14 Φεβρουαρίου 2003
ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ
Πλίνθινα ανήλιαγα σπίτια.
Βολβοί.
Σκάει η ανθρώπινη μούχλα.
Μυρωδιά στερημένης ανδρικής συνουσίας.
Την μεταφέραμε.
Απ΄ τα κορμιά μας ξεχωρίζω τα πρησμένα χέρια.
Από την καρδιά μας, την αθώα σκουριά και το πυρωμένο σίδερο.
Πεθαμένες λέξεις τα σώματα, σε λάκκους εκατέρωθεν
Των βομβαρδισμένων περιθωρίων των εποχών.
Ο πόλεμος λένε οι μεγάλοι και μαθαίνουν οι μικροί,
Δεν τελειώνει ποτέ. Όσο ο χρόνος υπάρχει, ζει και ο πόλεμος.
Απέθαντος!
Όλα είναι πόλεμος.
Μεγαλώνουν με το παραμύθι και τους μύθους του.
Μεγαλώνουμε με τα παραμύθια και τους μύθους μας.
Ξεροπόταμοι τα χείλη.
Γέννηση, ζήση, θάνατος, ούτε τριάντα χρόνια,
Δεν φτάνουν να μετρώ στα δάκτυλα.
Σκύβεις, πιάνεις το χώμα,
Το κεντάς
Δικές σου είναι οι λέξεις δεν τις παίρνει κανείς,
δικός σου και ο πόλεμος
-μην φοβηθείς χαμένε ποιητή-
Στο τέλος είσαι ο κλέφτης;
Τι ντροπή και τούτη!
Να είσαι και να λέγεσαι ποιητής!
Έρχεσαι εδώ,
Καύχημα του ταξιδιού,
Πηγή που αναβλύζει ειρήνη και δημοκρατία
Μα κρατάς όπλο.
Ποια δημοκρατία δεν κρατά όπλο;
Αυτή που είναι όνειρο.
Ποια δημοκρατία δεν είναι δύο ώρες μπροστά;
Πως θα θέλανε και οι σοφοί της γης να είναι δύο ώρες πίσω;