Ένα μικρό βράδυ που καθόμασταν στο πεζούλι της αυλής μας και δαγκώναμε το φεγγάρι τα λόγια κρίματα ήταν πολλά σαν σύννεφα μα εμείς ακούγαμε τους ουράνιους βηματισμούς τους χωρίς ανάσα, χωρίς να μιλάμε, χωρίς το τραγούδι των νυχτερινών αέρηδων που, σαν ουρανού αστέρια κατέβαιναν στο περίγυρό μας, στήνανε τις ορχήστρες των ερώτων και παίζανε τα φιλιά, παίζανε και τα χάδια στα έγχορδα. Για μένα ήσουν μονοπάτι Δεν θα σε ξεχάσω, ήσουν ένα μονοπάτι, μονοπάτι ζωής, μονοπάτι θανάτου. Τα βήματά μου ισχνά σαν βεργούλες που σπάζουνε, μα νικούσαμε, νικούσαμε μαζί. Ξέρω είσαι το μονοπάτι που δεν θα ξαναπερπατήσω είμαι εδώ όμως, φεγγάρι που δάγκωσα, φεγγάρι που χόρτασα είμαι εδώ τα λόγια σου να σου θυμίσω.
έλεγε
ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε
το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να
δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός
κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!