Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ*: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)


 

 
 

Για μια
  Πατρίδα, τον αέρα αγκαλιάζω
στον ουρανό της τραγουδάνε τα πουλιά.
Μέσα στον πόνο της καρδιάς,  αργά  βουλιάζω
για να ξανά βρω στην αυλή μου μια γωνιά.
 
Να κλείσω μέσα, ότι αγαπούσα.
Κι ότι αγάπησα πολύ,  ψηλά να τα κρατούσα.
Κι ο λογισμός μου απ΄τα ξένα
Αχ να ξεβράσει της ζωής,
τα ξεχασμένα.
 
Για μια πατρίδα, το ψωμί λιώνει στο στόμα.
Αγέρας, γη και νερό γίνονται σώμα.
Φύλλο που τρέμει στις βολές ενός ανέμου.
Σφαίρα χαμένη σε μια μάχη ενός πολέμου.
 
Μες στη ζωή μου, ότι αγαπούσα
για ότι νοστάλγησα  ξανά και πάλι να  διψούσα.
Κι απ΄ τις πληγές μου πάντα θα βγαίνει
Ένα παράπονο πικρό,
από ψυχή κλεμμένη. 
 
Τώρα στον κάμπο, ένα λούλουδο ανθίζει.
Πετώ το όπλο και την χλαίνη καταγής.
Αυτή η λάβρα που με καίει ξαναρχίζει,
να κάνει στάχτη τα συντρίμμια της οργής.
 
Για μια πατρίδα, η σάρκα λιώνει
κι η Άνοιξη που ένιωσα στα στήθη μου παγώνει.
Θα γίνω αέρας, νερό και χώμα.
Και μια πατρίδα μέσα μου…
Θα χτίσω ακόμα!
 
*Τραγούδι που γράφτηκε,
διαβάζοντας δύο ποιήματα
από την Ποιητική Συλλογή
«Πατρίδες» του Κ. Παλαμά
 

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)



 
Δεν ήρθες όταν σε ζητούσα.
Μια ψιλή βροχή έσβησε ότι περίσσεψε απ΄ το πάθος.
 
Δεν ήρθες όταν σε καλούσα.
Ένα άσπρο περιστέρι μου ΄ πε πως μονάχη δάκρυσες.
 
Δεν ήρθες όταν σ΄ είχα ανάγκη.
Η καρδιά μου αποτελείωσε τους κτύπους.
 
Τώρα το κενό γίνεται μαύρη κορνίζα.
 
Δεν ήρθες όταν έγινα ποίημα.
Δεν μπλέχτηκες στις λέξεις, στους στίχους.
 
Πήρες τη θέσης της τελείας.
 
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγάπησα.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγαπούσα .
 
Μη περίμενες να σε ξυπνήσω λέγοντας:
Σ΄ αγαπώ μα συ δεν έρχεσαι!
 

ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)


 

Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης. 
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
 
Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε. 
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας. 
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
 
Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν. 
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι,  νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει, 
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
 
Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
 
Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την άβυσσο.
 

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΤΥΠΟ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΗΣΩ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)


 
Έφυγε κι ούτε που πρόλαβα να τον χαιρετήσω.
Όχι ότι είχα και κάποια ιδιαίτερη σχέση
συγχωριανός απλά, που σημαίνει αδελφός βέβαια
κάπου το είδα γραμμένο, σε ταφόπλακες και σκεβρωμένες πέτρες
στις απόμακρες γωνιές της περιοχής
ή θα έπρεπε να σημαίνει κάτι τέτοιο αν όχι κάτι άλλο
– έτσι, έτσι ρε μάγκα-
τριγυρνούσε αδιάκοπα ο τύπος αυτός,
με τις ρίζες του πότε στο ποτάμι και
πότε στον ουρανό.
Με το χαμόγελό του κεντημένο στον αέρα και
την αίσθηση της συμπόνιας του κόσμου στη καμπούρα του
στη καμπούρα της ζωής.
Το κενό στο σπίτι θα το γεμίσει ο χρόνος.
Ξέρει τη τέχνη του αυτός ο εφιάλτης.
Το κενό μας θα βουλώσει η καθημερινότητα, μια αδιάβροχη τάπα!
Και θα ξεχαστεί ο εκφοβισμός.
Θα ξεχαστούμε όλοι, τόσο καλοί όλοι μας,
κουβαλώντας στις καμπούρες μας τα σκεπάσματα που δεν δώσαμε
για ζεστασιά
αλλά τ΄ απλώσαμε με την αναίδεια της γλώσσας
να τα γιορτάσει ο ήλιος κι η νύχτα.
Στ΄ αδέλφια των παρείσακτων, των γελωτοποιών,
των κηλίδων των περιθωρίων, εκεί τον κατατάξαμε,
τον τύπο της γειτονιάς που έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσω.
Που όταν φεύγουν λέμε πόσο σημαντικοί είναι
οι σημαντικότεροι της ζωής μας.
Σο καφενείο κάθονται ευπρεπώς ενδεδυμένοι φίλοι και γνωστοί.
Ως όφειλαν δηλαδή.
Και ο καφές πάντα δίνει αφορμή για ένα αστείο.
Βρε μάγκα μου, γίνεται κηδεία χωρίς γέλιο!
Καλό ταξίδι.
 
 

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)


 

Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
 
Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν. 
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
 
Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
 
Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
 
Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
 
Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
 
Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
 
Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

[Τώρα η καρδιά μου χτυπά]: Ποίημα από την ποιητική συλλογή :ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 

Τώρα, το ξέρω η καρδιά μου χτυπά,
για κείνο τον όμορφο τόπο,
για κείνη την γέρικη ιτιά,
πού ΄σπειρε η μάννα με κόπο.
 
Στης αυλής τη μεγάλη ροδιά,
κάποτε έκατσα λίγο.
Στη σκιά της να βρω τη δροσιά
και κατόπι σαν ξένος να φύγω.
 
Μα πάλι η καρδιά μου χτυπά
και γυρίζει η σκέψη στο σπίτι.
Στην πέτρινη εκείνη φωλιά
που πετούσα σαν το σπουργίτι.