Κυριακή 19 Απριλίου 2020

19 Απρ 2020: Το πέρασμα θα είναι πολύ δύσκολο

και θα απαιτήσει και νέες θυσίες

Καθώς δεν μπορούμε να βαθμολογήσουμε την αγάπηκαι να την κατατάξουμε σε κάποια κλίμακα καλό είναι να σωπαίνουμε μπροστά στην αγάπη του θεού για τον άνθρωπο.


ποσοστό νοσηρότητας : 0,088% 

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

18 Aπρ 2020: Η συμφωνία τον Θεό και τον Ιησού είναι διμερής. Κάποια από τους δύο (ή ο άνθρωπος ή ο Θεός) δεν κάνει σωστά τη δουλειά του.

Και επειδή ο Θεός είναι τέλειος θα πρέπει να αναζητήσουμε το λάθος στη πλευρά του ανθρώπου. Παρατηρώ τα λόγια των συνανθρώπων μου, κυρίως αυτών που είναι κοντά μου και όλοι συμφωνούν ότι δεν κάνουμε όσα είπε ο Ιησούς, ή εάν θα κάναμε τα μισά από όσα είπε και όσα έκανε θα δημιουργούσαμε έναν καλύτερο κόσμο. Τότε γιατί σπάμε τη συμφωνία και δεν την τηρούμε. Γιατί τηρούμε τα μέτρα και τους νόμου ςτων ανθρώπων και όχι το μέτρο και τους νόμους του Θεού;


Παρατήρηση: Covid-19 Πεδίο νοσηρότητας στην Κύπρο: 761 κρούσματα: Ποσοστό 0,087%

Η σταύρωση ενός ποιήματος




Πως εξελίχτηκε έτσι ο κόσμος. Μπροστά στην μήτρα του να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, να ξεπλένει τις αμαρτίες του με το βάπτισμα των χεριών στα νερά του Ιορδάνη, βαφτίζει το θύμα θύτη και το αντίθετο. Μίκρυναν οι λέξεις στο δαιμονικό στερέωμα, ενός άκαρπου λόγου που χάθηκε ανεξήγητα. Πέτρωσε μέσα στους στίχους. Το αέτωμα αποστράγγιζε την θλίψη των συναισθημάτων. Χάθηκαν οι μισές πατρίδες, χώρεσαν σε βιβλιαράκια τσέπης, κάηκαν οι φωλιές και γίνηκαν τα μάρμαρα αόρατη σκόνη που πασπαλίζει τις αδύναμες μνήμες των ανθρώπων.

Ύστερα φανερώθηκαν από το βάθος του χρόνου οι αστυνόμοι, αιχμαλώτισαν βιαίως το ποίημα. Κάτω από τις ιαχές της πλατείας, «σταυρώστε» το κάρφωσαν σε μια πισσωμένη κολόνα, με μαρτυρία ενοχής. Όποιος το βρει ας το σταυρώσει και κείνος. Θεία δίκη.

Μην προσπερνάς την ποίηση.

Είναι ασέβεια να αδιαφορείς για ένα νεκρό καταμεσής του δρόμου.


Ο Καλλιτέχνης και η μετανάστρια




Ο διάσημος αστέρας ήταν σχεδόν έτοιμος να βγει στη σκηνή. Το κοινό παραληρούσε, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε και χόρευε στο ρυθμό που θα ακολουθούσε κι ας μην γνώριζε ποιο τραγούδι θα ήταν αυτό.
Την σκοτεινή σκηνή έκοβε στα δύο μία δέσμη φωτός.
Ο διάσημος τραγουδιστής, σαφώς συγκινημένος από τις αντιδράσεις του κοινού, σήκωσε ψηλά το χέρι. Το κοινό τον αποθέωσε. Απόλυτη σιωπή. Άνοιξε μια μικρή ταξιδιωτική μαύρη τσάντα, έβγαλε ένα καπέλο και το τοποθέτησε κάπως λοξά στο κεφάλι του. Έκρυψε επιμελώς το μέτωπο και τα μάτια. Μια κυρία στις πρώτες θέσεις ούρλιαξε για τελευταία φορά. Την μετέφεραν με φορείο. Δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς. Ο καλλιτέχνης άνοιξε και πάλι τη μικρή μαύρη βαλίτσα, έβγαλε ένα ζευγάρι μαύρα γάντια, σήκωσε το κεφάλι προς την οροφή, θαρρώ πως θα προτιμούσε να βλέπει ουρανό, ούρλιαξε και παρέσυρε με την κραυγή του δεκάδες λύκους από το κοινό να αλληλοσπαραχθούν. Η μουσική ξεκίνησε, ο καλλιτέχνης χόρευε, τραγουδούσε, έπιανε τ΄ αχαμνά του και οι μεθυσμένες αιμοσταγείς κυρίες κατέρρεαν η μία μετά την άλλη. Τα φορεία πηγαινοέρχονταν. Χανόντουσαν μέσα στους οριοθετημένους δρόμους. Η συναυλία πέτυχε.

Λίγα τετράγωνα πιο πέρα, μια άσημη γυναίκα, κρατώντας μικρή ξεθωριασμένη βαλίτσα, πάτησε το κατώφλι του γραφείου μετανάστευσης. Περίμεναν και άλλοι έξω, οι περισσότεροι άνδρες,  που δεν ζητωκραύγαζαν ούτε χειροκροτούσαν. Κάθε που κάποιος από το σινάφι τους περνούσε τις ιατρικές εξετάσεις και έπαιρνε την τελική έγκριση του χτυπούσαν φιλικά την πλάτη. Ίσως να μην τον έβλεπαν ξανά, ίσως να χάνονταν και αυτός στην ομίχλη των οριοθετημένων δρόμων.
Η γυναίκα στάθηκε μπροστά στην τριμελή ανδρική επιτροπή. Στην άκρη όρθια, περίμενε εντολές μια νοσοκόμα. Της είπανε να βγάλει το φόρεμά της. Ξεκούμπωσε με αργές κινήσεις το σιδερωμένο φόρεμά, προσπάθησε να δείξει ότι δεν ντρεπότανε, δάγκωσε λίγο τα χείλη, έσκυψε το κεφάλι, αισθάνθηκε να την πυροβολούν τρία ζευγάρια μάτια. Διέκρινε μια σειρά από πυροτεχνήματα στα μάτια τους, σαν αυτά των ανδρών στις περίεργες κυριακάτικες βόλτες στο χωριό της. Ακολούθησε και δεύτερη εντολή. Να μείνει γυμνή. Διέκρινε, σε κάποια βλέμματα, ίχνη μειδιάματος, ένα μολύβι σε κάποιο στόμα, νευρικότητα στο τραπέζι, μετακινήσεις ποδιών. Έξω οι σύντροφοι περίμεναν. Δεν ακούγονταν φωνές. Η απόλυτη σιωπή χτυπούσε σαν χρυσός στις φλέβες τους. Ύψωσε το κεφάλι της, όρθωσε το γυμνό κορμί της και προχώρησε σαν κυπαρίσσι προς το μέρος τους. Οι τρεις άνδρες έχασαν τις αισθήσεις τους, η νοσοκόμα μόλις που πρόλαβε  να ειδοποιήσει ασθενοφόρο. Χάθηκε μεταφέροντας τις σωρούς στους οριοθετημένους δρόμους.
Η συναυλία είχε τελειώσει, η ιατρική εξέταση το ίδιο. Ο καλλιτέχνης κάλεσε στη σκηνή την μετανάστρια. Της έγνεψε το ναι, αυτή κατάλαβε το όχι και ούρλιαξε κοιτάζοντας την οροφή, θαρρώ πως θα ήθελε να βλέπει ουρανό. Πρώτη φορά ούρλιαξε και φάνηκαν τα άσπρα της δόντια. Ξέσκισε τον λαιμό του καλλιτέχνη. Το κοινό την αποθέωσε!

Το τέλος ενός ποιητή

για τον ΣΖ


Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, τους έζησε καθηλωμένος στο κρεβάτι ενός αναρρωτηρίου γερόντων και πασχόντων από διάφορες ασθένειες του κορμιού και της ψυχής. Όχι από επιλογή, σίγουρα δεν θα επιθυμούσε ένα τέτοιο μέρος για τις τελευταίες στιγμές του. Ίσως έναν παρθένο δάσος όπου θα του κελαηδούσαν τα πουλιά και αυτός θα συνέθετε με το βιολί του απαγγέλλοντας τον νόστο της Αμμοχώστου. 

Εκείνες όμως τις στιγμές καταλάβαινες ότι η μουσική πρακτικά είχε κάνει το κύκλο της. Το βιολί δεν ακουμπούσε στους ώμους του αλλά τη θέση του είχαν πάρει σωληνάκια μηχανών αναπνευστικής υποστήριξης. Όσο και όταν καταλάβαινε γελούσε και ψιθύριζε "σας αγαπώ όλους, αγαπώ όλο τον κόσμο" και κουνούσα το κεφάλι συγκαταβατικά. Ήξερα ότι οι λέξεις αυτές γεννιόντουσαν στην καρδιά του και μόλις έβλεπαν το φως το ήλιου πέθαιναν γιατί οι άνθρωποι δεν τις καταλάβαιναν. 

Εκείνες τις στιγμές καταλάβαινες ότι και η ποίηση πρακτικά είχε κάνει τον κύκλο της στα χείλη και στο μυαλό του ποιητή. Όχι γιατί δεν θα μπορούσε να γράψει πλέον αλλά γιατί δεν είχε την δύναμη να απαγγείλει με εκείνον τον μοναδικό και εξαίσιο τρόπο που καθήλωνε τους ακροατές και έλεγες πως κάθε λέξη ενός ποιήματος, κάθε στίχος είναι και ένα διαφορετικό ποίημα και όλα μαζί ένα και όλα μαζί η ζωή. Μετά βίας του έλεγα δυο τρεις στίχους, που να βγούνε από το στόμα μου λέξεις. Κι ύστερα έφτανε ένα απλό φιλί στο μέτωπο. Οι άνθρωποι φιλούνε τους ανθρώπους στο μέτωπο όταν καταλαβαίνουν πως έρχετε ένα τέλος. Ένα οποιοδήποτε τέλος. 

Μια Κυριακή, τον επισκέφτηκα από νωρίς. Κουφόβραση στη Λάρνακα. Η υγρασία είχε καταλάβει κάθε μόριο του αέρα. Με δυσκολία αναπνέαμε. Ο ποιητής δυσκολευότανε και αυτός δεμένος στον αναπνευστήρα. Προσπαθούσε να κινηθεί, να πει κάτι, μουρμούριζε, ήταν η φωνή μια απόκοσμη οπτασία, με φόβισε. Η νοσοκόμα στην οποία απευθύνθηκα μου είπε πως δεν έχει τίποτα, κούκλο τον κάνανε από το πρωί. Μια κούκλα, σκήνωμα. Πως χάνεται η ψηχή μέσα στο σώμα και πως το σώμα λιώνει μέσα στη ψυχή. Και πάλι το φιλί,μ΄ ένα φιλί αποχαιρετάς το πρόσωπο, τη μέρα, τη πόλη που χάνεται και δεν θα την δεις ξανά. 

Από εκείνη την μέρα βουβάθηκε ο κόσμος, ξεράθηκε ο Αύγουστος. Ξέρω πως ηρέμησε, γνωρίζω πως δεν του άξιζε αυτή η επιλογή της μοίρας κι άρχισα  καταλαβαίνω ακόμα περισσότερο την πίκρα της μουσικής και τη σιωπή της ποίησης.