Στο γιο μου Αντώνη
Στους φίλους μου που χάθηκαν από τη ζωή μου
Οι
φίλοι μου, στου Πέγκου* τα τρεχάματα,
στης Μαγκίλας* την ανεμώνη,
στου Κρίστο* τα αγριοκρινάκια,
στου Αι Αντώνη* το θυμίαμα…
στο Στρυμονικό* Σερρών
Στρυμονικό: Κοινότητα του Νομού Σερρών/ Δήμου Ηράκλειας. Γενέτειρα του ποιητή. Πρώτη ονομασία: Όρλιακο
Σιβρί ή Κορφοβούνι: Όρος της περιοχής. Πρώτος χώρος δημιουργίας του οικισμού
Πέγκο: Περιοχή δασώδη της περιοχής. Ανάμεσά της ρέει το ρέμα (ο ξεροπόταμος) της Κοινότητας
Μαγκίλα, Κρίστο: Λόφοι της περιοχής
Άγιος Αντώνιος: Πολιούχος άγιος της Κοινότητας/ Εκκλησία
ΓΕΝΝΗΣΗ
Πάνω απ΄ τις μαύρες πέτρες έσταζε ο ιδρώτας
ζυμώνανε στο χρόνο οι οδοιπόροι της μετανάστευσης.
Μέσα στη ξύλινη σκάφη το νερό και το χώμα.
Φούσκωνε αργά η κοιλιά της πρωτόβγαλτης κόρης
να γεννήσει τους ώριμους κλώνους με τα πράσινα φύλλα.
Να βλεφαρίσει το άγριο βουνό, να σκάσουν τα σπαρτά του κάμπου όλου.
Μέσα από τις αγριο – σχισμάδες των ψηλών βουνών ξεπήδησαν
χαρές και πόνοι, μικρές ζωές που χαθήκανε.
Λίγο ξαπόστασαν, μια ανασπασμένη ανάσα,
μέσα από τα στήθια τους, στον δρόμο προς το βορρά.
Μια στάση εκεί, όσο να βγάλουν την μάνα ζύμηαπ΄ το βρεγμένοτους δισάκι.
Να γίνει το νιούτσικοψωμί σταρένιο και νόστιμο.
Να μοιραστεί στα ατσάλινα χέρια κολόνες,
σαν μεριάζουν με σιδερένια δρεπάνια τ΄ αγριόχορτα
και τα πικρά πουρναρόγκαθα.
Στη μέση της αυλής οι πέτρινες μυλόπετρες
πιο πάνω η τρίποδη πυροστιά και τ΄ αναμμένο μαγκάλι.
Ξέσπασε με μιας και χρόνους μετά, η δακρυσμένη γη,
κατέβηκαν τ΄ αρματωμένα ξωτικά από το αντίκρυ βουνό,
αλλάξανε ταπληγωμένα ονόματα και τα μαχαίρια στις ζώνες
ακονίστηκαν, έτοιμα για την πάλη με τον ξεροπόταμο και το βαθύ πηγάδι.
Όρλιακο, Σιβρί, Τσάλτεπε, Μαγκίλα και Κρίστο.
Ιστορίες μακρόσυρτες και μικροί θρύλοι,
στάζουν από τα μάτια μας μελάνι και αιώνιο αίμα.
*
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Το χωριό μου έχει μια μάννα που κλαίει τα βράδια.
Το δάκρυ της στάζει στην ροδιά της αυλής.
Έχει ένα σπίτι.
Παραθύρια ορθάνοικτα,
εκεί που μιλούν τα παιδιά του.
Στην Εκκλησιά υπάρχει ένα μνήμα.
Χαμογελά και πλαγιάζει ο πατέρας.
Το χωριό μου έχει ένα δάσος.
Να το περπατήσει κανείς δεν μπορεί.
Ζει πάνω στις ρίζες.
Κάθε που φεύγω,
πετώ στους δυο λόφους.
Μιλώ του βουνού μου και κλαίω.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Το χωριό μου έχει μια μάννα που κλαίει τα βράδια.
Το δάκρυ της στάζει στην ροδιά της αυλής.
Έχει ένα σπίτι.
Παραθύρια ορθάνοικτα,
εκεί που μιλούν τα παιδιά του.
Στην Εκκλησιά υπάρχει ένα μνήμα.
Χαμογελά και πλαγιάζει ο πατέρας.
Το χωριό μου έχει ένα δάσος.
Να το περπατήσει κανείς δεν μπορεί.
Ζει πάνω στις ρίζες.
Κάθε που φεύγω,
πετώ στους δυο λόφους.
Μιλώ του βουνού μου και κλαίω.
*
ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ
Τα ποτάμια,τα ρυάκια και οι κρυφοί ξεροπόταμοι,
γλύφουν τ΄ αγέρωχα βουνά και τους ήρεμους κάμπους
φιλούν τις ξαναμμένες ρεματιές,
μέχρι να χωθούν στην αγκαλιά του μάγιστρου Στρυμόνα.
Οι υγρές καλαμποκιές και τα μεστωμένα στάχυα,
το λευκό βαμβάκι και ο αέρας του γλυκού κάμπου,
των περήφανων καβακιών το φύλλωμα,
μετρούνε το ύψος των ανθρώπων.
Σοδιές χωρικών,
χρυσά σιτάρια, μελαψά χωράφια, μεστωμένα μποστάνια, πλούσια περβόλια, ματιές που χάνονται στα κρεμάμενα φρούτα, στα κυδώνια της Εκκλησιάς του Άγιου Αντωνίου, στις λασπουριές των δρόμων οι βηματισμοί των παιδιών, σοδιές και αυτά.
Κόπος
Ένα μικρό χωριό μαγκωμένο στον αγώνα.
Ένα μικρό χωριό από νερό και χώμα.
*
ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ
Τα ποτάμια,τα ρυάκια και οι κρυφοί ξεροπόταμοι,
γλύφουν τ΄ αγέρωχα βουνά και τους ήρεμους κάμπους
φιλούν τις ξαναμμένες ρεματιές,
μέχρι να χωθούν στην αγκαλιά του μάγιστρου Στρυμόνα.
Οι υγρές καλαμποκιές και τα μεστωμένα στάχυα,
το λευκό βαμβάκι και ο αέρας του γλυκού κάμπου,
των περήφανων καβακιών το φύλλωμα,
μετρούνε το ύψος των ανθρώπων.
Σοδιές χωρικών,
χρυσά σιτάρια, μελαψά χωράφια, μεστωμένα μποστάνια, πλούσια περβόλια, ματιές που χάνονται στα κρεμάμενα φρούτα, στα κυδώνια της Εκκλησιάς του Άγιου Αντωνίου, στις λασπουριές των δρόμων οι βηματισμοί των παιδιών, σοδιές και αυτά.
Κόπος
Ένα μικρό χωριό μαγκωμένο στον αγώνα.
Ένα μικρό χωριό από νερό και χώμα.
*
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
Γυρίζω το κεφάλι.
Οι φίλοι μου...
Παιδικά χαλάσματα…
Χαθήκαν μέσα στα νερά του ξεροπόταμου,
με τις χάρτινες βαρκούλες ν΄ αρμενίζουν
στα πράσινα ρυάκια του.
Οι φίλοι μου,
στου Πέγκου τα τρεχάματα,
στης Μαγκίλας την ανεμώνη,
στου Κρίστο τα αγριοκρινάκια.
Γυρίζω το κεφάλι μου, πίσω οι φίλοι μου,
στραγγίζοντας τις σκέψεις μόνο εικόνες
στα πρωτοβρόχια των περιβολιών,
στα πικραμύγδαλα, στους ζωντανούς και μαραμένους μπαξέδες.
Γυρίζω το κεφάλι μου,
οι φίλοι μου.
Χρόνια τώρα
δρομολόγια στην Βόρεια Ελλάδα,
στην Θράκη, Μακεδονία, Νησιά
στο χακί, στους μαύρους μπερέδες, στις σκονισμένες ερπύστριες
με την προσμονή να φύγουν.
Πάντα γυρίζω πίσω το κεφάλι μου.
Γυρίζω πίσω κι οι φίλοι μου δεν είναι εκεί.
*
ΞΕΡΟΠΟΤΑΜΟΣ
Ο στεγνός ξεροπόταμος ένα χλωρό ποτάμι.
Πρώτος στο χαμένο όνειρο.
Πρώτος στη ξέπλυμα της νύχτας.
Κατράμι στο κελαριστό νερό
και η ζήση του, λάσπη, πέτρα, άμμος.
Ένα μικρό σκίτσο στο νερό και χάνεται
ο νυχτερινός διαβάτης στη πεζογέφυρα.
Η κρυφή του ανάσα πριν γίνει το δάκρυ καταρράκτης
ποτίζει την τελευταία εικόνα του Χειμώνα.
Στην καρδιά μιας μάνας, μια αρτηρία ο ξεροπόταμος.
Κυλούσε, σφάδαζε
ως τα φίδια της γης αγκάλιαζαν τα παιδιά της.
ΞΕΡΟΠΟΤΑΜΟΣ
Ο στεγνός ξεροπόταμος ένα χλωρό ποτάμι.
Πρώτος στο χαμένο όνειρο.
Πρώτος στη ξέπλυμα της νύχτας.
Κατράμι στο κελαριστό νερό
και η ζήση του, λάσπη, πέτρα, άμμος.
Ένα μικρό σκίτσο στο νερό και χάνεται
ο νυχτερινός διαβάτης στη πεζογέφυρα.
Η κρυφή του ανάσα πριν γίνει το δάκρυ καταρράκτης
ποτίζει την τελευταία εικόνα του Χειμώνα.
Στην καρδιά μιας μάνας, μια αρτηρία ο ξεροπόταμος.
Κυλούσε, σφάδαζε
ως τα φίδια της γης αγκάλιαζαν τα παιδιά της.
*
ΟΙ ΦΩΛΙΕΣ ΜΟΥ
Σε κόκκινες φωλιές έπλεξα τις πληγές μου.
Στις λιτές γραμμές των βουνοκορφώνκρύφτηκα
με τους ερχομούς των πελαργών.
Μέσα στις διογκωμένες ρυτίδες των φύλλων,
ανάμεσα στα τσαλακωμένα κίτρινα ξερόκλαδα,
δυο μεγάλα ορθάνοιχτα παραθύρια, οι φωλιές μου.
Βλέπανε εμένα, σήμαναντην ερημιά μου.
Πάνω και λίγο πιο πάνω από τα κόκκινα κεραμίδια,
οι δικοί μου καλοί και άμοιροι άνθρωποι.
Σκιάχτρα,φυλακτά, του κάμπου και του βουνού σκιάχτρα
Φυλακτά κρεμάμενα στους λαιμούς
Απλησίαστοι, πετούμενοι χρόνοι.
Μια αόρατη μηχανική παγανιά,
θέλει τις ξύλινες φωλιές πίσω και τα κόκκινα κεραμίδια.
*
ΟΙ ΦΩΛΙΕΣ ΜΟΥ
Σε κόκκινες φωλιές έπλεξα τις πληγές μου.
Στις λιτές γραμμές των βουνοκορφώνκρύφτηκα
με τους ερχομούς των πελαργών.
Μέσα στις διογκωμένες ρυτίδες των φύλλων,
ανάμεσα στα τσαλακωμένα κίτρινα ξερόκλαδα,
δυο μεγάλα ορθάνοιχτα παραθύρια, οι φωλιές μου.
Βλέπανε εμένα, σήμαναντην ερημιά μου.
Πάνω και λίγο πιο πάνω από τα κόκκινα κεραμίδια,
οι δικοί μου καλοί και άμοιροι άνθρωποι.
Σκιάχτρα,φυλακτά, του κάμπου και του βουνού σκιάχτρα
Φυλακτά κρεμάμενα στους λαιμούς
Απλησίαστοι, πετούμενοι χρόνοι.
Μια αόρατη μηχανική παγανιά,
θέλει τις ξύλινες φωλιές πίσω και τα κόκκινα κεραμίδια.
*
ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ
Προσπάθησα με την αλήθεια και το ψέμα να κρύψω ματαίως τα δάκρυα
σαν άπλωνες τα ατελείωτα χέρια κι έπιανες τα νιάτα μου
μην πλαντάξεις, φτάνει πια, έλεγες:
Μην κλάψεις θα κλάψω κι εγώ μπροστά στους φίλους και τους γνωστούς.
Κι έφευγες,
έφευγες
έφευγα κι εγώ.
Περιπλανώμεναμαύρα πουλιά οι ψυχές μας,
Ματωμένες από την αποστράγγιση τους.
Δυο τρία πήγαινε έλα, να βρεθούμε προφτάνουμε.
Τα κυπαρίσσια ίσαμε κάτω σκυφτά δίπλα από τα μνήματα
κι οι φίλοι, οι συγγενείς χαμένοι
μέσα στα λερωμένα παλτά τους
μέσα στις μάχες της ειρήνης
που τους αφήνουν και ζούνε
χωρίς ένα ζεστό όνειρο
στην καυτή θράκα.
*
ΓΝΩΡΙΜΗ ΦΩΝΗ
Γνώριμη μητρική μορφή, κινούσες τα σύρματα
στις ανοικτές όχθες του ξεροπόταμου.
Με τα γκρίζα μαλλιά σου φόβιζες τα πουλιά.
Μαυροπούλια, τα έκανες μακρύ καμουτσίκι και βίτσα
Αλογίσιο μαστίγιο, χτυπούσες το ξεραμένο μάγουλο
μέχρι να ματώσει , πύο το αίμα να στάξει
και το θολό νερό του ποταμού να ντροπιαστεί.
Έπειτα έπλυνες το πρόσωπό σου
και το σκούπιζες με τις αγριωπές τσουκνίδες.
*
ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
Και οι σκαπανείς;
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
Ανάμεσα σε αυτούς και ο ποιητής.
ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
Και οι σκαπανείς;
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
Ανάμεσα σε αυτούς και ο ποιητής.
*
ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΣ
Αυτή την όλη νύχτα με περίμενες.
Έμαθα, με περίμενες
κι έμαθα από το ρήμα
και εγώ έμαθα,
εκεί στο άσπρο νταμάρι της ποίησης
σε περίμενα εκ νέου.
Κι ήρθε το βράδυ, όλο το βράδυ
όπου το φεγγάρι στο ξεσκονισμένο αλώνι
κατέβασε βροχή
και τι βροχή
στα μάτια σου
που χόρεψε μεσονύχτια μαζί της.
Ο ξεροπόταμος μούγγριζε και έτρεχε,
έτρεχε γρήγοραπιο γρήγορα από σένα
να προλάβει τη θάλασσα, νομίζω την πρόλαβε.
Κανείς δεν την προλάβαινε τότε,
πόσο μάλλον τώρα,
μα εσύ δεν πρόλαβες ούτε τον ξεροπόταμο.
ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΣ
Αυτή την όλη νύχτα με περίμενες.
Έμαθα, με περίμενες
κι έμαθα από το ρήμα
και εγώ έμαθα,
εκεί στο άσπρο νταμάρι της ποίησης
σε περίμενα εκ νέου.
Κι ήρθε το βράδυ, όλο το βράδυ
όπου το φεγγάρι στο ξεσκονισμένο αλώνι
κατέβασε βροχή
και τι βροχή
στα μάτια σου
που χόρεψε μεσονύχτια μαζί της.
Ο ξεροπόταμος μούγγριζε και έτρεχε,
έτρεχε γρήγοραπιο γρήγορα από σένα
να προλάβει τη θάλασσα, νομίζω την πρόλαβε.
Κανείς δεν την προλάβαινε τότε,
πόσο μάλλον τώρα,
μα εσύ δεν πρόλαβες ούτε τον ξεροπόταμο.