Ήταν του φεγγαριού ο γιος.
Το σφύριγμα τ ανέμου.
Κι ένιωθε μέγας και τρανός
σαν πέταγε θεέ μου.
Πρωί είδε τη λιοχαρη,
τη λουλούδοστολισμένη.
Ανεμελη σ' ένα σκαρί
και κάτι να προσμένει.
Το όνομα της ρώτησε.
Ποιο άστρο την ορίζει.
Κι όλο ο καμπος φώτισε
κι άρχισε να μυρίζει.
Είμαι η Πούλια που γροικας.
Τη νύχτα ανασαίνω.
Στα σύννεφα του ουρανού
γεννιέμαι και πεθαίνω.
Ενώθηκαν οι μοίρες τους.
Δροσιστηκαν οι χρόνοι.
Οι ανεμώνες άνοιξαν
και λύγισαν οι κλώνοι.