα των παιδιών της Παλαιστίνης, χωρίς έλεος και χωρίς ίχνος ντροπής και ευαισθησίας. Ιδού το ποίημα, «Η Προσφυγιά», που θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τιμήθηκε το 2017 με Α΄Βραβεο στην κατηγορία  Μουσικού στίχου στον 7ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό  του ΕΠΟΚ (Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κύπρου) 

Η προσφυγιά δεν έχει γκρίζο χρώμα.
 Έχει το χρώμα των λαών όλης της γης.
Πίνακας γίνεται σ΄ αναστημένο σώμα.
Λιβανιστήρι σε ανάταση ψυχής.

Αγνάντια κάθεται στης Κύπρου τα πελάγη.
Στης Αφροδίτης δίνει φόρο, υποτελώς.
Μες στη καρδούλα της φωλιάζουνε τρεις μάγοι.
Και η φωνή της, η φωνή του καθενός.

Σε χρυσοπράσινη γραμμή τα σύνορα φυλάει.
 Κουράγιο μάνα, κάμε τον νόστο προσμονή.
Περνούν τα χρόνια. Μα νια και δεν γερνάει.
Κάθε που άγγελος της δίνει ένα φιλί.

Απλώνει τα φτερά της μαδημένα.
Κι ο αγνοούμενος δεμένος καταγής.
Ρόγχος θανάτου. Τα παιδιά σημαδεμένα.
Αλφαβητάρια μιας παγκόσμιας σιωπής.
 

[1] Γκόγκας Α.Δημήτριος, Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες ενώ μπορούσες (ποίηση), Λάρνακα 2023 (2η έκδοση) σ. 40
[2] Γκόγκας Α.  Δημήτριος, ό.π. σ. 35
[3] Βλ. το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» (Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Κέδρος, Αθήναι 1979, σ. 121-124)
[4] Στέφανος Ζυμπουλάκης (1941-2019), Αμμοχωστιανός ποιητής της Λάρνακας
[5] Γκόγκας, ό.π., 6
[6] Ίων Δραγούμης (1878-1920), ασυμβίβαστος πολιτευτής και συγγραφέας στοχαστής που δολοφονήθηκε στις 31 Ιουλίου 1920 για τις ιδέες του,  στη βαθιά διχασμένη Ελλάδα του τέλους της δεύτερης δεκαετίας του πολλαπλώς ταραγμένου και σπαρασσόμενου 20ου αιώνα. Βλ. το βιβλίο του «’Οσοι ζωντανοί» (1912).    
[7] Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν (1770-1843, Γερμανός λυρικός ποιητής
[8] Ελύτης Οδυσσέας, Άξιον εστί, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1978 («Προφητικόν», σ. 65)
[9] Καβάφης Κωνταντίνος, Άπαντα, Εκδόσεις ‘Ικαρος, Αθήνα 1971, σ. 23
[10] Γκόγκας, ό.π. , σσ. 8-9
[11] Γκόγκας, ό.π., σ. 12
[12] Γκόγκας, ό.π., σ. 11
[13] Γκόγκας, ό.π., σ. 18
[14] Γκόγκας, ό.π., σ. 24
[15] Γκόγκας, ό.π., σ. 11
[16] Γκόγκας, ό.π. σ. 16
 
 
[17] ‘Ο.π., σ. 29