στον ουρανό της τραγουδάνε τα πουλιά.
Μέσα στον πόνο της καρδιάς, αργά βουλιάζω
για να ξανά βρω στην αυλή μου μια γωνιά.
Να κλείσω μέσα, ότι αγαπούσα.
Κι ότι αγάπησα πολύ, ψηλά να τα κρατούσα.
Κι ο λογισμός μου απ΄τα ξένα
Αχ να ξεβράσει της ζωής,
τα ξεχασμένα.
Για μια πατρίδα, το ψωμί λιώνει στο στόμα.
Αγέρας, γη και νερό γίνονται σώμα.
Φύλλο που τρέμει στις βολές ενός ανέμου.
Σφαίρα χαμένη σε μια μάχη ενός πολέμου.
Μες στη ζωή μου, ότι αγαπούσα
για ότι νοστάλγησα ξανά και πάλι να διψούσα.
Κι απ΄ τις πληγές μου πάντα θα βγαίνει
Ένα παράπονο πικρό,
από ψυχή κλεμμένη.
Τώρα στον κάμπο, ένα λούλουδο ανθίζει.
Πετώ το όπλο και την χλαίνη καταγής.
Αυτή η λάβρα που με καίει ξαναρχίζει,
να κάνει στάχτη τα συντρίμμια της οργής.
Για μια πατρίδα, η σάρκα λιώνει
κι η Άνοιξη που ένιωσα στα στήθη μου παγώνει.
Θα γίνω αέρας, νερό και χώμα.
Και μια πατρίδα μέσα μου…
Θα χτίσω ακόμα!
*Τραγούδι που γράφτηκε,
διαβάζοντας δύο ποιήματα
από την Ποιητική Συλλογή
«Πατρίδες» του Κ. Παλαμά