Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Η ματαιοδοξία των Ποιητών του Δημητρίου Γκόγκα




Δεν θα επιχειρούσα να γράψω για την ματαιοδοξία των Ποιητών, καθώς ούτε φιλόσοφος είμαι, ούτε στοχαστής ούτε έχω σπουδάσει κάποια συγγενή επιστήμη, με λίγα λόγια δεν είμαι ο ειδικός επί του θέματος. Αφορμή και συγχρόνως αιτία στάθηκε η παρατήρηση μιας ποιήτριας σχετικά με το ιστολόγιο που επιμελούμαι αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αναρτώ ποιήσεις και πονήματα γνωστών και αγνώστων ποιητών και ποιητριών, αλλά και η σκέψη πως εάν καταστραφεί παντελώς η γη, τότε τι θα απομείνει. Προφανώς ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Πλάτωνας, ούτε η Ακρόπολη, ούτε και καμιά κληρονομιά Ποιητών. Προς τι λοιπόν η ματαιοδοξία μας, προς τι λοιπόν ο ανταγωνισμός προς την τελική δόξα και μάλιστα όταν δεν διαθέτουμε την αυτογνωσία, δεν μας χαρακτηρίζει η σεμνότητα αλλά ο εγωισμός.

Παραφράζοντας τη ρήση ενός Ρώσου Φιλοσόφου του Ρόζανοφ Β. θα γράψω: Τι είναι ποιητής; Μια ξεχασμένη γυναίκα, ένας εγωκεντρικός άνδρας, κάποια  πεινασμένα παιδιά στους δρόμους, ένας θάνατος, δήθεν έρωτες και αγάπες και ματαιοδοξία, ματαιοδοξία, πολύ ματαιοδοξία. Οι περισσότεροι ποιητές γράφουν αυτά που αισθάνεται η καρδιά τους, αυτά που νιώθει η ψυχή τους. Αν όμως αφαιρέσεις τη καρδιά και την ψυχή τι άραγε απομένει; Τίποτα, διότι το σώμα όπου κατοικούσαν η καρδιά και η ψυχή, έγινε στάχτη, χώμα ή βορά κάποιων σκουληκιών και σκαθαριών, φιδιών του κάτω κόσμου.

Μπορούμε να ζήσουμε όμως χωρίς ματαιοδοξία; Μπορούμε να βαδίσουμε τον δρόμο της ποίησης χωρίς να έχουμε μπροστά μας ένα μέλλον όπου θα μείνουμε παντελώς άγνωστοι; Νομίζω πως όχι. Το ύστερο του θανάτου μας απασχολεί όλους και κυρίως αυτούς (όλους μας) που θα ήθελαν να μείνουν στην ιστορία του κόσμου όχι ως ένας από τους αμέτρητους της άμμου κόκκος. Μάλλον προτιμούν τη θέση ενός αδάμαντα.

Όλοι μας λοιπόν επιζητούμε όχι απλώς την αναγνωσιμότητα αλλά έτσι όπως καταλήγουν τα πράγματα την μικρή ή μεγάλη διασημότητα. Στο σπίτι, στη γειτονιά, στη πόλη που ζούμε, στη πολιτεία. Πρόσκαιρή ή όχι αυτή η επιθυμία υποδαυλίζει συνεχώς και ακατάπαυστα τα πάθη μας και δυναμιτίζει  αδιαλείπτως  το ματαιόδοξο της ύπαρξής μας. Χάνεται, εκμηδενίζεται η σεμνότητα, η ταπεινότητα, η αγιότητα του ελάχιστου.

Και τελικά τι είναι αυτό το χαρακτηριστικό που αγαπάμε. Να μας επαινούν συνεχώς, να ακούμε πάντα ένα μπράβο, (μην μπερδεύουμε βέβαια την ανάγκη του ανθρώπου για επιδοκιμασία, Αυτή όμως η ανάγκη έγκειται στη σφαίρα της σοφίας τόσο του απλοϊκού ανθρώπου όσο και του επιστήμονα, όσο και του ποιητή) ή να μελετούμε τα βήματά μας με τέτοιο τρόπο , ώστε να αποφεύγουμε τις φαυλότητες και τις ακολασίες της γλώσσας και να αισθανόμαστε χρήσιμοι για αυτό που κάνουμε και υπερήφανοι συγχρόνως.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / Νοέμβριος 2018 /Ολοκληρώνεται έτσι μια τριλογία για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Στρυμονικό Σερρών: Οι άλλοι δύο λόγοι ήταν: Κάμπος μιας Νιότης και Ξέρω έναν τόπο. (Απόσπασμα)




ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης. 
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.

Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε. 
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας. 
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.

Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν. 
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι,  νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει, 
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.

Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.

Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την άβυσσο.

**

ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ

Δεν ήρθες όταν σε ζητούσα.
Μια ψιλή βροχή έσβησε ότι περίσσεψε απ΄ το πάθος.

Δεν ήρθες όταν σε καλούσα.
Ένα άσπρο περιστέρι μου ΄ πε πως μονάχη δάκρυσες.

Δεν ήρθες όταν σ΄ είχα ανάγκη.
Η καρδιά μου αποτελείωσε τους κτύπους.

Τώρα το κενό γίνεται μαύρη κορνίζα.

Δεν ήρθες όταν έγινα ποίημα.
Δεν μπλέχτηκες στις λέξεις, στους στίχους.

Πήρες τη θέσης της τελείας.

Δεν ήρθες όταν σ΄ αγάπησα.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγαπούσα .

Μη περίμενες να σε ξυπνήσω λέγοντας:
Σ΄ αγαπώ μα συ δεν έρχεσαι!

**

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ

Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψε ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.

Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν. 
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).

Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.

Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.

Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;

Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.

Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.

Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Στρυμονικό Σερρών Το φαγητό που μας ένωνε και μας ενώνει

Στρυμονικό Σερρών Το φαγητό που μας ένωνε και μας ενώνει


Μια καταγραφή παραδοσιακών Συνταγών Μαγειρική της Κοινότητας
Στρυμονικού Σερρών



Το βιβλίο αυτό δεν είναι παρά,  μια απλή καταγραφή παραδοσιακών συνταγών των κατηγοριών εκείνων (Ντόπιοι, Πόντιοι, Σαρακατσάνοι, Θρακιώτες, Βλάχοι, Μικρασιάτες) που συνέθεταν και συνθέτουν τον πληθυσμό του Στρυμονικού Σερρών, της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της γενέτειράς μου.... δεν είμαι μάγειρας και δεν έχω σπουδάσει την μαγειρική τέχνη, Το βιβλίο προέκυψε από την ενασχόλησή μου με την ιστορία και τις παραδόσεις της γενέτειράς μου και είναι αποτέλεσμα της συλλογής πληροφοριών για τις γαστρονομικές συνήθειες και παρασκευές φαγητών και εδεσμάτων.
Α

Β